H υπαναχώρηση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ από τον ταξικό ανταγωνισμό.

Η προηγούμενη πενταετία χαρακτηρίστηκε από την υποχώρηση των αμυντικών αγώνων της περιόδου των μνημονίων. Το βασικό μέσο κεντρικής αντιπαράθεσης με τις μνημονιακές κυβερνήσεις, η γενική απεργία έχασε σταδιακά την αποτελεσματικότητα της τόσο σαν μέσο συσπείρωσης όσων αγωνίζονται όσο και στο μπλοκάρισμα της παραγωγής, αφού οι απεργίες αποκτούσαν όλο και μικρότερη συμμέτοχη. Η απουσία αυτής, της ανώτερης δυνατής στην αντίληψή μας, μορφής διεκδίκησης έχει φέρει σε όριο και τις προοπτικές που αντιλαμβανόμαστε ότι είναι δυνατές από τους εργατικούς αγώνες εν γένει. Αυτά τα όρια στην αντίληψή μας καλούμαστε σήμερα να ξεπεράσουμε, όχι όσον αφορά τη γενική απεργία στενά σαν μέσο πάλης αλλά κυρίαρχα τον τρόπο οργάνωσης που δίνει στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία τα κλειδιά για την θεσμική κάλυψη τέτοιας έκτασης κινητοποιήσεων.

Η κυριαρχία της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ στις ΔΕΚΟ και στις Ομοσπονδίες στον ιδιωτικό τομέα δεν απειλήθηκε ούτε με την κατάρρευση του δικομματισμού ούτε από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα σε αυτό το διάστημα η ηγεσία της ΓΣΕΕ απομακρύνθηκε όλο και περισσότερο από τις ανάγκες της κοινωνίας και από την ανάγκη της να αντλεί νομιμοποίηση από αυτή. Συμβολική στιγμή ρήξης σε αυτή τη σχέση ήταν η στάση της στο δημοψήφισμα. Από τότε βλέπουμε μια συνεχή υποχώρηση τόσο της αντιπολιτευτικής της στάσης (ή και συμπολιτευτικής όσον αφορά κάποια νομοσχέδια του ΣΥΡΙΖΑ που επιχειρούσαν να βελτιώσουν επί μέρους ρυθμίσεις σε ένα συνολικά αντιδραστικό πλαίσιο όμως) όσο και της συχνότητας προκήρυξης απεργιακών κινητοποιήσεων.

Αυτή η διαδικασία ολοκληρωτικής ρήξης ακόμα και σε επίπεδο λόγου με ένα διεκδικητικό πλαίσιο οδήγησε την άνοιξη του 2018 στην δημιουργία της Κοινωνικής Συμμαχίας, ενός ευρέως συναινετικού μορφώματος σε συνεργασία με τον ΣΕΒ και επιστημονικά επιμελητήρια. Στόχος αυτής της βραχύβιας πρωτοβουλίας ήταν να κάνει «κοινωνική» αντιπολίτευση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ κάτι που τελικά φάνηκε να εχει ελάχιστη αποτελεσματικότητα και προς ώρας εχει μπει στον πάγο. Από τότε μέχρι σήμερα βλέπουμε συνεχή διολίσθηση σε όλο και πιο συντηρητικές θέσεις και πρακτικές, όπως για παράδειγμα την απόσυρση από τα καλέσματα σε πορείες και την απαξίωση της απεργίας σαν μέσο διεκδίκησης. Σε μια συνέχεια της υποχώρησης του ταξικού ανταγωνισμού, τα παραδοσιακά μέσα πάλης του εργατικού κινήματος πλέον απαξιώνονται δημόσια από τους επίσημους εκπροσώπους του.

Ποιοτική τομή στην μετάλλαξη της ηγεσίας της ΓΣΕΕ και ειδικά της ΠΑΣΚΕ είναι ότι λόγω της συρρίκνωσης του ΠΑΣΟΚ αλλά και των διασπάσεων μιας προηγούμενης περιόδου έχασε ένα μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού της που είχε εμπειρία συνδικαλιστικής δράσης και κρατούσε μια σχετικά πιο αγωνιστική στάση στα κεντρικά μέτωπα με την εκάστοτε κυβέρνηση. Αντίστοιχα αδυνατώντας πλέον να κινητοποιήσει μέσω του μηχανισμού της τους μεγάλους κλάδους έχασε και το διαπραγματευτικό της ρόλο σαν κοινωνικός εταίρος. Ουσιαστικά ο κύκλος της ενσωμάτωσης κλείνει με το τελευταίο συνέδριο το οποίο ακυρώθηκε λόγω της διάρρηξης της συναίνεσής από πλευράς του ΠΑΜΕ στις διαδικασίες εκλογής και εκπροσώπησης. Είναι χαρακτηριστικόότι στις παρούσες συνθήκες η ηγετική ομάδα δεν είναι διατεθειμένη να αφήσει οποιοδήποτε πεδίο συνεννόησης με δυνάμεις που δεν είναι πλήρως εργοδοτικές. Καθώς η μόνη της διαπραγματευτική ισχύ είναι ο πλήρης έλεγχος των τριτοβάθμιων οργάνων είναι διατεθειμένη να τραβήξει την σύγκρουση με οποίον την αμφισβητεί στα όρια. Το ενοποιητικό στοιχείο σήμερα των ανώτερων σταδίων της γραφειοκρατίας είναι το πως θα κρατήσουν τα προνόμια που διατηρούν όσο περνάει το ξήλωμα των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.

Σε αυτή τη νέα κατάσταση είναι πραγματικό ζήτημα το κατά πόσο αυτό το όριο δημοκρατίας το οποίο θεωρούσαμε ότι μας παρείχε έστω κάποια δυνατότητα εκπροσώπησης και καταγραφής έχει παρέλθει. Ακόμα και αν οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν έχουν καταφέρει επαρκή συσπείρωση δυνάμεων για να εκφράσουν ένα πανελλαδικό σχέδιο ανασυγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος, τίθεται επι τάπητος η ρήξη με τον εργοδοτικό συνδικαλισμό που εκπροσωπεί η ΓΣΕΕ, όχι σε επίπεδο οργάνωσης σε ανταγωνιστικά σωματεία αλλά κυρίαρχα με το θεωρητικό σχήμα που αποδέχεται το ρόλο της σαν θεσμικό οργανωτή των αγώνων των εργαζομένων. Αυτό θα αναδειχθεί σαν ζήτημα κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αφού σε πολλά περιφερειακά εργατικά κέντρα υπάρχει ηγεμονία του ΠΑΜΕ, αλλά είναι σημαντικό να γίνει κτήμα του συνόλου του ανταγωνιστικού κινήματος ότι δεν μας εκπροσωπούν ούτε θα καλύπτουν θεσμικά τους εργατικούς αγώνες στο μέλλον.

Οι κινητοποιήσεις του εργατικού κινήματος στις νέες συνθήκες

Σε αυτές τις συνθήκες το ΠΑΜΕ πλέον αναλαμβάνει αναβαθμισμένο ρόλο στο εργατικό κίνημα λόγω δύο παραγόντων. Αφενός λόγω της δυνατότητας που έχει να καλεί σε απεργιακές κινητοποιήσεις, είτε κλαδικές, είτε ανά τόπους, αφετέρου επειδή είναι ο βασικός πόλος συσπείρωσης δυνάμεων που διαθέτουν ακόμα μια αγωνιστική διάθεση και προσπαθούν να οργανώσουν απεργίες σε χώρους. Θακληθούμε να οργανώσουμε απεργιακές κινητοποιήσεις γύρω από ένα σχεδιασμό που βγαίνει κυρίαρχα από το ΠΑΜΕ και τους όρους που αυτό θέτει καθώς είναι πλέον το μόνο το οποίο μπορεί να καλύψει απεργιακά τις δυνάμεις του χώρου μας, ειδικά μετά και την απομείωση που έχει επέλθει στα πρωτοβάθμια σωματεία που ελέγχονται από τη ριζοσπαστική αριστερά και την αναρχία.

Εδώ θα βρεθούμε σε ένα πραγματικό πρόβλημα τόσο όσον αφορά το πλαίσιο διεκδίκησης, όσο και τον χωροταξικό διαχωρισμό σε επίπεδο δρόμου. Η πλειοψηφία των σχημάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς του ιδιωτικού τομέα σήμερα, στην Αθήνα τουλάχιστον, παρεμβαίνουν σε κλαδικά σωματεία τα οποία ελέγχει με συντριπτικούς όρους το ΠΑΜΕ. Έτσι θα βρεθούμε σε μια συνθήκη στην οποία τα σωματεία που παρεμβαίνουμε είναι οι οργανωτές τωναπεργιακών κινητοποιήσεων με ένα διεκδικητικό πλαίσιο το οποίο μας καλύπτει σε μεγάλο βαθμό, αλλά ο χώρος επιλέγει να συγκεντρώνεται και να πορεύεται πλήρως διαχωρισμένος. Αυτό μας φέρνει σε πλήρη αναντιστοιχία λόγων και πράξεων, καθώς φαινομενικά συνεχίζουμε να διατηρούμε οριοθετήσεις που είχαμε χτίσει απέναντι στην γραφειοκρατία και τον εργοδοτικό συνδικαλισμό με ένα κομμάτι που είναι και αυτό σε σύγκρουση μαζί της. Τελικά αυτό που θα κριθεί σε επίπεδο δρόμου δεν θα είναι το αν θα κάνουμε οι δυνάμεις του ταξικού κινήματος συγκέντρωση μακριά ή κοντά από τις ούτως η άλλος ανύπαρκτες δυνάμεις της ΓΣΕΕ αλλά στην πραγματικότητα το κατά πόσο θα μπορέσουμε να συμμετέχουμε στις κινητοποιήσεις των σωματείων που παρεμβαίνουμε με όρους που θα τους δίνουν διαφορετική φυσιογνωμία από την στενά κομματική κινητοποίηση του ΠΑΜΕ.

Μορφές πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης

Κυρίαρχο στην μορφή οργάνωσης που πρέπει να επιλέξουμε είναι ο χαρακτήρας των σωματείων που παρεμβαίνουμε και ιεραρχούμε την μαζικοποίηση τους. Στο πρωτοβάθμιο επίπεδο οργάνωσης παρεμβαίνουμε κυρίως σε δυο είδη σωματείων, τα κλαδικά και τα επιχειρησιακά, το κάθε ένα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σαν μορφή συσπείρωσης των εργαζομένων.

Τα κλαδικά παρεμβαίνουν στο σύνολο του κλάδου και παλεύουν να συσπειρώσουν τους εργαζόμενους στη λογική ότι κάθε κλάδος πλήττεται και αγωνίζεται ενιαία. Ενοποιώντας τον κλάδο χτυπιέται και το μεγαλύτερο ιδεολογικό όπλο της εργοδοσίας, η ταύτιση συμφερόντων εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου, καθώς πλέον ο ανταγωνισμός μεταξύ των διάφορων εταιριών μετασχηματίζεται σε αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων κάθε εταιρίας απέναντι στα αφεντικά τους. Με αυτό τον τρόπο σταδιακά χτίζεται μια κουλτούρα συναδέλφου που δεν βλέπει ανταγωνιστικά τις άλλες εταιρίες και κατ' επέκταση τους εργαζόμενούς τους, αλλά το δικό του εργοδότη. Επίσης δίνει την δυνατότητα να χτίσουμε μια συνολική εικόνα του πως πρέπει να αντιλαμβάνεται τα δικαιώματα του ο εργαζόμενος του κλάδου και αντίστοιχα να τα διεκδικεί. Τέλος έχει μια μεγαλύτερη θωράκιση απέναντι στην εργοδοσία καθώς μπορεί να απαντήσει στην ελλιπή οργάνωση σε ένα χώρο δουλειάς μεταφέροντας έναν εξωτερικό συσχετισμό και συσπείρωση δυνάμεων. Έχει όμως προβληματικές στο κομμάτι της καθημερινής παρέμβασης καθώς πολλές φορές αυτή μπορεί να φαντάζει ξένη στους εργαζόμενους, ειδικά σε χώρους που δεν έχουν συνδικαλιστικές αναπαραστάσεις. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι ένα κλαδικό σωματείο σήμερα είναι δύσκολο να οργανώσει επαρκές κομμάτι των εργαζομένων του κλάδου σε αγωνιστική κατεύθυνση ώστε να διεκδικήσει υπογραφή κλαδικής σύμβασης. Αυτό το προνόμιο είναι ακόμα στα χέρια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και των ομοσπονδιών που αυτή ελέγχει.

Τα επιχειρησιακά σωματεία έχουν ως κύρια στόχευση τους τη συσπείρωση των εργαζομένων ανά χώρο δουλειάς και εταιρία. Είναι η μορφή οργάνωσης που έχει τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και διείσδυση στην καθημερινή συνδικαλιστική δουλειά και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι σε επίπεδο εργασιακών συνθηκών και εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Επίσης είναι και η μορφή οργάνωσης που μπορεί με μια κρίσιμη συσπείρωση δυνάμεων να πιέσει την εργοδοσία να υπογράψει επιχειρησιακή σύμβαση με ευνοϊκούς όρους. Στον αντίποδα αυτού όμως, είναι και τα σωματεία τα οποία πιο εύκολα καταλήγουν να γίνονται έρμαια στα χέρια της εργοδοσίας η ακόμα και να δημιουργούνται από αυτή, από πρόθυμους εργοδοτικούς, καθώς χωρίς συγκροτημένη παρέμβαση αλλά και παρακαταθήκη πρακτικών σε ένα χώρο δουλειάς είναι πιο εύκολο να τα διαβρώσουν από μέσα με προνόμια για όποιον εργαζόμενο στηρίζει τον εκάστοτε εργοδοτικό συνδυασμό. Ενδεικτικό αυτού είναι το νομοσχέδιο για τις επιχειρησιακές συμβάσεις και το πως τις καθιστά ανώτερες θεσμικά από τις κλαδικές, καθώςένα επιχειρησιακό σωματείο είναι πιο πιθανό να υποκύψει στις πιέσεις της εργοδοσίας και να υπογράψει μία σύμβαση με δυσχερείς συνθήκες.

Σε αυτές τις συνθήκες εμείς πρέπει να αξιοποιήσουμε και τις δυο υπάρχουσες μορφές οργάνωσης, για την συσπείρωση του δυναμικού στους χώρους δουλείας που παρεμβαίνουμε.Προνομιακός χώρος οργάνωσης μας στον ιδιωτικό τομέα σήμερα είναι τα κλαδικά σωματεία καθώς αυτά έχουν μια επαρκή γείωση και αναγνώριση στον εκάστοτε κλάδο, αλλά και μια δράση η οποία τα διαχωρίζει από τον εργοδοτικό συνδικαλισμό. Μέσω της παρέμβασής μας, η οποία σε αρκετούς κλάδους έχει ήδη συγκροτημένα σχήματα, θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε μια ολοκληρωμένη προγραμματική αντίληψη για τις ανάγκες του κλάδου και ταυτόχρονα να έχουμε ένα όχημα συσπείρωσης του δυναμικού που έχουμε αναφορά σαν ριζοσπαστική Αριστερά.

Παράλληλα μέσω της κλαδικής δουλειάς πρέπει να γίνεται στοχευμένη παρέμβαση σε συγκεκριμένους εργασιακούς χώρους που, είτε έχουμε δυνάμεις, είτε γνωρίζουμε ότι υπάρχει εργοδοτική αυθαιρεσία, έτσι ώστε να συσσωρεύσουμε δυνάμεις, και όπου υπάρχουν οι όροι ώστε σε άμεση σύνδεση με το κλαδικό σωματείο να δημιουργούμε σωματειακές επιτροπές, με τελικό στόχο την δημιουργία επιχειρησιακών σωματείων. Τα επιχειρησιακά σωματεία ενώ παραμένουν η μορφή οργάνωσης που είναι πιο κοντά στην αντίληψή μας για την δουλειά ανά κοινωνικούς χώρους, αν αυτό δεν καλύπτεται και από μια κλαδική συσπείρωση δυνάμεων στον σημερινό ταξικό συσχετισμό δεν θα μπορεί να σταθεί μακροπρόθεσμα. Παράλληλα όμως ένα επιχειρησιακό σωματείο με επαρκή γείωση για να διεκδικήσει καλυτέρευση των όρων εργασίας σε ένα χώρο δουλείας μπορεί να λειτουργήσει σαν παράδειγμα για όλο τον κλάδο αλλά και να αξιοποιηθεί για αλλαγή του συσχετισμού εντός του κλαδικού.

Είναι σημαντικό τέλος να οριοθετήσουμε την δράση μας εντός αυτών τον σωματείων ειδικά απέναντι στις μεγάλες ομοσπονδίες οι οποίες ελέγχονται σήμερα αποκλειστικά από τον εργοδοτικό συνδικαλισμό. Απέναντι σε αυτή τη μορφή οργάνωσης σε δευτεροβάθμιό επίπεδο θα πρέπει να ιεραρχήσουμε την συγκροτημένη παρέμβαση σε επίπεδο πόλης μέσω των ΕργατικώνΚέντρων. Τα Εργατικά Κέντρα μπορούν να λειτουργήσουν σαν σημείο αναφοράς για ένα σύνολο συνδικαλιστικών ζητημάτων ειδικά μικρότερων πόλεων όπου και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία θα είναι πιο εύκολα υπόλογη για τις όποιες αποφάσεις της. Στην Αθήνα και Πειραιά αντίστοιχα η προκήρυξη απεργίας από το Εργατικό Κέντρο πρέπει να κεντρικοποιείται από την μεριά των ταξικών δυνάμεων καθώς πολλές φορές θα κρίνει την δυνατότητα ευρύτερων κινητοποιήσεων.

Για την ανασυγκρότηση των κλαδικών σχημάτων

Όσον αφορά τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, αυτές βλέπουμε ότι έχουν συρρικνωθεί τόσο εκλογικά όσο και κοινωνικά. Πρέπει να αποτιμηθεί όμως ως θετικό και απόδειξη της πραγματικής γείωσης που έχουν κάποια σχήματα ότι παρόλη την διάσπαση που επήλθε το 2015 στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η συντριπτική πλειοψηφία των κλαδικών σχημάτων έχουν παραμείνει ενιαία. Αυτό μας δίνει την δυνατότητα σήμερα να μην ξεκινάει από το μηδέν μια προσπάθεια κλαδικής παρέμβασης καθώς στους περισσότερους χώρους υπάρχουν κεκτημένες δεξιότητες αλλά και συνδικαλιστές/τριες με εμπειρία και γείωση. Παρόλα αυτά τα σχήματα σε αυτούς τους χώρους κυρίαρχα συνεχίζουν να λειτουργούν σαν μια καρικατούρα των ΕΑΑΚ, όπου η καθημερινή συνδικαλιστική δουλειά πολλές φορές μπαίνει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στις αντιπαραθέσεις μεταξύ των οργανωμένων τάσεων.

Από την στιγμή που ιεραρχούμε την παρέμβαση στα κλαδικά σωματεία θα πρέπει να αναδιοργανώσουμε και την λειτουργία των σχημάτων μας σε αυτή την κατεύθυνση. Πρώτο μέλημά μας θα πρέπει να είναι η αλλαγή της εσωτερικής φυσιογνωμίας και λειτουργίας των σχημάτων. Πρέπει να ξεπεράσουμε γραφειοκρατικές λογικές που δεν αφήνουν τα σχήματα να πάρουν αποφάσεις και να αρχίσουμε να προωθούμε την δημοκρατική αρχή του ένα μέλος μια ψήφος. Στόχος μας θα πρέπει να είναι η οικοδόμηση εργατικών συλλογικοτήτων που όχι μόνο θα απευθύνονται στο σύνολο του κλάδου σε επίπεδο αιτημάτων αλλά να μπορούν να οργανώσουν και κόσμο που δεν έχει στενή επαφή με τον χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς και στον τρόπο που έχουμε μάθει να λειτουργούμε.

Η έννοια του μέλους πρέπει να ξεφύγει από την χαλαρή ενασχόληση ανθρώπων που έχουν μια αναφορά ή ένταξη σε οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά πρέπει να ξεκινάει από το ίδιο το σχήμα και τις διαδικασίες βάσης του. Πέρα από την αποδοχή των θέσεων του σχήματος που εκφράζεται και από μια απλή συμμετοχή στα ψηφοδέλτια του, πρέπει τα μέλη να έχουν ισότιμο δικαίωμα έκφρασης στο εσωτερικό του αλλά και αντίστοιχες υποχρεώσεις συμμετοχής στις διαδικασίες και τις δράσεις. Πρέπει να καλλιεργηθεί η κουλτούρα δημοκρατικών αποφάσεων που οι ψηφοφορίες σε επίπεδο βάσης και η εκλογή συντονιστικών οργάνων εξασφαλίζει. Παράλληλα θα πρέπει να υπάρχει μια κυκλική διαδικασία συμμετοχής σε αυτά τα όργανα για να διαχέονται οι πρακτικές και εκπαιδεύονται νέα στελέχη. Τέλος, το πιο σημαντικό θα είναι η καθιέρωση τακτικών διαδικασιών όχι μόνο για την συσπείρωση του δυναμικού αλλά κυρίως για την προετοιμασία εξωστρεφών δράσεων που κυρίαρχο στόχο θα έχουν να οργανώσουν νέο κόσμο στο εκάστοτε σωματείο. Κομβικής σημασίας σήμερα τέλος είναι και η διαδικτυακή λειτουργία και παρέμβαση των εργατικών σχημάτων που μπορεί να πολλαπλασιάσει την αποτελεσματικότητά του.

Στην πράξη μέσω αυτής της ολόπλευρης λειτουργίας το σχήμα θα μπορεί να υλοποιεί και λειτουργίες του σωματείου, όπως οι καμπάνιες εγγραφής μελών και παρεμβάσεις σε χώρους απέναντι στην εργοδοσία. Η συνθήκη δεν είναι ιδεατή, αλλά αναγκαία σήμερα για να μαζικοποιήσουμε τα σωματεία που παρεμβαίνουμε. Λειτουργώντας με αυτόν το τρόπο παράλληλα και συμπληρωματικά με το εκάστοτε κλαδικό σωματείο θα μπορούν τα σχήματα αφενός να τραβάνε την ηγεσία του σε κινητοποιήσεις, αλλά ταυτόχρονα θα λειτουργεί και σαν ένας πόλος για το δυναμικό που δεν θέλει το σωματείο του να ταυτίζεται με το ΠΑΜΕ. Προοπτικά άλλωστε η παράλληλη λειτουργία, αλλά και η ίδια η δράση των σχημάτων σαν ευρύτερος πολιτικοκοινωνικός σχηματισμός θα λειτουργεί και σαν αντιπαράδειγμα για την ίδια την αναβαθμισμένη λειτουργία του σωματείου.

Μέτωπο αγώνα της ριζοσπαστικής αριστεράς στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Όλες όμως οι προσπάθειες που γίνονται σε πρωτοβάθμιο επίπεδο θα έχουν περιορισμένη δυναμική αν δεν καταφέρουν να δημιουργήσουν ένα συνολικό ρεύμα αμφισβήτησης του εργοδοτικού συνδικαλισμού σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο. Αυτή τη στιγμή υπάρχουνπαρατάξεις και πρωτοβουλίες του χώρου (Αγωνιστική Ταξική Ενότητα, ΠΑΤΕΚ, ΜΕΤΑ) που ενώ έχουν παρεμφερές πλαίσιο αιτημάτων, αλλά και σταθερή συνεργασία σε περιπτώσεις σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, δεν συνεργάζονται σε επίπεδο εργατικών κέντρων.

Ανεξαρτήτως του ποιόν βαραίνει η ευθύνη πρέπει να ξεκινήσει άμεσα μια πρωτοβουλία με στόχο σε πρώτη φάση την συνδικαλιστική συνεργασία όπου παρεμβαίνουν αυτές οι δυνάμεις από κοινού. Οι προγραμματικές συγκλείσεις άλλωστε υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό και επιμέρους ζητήματα θα πρέπει να επιλυθούν με αποφασιστικές συνελεύσεις, που θα μπορούσαν να εμπλέξουν ένα μεγαλύτερο δυναμικό τουλάχιστον σε επίπεδο Αθήνας και Θεσσαλονίκης.

Στις σημερινές συνθήκες όμως δεν λείπει μόνο η συνδικαλιστική και εκλογική συνεργασία των δυνάμεων του χώρου αλλά ένα ποιοτικά ανώτερο μόρφωμα που θα μπορέσει να δώσει συνολική απάντηση στο τι συνδικαλισμό θέλουμε σήμερα. Στην πραγματικότητα η νέα διαχωριστική γραμμή μεταξύ της γραφειοκρατίας, των δυνάμεων του ΠΑΜΕ και του χώρου τις ριζοσπαστικής αριστεράς, δεν εκφράζεται μόνο στις προγραμματικές κατευθύνσεις, αλλά κυρίαρχα στην αντίληψη για τη δημοκρατία στα σωματεία και στον τρόπο οργάνωσης των διαφορετικών ομάδων εργαζομένων. Αυτή ακριβώς τη θέση μπορεί να εκφράσει σήμερα προνομιακά ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς όχι μόνο λόγω της αγωνιστικής του παρακαταθήκης αλλά και της συνεπής του στάσης σε ένα προηγούμενο διάστημα.

Μετωπική πολιτική χωρίς μέτωπο

Τα τελευταία χρόνια είχαμε επιλέξει η μετωπική πολιτική να γίνεται στενά στη βάση προγραμματικών συγκλήσεων, λόγω κυρίως αποκλινουσών λογικών γύρω από το τι είδους εργατικό κίνημα έχει επεξεργαστεί θεωρητικά η κάθε οργάνωση. Με αυτή την αφετηρία πορευτήκαμε για χρόνια θεωρώντας δεδομένο ότι δεν υπάρχει πεδίο μετατοπίσεων ούτε από την δική μας μεριά ούτε από τον υπόλοιπο χώρο με αποτέλεσμα σήμερα τα προαπαιτούμενα για συνδικαλιστικό μέτωπο να θυμίζουν περισσότερο κυβερνητικό πρόγραμμα ακύρωσης δεκάδων νόμων και ψήφισης δεκάδων καινούργιων, ενώ στο επίπεδο της συνδικαλιστικής βάσης οι περισσότερες οργανώσεις δεν έχουν κάνει προχωρήματα σε σχέση με δέκα χρόνια πριν. Τελικά διαστρεβλώνεται η ίδια ηέννοια του προγράμματος καθώς αυτό περιορίζεται στα μπούλετ ενός πλαισίου αιτημάτων παρά σαν μία σειρά υλοποιήσιμων κόμβων που έχουν σαν ορίζοντα την αλλαγή στον πυρήνα των παραγωγικών σχέσεων (πχ μείωση ωραρίου, απαγόρευση απολύσεων)

Σημαντικό έλλειμμα που μας έχει αφήσει η περίοδος των μνημονίων είναι και η μορφή των μετωπικών μορφών οργάνωσης που επιλέγουμε. Χαρακτηριστικό αυτού είναι ο συντονισμός πρωτοβάθμιων σωματείων. Παίρνοντας αυτούσια την οργανωτική δομή που δημιουργήθηκε γύρω από την επίθεση στην Κούνεβα, μια ευρεία συσπείρωση σωματείων και συνδικαλιστών απέναντι στην εργοδοτική τρομοκρατία, προσπαθήσαμε να φτιάξουμε μόνιμες μορφές συντονισμού γύρω από την προγραμματική συμφωνία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο συντονισμός να μην μπορεί να αναπτύξει καθημερινή παρέμβαση και τελικά περιορίστηκε σε καλέσματα στις συγκεντρώσεις στο Μουσείο. Επίσης το ανομοιογενές μίγμα που τον απάρτιζε (σωματεία με ηγεμονία της αριστεράς και της αναρχίας, μέλη ΔΣ από αντιδραστικά σωματεία, μεμονωμένοι συνδικαλιστές) δεν του επέτρεπε να έχει δημοκρατία στο εσωτερικό του. Τέλος, μεγάλο έλλειμμα ήταν ότι ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν διαδικασίες βάσεις οι οποίες μέσα στον γενικότερο κινηματικό αναβρασμό του 10-12 θα οργάνωναν τον κόσμο που αγωνιζόταν σε ένα εναλλακτικό σχέδιο από αυτό της γραφειοκρατίας. Ενδεικτικό άλλωστε είναι ότι τότε οι μόνες απεργίες που οργανώθηκαν από τα κάτω ήταν το 2011 οι δύο διήμερες και οι αποτυχημένες προσπάθειες του ΠΑΜΕ, ενώ όλη την υπόλοιπη περίοδο ακολουθούσαμε τις ημερομηνίες της γραφειοκρατίας.

Πυρήνας αυτής την προβληματικής όσον αφορά τόσο το περιεχόμενο όσο και την μορφή ενός μετώπου είναι η πολιτικοποίηση και παρακαταθήκη του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς τα τελευταία χρόνια. Ξεκινώντας από τα ΕΑΑΚ και το φοιτητικό συνδικαλισμό, μάθαμε να κάνουμε πολιτική σε σχήματα που πρώτα έβαζαν την προγραμματική σύγκλιση και μετά την δημοκρατία στο εσωτερικό τους. Μεγαλύτερο έλλειμμα όμως έχουμε όταν καλούμαστε να δημιουργήσουμε μετωπικές μορφές οργάνωσης με εσωτερική δημοκρατία και προοπτική στο χρόνο. Αυτές καταλήγουν περισσότερο να θυμίζουν κινηματικές συνελεύσεις, που στην πραγματικότητα η όποια συμφωνία αποφασίζεται μεταξύ των διάφορων συνιστωσών του αγώνα και μέσω αυτής της διαδικασίας οι επιμέρους οργανώσεις αποχωρούν όταν πλέον διαφωνήσουν με ένα επιμέρους τακτικό ζήτημα. Αυτού του είδους η γραφειοκρατία τελικά εξυπηρετεί μόνο τις οργανώσεις που αντιμετωπίζουν τον κάθε αγώνα σαν μέτωπο γύρω από τον εαυτό τους και που όποτε το μέτωπο δεν συμβαδίζει με την δικιά τους γραμμή μπορεί να το διαλύσει η να το εγκαταλείψει.

Αντι-εργοδοτική συμμαχία

Για πολλά χρόνια η αντιπαράθεση στο εργατικό κίνημα μπορούμε να πούμε ότι πολωνόταν σε δύο γραμμές. Ο ένας πόλος εκπροσωπούσε την ορθόδοξη γραμμή για τα σωματεία που ακόμα και αν είναι αντιδραστικά πρέπει εμείς να λειτουργούμε αποκλειστικά μέσα σε αυτά, με στόχο την αλλαγή των συσχετισμών, και οποιαδήποτε εξωθεσμική οργάνωση με μόνιμο χαρακτήρα θα μας απέκλειε από την μεγάλη μάζα των εργαζομένων. Η άλλη άποψη με διάφορους χρωματισμούς θεωρούσε ότι στα σωματεία που δεν έχουμε συσχετισμούς παρεμβαίνουμε μόνο διαδικαστικά ενώ κύριο μέλημα μιας ταξικής παρέμβασης είναι να διαχωρίζεται από τον εργοδοτικό συνδικαλισμό για να μπορέσει να παρέμβει στο δυναμικό που απομακρύνεται από αυτόν. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα σήμερα ότι και οι δύο αυτές γραμμές έχουν αποτύχει καθώς καμία δεν κατάφερε να φέρει αποτελέσματα και αλλαγή των συσχετισμών είτε εντός είτε εκτός του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος.

Σαν αποτέλεσμα της εργατικής παρέμβασης των τελευταίων χρόνων όμως έχουμε δύο κρίσιμα συμπεράσματα. Αφενός κανένας δεν αμφισβητεί την ενιαιότητα των συνδικαλιστικών δομών στο σήμερα, πέρα από το επίπεδο της κλαδικής οργάνωσης όπου το ΠΑΜΕ, χωρίς να αποχωρεί συνολικά απο τις ομοσπονδίες, ριχνει το βάρος της σύγκρουσης με την εργοδοσία στα κλαδικά σωματεία. Αφετέρου ότι οι μορφές συντονισμού που επιλέγουμε και οικοδομούμε εκτός του επίσημων συνδικαλιστικών δομων πρέπει να έχουν εσωτερική δημοκρατία και ισοτιμία μεταξύ όσων συμμετέχουν αν θέλουμε να ξεφύγουν από τον κύκλο των πρωτοβουλιών μίας χρήσης. Το πραγματικό ζήτημα παραμένει όμως πως θα συνθέσουν οι δυνάμεις που φοβούνται ότι οποιαδήποτε παράλληλη μόνιμη δομή έχει κατάληξη σε αποχώρηση από τα σωματεία, με τις δυνάμεις που πιστεύουν αν δεν υπάρχει πλήρες πλαίσιο δεν μπορεί να υπάρξει καμία ενιαιομετωπική δράση.

Πιστεύω ότι σήμερα έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να ξεπεράσουμε και τους δύο αυτούς σκοπέλους. Η ένταση της επίθεσης από μόνη της έχει βάλει σε πολύ πιο υγιείς βάσεις την κουβέντα για το περιεχόμενο. Η συνολική αναμέτρηση με την εργοδοσία είναι το νούμερο ένα στην ατζέντα όλων των δυνάμεων που έχουν αναφορά στον ταξικό συνδικαλισμό και όλοι καταλαβαίνουν ότι οι σταθερές που είχαν ένα προηγούμενο διάστημα αμφισβητούνται. Για να υπάρξει όμως μια επαρκής συσσώρευση δυνάμεων γύρω από ένα αντιεργοδοτικό πλαίσιο με μόνιμα χαρακτηριστικά πρέπει να υπάρχει δημοκρατία και εχέγγυα από όλες τις δυνάμεις σε όλες τις δυνάμεις.

Μια νέα μορφή που ενώνει τα κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα που είναι διατεθειμένα να αντιπαρατεθούν με την εργοδοσία τόσο στους χώρους δουλειάς όσο και κεντρικά. Χρησιμοποιώντας την εμπειρία πρακτικών της τελευταίας δεκαετίας πρέπει να χτίσουμε ένα πολιτικοσυνδικαλιστικό όχημα που θα υποκαθιστά κάθε πτυχή, θεσμική και μη, που ένα προηγούμενο διάστημα θεωρούνταν δεδομένη και θεσμικά κατοχυρωμένη. Μια επιθεώρηση εργασίας με εργατικά χαρακτηριστικά, καμπάνιες για τη μαζικοποίηση των σωματείων, ταμεία αλληλεγγύης απεργών και απολυμένων είναι μόνο λίγες από τις πρακτικές που μπορούν να συσπειρώσουν ένα μεγάλο φάσμα ταξικών συνδικαλιστών. Ένα τέτοιο εργατικό μέτωπο μπορεί και πρέπει να χτιστεί και σε τοπικό και σε κλαδικό επίπεδο. Οι τοπικές οργανώσεις ως χώρος καθημερινής παρέμβασης και οργάνωσης και παράλληλα οργανώσεις παρέμβασης ανά κλάδο. Αυτό θα επιτρέψει οι τοπικές οργανώσεις να είναι σημείο υποδοχής και καθημερινής λειτουργίας του μετώπου, ενώ θα μπορούν να αναλαμβάνουν και τις πιο κεντρικές παρεμβάσεις και καμπάνιες. Αντίστοιχα οι κλαδικές, με μια σχετική αυτονομία στην κατάρτιση προγραμματικού λόγου θα αναλαμβάνουν την δουλειά ανά κλάδο και την αλλαγή των συσχετισμών στα αντίστοιχα σωματεία.

Στοιχεία αυτής της διαδικασίας είχε η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σε ένα βαθμό της ΛΑΕ. Καθήκον μας όμως είναι, η αφορμή αυτή τη φορά για μετωπική πολιτική να μην είναι μια ακόμα προσπάθεια περιορισμένης δυναμικής στις εκλογές, αλλά μια ουσιαστική τομή στο πως οργανώνεται ο ταξικός ανταγωνισμός, που θα επιτρέψει μέσω του δύσκολου δρόμου της καθημερινής δουλείας να ανασυνθέσουμε κοινωνικά και πολιτικά την ριζοσπαστική αριστερά και την παρέμβαση της.