1. Το Σάββατο 27/11 θα γίνει η πρώτη ανοιχτή συνέλευση της Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Δράσης. Ως στόχος της πρωτοβουλίας ορίστηκε η συνεύρεση ανένταχτων και οργανωμένων δυνάμεων για την έναρξη μίας διαδικασίας διαλόγου και συντονισμού στη δράση αφήνοντας ανοιχτή και τη δυνατότητα συγκρότησης μετωπικού φορέα στο μέλλον. Ο σκοπός είναι να οργανωθεί καλύτερα ο διάλογος μεταξύ δυνάμεων, αρκετές από τις οποίες δεν γνωρίζονται ιδιαίτερα μεταξύ τους. Δυνάμεων που προέρχονται από διαφορετικά πολιτικά εγχειρήματα στο παρελθόν (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ, ΚΚΕ, ανένταχτοι/ες), με διαφορετικές πολιτικοϊδεολογικές αφετηρίες και διαδρομές. Κατά τη γνώμη μας, η διαδικασία αυτή είναι αναγκαία στην πορεία ανασυγκρότησης και ανασύνθεσης μίας νέας ριζοσπαστικής Αριστεράς. Είναι μία προσπάθεια που θεωρούμε ότι εμπίπτει σε ό,τι έχουμε προσπαθήσει να περιγράψουμε κι εμείς ως ανάγκη μετά τις εκλογές του 2019 για τη δημιουργία ενός χώρου διαλόγου και κοινής δράσης των διάσπαρτων δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς που αναζητούν αυτοκριτικά μία διαφορετική πορεία στο έδαφος της αδυναμίας όλων μας να ανταποκριθούμε επαρκώς στις προκλήσεις της προηγούμενης δεκαετίας της κρίσης. Για αυτό, συμμετέχουμε ενεργά, γνωρίζοντας ότι βρισκόμαστε στην αρχή για κάτι τέτοιο, ότι προχωράμε με αργά βήματα ακόμα, πιο αργά ίσως και από ό,τι πρέπει και μπορούμε.

2. Δεν παραγνωρίζουμε ταυτόχρονα ότι η κατάσταση στη ριζοσπαστική Αριστερά εξακολουθεί να είναι αναντίστοιχη των αναγκών της περιόδου. Ενώ δυναμικό της κινηματικά πρωτοστατεί σε διεκδικήσεις σε διάφορους χώρους, είναι υπαρκτή η έλλειψη ενός αριστερού, δημοκρατικού, ριζοσπαστικού, μαζικού πολιτικού φορέα που θα συγκεφαλαιώσει την απάντηση στην κυβερνητική πολιτική και θα περιγράψει έναν άλλο ριζοσπαστικό δρόμο ρήξης. Πολιτικά παραμένει η κρισιακή κατάσταση σε όλους τους σχηματισμούς της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μπορεί να πει κανείς ότι το πιο γλαφυρό στοιχείο αποτύπωσης αυτής της κρίσης είναι και το ότι συγκριτικά με 20 χρόνια πριν η ριζοσπαστική Αριστερά, ή έστω τα πιο «ανήσυχα» κομμάτια της που δεν βολεύονται σε έτοιμες απαντήσεις και ταυτότητες που έδειξαν τα όρια τους, δείχνουν να έχουν χάσει και τον όποιο πολιτικοϊδεολογικό δυναμισμό έδειχναν να εκπέμπουν ευρύτερα. Τότε η κοινοβουλευτική Αριστερά του ΚΚΕ και του ΣΥΝ έδειχνε ένα σαφώς πιο συντηρητικό προφίλ ενώ μέρος της νέας ριζοσπαστικής και επαναστατικής Αριστεράς έθεσε νέα ερωτήματα για τις αλλαγές στο σύγχρονο καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό, τις αναδιαρθρώσεις και τι πολιτικά-προγραμματικά ζητήματα θέτουν, στους χώρους εργασίας και την ανάγκη ενός άλλου δρόμου στον εργατικό συνδικαλισμό, για την παρέμβαση στα τοπικά κινήματα και τον χώρο, για τις νέες αναζητήσεις στους νεολαιϊστικους χώρους κ.ά. Μέρος αυτών των αναλύσεων επηρέασαν ακόμα και το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν μία αριστερή στροφή για τον ΣΥΝ της δεκαετίας του ’90. Βέβαια, αυτές οι αναζητήσεις και οι απαντήσεις που δόθηκαν τότε μετρήθηκαν και αυτές στη δεκαετία της κρίσης που πέρασε και έδειξαν και αυτές τα όριά τους, όμως έβαλαν ένα λιθαράκι στην συγκρότηση μίας νέας ριζοσπαστικής Αριστεράς μετά την διεθνών διαστάσεων ήττα του 1989-‘91. Σήμερα, δυστυχώς, η ριζοσπαστική Αριστερά δεν εκπέμπει (και όχι μόνο στη χώρα μας) έναν αντίστοιχο πολιτικοϊδεολογικό δυναμισμό, έστω και μειοψηφικά, την ίδια ώρα που η εγχώρια κοινοβουλευτική Αριστερά (ΚΚΕ και ΜεΡΑ25) δείχνουν να έχουν περισσότερες «αναζητήσεις» και επιχειρούν και αλλαγές στο πολιτικοϊδεολογικό προφίλ τους. Μπορεί κανείς να δει ενδεικτικά τις πολύ μεγάλες προγραμματικές αλλαγές του σημερινού ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια, ενός πολιτικού χώρου που δεν έκανε εύκολα αλλαγές τέτοιου βάθους, όσο και την προσαρμογή πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων του ΜεΡΑ25 εν όψει του επερχόμενου συνεδρίου του. Ούτε συμφωνώ με αυτές ούτε θεωρώ ότι αυτές οι αλλαγές και προσαρμογές είναι επαρκείς για τις σημερινές ανάγκες. Πλην όμως, αυτοί οι χώροι δείχνουν κάπωςότι επιχειρούν να προσαρμοστούν στις νέες εξελίξεις και να αναζητήσουν νέες απαντήσεις, την ίδια ώρα που ο χώρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς δείχνει να παραμένει μάλλον στάσιμος ως προς αυτό. Για αυτό ακριβώς χρειάζεται μία πλατιά πρωτοβουλία διαλόγου, ανοίγματος της συζήτησης, νέας ιδεολογικής και προγραμματικής αναζήτησης. Αν λέμε ότι τα «παλιά ρούχα» δεν κάνουν πλέον, κάπως πρέπει να φτιάξουμε τα νέα ρούχα που χρειάζονται.

3. Ταυτόχρονα, ο στόχος της σύνδεσης των αναπτυσσόμενων κοινωνικών δυναμικών με τις προσπάθειες ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής αριστεράς, αξιοποιώντας τα βήματα που γίνονται στο κοινωνικό κίνημα και τις πολιτικοσυνδικαλιστικές πρωτοβουλίες πρέπει να είναι επίσης κεντρικός στόχος της περιόδου. Για αυτό εκτιμούμε ότι υπάρχει ανάγκη αυτή η πρωτοβουλία να συνδέει το διάλογο με τη δράση και να προσπαθήσει να λειτουργεί καταλυτικά και στα δύο πεδία. Να βρίσκεται σε αμφίδρομη σχέση με τις κινηματικές δυναμικές, να οργανώνει τη συζήτηση εσωτερικά και δημόσια για προγραμματικά ζητήματα, να συμβάλλει με σύγχρονες μάχιμες επεξεργασίες, να τροφοδοτεί και να τροφοδοτείται από τη δουλειά σε επί μέρους μέτωπα, να εμπλέκει ανένταχτο δυναμικό και κόσμο των κινημάτων, συμβάλλοντας έτσι τόσο σε συγκλίσεις ευρύτερων δυνάμεων στα επί μέρους κοινωνικά μέτωπα, όσο και σε πολιτικοσυνδικαλιστικά σχήματα και προοπτικά και στη διαμόρφωση ενός νέου μαζικού μετωπικού φορέα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

4. Θεωρούμε ότι κάποιες κρίσιμες προϋποθέσεις είναι αναγκαίες για μία τέτοια πορεία:

α) η συγκρότηση ενός καταρχάς επαρκούς πολιτικού πλαισίου. Με προσπάθεια απαντήσεων στα κομβικά ζητήματα της πανδημίας, των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων που προωθούνται, για τα μνημόνια και το νέο «Ταμείο Ανάκαμψης», το χρέος, την ΟΝΕ & ΕΕ, το ΝΑΤΟ, τις γεωπολιτικές εξελίξεις ειδικά στην περιοχή μας. Με ενασχόληση με τα επείγοντα ζητήματα της εργασίας και της λαϊκής διαβίωσης, της μετανάστευσης, του πολέμου, της έμφυλης καταπίεσης, του περιβάλλοντος, των δημόσιων αγαθών και πολλά άλλα. Κομβικό είναι να ορίσουμε ξανά με βάση το σημερινό συσχετισμό δύναμης και τη συνείδηση ευρύτερων μαζών ποιά είναι σήμερα τα κρίσιμα κεντρικά μεταβατικά αιτήματα που μπορούν να λειτουργήσουν ως κρίκος σύνδεσης των άμεσων διεκδικήσεων με μία πορεία συνολικότερης ρήξης, με τον κοινωνικό μετασχηματισμό σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Χωρίς εύκολες σχηματοποιήσεις, αφού σήμερα είμαστε σε μία στιγμή τόνωσης της ανάπτυξης με τη βοήθεια των χρημάτων της ΕΕ, γνωρίζοντας όμως ότι το 2023 θα σφίξει ξανά ο ασφυκτικός κλοιός λιτότητας του δημοσιονομικού συμφώνου και των μνημονιακών απαιτήσεων για υπερπλεονάσματα. Σήμερα είναι η ώρα διεκδίκησης για αυξήσεις, για δουλειά, για δημόσιο σύστημα υγείας, ειδικά αν υπάρχει μία κάποια «ανάπτυξη». Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να δουλέψουμε άμεσα για την επεξεργασία μίας πειστικής προγραμματικής αφήγησης ρήξεων και παραγωγικού μετασχηματισμού για την κοινωνία συνολικά απέναντι σε ό,τι μας ετοιμάζουν πάλι από τα τέλη του 2022. Το κεφάλαιο δεν έχει αποτύχει δυστυχώς να περάσει την κρίση του στον κόσμο της εργασίας σε όλη την προηγούμενη δεκαετία. Αν αυτή η πορεία δεν ανατραπεί μπορεί να συνεχίσει εκ νέου να λειτουργεί εις βάρος μας ακόμα και χωρίς να επιλύει οριστικά τα προβλήματα της ανάπτυξης και της κρίσης του. Για αυτό είναι αναγκαία η ουσιαστική σύνδεση των αιτημάτων κοινωνικής αναδιανομής με την πολιτική ρήξη και την κατεύθυνση για έναν παραγωγικό μετασχηματισμό υπό την ηγεμονία των δυνάμεων της εργασίας. Είναι αναγκαία, όπως έδειξε με τραγικό τρόπο και η εμπειρία της ήττας του 2015, η σύνδεση της πάλης για άμεσες κατακτήσεις και μεταρρυθμίσεις με την αντιμπεριαλιστική και αντικαπιταλιστική προοπτική, με την πάλη για τον σοσιαλιστικό κοινωνικό μετασχηματισμό.

β) οι κριτικές και αυτοκριτικές οριοθετήσεις για τη ριζοσπαστική Αριστερά. Αν η αριστερά που ξέραμε έχασε σε όλες τις εκδοχές της τότε πρέπει να ορίσουμε εκ νέου τα χαρακτηριστικά και τη φυσιογνωμία μίας σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς. Να συζητήσουμε για τα ουσιαστικά όρια των εμπειριών του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ΛΑΕ για να καταλάβουμε τι από αυτές τις εμπειρίες πρέπει να αφήσουμε οριστικά πίσω και τι να κρατήσουμε. Πολιτικά, προγραμματικά, στο επίπεδο της δημοκρατικής λειτουργίας και του ιδεολογικού στίγματος.

γ) η μετωπική απεύθυνση και χαρακτήρας, καθώς είναι σημαντική για την ευόδωση της όποιας διεργασίας η συμμετοχή κρίσιμων οργανωμένων και ανένταχτων δυνάμεων, όχι απλώς ως «ποσότητα», αλλά κυρίως ως δικλείδα ασφαλείας και δυνατότητα για να μπορέσει δυνητικά να προκύψει μία νέα ποιότητα που θα συμπεριλαμβάνει τις αγωνίες, τις γνώσεις, τις εμπειρίες, τη γείωση και απεύθυνση σε κινήματα και κοινωνικούς χώρους όλων των προσώπων και των ρευμάτων που επιμένουν σε μία ενωτική – μετωπική και ταυτόχρονα ριζοσπαστική προοπτική και προέρχονται ως θραύσματα από όλες τις πλευρές της Αριστεράς της προηγούμενης δεκαετίας.

δ) η ανοικτότητα όλης της διαδικασίας, αφού η όποια πρωτοβουλία πρέπει να εκπέμψει ένα σήμα ανοίγματος της συζήτησης, στη βάση κάποιων αναγκαίων αρχικών κοινών οριοθετήσεων, χωρίς όμως να βιαστεί να την κλείσει. Αντιθέτως, είναι κρίσιμο να δοθεί χώρος και χρόνος σε ευρύτερο δυναμικό για να εμπλακεί ουσιαστικά στην όποια συζήτηση, να συμβάλλει και να συμμετέχει στην όλη διεργασία. Το συγκεκριμένο σημείο είναι κρίσιμο αν θέλουμε να δοθεί διαφορετικός συμμετοχικός τόνος, αίσθηση συμπερίληψης σε μία εν δυνάμει ελπιδοφόρα διαδικασία, πόσο μάλλον να δημιουργούνται και προϋποθέσεις για μία συγκρότηση προοπτικά ενός δημοκρατικά οργανωμένου μετωπικού φορέα.

ε) η συνδυασμένη δουλειά τόσο σε επίπεδο ομάδων εργασίας όσο και στο επίπεδο της συζήτησης στη βάση τόσο με τη μορφή της διοργάνωσης ανοιχτών δημόσιων εκδηλώσεων-συζητήσεων όσο κυρίως και με την εξέταση της συγκρότησης μορφών οργάνωσης του δυναμικού που ενδιαφέρεται να εμπλακεί σε επίπεδο βάσης (πόλεις, γειτονιές). Εκτιμούμε ότι καμία οργανωμένη δύναμη από μόνη της δεν μπορεί να καλύψει με στοιχειώδη επάρκεια αυτή την ανάγκη. Αυτό πρέπει να είναι μέρος της δουλειάς που θα κληθεί να κάνει οργανωτικά η πρωτοβουλία, αξιοποιώντας και την αυτενέργεια δυναμικού σε διάφορες περιοχές.

ζ) ο προσανατολισμός να βγουν οι ανάγκες των νέων γενιών στο προσκήνιο, να εκφραστούνπολιτικά και προγραμματικά, να ενσαρκωθούν σε κινηματικές δράσεις, να εκπροσωπηθούν από νεότερους ανθρώπους, μαθαίνοντας από τη θετική εμπειρία των παλιότερων γενιών, αλλά αφήνοντας και αποφασιστικά πίσω τα χούγια τους. Αν θέλουμε να υπάρχει μέλλον πρέπει να το εμπιστευτούμε δίνοντας χώρο έκφρασης και πρωταρχικό ρόλο σε νεότερες γενιές και δυναμικό. Λάθη πάντα θα κάνουμε, ας κάνουμε όμως νέα και όχι ξανά τα ίδια. Μόνο έτσι προχωράς μπροστά και δεν ανακυκλώνεις παλιές ταυτότητες, συνήθειες, αδράνειες.

5. Από αυτά θα κριθεί και η πορεία της αριστερής πρωτοβουλίας διαλόγου και δράσης όπως και κάθε ανασυνθετικής προσπάθειας στο μέλλον, όλα μαζί και καθένα ξεχωριστά είναι αναγκαία για να προκύψει κάτι πραγματικά νέο, αλλιώς κινδυνεύουμε να βαδίσουμε ξανά στους παλιούς δρόμους που θέλουμε να αποφύγουμε. Κατά τη γνώμη μας υπάρχουν καθυστερήσεις αλλά και θετικά βήματα σε σχέση με τις παραπάνω ανάγκες. Ένα σημαντικό εύρος οργανωμένων δυνάμεων συμμετέχουν, στηρίζουν και παρατηρούν την πρωτοβουλία. Θετική είναι και η συμμετοχή ανένταχτων συντρόφων/ισσων προερχόμενων τόσο από διάφορες αριστερές τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ προ 2015 όσο και από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΚΚΕ. Το αρχικό εύρος υπογραφών, όμως, δεν αποτυπώνει προφανώς ένα «άνοιγμα στην κοινωνία», δείχνει το ενδιαφέρον σε δυναμικό της ριζοσπαστικής Αριστεράς όλων των εκδοχών που ακόμα αναζητά μία διαφορετική προοπτική. Ο βηματισμός της όλης κίνησης οφείλει αφενός να γίνει όσο πιο συμπεριληπτικός γίνεται, δικαιώνοντας και τον ανοιχτό χαρακτήρα που διακηρύσσει η πρωτοβουλία, όσο και να «ανέβει ταχύτητα». Οι αργοπορίες και η «από τα πάνω» λειτουργία δικαίως δημιουργούν προβληματισμό, ειδικά σε ένα ευρύτερο δυναμικό. Χρειάζεται μεγαλύτερη τόλμη και γενναιοδωρία στον ανοιχτό χαρακτήρα, χωρίς φόβο να «μολυνθούμε» ο ένας από τον άλλο. Μόνο έτσι μία τέτοια διεργασία θα γίνει πειραματικό κοινωνικό και πολιτικό εργαστήρι για τη δημιουργία κάτι πραγματικά νέου που θα απαντά στις σημερινές ανάγκες και θα μπορούμε να αναγνωρίζουμε όλοι/ες τον εαυτό μας σε αυτό. Χρειάζεται πιο θαρρετός βηματισμός με γεγονότα ανά τακτά χρονικά διαστήματα και άνοιγμα της συζήτησης πλατιά και πανελλαδικά.

6. Γνωρίζουμε ότι οι συζητήσεις και οι ανασυνθετικές διεργασίες βρίσκονται ακόμα σε πρώιμο στάδιο και επηρεάζονται σημαντικά ακόμα από τις κοινωνικές και πολιτικές δυσκολίες της περιόδου της πανδημίας. Θεωρούμε όμως ότι χρειάζεται επιμονή και διαρκής προσπάθεια συνεύρεσης, συζήτησης, κινηματικού και πολιτικού συντονισμού των κατακερματισμένων δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Όσων τουλάχιστον εξακολουθούν να αναζητούν μία εναλλακτική προοπτική επιδιώκοντας να μάθουν από τα λάθη των προηγούμενων χρόνων και να προχωρήσουν σε αντίστοιχες πολιτικές και προγραμματικές υπερβάσεις. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτή την ανάγκη, δεν μπορεί κανείς και καμία μας να «κόψει» δρόμο σε αυτή την πορεία. Ας πάρουμε το μονοπάτι αυτό με πυξίδα τις ανάγκες της κοινωνίας και την αναζήτηση για μία σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά που θα δίνει ξανά υπόσταση στην ελπίδα.