Πολιτική ρήξη με τον ιμπεριαλισμό, ιδεολογικός πόλεμος στον εθνικισμό
Η διεξαγωγή της σημερινής εκδήλωσης έχει για εμάς ιδιαίτερη σημασία για δύο κυρίως λόγους. Αφενός, γιατί αναμετράται με ένα καθοριστικό ερώτημα που φαίνεται να τέμνει την ελληνική κοινωνία, το οποίο λειτουργεί ως καταλυτικός παράγοντας αναδιαμόρφωσης του επίσημου πολιτικού σκηνικού, αναδιατάσσοντας κυβερνητικές συμμαχίες, κοινοβουλευτικές ομάδες, εξαφανίζοντας κυριολεκτικά και συνθλίβοντας μικρότερα κόμματα υπό το βάρος της τοποθέτησης στο κυρίαρχο δίπολο που έχει δημιουργηθεί αναφορικά με την επικύρωση από τη βουλή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αφετέρου, και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στο επίσημο πολιτικό σκηνικό, υπήρξε το προηγούμενο διάστημα ένα σοβαρό κενό λόγου της ριζοσπαστικής αριστεράς, ενός λόγου που με αρχή, μέση και τέλος να παίρνει πολιτική θέση πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Με αυτή την έννοια, ακόμη κι αν πολλές όψεις του ζητήματος είχαν αναδειχτεί, αν πολλές επιμέρους κριτικές είχαν διατυπωθεί, και αν πολύ διαδικτυακό μελάνι είχε χυθεί, έλειπε ωστόσο μια ξεκάθαρη δημόσια τοποθέτηση τόσο στην ίδια τη συμφωνία όσο και στα πολιτικά αποτελέσματα που αυτή παράγει. Επομένως, σε αυτό το κενό, προσπαθούμε και εμείς να τοποθετηθούμε και ελπίζουμε η εκδήλωση αυτή να συμβάλει.
Θα προσπαθήσω στη συζήτηση να βάλω μια μεθοδολογική προϋπόθεση την οποία θεωρώ κρίσιμη. Έχει σημασία να προσδιορίσουμε για ποιο πράγμα ακριβώς μιλάμε, πάνω σε τι θα συζητήσουμε και πού ακριβώς τοποθετούμαστε. Κάτι τέτοιο, κατά τη γνώμη μου, θα βοηθήσει στην αποφυγή γενικεύσεων, στο τσουβάλιασμα απόψεων εκατέρωθεν, αλλά ⎼και αυτό είναι το σημαντικότερο⎼ στη δημιουργία πραγματικών συγκλίσεων που τούτη τη στιγμή μοιάζουν να είναι πολύ μακριά. Και αυτό έχει σημασία για εμάς που επιμένουμε να αναφερόμαστε στη ριζοσπαστική αριστερά, στην αυτονομία του πολιτικού και ιδεολογικού της λόγου και στην ανάγκη αυτή να λειτουργήσει ως καταλύτης στην αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών, που ιδίως από τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και μετά μοιάζουν καταθλιπτικοί.
Κατά την άποψη μου, η εν λόγω προϋπόθεση είναι στο κέντρο της κουβέντας να τεθεί καθαυτή η Συμφωνία των Πρεσπών και όχι αυτό που επικράτησε να αναφέρεται ιστορικά ως «Μακεδονικό ζήτημα». Με αυτή την ιεράρχηση. Και σε δεύτερο χρόνο, να εξετάσουμε πώς αυτή η συμφωνία και υπό ποιους όρους εξυπηρετεί τη ρύθμιση ζητημάτων που άπτονται του μακεδονικού. Αλλιώς, αν συζητήσουμε αντίστροφα, έχω την εκτίμηση ότι θα χάσουμε το κέντρο. Και αυτό έχει σημασία για τη λήψη πολιτικής θέσης. Πρέπει με μια έννοια να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα που δεν έχουμε οι ίδιοι καθορίσει, αλλά το οποίο μας τίθεται σήμερα υπό συγκεκριμένους όρους. Με τον πιεστικό τρόπο που συνήθως τίθενται τα πιο σημαντικά ερωτήματα.
Τοποθετούμαστε, επομένως, απέναντι σε ένα συγκεκριμένο κείμενο συμφωνίας, διακρατικής, δεσμευτικής, που λαμβάνει χώρα σε ένα ορισμένο χρονικό και πολιτικό πλαίσιο. Που υπογράφηκε μεταξύ δύο κυβερνήσεων και του γενικού επιτετραμμένου του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς. Αντικείμενο της συμφωνίας αυτής δεν είναι η επίλυση των διαφορών δύο χωρών γενικά. Αντικείμενο της συμφωνίας αποτελεί η άρση του βέτο της ελληνικής πλευράς, ως εμπλεκόμενης, στην προσχώρηση της Βόρειας Μακεδονίας στην ευρωατλαντική συμμαχία. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο συνταγματικός νόμος στο δεύτερο κιόλας άρθρο του ξεκαθαρίζει ότι οι συνταγματικές αλλαγές θα τεθούν σε ισχύ όταν τεθεί σε ισχύ και η ίδια η Τελική Συμφωνία για την Επίλυση των Διαφορών (η «Συμφωνία των Πρεσπών» της 17ης Ιουνίου 2018), τερματιστεί η ισχύς της Ενδιάμεσης Συμφωνίας που είναι σε ισχύ αυτή την στιγμή, καθιερωθεί η στρατηγική σχέση των δύο μερών και κυρωθεί το Πρωτόκολλο Εισδοχής της «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ. Πρόκειται επομένως για μια λύση «πακέτο», μια λύση που δεν είναι απλώς υπό την επιτήρηση του ΝΑΤΟ, είναι μια συμφωνία για το ΝΑΤΟ. Δεν μπορεί, κατά την άποψή μας, να τοποθετείται κανείς χωρίς να τοποθετηθεί κυρίαρχα απέναντι σε αυτό, στο κατά πόσο δηλαδή έχουν να ωφεληθούν οι λαοί των δύο χωρών από την επέκταση του ΝΑΤΟ στα δυτικά Βαλκάνια. Σε αυτό το κάδρο μπαίνουν και οι ρυθμίσεις που αφορούν το ονοματολογικό ζήτημα, το ζήτημα της γλώσσας και της ιθαγένειας. Το γεγονός ότι η κουβέντα όπως διεξάγεται σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο δεν ασχολείται καν με το βασικό επίδικο της συμφωνίας, ότι αποσιωπάται ως δεδομένο, δεν σημαίνει ότι αυτό δεν υπάρχει. Και ο λόγος είναι προφανής. Το σύνολο του πολιτικού φάσματος, από την «αντισυστημική» ναζιστική ακροδεξιά Χρυσή Αυγή έως τον ΣΥΡΙΖΑ (με την ειδική εξαιρεση του ΚΚΕ, αλλά θα μιλήσουμε αργότερα γι’ αυτό), τοποθετείται στην αυτονόητη συστράτευση της χώρας μας με τις επιλογές του ΝΑΤΟ, και θεωρεί συγκροτητικό κομμάτι της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής την πρόσδεση στα στρατηγικά συμφέροντα των Αμερικανών. «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Η συζήτηση, επομένως, διεξάγεται εντός αυτής της παραδοχής, και γι’ αυτό, κατά την άποψή μας, διεξάγεται στρεβλά, παραμορφωμένα, παράγοντας ωστόσο πραγματικά ιδεολογικά αποτελέσματα.
Και με αυτή την έννοια, ναι, πρέπει να έχουμε σήμερα μια ερμηνεία γιατί διεξάγεται σε αυτή τη συγκυρία και υπό αυτή την πίεση η εν λόγω συζήτηση, καθώς και γιατί είναι αυτές οι κυβερνήσεις που προχώρησαν και όχι προηγούμενες. Είναι προφανές ότι τα δυτικά Βαλκάνια αναβαθμίζονται γεωστρατηγικά υπό το βάρος της αναζωπύρωσης της σύγκρουσης ΗΠΑ-Ρωσίας. Η αναζωπύρωση ενός ιδιότυπου ψυχροπολεμικού κλίματος, ιδιαίτερα μετά την ήττα των αμερικανικών συμφερόντων στη Συρία, την αποτυχία ανατροπής της κυβέρνησης Άσαντ και τη διαφαινόμενη νίκη του άξονα Ρωσία - Συρία - Ιράν. Η αναδίπλωση των ΗΠΑ, η απόσυρση, όπως ανακοινώθηκε, των στρατευμάτων της από τη Συρία, και η δημιουργία μιας «ασφαλούς ζώνης» στα μετόπισθεν μπαίνει σε πρώτο πλάνο. Γι’ αυτό και η άμεση προσχώρηση της Βόρειας Μακεδονίας είναι καίριας γεωστρατηγικής σημασίας. Όχι μόνο για την περικύκλωση της Σερβίας, του τελευταίου προνομιακού συνομιλητή των Ρώσων στα Βαλκάνια, αλλά και για τη δημιουργία, όπως φαίνεται, τεράστιας κλίμακας στρατιωτικών βάσεων στην περιοχή, που θα μετατρέψουν ξανά τα Βαλκάνια σε ορμητήριο θανάτου. Και μια χώρα χαμηλών αντιστάσεων, με χαμηλής έντασης αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, μπορεί να συμβάλει σε αυτό.
Το timing όμως είναι εξαιρετικό και για δύο ακόμα λόγους. Και στις δύο χώρες κυριαρχούν σήμερα κυβερνήσεις που εκφράζουν τα πιο επιθετικά συμφέροντα των αστικών τους τάξεων, που είναι ανοιχτά δυτικόφιλες και που δεν έχουν ιδεολογικά «βαρίδια» σε σχέση με τη νομιμοποίηση της συμφωνίας. Μιας συμφωνίας που δεν θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης του VMRO και της Νέας Δημοκρατίας γιατί ιστορικά εξέφραζαν κυρίως και εθνικιστικά και ακροδεξιά στρώματα. Έχουμε επομένως μια ιδιότυπη συμφωνία των προθύμων. Από τη μία, η κυβέρνηση Ζάεφ, ανοιχτά δυτικόφιλη, αναδύθηκε σε σύγκρουση με τους ακραίους εθνικιστές του VMRO της κυβέρνησης Γκρούεφσκι, και εκφράζει σήμερα τον πιο ακραίο υποστηρικτή τής με κάθε τρόπο προσχώρησης της Βόρειας Μακεδονίας στις δυτικές ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη μνημονιακή του συνθηκολόγηση, έχει αμετάκλητα προσκολληθεί στον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ, εγκαταλείποντας κάθε προηγουμένη παράδοση τήρησης διπλωματικών αποστάσεων στη διένεξη ΗΠΑ-Ρωσίας· εγκαταλείποντας κάθε παραδοσιακή σχέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με αραβικές χώρες και την Παλαιστίνη, με πλήρη ταύτιση με το κράτος-τρομοκράτη του Ισραήλ. Για την ακρίβεια, έχουμε πλήρη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης, και μέσα από αυτά, της πιο επιθετικής εκδοχής του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, της πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία στο τι σήμαινε αυτή η πολιτική τον τελευταίο αιώνα στα Βαλκάνια και στη χώρα μας. Από τα Δεκεμβριανά έως την αμερικανοκίνητη Χούντα, την Κύπρο, τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την αλλαγή συνόρων, έως και την πρόσφατη προσχώρηση στο ΔΝΤ, η στρατηγική εκχώρησης χώρου στους ιμπεριαλιστές δεν υπήρξε ιδιαίτερα «χρήσιμη» και επωφελής για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της στη χώρα μας. Ακούγεται τετριμμένο, αλλά έχει σημασία κάθε φορά να το επισημαίνουμε.
Δεν μπορεί να υπάρχει ούτε σήμερα ούτε ποτέ αντιιμπεριαλισμός «a la carte». Δεν μπορεί να υπάρχει σιωπηρή συναίνεση στους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστών της περιοχής. Είναι σχεδιασμοί που δεν μπορούν να διασφαλίσουν την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή, δεν μπορούν να συμβάλουν στη συμφιλίωση των λαών, δεν μπορούν να φέρουν τους λαούς κοντά. Το πρόσφατο παράδειγμα της Βενεζουέλας ήρθε με τον πιο καθαρό τρόπο να επιβεβαιώσει πώς χειρίζεται ο ιμπεριαλισμός κυβερνήσεις που εκφράζουν έναν άλλο συσχετισμό δύναμης. Δεν εμπιστευόμαστε την ειρήνη και τη συνεργασία ανάμεσα στους δύο λαούς, στους εργαζόμενους και τη νεολαία, στην πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ και τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών.
Με αυτή την έννοια, η συμφωνία που προωθεί τα συμφέροντα αυτά έχει αναγκαστικά αρνητικό πρόσημο. Όποιο κι αν είναι το περιεχόμενό της, λειτουργεί αναγκαστικά ενάντια στα συμφέροντα των υποτελών τάξεων και, ως εκ τούτου, κάθε εκδοχή αριστεράς, πόσο μάλλον η ριζοσπαστική και κομμουνιστική αριστερά στην Ελλάδα, με όλον αυτόν τον πλούτο αγώνων και διεκδικήσεων, με αυτό το φορτίο αντιιμπεριαλιστικής ιστορικότητας που τη συγκροτεί, οφείλει να απορρίψει. Δεν μπορεί, επομένως, παρά να λέει ΟΧΙ στη Συμφωνία των Πρεσπών. Δεν είναι μια συμφωνία για τη συμφιλίωση των λαών, αλλά μια συμφωνία που βάζει διαχειριστή της περιοχής μια μηχανή πολέμου.
Αυτό το όχι σήμερα ωστόσο δεν φτάνει. Η Συμφωνία των Πρεσπών και τα ιδεολογικά αποτελέσματα που έχει εγγράψει στην ελληνική κοινωνία, τα πολιτικά και ιδεολογικά μπλοκ όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί, βάζουν το καθήκον ακόμα πιο ψηλά. Όσο σημαντικό είναι σήμερα να δοθεί η πολιτική μάχη απέναντι στον ιμπεριαλισμό, άλλο τόσο χρειάζεται με τον πιο καθαρό τρόπο να οξυνθεί η ιδεολογική πάλη απέναντι στον εθνικισμό. Και είναι αλήθεια η κυρίαρχη έκφραση του «όχι» στην ελληνική κοινωνία αποτελείται από έναν βαθιά αντιδραστικό και επικίνδυνο εθνικισμό, την ακροδεξιά μετατόπιση της Ν.Δ., μαζί με τη φασιστική Χρυσή Αυγή. Τα εθνικιστικά συλλαλητήρια, οι μακεδονομάχοι, οι εικόνες Μεϊντάν στο Σύνταγμα με τις ευλογίες της εκκλησίας συνθέτουν μια εικόνα από το μέλλον. Και με την εικόνα αυτή δεν παίζεις. Πρέπει σήμερα όσο ποτέ η ριζοσπαστική αριστερά να κηρύξει τον ανένδοτο στον εθνικισμό και την πατριδοκαπηλία χτυπώντας στο κέντρο: στο σύνολο της μεγάλης εθνικής αφήγησης. Το ανιστόρητο σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική» που συνέχει κατά βάθος αυτή την αφήγηση, η άρνηση της εθνικής ταυτότητας των γειτόνων στο πλαίσιο μιας θεωρίας συνωμοσίας, ενός εικονικού, προκατασκευασμένου έθνους, η άρνηση της ταυτότητας της γλώσσας του δεν μπορούν παρά να χτυπιούνται με τον πιο αποφασιστικό τρόπο. Πρέπει ξανά, όσο ποτέ, ο λόγος μας να είναι ένας λόγος οριακά διαφωτιστικός, ιστορικός, επιστημονικός. Όχι για να εκπαιδεύσουμε τους φασίστες, αλλά για να μπορεί να είναι, ιδιαίτερα σήμερα που φαίνεται πιο δύσκολο, πιο αποτελεσματικός. Δεν μπορεί να μπαίνει σε δεύτερο πλάνο η κριτική της μεγάλης εθνικής αφήγησης, της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους από την αρχαία πόλη-κράτος μέχρι σήμερα. Από τον Μεγαλέξανδρο στον Ψωμιάδη, ένα τσιγάρο δρόμος.
Αντίθετα, κατά τη διαδικασία ενδογενέσεων τον 18ο και 19ο αιώνα, που στα Βαλκάνια συνέπεσε με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναδύθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας μια διακριτή σλαβομακεδονική εθνική ταυτότητα με τη δική της γλώσσα, που δεν ενσωματώθηκε ούτε στον ελληνικό, ούτε στον σέρβικο, ούτε στον βουλγάρικο εθνικισμό. Με τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα, η ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας μοιράστηκε σε 4 κράτη: την Ελλάδα, τη Σερβία, τη Βουλγαρία και, κατά ένα πολύ μικρό μέρος, στην Αλβανία. Με τις ανταλλαγές πληθυσμών παρέμεινε ένα μικρό αλλά υπαρκτό μέρος Σλαβομακεδόνων και στο ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας, το οποίο και προπολεμικά, αλλά κυρίως μεταπολεμικά, καταπιέστηκε από ελληνικές αστικές κυβερνήσεις. Και αυτό κυρίως γιατί μεγάλο μέρος των Σλαβομακεδόνων πολέμησε στο πλευρό του ΔΣΕ στο πλαίσιο της διεθνιστικής τοποθέτησης του κομμουνιστικού κινήματος, χτίζοντας τον δεύτερο μεγάλο μύθο της εθνικιστικής δεξιάς: ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος δεν έλαβε χώρα για τη λαϊκή κυριαρχία, αλλά για την παράδοση της Μακεδονίας από το ΕΑΜ στον Τίτο και τους Βούλγαρους.
Το ερώτημα επανήλθε στο προσκήνιο μετά τη διάλυση ⎼με αιχμή του δόρατος όχι μόνο τις ΗΠΑ αλλά και τη Γερμανία⎼, της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, στο πλαίσιο της οποίας, αυτή η εκδοχή σλαβομακεδονικής ταυτότητας είχε βρει κρατική διάσταση. Μετά τις ανακατατάξεις αυτές επανήλθε ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της ονομασίας της χώρας με το πρώτο κύμα εθνικισμού να οργανώνεται κεντρικά από τη δεξιά του Σαμαρά και να αποτελεί εφεξής την αιχμή του δόρατος της κεντρικής εθνικής της αφήγησης. Από την άλλη μεριά και σε αντιστοιχία, η διαδικασία εθνικής συγκρότησης της Βόρειας Μακεδονίας επίσης οδήγησε στην ανάπτυξη εθνικιστικών αντανακλαστικών με αποτέλεσμα τη στροφή στην αρχαιολατρία, κυρίως επί κυβερνήσεων VMRO. Η σημαία με τον ήλιο της Βεργίνας, τα αγάλματα του Μεγαλέξανδρου, δηλαδή μια ακόμα μεγάλη αφήγηση, εξίσου έωλη και κατασκευασμένη με την εσωτερική.
Με αυτή την έννοια, στο ζήτημα του ονόματος συμπυκνώθηκαν οι ανταγωνιστικές στρατηγικές των αστικών τάξεων των δύο χωρών. Για εμάς, αν και δεν είναι το κυρίαρχο, η θέση μας είναι οτι με την υπαρκτή φόρτιση και ιστορικότητα του θέματος, η καλύτερη λύση είναι αυτό που συνηθίσαμε να λέμε σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. Μια τοποθέτηση που δεν ενδίδει σε κανέναν από τους δύο εθνικισμούς, που σέβεται το δικαίωμα του γειτονικού λαού στον αυτοπροσδιορισμό με βάση τον όρο Μακεδονία, ενώ αποφεύγοντας επιθετικούς προσδιορισμούς με εθνικά χαρακτηριστικά μένει κοντά στην ιστορική πραγματικότητα. Ενός γεωγραφικού χώρου με πολυεθνικές ταυτότητες και γλώσσες, χωρίς ιστορικές αποκλειστικότητες, ανοιχτό πεδίο φιλίας και συνεργασίας.
Σε ό,τι αφορά το θέμα των αλυτρωτισμών και πώς αυτό λειτουργεί, εδώ τα πράγματα είναι σχετικά καθαρά. Κάθε εθνική αφήγηση, όσο μεγάλη ή μικρή κι αν είναι, όποιο ιστορικό φορτίο κι αν φέρει, υποκρύπτει αλυτρωτισμούς ούτως ή άλλως. «Χαμένες πατρίδες», «Μεγάλη Ελλάδα», «Βόρεια Ήπειρος», «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι» κ.λπ. Αλυτρωτισμούς, δηλαδή, έχουμε κι εμείς, ακόμα κι αν δεν περιγράφεται στο Σύνταγμά μας. Και προφανώς και από την αντίπερα όχθη τέτοιοι υπήρξαν ιστορικά και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, ακόμα κι αν η συμφωνία προβλέπει τυπικές αλλαγές στο σύνταγμα της Βόρειας Μακεδονίας που τη διασφαλίζουν. Και θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο οι αστικές τάξεις των χωρών βάζουν μπροστά τα δικά τους ιδιοτελή και τυχοδιωκτικά συμφέροντα που καθόλου δεν έχουν να κάνουν με τα αντικειμενικά συμφέροντα των λαών. Άλλωστε, η μεγαλύτερη μορφή αλυτρωτισμού στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι η ίδια η μετάλλαξή του σε ιμπεριαλισμό. Η οικονομική επέκταση της Γερμανίας π.χ. στα Βαλκάνια δεν συγκροτεί μια μορφή αλυτρωτισμού, κατάλυσης της κυριαρχίας μιας χώρας; Τα μνημόνια δεν έπαιξαν αυτόν τον ρόλο, περιορισμού της λαϊκής κυριαρχίας, με τη δέσμευση της δημόσιας περιουσίας και την αξιοποίησή της από το υπερταμείο; Υπό αυτό το πρίσμα, υποκριτικά μπαίνει το ζήτημα του αλυτρωτισμού μπροστά. Και μπαίνει ακριβώς επειδή μέσα του συμπυκνώνει την κυρίαρχη στρατηγική του ελληνικού εθνικισμού, χωρίς να τον αναγκάζει να απεμπολήσει όψεις της δικής του μεγάλης αφήγησης, κυρίως δε αποκρύπτει την ουσία του ερωτήματος στην οποία στρατηγικά έχει ήδη τοποθετηθεί από αντιδραστική σκοπιά.
Κίνδυνος αποσταθεροποίησης, αλλαγής συνόρων και πολέμου από τη Βόρεια Μακεδονία, δεν υπάρχει ως πραγματική απειλή σήμερα. Τέτοιος κίνδυνος δεν ενισχύεται από την επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών. Τέτοιος κίνδυνος υφίσταται μόνο στον βαθμό που επικυρίαρχοι της περιοχής γίνονται οι ιμπεριαλιστές και τα συμφέροντά τους και όχι οι λαοί που ζουν σε αυτές. Αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός.
Και αυτό είναι το πρόβλημα με τη συμφωνία. Ότι μετατρέπει την περιοχή σε ορμητήριο του ΝΑΤΟ, σε εστία μελλοντικών πολεμικών επιχειρήσεων. Και αυτό δεν το λέει κανείς. Δεν το λέει κυρίως η κυβέρνηση. Εκτιμούμε, επομένως, ότι είναι λαθεμένη η τοποθέτηση του ΚΚΕ, όσο και τμήματος της ηγεσίας της ΛΑΕ, που στέκονται γύρω από την έννοια του αλυτρωτισμού και δίνουν χώρο στην αναπαραγωγή μιας τοποθέτησης που δεν παίρνει κρίσιμες αποστάσεις από την κυρίαρχη γραμμή την οποία επιβάλλει σήμερα το μπλοκ του εθνικισμού.Δεν μπορούμε να μιλάμε σήμερα, σε αυτό το ιδεολογικό περιβάλλον, για ευρύ πατριωτικό μέτωπο και μόνο. Τα μεγάλα εθνικά ακροατήρια δεν υπάρχουν και σίγουρα έχει κλειδώσει η δεξιά πολιτική τους εκπροσώπηση. Η προσπάθεια της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος να κολυμπήσει στα θολά αυτά νερά είναι σήμερα πολιτικά επικίνδυνη και πρέπει να απομονωθεί.
Απέναντι σε αυτό συγκροτείται στη χώρα μας το μπλοκ του ΝΑΙ. Τόσο η κυβέρνηση, που έφερε τη συμφωνία, όσο και οι πολιτικές δυνάμεις του ακραίου κέντρου και του επιθετικού φιλελευθερισμού όπως το Ποτάμι, η ΔΗΜΑΡ, και βέβαια και το ρεύμα του κοσμοπολιτισμού, ακριβώς επικυρώνουν και εγγυώνται την ενίσχυση του ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Οι πραγματικοί «μένουμε Ευρώπη» σήμερα είναι με τον Τσίπρα. Ο Μαραντζίδης δηλώνει «Οι ανοιχτά δυτικόφιλοι στη χώρα μας θεωρούμε τη συμφωνία σπουδαία», ενώ το κόμμα του Σταύρου Θεοδωράκη τελικά είναι αυτό που επικυρώνει τη συμφωνία. Κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει. Θυμόμαστε όλοι μας το 1999 με τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία την τοποθέτηση του περιοδικού «Κλικ», να δημοσιεύει φαρδιά πλατιά τη σημαία των ΗΠΑ πάνω στα αποκαΐδια που είχαν αφήσει οι βομβαρδισμοί στο Βελιγράδι. Και τότε ο εχθρός δεν ήταν ο ιμπεριαλισμός, αλλά ο Μιλόσεβιτς και η πατριωτική κληρονομιά του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το πολιτικό αυτό μπλοκ καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με την ειρήνη στα Βαλκάνια, την αλληλεγγύη των λαών, τον διεθνισμό, τη ρήξη με τον ιμπεριαλισμό. Ίσα ίσα αναπαράγει έναν λόγο κοσμοπολίτικο, αντιδραστικό σε σχέση με τις δυνατότητες χειραφέτησης της εργατικής τάξης, των εργαζομένων και της νεολαίας, της βαθιάς υποταγής τους στην οικονομία της αγοράς και τον νεοφιλελευθερισμό. Είναι το μπλοκ που μετά τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά τον αυθεντικό εκφραστή των πιο επιθετικών μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου, του «Μένουμε Ευρώπη», Μένουμε στο ΝΑΤΟ. Με αυτή την έννοια, δεν μπορεί σήμερα να συντάσσεται κανείς με το ΝΑΙ.
Όχι γιατί η συμφωνία «πουλάει τη Μακεδονία», την ταυτότητα, τη γλώσσα, που δεν το κάνει. Αλλά γιατί, τόσο σήμερα όσο και αύριο, μια τέτοια τοποθέτηση είναι δεσμευμένη να αποδεχτεί ως όρο επιβίωσης την οικονομία της αγοράς, τα μνημόνια, τον ιμπεριαλισμό ως μια καλύτερη εκδοχή του σκοταδιστικού εθνικισμού κ.λπ. Είναι μια τοποθέτηση που από την επόμενη μέρα σε φέρνει αναγκαστικά σε άλλο στρατόπεδο και σίγουρα όχι αυτό της εργατικής ηγεμονίας ή του διεθνισμού.
Να το πούμε αλλιώς: Διεθνισμός με τις πλάτες του ΝΑΤΟ δεν γίνεται, όπως και αντιιμπεριαλισμός δίπλα στον Μιχαλολιάκο. Γι’ αυτό και είναι εξίσου προβληματική η τοποθέτηση των πρώην 53 του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ΟΝΡΑ, Ανασύνθεσης, ΑΡΚ, Δικτύου, που άρρητα ή ρητά προκρίνει τη συμφωνία ως καλή και αποδεκτή. Ή και σημαντικού μέρους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που στοχεύει μονόμπαντα στον εθνικισμό, πιστεύοντας ότι η συμφωνία αποτελεί αντανάκλαση και αποτέλεσμα του ελληνικού ιμπεριαλισμού και της επέκτασης των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια. Σε μια χώρα που έχει χάσει το 26% του ΑΕΠ της από την εφαρμογή καταστροφικής καθ’ υπαγόρευση λιτότητας μέσω των μνημονίων, σε μια χώρα που εκχωρεί ακόμα και τα αρχαιολογικά της μνημεία στο υπερταμείο για να τα διαχειρίζονται οι γερμανικές τράπεζες, σε μια χώρα που ζητάει την έγκριση της Κομισιόν για να μην κόψει για 14η φορά τις συντάξεις και για να αυξήσει 50 ευρώ τον κατώτατο μισθό πείνας, κάτι τέτοιο ακούγεται τουλάχιστον εκτός πραγματικότητας. Το πιο επικίνδυνο με αυτή την άποψη είναι ότι παράγει και ένα πολιτικό διά ταύτα απόσυρσης κατά την άποψή μας από τα πραγματικά επίδικα της συγκυρίας, τις πολιτικές μάχες που πρέπει να δοθούν. Γι’ αυτό και δεν συμμετείχε στην αντιιμπεριαλιστική πορεία στην αμερικανική πρεσβεία τη μέρα της ψήφισης της συμφωνίας.
Εδώ βρίσκεται κατά την άποψή μας και το ζητούμενο. Την ίδια στιγμή που πρέπει να τοποθετηθείς πάνω σε ένα ερώτημα το οποίο δεν έχεις εσύ επιλέξει, την ίδια στιγμή να μπορείς να κρατάς τον χώρο που θα ξεδιπλώσεις τη δική σου στρατηγική. Με αυτονόητη προϋπόθεση βέβαια να την έχεις. Με επίγνωση ότι η άποψη αυτή μπορεί να μην ακούγεται δυνατά σήμερα, και αυτό είναι αλήθεια. Μια άποψη όμως που θα πάρει τις απαραίτητες οριοθετήσεις και θα σε ετοιμάσει για τις μάχες που θα πρέπει να δοθούν, με το βλέμμα στην επόμενη μέρα. Σήμερα, επομένως, η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει όσο ποτέ να ανοίξει έναν διμέτωπο αγώνα. Πολιτική ρήξη με τον ιμπεριαλισμό, ιδεολογικό πόλεμο στον εθνικισμό.
Λέμε «όχι» στη Συμφωνία των Πρεσπών γιατί, ενώ υλοποιεί την πολιτική πολέμου των ιμπεριαλιστών στην περιοχή, ταυτόχρονα ευνοεί τις συνθήκες ανόδου του εθνικισμού και στις δύο χώρες. Είναι ένα «όχι» που ταυτόχρονα είναι και διεθνιστικό και αναγκαστικά αντιιμπεριαλιστικό. Με επίγνωση ότι για να ακουστεί το «όχι» αυτό ακόμα πιο δυνατά οφείλουμε να συσσωρεύσουμε τους απαραίτητους πολιτικούς και οργανωτικούς όρους. Τους όρους αυτούς σήμερα, και με δικιά μας ευθύνη, δεν τους έχουμε. Πρέπει ωστόσο να διατυπωθεί με ευκρίνεια, με καθαρότητα, με πολιτική και ιδεολογική ανεξαρτησία από όσους προβάλλουν ως μόνους δυνατούς τους μονόδρομους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., του σύγχρονου επιθετικού καπιταλισμού ή τον σκοταδισμό ενός αντιδραστικού και ξενοφοβικού φασισμού. Σε αυτή τη συζήτηση και σε αυτή την προσπάθεια ως ΑΡΑΝ είμαστε αποφασισμένοι να συμβάλουμε.
* Το άρθρο αποτελεί το κείμενο ομιλίας του γράφοντος στην εκδήλωση με τίτλο «Αντιιμπεριαλιστικό και διεθνιστικό ΟΧΙ στη Συμφωνία των Πρεσπών. Ενάντια στη ΝΑΤΟϊκή υποταγή και τον εθνικισμό», την οποία πραγματοποίησε η Αριστερή Ανασύνθεση το Σάββατο 26 Ιανουαρίου στο Match Point στην Αθήνα. Στην εκδήλωση συμμετείχαν επίσης ο Δημήτρης Καλτσώνης, ο Κώστας Μάρκου και ο Αντώνης Νταβανέλλος.