1. Το αποτέλεσμα των εκλογών της 20ης Σεπτέμβρη είναι ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Είναι ένα αποτέλεσμα το οποίο εμπεδώνει τη μνημονιακή πολιτική καθώς διαμορφώνεται μια Βουλή με συντριπτική την παρουσία των μνημονιακών δυνάμεων, μια Βουλή δεν υπάρχει ούτε ένας βουλευτής που εκπροσωπεί μια ενωτική αγωνιστική λογική, που να μπορεί να εκπροσωπήσει τη φωνή των κινημάτων και της αντίστασης, που να αμφισβητεί την ευρωενωσιακή λογική (πέραν του ΚΚΕ που πλέον ουσιαστικά έχει εγκαταλείψει αυτή την τοποθέτηση). Είναι ένα αποτέλεσμα που θα αξιοποιηθεί από τις συστημικές δυνάμεις ως νομιμοποίηση των μνημονίων και θα χρησιμοποιηθεί για να καλυφθεί το ανοιχτό ρήγμα που είχε δημιουργηθεί από το εκρηκτικό όχι του δημοψηφίσματος. Με αυτή την έννοια είναι ένα αποτέλεσμα που οδηγεί σε μια σχετική σταθεροποίηση του πολιτικού συσχετισμού δύναμης, χωρίς αυτό να αναιρεί και νέους γύρους κοινωνικώνεκρήξεων και πολιτικής κρίσης. Είναι αποτέλεσμα που στην πραγματικότητα ορίζει ένα «τέλος εποχής» για την Αριστερά της γενικόλογης πολιτικής καταγγελίας, του «αντιμνημονίου», «τέλος εποχής» για την Αριστερά της αντίστασης χωρίς πρόταση διεξόδου.
2. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αναμφίβολα ο νικητής των εκλογών. Η ηγετική ομάδα γύρω από τον Τσίπρα κατάφερε μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα να μετασχηματίζει το ΣΥΡΙΖΑ από μια μεταρρυθμιστική αριστερή δύναμη στη βασική δύναμη εφαρμογής των μνημονίων, να αντέξει μια σημαντική - κοινοβουλευτικά και οργανωτικά - διάσπαση και να είναι σήμερα ένα πραγματικά νέο κόμμα. Αυτός ο μετασχηματισμός έχει ιδιαίτερη σημασία και για τη σχετική σταθερότητα του πολιτικού συστήματος, καθώς αυτή έχει ως προϋπόθεση να παραμένει κεντρικός πόλος μέσα στο πολιτικό σκηνικό μια δύναμη η οποία μπορεί να διατηρεί μια ορισμένη σχέση εκπροσώπησης ή έστω ανοχής με ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Η βασική πολιτική επιτυχία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι μπόρεσε να διαμορφώσει τους όρους της προεκλογικής συζήτησης και αντιπαράθεσης. Η μετάθεση της συζήτησης από τη σύγκρουση μνημόνιο - αντιμνημόνιο στη συζήτηση γύρω από το ποιος μπορεί να είναι ο πρωθυπουργός, μέσα από την παρουσίαση του μνημονίου ως δεδομένου και αναπόδραστου ήταν ο βασικός μηχανισμός με τον οποίο μπόρεσε να έχει αυτή την πολιτική επιτυχία ο ΣΥΡΙΖΑ. Στην πραγματικότητα κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει την κυριαρχία του κατορθώνοντας να εκπροσωπήσει και την ήττα των λαϊκών δυνάμεων ύστερα από το ΟΧΙ.
3. Συμπληρωματική επιτυχία ήταν και αυτή των Ανεξάρτητων Ελλήνων, με την έννοια ότι και αυτοί κατάφεραν να αντέξουν την επιβολή του τρίτου Μνημονίου, παρότι ως κατεξοχήν δύναμη αντιμνημονιακής ρητορείας θα περίμενε κανείς να έχουν μεγάλο κόστος από την επιβολή του τρίτου Μνημονίου. Σε αυτή την εκλογική επιτυχία συνέβαλε αποφασιστικά και η προεκλογική καμπάνια που έκαναν τόσο οι ίδιοι όσο, όμως, και ο ΣΥΡΙΖΑ για τη σημασία που έχει η επανάληψη της κυβερνητικής συμμαχίας του Ιανουαρίου.
4. Η διαμόρφωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ λειτουργεί ως μηχανισμός σχετικής σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος εκτός των άλλων και επειδή είναι δυνάμεις που διατηρούν σχέσεις εκπροσώπησης με τμήματα των λαϊκών τάξεων και άρα μπορούν εν μέρει να τις εγγράφουν μέσα στην κυρίαρχη στρατηγική, ακόμη και εάν στην πραγματικότητα τις πλήττουν άμεσα. Ταυτόχρονα, αυτή η εξέλιξη πατάει και πάνω σε μια άλλη κρίσιμη και καθοριστική παράμετρο της συγκυρίας που δεν πρέπει να υποτιμήσουμε καθόλου. Η σύναψη του Μνημονίου βιώθηκε από τις ίδιες τις λαϊκές τάξεις ως μια ήττα και οι πολιτικές τους πρακτικές εγγράφηκαν στο έδαφος αυτής ακριβώς της ήττας και της αίσθησης ότι δεν μπορεί να υπάρξει σε αυτή τη φάση επιτυχής σύγκρουση με τα μνημόνια. Αυτό ήταν το αρνητικό αποτέλεσμα της υπογραφής μνημονίου από μια δύναμη της Αριστεράς. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν κλείσει τα βαθιά ρήγματα και οι μεγάλες ταξικές διαιρέσεις που ανέδειξε το δημοψήφισμα και κυρίως η πόλωση ανάμεσα στο μπλοκ των λαϊκών δυνάμεων και το μπλοκ της κοινωνικής συμμαχίας γύρω από την ηγεμονική αστική στρατηγική. Όμως, σε αυτή τη φάση αυτό το βαθύ ρήγμα δεν εκφράζεται με έναν ανοιχτό τρόπο, αλλά έμμεσα, είτε με την ψήφο «μικρότερου κακού» προς το ΣΥΡΙΖΑ είτε μέσα από την αποχή και την «αντιπολιτική ψήφο». Αυτό προφανώς και φανερώνει και όρια στην ικανότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και ιδίως της ΛΑΕ να μπορέσουν να εκπροσωπήσουν τη δυναμική αυτού του ρήγματος.
5. Ωστόσο, αυτή η εικόνα σχετικής σταθεροποίησης δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε όλα τα σημάδια μιας βαθιάς πολιτικής κρίσης που αποτυπώθηκαν και στις εκλογές. Πρώτα από όλα είχαμε την σημαντική αύξηση της αποχής. Περισσότεροι από 770.000 λιγότερες ψήφοι από τις προηγούμενες εκλογές, με τις 350000 περίπου να είναι στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, είναι σαφές ότι δεν μπορούν να εξηγηθούν κυρίως από τα προβλήματα στη μετακίνηση, αλλά πάνω από όλα από την αποδοκιμασία του μνημονιακού πολιτικού σκηνικού. Έπειτα, πρέπει να σημειώσουμε ότι το σύνολο των κομμάτων είχαν μειώσεις και στον απόλυτο αριθμό ψήφων. Αυτό δείχνει ότι ένα τμήμα των λαϊκών τάξεων, απογοητευμένο, ηττημένο και προδομένο, προτιμά την πολιτική απάθεια και την αποχή από τη στήριξη της μίας ή της άλλης πολιτικής πρότασης. Και αυτό αποτυπώνει και ελλείμματα στην παρέμβαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς και ιδίως της ΛΑΕ στην ικανότητα να μπορεί να εκπροσωπήσει αυτή την ψήφο αποδοκιμασίας των μνημονιακών πολιτικών και κομμάτων.
6. Η ΝΔ στην πραγματικότητα δεν μπόρεσε να βγει ωφελημένη από την όποια κυβερνητική φθορά προκάλεσε η επιβολή του τρίτου Μνημονίου, άλλωστε και η ίδια το είχε ψηφίσει. Αποδεικνύεται ότι για μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων η ΝΔ παρέμεινε μια δύναμη η οποία ταυτιζόταν με νεοφιλελεύθερες μνημονιακές πολιτικές. Γι’ αυτό το λόγο και δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ. Έχει σημασία ότι η ΝΔ στην πραγματικότητα δεν διεκδίκησε να πάει να κυβερνήσει μόνη, αλλά να έχει μια παρουσία σε μια ευρύτερη κυβέρνηση μνημονιακής διαχείρισης. Αυτή η στρατηγική, που στο όριό της είχε την εκδοχή του «μεγάλου συνασπισμού», αναμφίβολα αντανακλούσε επιθυμίες των ευρωπαϊκών κέντρων (αλλά και του ντόπιου κεφαλαίου) και όριζε μια στρατηγική ανασύνθεσης μιας μνημονιακής κεντροδεξιάς, αλλά προσέκρουσε πάνω στις αναγνωρίσεις των ίδιων των λαϊκών στρωμάτων.
7. Το ΠΑΣΟΚ είχε μια σχετική πολιτική επιτυχία καθώς μπόρεσε να ενισχύσει τη θέση του εκλογικά (αν και είναι κάτω από το άθροισμα ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ-ΚΙΔΗΣΟ των προηγούμενων εκλογών) και να πλασαριστεί ως ένα κόμμα δυνάμει κυβερνητικής συμμετοχής. Είναι σαφές ότι σε περίπτωση που οι εκλογικοί συσχετισμοί δεν επέτρεπαν συγκρότηση κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ το ΠΑΣΟΚ είχε ήδη πλασαριστεί - και με πριμοδότηση από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που μιλούσε μια «προοδευτική» κυβέρνηση - για να αποτελέσει τμήμα ενός κυβερνητικού συνασπισμού. Μαζεύοντας δυνάμεις από ΔΗΜΑΡ και ΚΙΔΗΣΟ αναδεικνύεται σε έναν πόλο συσπείρωσης των δυνάμεων του «Κέντρου».
8. Το Ποτάμι είχε ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Αυτό ήταν αποτέλεσμα και της αδυναμίας του να μπορέσει να εκπροσωπήσει ένα ευρύτερο κοινωνικό δυναμικό. Η ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική που εξέφρασε δεν μπορούσε να έχει μεγαλύτερη απήχηση μέσα στο δοσμένο τοπίο, ιδίως από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ διεκδικούσε το ρόλο της κεντρώας μνημονιακής δύναμης. Άλλωστε, οι όποιες επιλογές που έκανε, όπως π.χ. η επιλογή ακραίων συστημικών διανοουμένων όπως ο Διαμαντούρος, δεν του επέτρεπαν κάποιο ευρύτερο άνοιγμα σε κοινωνικά κομμάτια.
9. Το αποτέλεσμα του ΚΚΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί καλό. Η σταθεροποίηση σε ποσοστό, με παράλληλη μικρή μείωση στον απόλυτο αριθμό των ψήφων, δεν μπορεί να θεωρηθεί πολιτική επιτυχία, ιδίως εάν αναλογιστεί κανείς το γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ μόλις είχε ψηφίσει ένα μνημόνιο. Παραμένει σε απόσταση από το πρόσφατο πιο θετικό του αποτέλεσμα το Μάη του 2012. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν όρια στην πραγματική απήχηση του ΚΚΕ, το οποίο εισπράττει έτσι το πολιτικό κόστος από τη σεχταριστική τακτική μέσα στο κίνημα και την υποτίμηση της δυνατότητας να υπάρχουν σήμερα ανατροπές και φιλολαϊκές αλλαγές.
10. Η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή είχε μια αύξηση σε ποσοστό, αλλά και αυτή με υποχώρηση σε απόλυτους αριθμούς ψήφων. Έχει ενδιαφέρον ότι συνεχίστηκε, ιδίως σε απόλυτους αριθμούς, μια υποχώρηση στα μεγάλα αστικά κέντρα, και μια αναλογικά μεγαλύτερη διατήρηση δυνάμεων στην επαρχία. Προφανώς και παραμένει η ενίσχυσή της μια εξαιρετικά ανησυχητική εξέλιξη, ιδίως εάν αναλογιστούμε την κυνική παραδοχή ότι λίγο πριν είχε αναλάβει ο αρχηγός της την πολιτική ευθύνη για τη δολοφονία Φύσσα, ωστόσο έχει ενδιαφέρον ότι αναδεικνύονται και πραγματικά όρια στην απήχησή της.Αυτό, όμως, δεν μειώνει καθόλου την ανάγκη να συνεχιστεί και να κλιμακωθεί η αντιφασιστική πάλη. Ας μην ξεχνάμε ότι σε ένα έδαφος βαθιάς κοινωνικής κρίσης θα εξακολουθήσει να μπορεί η ακροδεξιά να βρίσκει ευήκοα ώτα, ιδίως από τη στιγμή που ένα σημαντικό μέρος της Αριστεράς μετασχηματίζεται σε μια ανοιχτά μνημονιακή και συστημική δύναμη.
11. Το αποτέλεσμα της «Ένωσης Κεντρώων» αποτελεί μια ακόμη έκφραση της βαθιάς πολιτικής κρίσης που οδηγεί και στην ενίσχυση «αντιπολιτικών πρακτικών», όπως είναι η ψήφος σε κόμματα χαβαλέ. Η ενίσχυση αυτή ήταν και αποτέλεσμα μιας συγκροτημένης προσπάθειας των συστημικών δυνάμεωνκαι ιδίως των ΜΜΕ ναωθήσουν ένα σημαντικό μέρος της αντιπολιτικής ψήφου διαμαρτυρίας σε μια τέτοια κατεύθυνση, ιδίως από τη στιγμή που ο όποιος λόγος της ίδια της Ένωσης Κεντρώων συνδυάζει τη φιλομνημονιακή απολογητική με ακροδεξιές θέσεις. Αυτό αναδεικνύει, μαζί και με την ιδιαίτερα υψηλή αποχή, και την αποτυχία της ριζοσπαστικής Αριστεράς και ειδικά της ΛΑΕ να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς της ψήφου διαμαρτυρίας και της απόρριψης του μνημονιακού πολιτικού σκηνικού.
12. Το εκλογικό αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΕΕΚ αποτυπώνει μια μικρή ενίσχυση και σε απόλυτους αριθμούς και σε ποσοστό από το Γενάρη του 2015 παραμένοντας μακριά από το πιο θετικό ως τώρα αποτέλεσμα του Μάη του 2012. Μπόρεσε να αποτελέσει και σημείο υποδοχής μέρους της πολιτικής αποδοκιμασίας ενός αριστερού δυναμικού προς το ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, φοβόμαστε ότι αυτό το αποτέλεσμα θα ερμηνευτεί ως δικαίωση της αναδίπλωσης σε μια λογική «αντικαπιταλιστικού πόλου» που δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία που έχει σήμερα η διαμόρφωση αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου γύρω από το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα.
13. Το αποτέλεσμα της Λαϊκής Ενότητας είναι ένα αρνητικό αποτέλεσμα και αποτυπώνει πραγματικά προβλήματα και αντιφάσεις της συγκρότησης του εγχειρήματος. Είναι προφανές ότι ένα εγχείρημα που συγκροτήθηκε αναγκαστικά βιαστικά και χωρίς μεγάλο χρόνο για να μπορέσει να αναγνωριστεί από ευρύτερες λαϊκές μάζες πολύ δύσκολα θα μπορούσε να έχει ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Ωστόσο, υπάρχουν συγκεκριμένα προβλήματα που επέδρασαν αρνητικά στο αποτέλεσμα:
·Το ισχυρότερο πολιτικό σημείο της Λαϊκής Ενότητας που ήταν το πολιτικό πρόγραμμα και το γεγονός ότι είχε μια σαφή ριζοσπαστική εναλλακτική λύση, γύρω από την έξοδο από την ευρωζώνη, την παύση πληρωμών και τη διαγραφή του χρέους, τις εθνικοποιήσεις και την παραγωγική ανασυγκρότηση, όχι μόνο δεν προβλήθηκε, αλλά αντίθετα σε μεγάλο βαθμό αποσιωπήθηκε. Αντί να είμαστε ένας χώρος που επίμονα και συστηματικά να προβάλλει τον αναγκαίο «οδικό χάρτη» για την έξοδο από το ευρώ, καταλήγαμε να είμαστε ένας χώρος γενικόλογης εκφοράς μιας αντιμνημονιακής ρητορείας που το θέμα της εξόδου από το ευρώ έμπαινε με τη λογική του «άμα χρειαστεί», ή με θέσεις που δεν στέκουν όπως «έξω από το ευρώ αλλά μέσα στην ΕΕ» ή «έξω από το ευρώ αλλά μέσα στο ΕΣΠΑ». Αυτό, όμως, δεν επέτρεπε να κατοχυρωθούμε ως μια δύναμη που έχει κάτι να πει, ιδίως σε μια εκλογική μάχη που κινήθηκε πέρα από την αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο.
·Υποτιμήθηκε η συνθετότητα των σχέσεων εκπροσώπησης, καθώς θεωρήθηκε ότι με έναν αυτόματο τρόπο η διάσπαση σε κομματικό επίπεδο θα μεταφραζόταν σε μια διάσπαση ανάλογη και της εκλογικής εκπροσώπησης.
·Η αίσθηση ότι η Λαϊκή Ενότητα είναι συνέχεια μιας εκδοχής του ΣΥΡΙΖΑ, η απουσία αυτοκριτικής για τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Τσίπρα και τις πολιτικής της, οι ταλαντεύσεις ανάμεσα στη συμφωνία της 13ης Ιούλη και την τελική έξοδο από το ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά επέδρασαν αρνητικά και δεν μπόρεσαν να κατοχυρώσουν τη Λαϊκή Ενότητα ως μια δύναμη που εκπροσωπούσε τη δυναμική του ΟΧΙ και μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση.
·Και στη διαδικασία συγκρότησης και στην προεκλογική παρουσία η Λαϊκή Ενότητα απέπνεε την εικόνα ότι κουβαλάει σημαντικές «σκουριές» από το παρελθόν, γραφειοκρατικές νοοτροπίες και πρακτικές, παραδοσιακούς τρόπους άσκησης πολιτικής και πολιτικής παρουσίας που στην πραγματικότητα απωθούσαν ένα μέρος του κόσμου της Αριστεράς και δεν επέτρεπαν το άνοιγμα σε ευρύτερες κοινωνικές κατηγορίες. Η απουσία δημοκρατικής λειτουργίας, δεν ήταν μόνο ένα αντικειμενικό αποτέλεσμα της γρήγορης προεκλογικής περιόδου, αλλά και στοιχείο που εν μέρει προβαλλόταν και αυτό δεν επέτρεπε σε πολιτικά κρίσιμα κομμάτια να προσεγγίσουν τη Λαϊκή Ενότητα, να τη στηρίξουν, να λειτουργήσουν και ως πολλαπλασιαστές μέσα στην εκλογική μάχη.
·Υποτιμήθηκε ο βαθμός στον οποίο ο κόσμος του ΟΧΙ αισθανόταν ηττημένος και προδομένος και άρα η επίκληση ενός «ΟΧΙ που θα νικήσει» στην πραγματικότητα δεν μπορούσε με έναν αυτόματο τρόπο να μετασχηματιστεί σε μια εκλογική δυναμική υπέρ της ΛΑΕ.
·Μέτρησε αρνητικά η καχυποψία που υπήρξε απέναντι σε άλλα ρεύματα και αγωνιστές, μέσα και έξω από το ΣΥΡΙΖΑ. Η λογική των ομόκεντρων κύκλων εμπιστοσύνης, η σχετική απροθυμία τολμηρού ανοίγματος σε όλο το φάσμα των ριζοσπαστικών φωνών που έφευγαν από το ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά δεν επέτρεψαν να μπορέσουμε να έχουμε εκείνη την κρίσιμη αρχική συσπείρωση που θα έφερνε και μεγαλύτερη ενεργοποίηση και εκλογική καταγραφή.
·Παρότι είχαμε μεγάλη ανάγκη να ανοιχτούμε στον κόσμο της αποχής, στη νεολαία, στις γυναίκες-ψηφοφόρους, στους ανέργους, στον κόσμο της απογοήτευσης και της απελπισίας, κάναμε μια εκλογική μάχη στην οποία κυριάρχησαν ένας λόγος και πρόσωπα τα οποία δεν μπορούσαν να απευθυνθούν σε αυτά τα κοινωνικά κομμάτια. Η υπερπροβολή των βουλευτών ή των Υπουργών στην πραγματικότητα ενίσχυε την εικόνα ενός «συνεχούς» με την προηγούμενη κατάσταση.
·Αναγκαίες ριζοσπαστικές αιχμές που δυνητικά θα κατοχύρωναν και μια άλλη παρουσία σε κρίσιμα κομμάτια, στην πραγματικότητα αποσιωπούνταν.
·Ενώ ήταν σαφές ότι διακυβευόταν η είσοδος στη Βουλή, επιμείναμε να μιλάμε για στημένες δημοσκοπήσεις και ότι διεκδικούμε την τρίτη θέση, αντί να κάνουμε μια καμπάνια της τελευταίας στιγμής γύρω από το «δεν πρέπει να μείνει η Λαϊκή Ενότητα έξω από τη Βουλή», καμπάνια που θα μπορούσε να εξασφαλίσει πιθανώς και τις περίπου 8000 ψήφους που υπολείπονταν για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
14. Από την άλλη, πρέπει να σημειώσουμε και ορισμένες θετικές πλευρές στο εκλογικό αποτέλεσμα που αφορούν τόσο την ισχυρότερη του μέσου όρου εκλογική παρουσία σε ορισμένες περιοχές, όσο, όμως, και την ενισχυμένη απήχηση σε λαϊκές περιοχές και σε λαϊκά κοινωνικά στρώματα. Ούτε μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η ΛΑΕ είναι ένα μέτωπο με περισσότερο λαϊκή κοινωνική σύνθεση.
15. Είναι σαφές ότι αυτό το αποτέλεσμα χρειάζεται γενναία και σημαντική αυτοκριτική. Αυτό αφορά την ΛΑΕ γενικά αλλά και εμάς ειδικότερα. Με αυτή την έννοια και ως ΑΡΑΝ έχουμε να κάνουμε και τη δική μας αυτοκριτική, μια που και εμείς κάναμε λανθασμένες εκτιμήσεις για τη δυναμική του εγχειρήματος, δεν εντοπίσαμε έγκαιρα προβλήματα που αποδείχτηκαν τελικά καθοριστικά, δεν κάναμε έγκαιρες παρεμβάσεις και δεν αντιληφθήκαμε τα προβλήματα από τον τρόπο συγκρότησης και παρέμβασης που ξεδιπλωνόταν. Ωστόσο, θεωρούμε ότι τα προβλήματα αυτά δεν αναιρούν την αναγκαιότητα της επιλογής που κάναμε. Άλλωστε, δεν κινηθήκαμε με βάση το κριτήριο της κοινοβουλευτικής παρουσίας, αλλά με βάση το κριτήριο ότι μια τόσο σημαντική αριστερή διαφοροποίηση, και μάλιστα με σαφή επιλογή ρήξης με τον ευρωπαϊκό δρόμο, ήταν κάτι που δεν έπρεπε να αντιμετωπιστεί με λογική αδιαφορίας. Η ΛΑΕ εξακολουθεί να είναι ένα αναγκαίο βήμα στην κατεύθυνση του αναγκαίου μετώπου και γι’ αυτό αποτελεί βασική πλευρά της στρατηγικής μας για το αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο.
16. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε το μετεκλογικό τοπίο. Είναι σαφές ότι μιλάμε για ένα «τέλος εποχής» ως προς τους όρους άρθρωσης των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων το επόμενο διάστημα. Τα κοινωνικά και πολιτικά ρήγματα και οι όροι της πολιτικής κρίσης παραμένουν ενεργές δυναμικές, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και η σχετική σταθεροποίηση του συσχετισμού δύναμης και αυτό που βιώθηκε ως η ήττα της δυναμικής του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Με αυτή την έννοια, δεν έχει κλείσει αυτό που ορίσαμε ως ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για μια ριζοσπαστική αριστερή κατεύθυνση, αλλά αναμφίβολα έχει γίνει πολύ μικρό και δύσκολο. Ούτε, φυσικά, μπορούμε σήμερα να μιλάμε με την ίδια ευκολία για μια ακολουθία μετασχηματισμού που μπορεί να ξεκινήσει από μια αριστερή κυβέρνηση που θα στηρίζεται σε ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα. Ταυτόχρονα, μιλάμε για «τέλος εποχής» για μια σειρά εκδοχές της Αριστεράς: Την Αριστερά του κυβερνητισμού και του ευρωπαϊσμού που όριό της έχει αποδεδειγμένα τη μνημονιακή μετάλλαξη και τη μετατροπή σε συστημική σοσιαλδημοκρατία. Αλλά και για την Αριστερά της Αντίστασης, είτε μιλάμε για την Αριστερά της αντιμνημονιακής συσπείρωσης είτε για την Αριστερά του «αντικαπιταλιστικού πόλου» γιατί και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με την πραγματική υποτίμηση των απαιτήσεων μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής και μιας πάλης για την ηγεμονία. Επομένως, μιλάμε για το άνοιγμα μιας περιόδου όπου δεν θα αρκεί ούτε η απλή επίκληση της «αριστερής κυβέρνησης» χωρίς απαντήσεις στο πώς δεν θα υποκύψει και να συντονιστεί με το λαϊκό κίνημα, ούτε, όμως, και η απλή επίκληση μιας «αντικαπιταλιστικής ανατροπής» που ποτέ δεν αποκτά περιεχόμενο και μεθοδολογία. Μιλάμε για μια περίοδο όπου απαιτείται μια πραγματική επανίδρυση και της αναγκαίας ριζοσπαστικής Αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτή είναι η πρόκληση με την οποία αναμετριόμαστε. Διαφορετικά θα δρέψουμε τις συνέπειες της ήττας και θα αναμετρηθούμε με την απογοήτευση, την ιδιώτευση, τις διάφορες παραλλαγές αναχωρητισμού. Και τότε το όποιο παράθυρο ιστορικής ευκαιρίας είχε ανοίξει θα κλείσει όντως.
17. Ταυτόχρονα, μπροστά μας έχουμε μια πολύ δύσκολη μάχη απέναντι στο τρίτο Μνημόνιο και τα 223 μέτρα που περιλαμβάνει μέσα στα επόμενα 3 χρόνια. Η επιδείνωση των υλικών συνθηκών αναπαραγωγής των λαϊκών τάξεων διαμορφώνει έδαφος κοινωνικών εκρήξεων, αλλά αυτές δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με όρους «αυτοματισμού». Εδώ έχουμε να αναμετρηθούμε με τα τεράστια προβλήματα που υπάρχουνστο λαϊκό κίνημα, τη διάλυση συλλογικών πρακτικών και την πραγματική έρημο σε ό,τι αφορά την εκπροσώπηση κρίσιμων κοινωνικών κατηγοριών όπως οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, οι νέοι. Την ίδια στιγμή τμήμα των μέτρων που έρχονται βάζουν και νέες προκλήσεις, όπως π.χ. το εάν και κατά πόσο μπορούν σήμερα να διαμορφωθούν κινήματα ανυπακοής απέναντι στο νέο γύρο φορολογικών μέτρων, το πώς θα βγει μπροστά η οργή των αγροτών, το εάν θα μπορέσουν να υπάρξουν ευρύτερες συσπειρώσεις ενάντια σε μέτρα όπως η ιδιωτικοποίηση των αεροδρομίων. Με αυτή την έννοια, είναι σαφές ότι δεν πρέπει να κινούμαστε με τη λογική ότι πρόκειται να έχουμε άμεσα το επόμενο διάστημα κοινωνικές εκρήξεις, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να υπάρξει σοβαρή συζήτηση για το πώς μπορεί να ανασυγκροτηθεί και το κοινωνικό υποκείμενο και μορφές συλλογικής διεκδίκησης και διαμαρτυρίας έστω και σε ένα περισσότερο δύσβατο έδαφος.
19. Σε αυτό το πλαίσιο εμείς θεωρούμε ότι είναι επιτακτικό το αμέσως επόμενο διάστημα:
- να γίνουνσε όλες τις περιοχές ανοιχτές συνελεύσεις των τοπικών της ΛΑΕ, με προσπάθεια να έρθουν εκεί και όσοι στήριξαν κριτικά ή και με επιφυλάξεις, να γίνει εκεί ανοιχτή συζήτηση και πραγματικός απολογισμός.
- να υπάρξει ανοιχτό κάλεσμα της ΛΑΕ προς όλες τις δυνάμεις που αναφέρονται τη ρήξη με μνημόνια, χρέος, ΕΕ για κοινή δράση ενάντια στην μνημονιακή κυβέρνηση, για ανασυγκρότηση του λαϊκού κινήματος, για συνδιαμόρφωση του αναγκαίου αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου, με απεύθυνση και προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στις προερχόμενες από το ΚΚΕ τάσεις, πρέπει η ΛΑΕ να πάρει αυτή την πρωτοβουλία των κινήσεων για το μέτωπο της νέας εποχής.
- να προχωρήσει η ανοιχτή και δημοκρατική συγκρότηση της ΛΑΕ ως μετώπου. Να επιμείνουμε στη συλλογική, δημοκρατική και όχι γραφειοκρατική λειτουργία.
- να πάρουμε πρωτοβουλίες στο χώρο της νεολαίας, είναι ανάγκη οι δυνάμεις και τα ρεύματα που υπάρχουν μέσα στη ΛΑΕ να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανασυγκρότηση του νεολαΐστικου κινήματος. Αυτό μπορεί να εξειδικευτεί σε πρωτοβουλίες για τη διεύρυνση των ΕΑΑΚ και την πολιτική συνεργασία του συνόλου των αριστερών ριζοσπαστικών σχημάτων, αλλά και σε κοινές πολιτικοκοινωνικές πρωτοβουλίες για την νεολαία της ανεργίας, της περιπλάνησης και της επισφάλειας.
- αντίστοιχα χρειάζεται να δούμε στο χώρο των εργαζομένων τη σύγκλιση των αριστερών αντισυνδιαχειριστικώνσχημάτων, σε μια λογική ενωτικού ταξικού συνδικαλισμού, σε ρήξη με τη γραφειοκρατία αλλά αποφεύγοντας και το σεχταρισμό.
- στα τοπικά σχήματα και στις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, δοκιμάζεται ήδη μια τέτοια μαχητική κατεύθυνση και πρέπει να συνεχιστεί, έχει, όμως, σημασία η ρήξη της ΛΑΕ με καταστάσεις στην αυτοδιοίκηση που είναι ανοιχτά μνημονιακές (π.χ. Περιφέρεια Αττικής).
20. Από εκεί και πέρα έχει σημασία να διαμορφώσουμε όρους ώστε όχι μόνο να παίξει αποφασιστικό ρόλο η Λαϊκή Ενότητα στη διαμόρφωση του μετώπου, αλλά και να υπάρξει στο εσωτερικό αυτής της διεργασίας μια ισχυρή αριστερή και αντικαπιταλιστική τάση, με στοιχεία ηγεμονίας μιας σύγχρονης κομμουνιστικής αναφοράς. Αυτό απαιτεί να βαθύνουμε και να προβάλλουμε την επεξεργασία και την κατεύθυνσή μας για την ανάγκη μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής, το τι σημαίνει αυτό στη νέα εποχή, την ανάγκη αυτοκριτικής, το ξεπέρασμα της θεωρητικής και στρατηγικής τεμπελιάς, την αναμέτρηση με τα ερωτήματα της εξουσίας και της ηγεμονίας από τη σκοπιά μιας σύγχρονης κομμουνιστικής αναφοράς. Αυτές είναι οι προκλήσεις και για την ΑΡΑΝ αλλά και για ένα ευρύτερο ριζοσπαστικό δυναμικό μέσα στη ΛΑΕ.