Α. Για το αποτέλεσμα των εκλογών σε Ελλάδα και Ευρώπη και την αλλαγή φάσης

1. Οι πρόσφατες εκλογικές μάχες αποτυπώνουν το τέλος ενός κύκλου και πιθανότατα και το τέλος μίας ευρύτερης εποχής. Αυτό που κλείνει δεν είναι απλώς ο κύκλος μιας «αριστερής» μνημονιακής-νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης στην περίοδο 2015-2019, ένας κύκλος που κλείνει με παρόμοιο τρόπο που έκλεισαν παρόμοια εγχειρήματα σε άλλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου (π.χ. Ιταλία). Δηλαδή με σημαντική συντηρητική παλινόρθωση όχι μόνο σε εκλογικό επίπεδο, αλλά σε σημαντικές όψεις και σε κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο. Αυτό που κλείνει είναι ολόκληρος ο κύκλος μίας δεκαετίας όξυνσης της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα. Στο Πανελλαδικό Σώμα επαναλάβαμε μία σχετική εκτίμηση που είχαμε από τα μέσα του 2017 ότι έκλεισε «ο κύκλος του «αντιμνημονιακού κινήματος» με τους όρους που υπήρχε το 2010-15, ως ενός κινήματος με παλλαϊκά χαρακτηριστικά, με συνολικά πολιτικά αιτήματα δημοκρατικής αλλαγής - ανατροπής και οικονομικής αναδιανομής και με πιο προωθημένα ρεύματα εντός του (ενάντια στο ευρωσύστημα, πιο προωθημένα αιτήματα για εθνικοποιήσεις κλπ.). Σήμερα, ο συσχετισμός δύναμης είναι δυσμενέστερος για τις υποτελείς τάξεις, χωρίς αυτό να σημαίνει επίλυση της κρίσης ηγεμονίας για τις κυρίαρχες τάξεις. Το βάθος της επιτροπείας, η διαρκής εργασιακή και κοινωνική επιδείνωση της εργατικής τάξης και των άλλων υποτελών στρωμάτων, η παραπέρα στεγανοποίηση και αυταρχική θωράκιση του κρατικού μηχανισμού, η ένταση της επισφάλειας, η απουσία προοπτικής και ενός συνεκτικού αφηγήματος που έστω και παθητικά να ενσωματώνει τμήμα των απαιτήσεων των υποτελών τάξεων, αποτυπώνουν ότι υπάρχουν ενεργά στοιχεία της ηγεμονικής κρίσης. Όμως, την ίδια στιγμή η αποσυσπείρωση των υποτελών τάξεων, η απουσία μεγάλων συλλογικών διεκδικητικών πρακτικών, η κρίση του λαϊκού κινήματος, η πρόκριση της ατομικής επιβίωσης, περιορίζουν τη δυνατότητα, σε αυτό το έδαφος, οι υποτελείς τάξεις να διεκδικήσουν έναν αυτόνομο ρόλο. Το τέλος του «αντιμνημονιακού κύκλου» και της μετάθεσης των επιδιώξεων των υποτελών τάξεων σε μια κεντρική πολιτική αλλαγή συνοδεύεται από όλα τα αποτελέσματα της ήττας και της αποδιάρθρωσης συλλογικών πρακτικών και επιτείνεται από την απουσία συνολικότερα προοπτικής και το «στένεμα» του ιστορικού ορίζοντα της κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης στη διαχείριση της μνημονιακής πραγματικότητας.». Στο φόντο αυτής της εκτίμησης εκτιμούσαμε ότι «η κρίση του λαϊκού κινήματος έχει γίνει πλέον παράγοντας σχετικής σταθεροποίησης του συστήματος» και ότι πλέον «υπάρχει κίνδυνος σήμερα, στο έδαφος της κοινωνικής και πολιτικής ήττας, να υπάρξει ευρύτερη συντηρητική ιδεολογική μεταστροφή (χαρακτηριστικό είναι το πώς αυτό το αναγνωρίζουν, κωδικοποιώντας το ως ευκαιρία για «να τελειώσει η ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς στη μεταπολίτευση», και φωνές της δεξιάς και ακροδεξιάς που μιλάνε με πιο ιδεολογικοποιημένο λόγο και πιο απελευθερωμένα πλέον)». Όλα αυτά είναι πλέον αποτυπωμένα σε σημαντικό βαθμό στο εκλογικό αποτέλεσμα της 26ης Μάη και ακόμα περισσότερο σε αυτό της 7ης Ιούλη, με ανοιχτό ερώτημα πλέον το κατά πόσο τα κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτικά αποτελέσματα της αποκαρδίωσης των λαϊκών στρωμάτων υποδεικνύουν βαθύτερες όψεις «παθητικής ηγεμονίας» των δυνάμεων της δεξιάς και όχι απλώς μία εκλογική – πολιτική εναλλαγή.

2. Ο κύκλος αυτός δείχνει να κλείνει με μία σχετική – αν και εύθραυστη και διακυβευόμενη από τις εξελίξεις στη διεθνή οικονομία - σταθεροποίησητης ελληνικής οικονομίας (σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από αυτό του 2009), που αποτυπώνεται στην επαναφορά έστω και χαμηλών θετικών ρυθμών ανάπτυξης, μία τάση απομείωσης της ανεργίας (με μεγάλη αύξηση της ελαστικής εργασίας φυσικά και την αλλαγή συνολικά του εργασιακού υποδείγματος), με διαφαινόμενη πτώση των επιτοκίων δανεισμού (που κατεξοχήν αποτυπώνουν και τις «προσδοκίες» για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος και όχι μόνο οικονομικά μεγέθη). Και κλείνει με μία σημαντική σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος, συντηρητική σε μορφή και περιεχόμενο, όπως εκτιμούσαμε. Με την επαναφορά ενός εξακομματικού (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, Ελλ.Λύση, ΜέΡΑ25) πολιτικού συστήματος όσον αφορά στη μορφή, που είναι δεξιότερα μετατοπισμένο σε περιεχόμενο και συσχετισμό. Με ένα δικομματισμό που επανέρχεται σε ποσοστό της τάξης του 71% και άνω, με ένα συστημικό κόμμα σε ρόλο πιθανού ρυθμιστή στην τρίτη θέση. Με την κοινοβουλευτική Αριστερά να επανέρχεται σε ποσοστά της τάξης του 8-9%. Ενδεικτικό του ότι αυτή τη στιγμή δείχνει να κλείνει ο κύκλος της πολιτικής κρίσης, που εγκαινιάστηκε το 2010 στην ελληνική κοινωνία, είναι και το ότι η Χρυσή Αυγή μένει εκτός Βουλής και χάνει 4% της εκλογικής δύναμής της του 2015 (που πρακτικά ενσωματώνει η Ελληνική Λύση, μία εκδοχή μη φασιστικής ακροδεξιάς ανάλογη του ΛΑΟΣ που υπήρχε πριν την όξυνση της κρίσης). Σίγουρα η δράση του λαϊκού αντιφασιστικού κινήματος επέδρασε σε αυτό, αλλά δεν πρέπει να υποτιμάται και η επίδραση της αλλαγής φάσης που έδωσε χώρο για την ίδρυση της Ελληνικής Λύσης και η ανοδική δυναμική της ΝΔ που, επίσης, πίεσε εκλογικά τη Χρυσή Αυγή. Ενδεικτική είναι, επίσης, η επιστροφή σχηματισμών της επαναστατικής Αριστεράς σε εκλογικά μεγέθη ίδια (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) ή χειρότερα (μ-λ χώρος, ΕΕΚ) του 2009, η συντριβή της ΛΑΕ και η ύπαρξη του ΜέΡΑ25 που φυσιογνωμικά και πολιτικά καλύπτει εν πολλοίς το χώρο του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ προ κρίσης, όμως πλέον με ένα πολιτικό φορέα σαφώς πιο συντηρητικά μετατοπισμένο προγραμματικά, ιδεολογικά και οργανωτικά.

3. Πιο ουσιαστικό, όμως, είναι να εκτιμήσουμε και να συζητήσουμε ουσιαστικά για το πραγματικό «τέλος της μεταπολίτευσης», ένα τέλος που πολλάκις διακηρύχθηκε από αριστερά, αλλά τελικά μάλλον θα το υλοποιήσουν η δεξιά και ο σοσιαλφιλελεύθερος ΣΥΡΙΖΑ. Μεταλλάσσοντας το ελληνικό πολιτικό σύστημα πιο κοντά στα «ευρωπαϊκά» αστικά πρότυπα, δηλαδή όχι μόνο στη μορφή του πολιτικού συστήματος και το περιεχόμενο των πολιτικών στρατηγικών των κομμάτων, αλλά και στο πώς αρθρώνονται πλέον οι σχέσεις εκπροσώπησης των μαζών με αυτά. Εδώ και καιρό έχει κλείσει ο κύκλος των «μαζικών» κομμάτων της μεταπολίτευσης και πλέον η εκπροσώπηση και η υποστήριξη σε αυτά εμπεριέχουν πολύ λιγότερο ενεργητική στάση συγκριτικά με το παρελθόν. Ένδειξη αυτού είναι π.χ. οι συγκριτικά πιο μικρές προεκλογικές συγκεντρώσεις όλων των κομμάτων (ακόμα και του πιο στιβαρού σε αυτό ΚΚΕ, που κι αυτό έδειξε μία στασιμότητα ή μικρή υποχώρηση σε αυτό το επίπεδο) και ειδικά των δύο μεγαλύτερων, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ (ειδικά στις ευρωεκλογές). Αυτή η τάση δεν είναι νέα, αλλά εντάθηκε περαιτέρω στο φόντο της περαιτέρω στεγανοποίησης του πολιτικού σκηνικού από τις λαϊκές διεκδικήσεις (αυτό δηλαδή που συχνά αναφέρεται ως «μεταπολιτική») και της αποψίλωσης της ελπίδας που υπήρξε σε λαϊκά στρώματα μέχρι και το δημοψήφισμα του 2015. Στο φόντο αυτό εντάσσονται και πρέπει να αναλυθούν τα εγχειρήματα «ανανέωσης» σε πολιτικό προσωπικό και εν μέρει και στις μορφές παρέμβασης που επιχειρούν τα βασικά αστικά κόμματα πλέον (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ) αλλά με άλλο τρόπο, και λόγω και των εσωτερικών προγραμματικών αλλαγών του, και το ΚΚΕ.

4. Πιο συγκεκριμένα, για τα αποτελέσματα, οι ευρωεκλογές της 26ης Μάη αποτυπώνουν μία συντηρητική στροφή στην Ευρώπη και στην ελληνική κοινωνία. Σε επίπεδο χωρών της ΕΕ αποτυπώνεται εν μέρει η πολιτική κρίση που σοβεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με τη σαφή υποχώρηση του δεξιού Λαϊκού Κόμματος και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Μία υποχώρηση που οδηγεί πλέον στην αδυναμία συγκρότησης πλειοψηφίας σε επίπεδο Ευρωκοινοβουλίου από αυτά τα κόμματα. Πλειοψηφία πλέον πιθανότατα συγκροτείται με τις δυνάμεις του φιλελεύθερου «ακραίου κέντρου», που επιχείρησαν να οικοδομήσουν νέες πολιτικές φιγούρες σε πρότυπα πιο «τεχνοκρατικά» (π.χ. Μακρόν, Ciudadanos κλπ.) και αυξάνουν τις δυνάμεις τους. Αυτό το σημείο είναι ενδεικτικό γιατί δείχνει τις εφεδρείες και τις αντοχές που ακόμα έχει το συστημικό πολιτικό σκηνικό χωρίς σχετική «αλλαγή υποδείγματος» (που θα απαιτούσε π.χ. ένα νέο μίγμα διακυβέρνησης σε επίπεδο ΕΕ με μία νέα πολιτική συναίνεση που θα συμπεριλάμβανε και την ακροδεξιά πια). Είναι ίσως ενδεικτικό, όμως, και για το ότι η επιλογή της ακροδεξιάς αντιμετωπίζεται από πλατύτερα λαϊκά στρώματα ως επιλογή που ενέχει το στοιχείο του κινδύνου και της «αστάθειας», αντιμετωπίζεται με σχετικό φόβο και επιφύλαξη όπως αντιμετωπίστηκε εν μέρει και η επιλογή αριστερών δυνάμεων στο διάστημα της όξυνσης της οικονομικής κρίσης. Παρ’όλα αυτά, βέβαια, ο πραγματικός νικητής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ήταν δυστυχώς οι δυνάμεις της συστημικής ακροδεξιάς που ανέβηκαν εκλογικά σε πολλές χώρες και διόλου τυχαία πρωτεύουν στις τρεις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Γαλλία, Ιταλία, Μ.Βρετανία) που βρίσκονται πλέον κάτω από την Γερμανία στην ευρωπαϊκή ιεραρχία. Σε αυτές τις χώρες, άλλωστε, το στοιχείο του φόβου εξισορροπείται σε σημαντικό βαθμό από την αίσθηση ότι αυτές οι δυνάμεις μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τη γερμανική ηγεμονία, αξιοποιώντας και την οικονομική και πολιτική ισχύ των κρατών τους. Την ίδια στιγμή η Αριστερά σε επίπεδο ΕΕ υποχωρεί, δέσμια σε μεγάλο βαθμό του αθεράπευτου ευρωπαϊσμού της. Δυστυχώς, η πτώση αγγίζει και δυνάμεις που έδειχναν να κάνουν δειλά βήματα απεγκλωβισμού σε θετική κατεύθυνση από το Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς (βλ. στασιμότητα στη Γαλλία, και στην ακόμα πιο αντιφατική περίπτωση της Ισπανίας).

5. Οι ευρωεκλογές και οι βουλευτικές εκλογές αποτυπώνουν και μία συντηρητική στροφή στην Ελλάδα που έρχεται μετά από μία τετραετία όπου μία υποτίθεται «αριστερή» κυβέρνηση εφαρμόζει το μνημονιακό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα λιτότητας. Όπως έχει γίνει και σε άλλες χώρες, όπου κάτι τέτοιο έγινε ακολούθησε μία συντηρητική παλινόρθωση (με σχετική εξαίρεση την Πορτογαλία όπου ακολουθήθηκε ένα πιο ήπιο πρόγραμμα προσαρμογής). Ο κίνδυνος που σήμερα αντιμετωπίζουμε είναι αυτή η στροφή να μην είναι απλά πολιτική - εκλογική, αλλά να είναι δείκτης μίας ευρύτερης συντηρητικής στροφής σε κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο. Είναι ενδεικτικό ότι η αύξηση της αποχής στις ευρωεκλογές συγκριτικά με τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 αφορά πρωτίστως λαϊκά στρώματα που κατά πλειοψηφία είχαν ταχθεί με το ΟΧΙ και είχαν ψηφίσει αντιμνημονιακά. Ακόμα μεγαλύτερη, μάλιστα, είναι η αποχή στο β’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών που κυμάνθηκε σε επίπεδα 55-60% και σε σημαντικό βαθμό έπληξε το ΣΥΡΙΖΑ δείχνοντας και την αδυναμία του να συσπειρώσει μεγαλύτερες δυνάμεις της κεντροαριστεράς υπό την ηγεμονία του. Πιο ασφαλές συμπέρασμα για την σύγκριση της αποχής με τις βουλευτικές εκλογές του 2015 είναι η σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιούλη, όπου η συμμετοχή σταθεροποιήθηκε πρακτικά (ανέβηκε ελαφρά από το 56 στο 58% περίπου, αλλά βρίσκεται πολύ μακριά πλέον τόσο από το 64% του Ιανουαρίου του 2015, το 62,5% του Ιούνη 2012 και το 65% του Μαϊου του 2012, πόσο μάλλον από το 71% του 2009). Η μείωση της συμμετοχής ως μορφή εμφάνισης της κοινωνικής-κινηματικής υποχώρησης, της σχετικής αποξένωσης από το πολιτικό σύστημα πλέον και της σχετικής αποπολιτικοποίησης σε μαζικό επίπεδο ακολουθεί την ανάλογη τάση πολλών ευρωπαϊκών χωρών πλέον.

6. Ένα κρίσιμο ερώτημα για την επόμενη μέρα των εκλογών είναι η εκτίμηση για την κατάστασή του λαϊκού παράγοντα και την πιθανότητα ανάπτυξης λαϊκών αγώνων και κινητοποιήσεων. Η κυβέρνηση ΝΔ δεν έχει σημειολογικά το φορτίο μίας «αριστερής» κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ο ερχομός της ανακινεί κάποια λαϊκά αντανακλαστικά απέναντι στην νέα επίθεση μνημονιακών μέτρων αναδιάρθρωσης που θα υλοποιήσει η ΝΔ. Η εκτίμησή μας, όμως, είναι ότι η κρίση του λαϊκού κινήματος είναι βαθύτερη και για αυτό έχει γίνει πλέον παράγοντας σχετικής σταθεροποίησης του συστήματος. Για αυτό το λόγο, είναι εξαιρετικά επιπόλαια η εκτίμηση ότι όταν η Ν.Δ. εκκινήσει τον «οδοστρωτήρα» της θα ξεσπάσουν μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις αυτόματα. Έχουμε δει εξάλλου από το 2015 πού κατέληξαν οι εύκολες εκτιμήσεις περί της γρήγορης πτώσης της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Δεν είναι καθόλου σίγουρο, λοιπόν, ότι θα ξεσπάσει, ειδικά άμεσα, ένας κοινωνικός κινηματικός αυτοματισμός έναντι της έντασης της αντιλαϊκής επίθεσης από τη Ν.Δ. Και ακόμα περισσότερο ότι θα ξεσπά πάντα, ή κυρίως, με τους υπάρχοντες όρους άρθρωσης των κοινωνικών κινημάτων που γνωρίζαμε έως τώρα. Το παράδειγμα των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία ίσως είναι ενδεικτικό. Όλα αυτά απαιτούν πιο σοβαρές εκτιμήσεις, μελέτη των κοινωνικών εξελίξεων και προσπάθεια έντασης της κινηματικής και κοινωνικής δράσης στο δύσκολο νέο τοπίο που διαμορφώνεται.Απαιτείται ανασύνθεση του κοινωνικού υποκειμένου και αυτό αφορά και κινηματικές μορφές οργάνωσης (ειδικά στην «έρημο» του ιδιωτικού τομέα, τις γειτονιές και το χώρο της νεολαίας), αλλά και τα περιεχόμενα με μία αναγκαία εκπόνηση επικαιροποιημένων προγραμμάτων πάλης ανά κοινωνικό χώρο.

7. Η ΝΔ πετυχαίνει μία σημαντική νίκη σε όλες τις εκλογές. Με πρωτιά στις πιο σημαντικές κοινωνικές κατηγορίες σύμφωνα με τα ποιοτικά στοιχεία. Στις ευρωεκλογές ήταν πρώτο κόμμα σε εργαζόμενους ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, νεολαία, συνταξιούχους, αγρότες, ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ στις βουλευτικές έχασε την πρωτιά από το ΣΥΡΙΖΑ μόνο στους δημόσιους υπάλληλους και τη νεότερη ηλικιακή κατηγορία (17-34). Η ίδια τάση ισχύει και στις αυτοδιοικητικές εκλογές και αποτυπώθηκε έντονα στο αποτέλεσμα του β’ γύρου όπου η ΝΔ πέτυχε σημαντικής έκτασης νίκηπου της έδωσε ακόμα μεγαλύτερο αέρα εν όψει των βουλευτικών εκλογών.Η ΝΔ κέρδισε τις 12 από τις 13 περιφέρειες(σε 11 με τον επίσημο υποψήφιο και στο Βόρειο Αιγαίο με τον «αντάρτη» Μουτζούρη, πρώην πρύτανη ΕΜΠ). Στους δήμους άνω των 50.000 κατοίκων η ΝΔ εξέλεξε 35 δημάρχους με επίσημο χρίσμα, μεταξύ των οποίων και την Αθήνα με σημαντική διαφορά, αν και έχασε ο κομματικός υποψήφιος από αντάρτη ΝΔ στη Θεσσαλονίκη (που στηρίχθηκε από τον Ιβάν Σαββίδη). Όλα αυτά διευκολύνουν ακόμα περισσότερο την αυτοδύναμη κυβέρνησή της, αφού θα ελέγχει πλέον σχεδόν το σύνολο των βασικών κρατικών μηχανισμών. Ενισχυτικές προς αυτή την κατεύθυνση είναι και οι εξαγγελίες για αλλαγή των εκλογικών νόμων σε βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές. Οι αλλαγές στον «Κλεισθένη», μάλιστα, θα είναι από τις πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης ΝΔ ώστε να στεγανοποιηθεί περισσότερο η διακυβέρνηση των ΟΤΑ στα πρότυπα του «Καλλικράτη», καταργώντας τις ρυθμίσεις του ΣΥΡΙΖΑ για ανάγκη συγκρότησης «συναινετικών» πλειοψηφιών σε επίπεδο δημοτικών ή περιφερειακών συμβουλίων και ενισχύοντας το ρόλο δημάρχων – περιφερειαρχών και των επιτροπών (Οικονομική, Ποιότητας Ζωής κλπ.). Είναι σαφές ότι η ΝΔ θα κινηθεί προς μία κατεύθυνση επιτάχυνσης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων επιχειρώντας να συμπτύξει μία κοινωνική συμμαχία συσπείρωσης της αστικής τάξης (με τα μέτρα φοροαπαλλαγών, μείωσης της φορολογίας για το κεφάλαιο, ιδιωτικοποιήσεων, εμπέδωσης και νομιμοποίησης των μνημονιακών αλλαγών σε εργασιακές σχέσεις και ασφαλιστικό, αναδιάρθρωσης σε υγεία και εκπαίδευση κλπ.) και παλιών και νέων μικροαστικών στρωμάτων (με βούληση για αλλαγές στη φορολόγησή τους – αν και αυτό μένει να φανεί πόσο θα υλοποιηθεί στο μνημονιακό πλαίσιο – και της εμπέδωσης της «ασφάλειας», των αντιμεταναστευτικών πολιτικών κλπ.). Η απεύθυνσή της στα λαϊκά στρώματα γίνεται κατεξοχήν με τη φιλελεύθερη λογική της «ανάπτυξης που μεγαλώνει την πίτα για όλους και δίνει δουλειές» επιχειρώντας να βασιστεί σε αντανακλαστικά ατομισμού και επιβιωτισμού και να τα οξύνει. Ταυτόχρονα, θα εντείνει την εμπέδωση της νεοφιλελεύθερης λογικής στο κράτος και το δημόσιο τομέα, καθώς και στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής (βλ. αξιολόγηση δημόσιων υπαλλήλων, εξαγγελλόμενη αποκέντρωση των εκπαιδευτικών μονάδων με μεταβίβασή τους στους ΟΤΑ, τη λογική κάλυψης των αναγκών για τα νήπια με τα voucher και την ενίσχυση των ιδιωτικών παιδικών σταθμών, την ένταση και εμβάθυνση της αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση με την εισαγωγή της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών στα σχολεία και την σύνδεση της χρηματοδότησης με την αξιολόγηση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κλπ.).

8. Τα αποτελέσματα αποτυπώνουν μία καθαρή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, που παραμένει βέβαια ο δεύτερος πόλος του νέου διπολισμού διατηρώντας την πρωτοκαθεδρία στην κεντροαριστερά έναντι του ΚΙΝΑΛ. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η σχετική αντοχή που έδειξε στις βουλευτικές εκλογές παρά τη μεγάλη ήττα των ευρωεκλογών. Η διαφορά των 8 μονάδων και η διατήρηση ενός 31,5% δεν αποτυπώνουν συντριβή παρά την ευρεία νίκη της ΝΔ. Και η σχέση 4:1 με το ΚΙΝΑΛ του δίνουν τη δυνατότητα να διεκδικήσει εκ νέου την ηγεμονία σε μία προοπτική κεντροαριστερής ανασύνθεσης (κάτι που ήδη επιχειρεί με τη λογική της «Προοδευτικής Συμμαχίας» ως μοχλό περαιτέρω πίεσης στο ΚΙΝΑΛ). Αυτή η αντοχή φάνηκε στη συγκρατημένη σχετικά πτώση του σε απόλυτους αριθμούς (145.000 ψήφοι περίπου) σε σχέση με το Σεπτέμβρη του 2015, καθώς και στα αποτελέσματά του σε λαϊκές γειτονιές (βλ. όλους τους δήμους τους Δυτικής Αθήνας, όλους τους δήμους της Δυτικής Αττικής πλην Μάνδρας, όλους τους δήμους της Β’Πειραιώς πλην της παραδοσιακά πιο συντηρητικής Σαλαμίνας, κάποιους δήμους της δυτικής Θεσσαλονίκης) και σε περιοχές που παραδοσιακά στηρίζουν την «προοδευτική» παράταξη (Κρήτη, Αχαϊα). Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, διατηρεί ακόμα χαμηλό επίπεδο οργανωτικής δύναμης (κομματικά, συνδικαλιστικά, αυτοδιοικητικά κλπ.). Διεκδίκησε τις 2 περιφέρειες που είχε κερδίσει το 2014 (Αττική, Ιόνια) και τις έχασε και τις 2, στην Αττική μάλιστα πανηγυρικά με 66% του Πατούλη έναντι 34% της Δούρου.Στους δήμους άνω των 50.000 κατοίκων, κέρδισε μόλις 5 έναντι 9 του ΚΙΝΑΛ. Οι υποψήφιοι που ήταν ήδη δήμαρχοι και στήριξε ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισαν σε Βύρωνα, Λάρισα, Χαλάνδρι, Κερατσίνι, Πέραμα (με ενδεικτικό κιόλας ότι οι 3 από αυτούς προήλθαν το 2014 εξ αριστερών του ΣΥΡΙΖΑ – είτε ως «ανεξάρτητοι» είτε έχοντας σχέση με την Αριστερή Πλατφόρμα περισσότερο), ενώ έχασαν σε Ζωγράφου, Αιγάλεω, Αγία Παρασκευή, Νέα Φιλαδέλφεια - Χαλκηδόνα, Κέρκυρα. Είναι ενδεικτική, επίσης, όσον αφορά στα ποιοτικά στοιχεία η σοβαρή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στα «μεσαία στρώματα» που υποστήριζε ότι προσεγγίζει περισσότερο από την «ακραία» ΝΔ με τη λογική της «Προοδευτικής Συμμαχίας». Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στην επιλογή της περαιτέρω στροφής του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ στο μοντέλο της «Προοδευτικής Συμμαχίας» τόσο πολιτικά όσο και οργανωτικά στο μέλλον. Η στροφή ήδη φαίνεται και στη σύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας με σοβαρή μείωση, πλέον, των βουλευτών που προέρχονται ακόμα και από τους «53» και την εκλογή προερχόμενων από ΠΑΣΟΚ, ΑΝΕΛ και σκληρά «προεδρικών» σε σημαντικό βαθμό. Λίγο πριν τις εκλογές εκτιμούσαμε ότι «παρά την κραυγαλέα επικοινωνιακή επίθεση από το μηχανισμό του Μαξίμου, είναι πραγματικό ερώτημα κατά πόσο πλέον ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ασκούν ηγεμονική πολιτική στην ελληνική κοινωνία, αν «μιλάνε» πλέον σε κοινά πέρα από τα κοινά που ήδη αναφέρονται στον ευρύτερο αριστερό και «δημοκρατικό» χώρο. Και είναι, επίσης, σημαντικό ερώτημα που θα φανεί στο αποτέλεσμα των εκλογικών μαχών το αν και κατά πόσο ένα κρίσιμο κοινωνικό δυναμικό που κρίνει συνήθως τις εκλογικές μάχες έχει μετατοπιστεί ήδη στη στήριξη της ΝΔ λόγω της φθοράς της διακυβέρνησης, της σπίλωσης της Αριστεράς από την εφαρμογή μνημονίων και της φθοράς από σημαντικά θέματα όπως π.χ. το Μακεδονικό, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα.». Αξίζει να αποτιμήσουμε σοβαρά το γεγονός που έχουμε συζητήσει και παλιότερα ότι η «γοητεία» που άσκησαν μέχρι και οι πρόσφατες τακτικές κινήσεις του Τσίπρα με τις «παροχές» και την υποτιθέμενη «13η σύνταξη» αφορούσε πρωτίστως ένα δυναμικό της Αριστεράς και συγκεκριμένων στρωμάτων (π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι) και όχι τόσο της ελληνικής κοινωνίας ευρύτερα. Αυτό είναι, δυστυχώς, ένας δείκτης της ηγεμονίας που ασκεί ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα η λογική του πολιτικισμού στη συνείδηση της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς στην Ελλάδα και αξίζει να αποτιμηθεί βαθύτερα. Το πόσο μη ηγεμονική ήταν στην παρούσα φάση η απεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε στις βουλευτικές εκλογές, όπου απευθύνθηκε κυρίως με το επιχείρημα του «φόβου να μην έρθει η Δεξιά» και όχι τόσο με κάποιο θετικό πρόταγμα.

9. Το ΚΙΝΑΛ στις ευρωεκλογές είχε πτώση από το αποτέλεσμα της «Ελιάς» στις ευρωεκλογές του 2014, αλλά έδειξε μία αντοχή και ανάκαμψη από την ακόμα πιο δυσμενή κατάστασή του πριν από δύο χρόνια. Είχε σημαντική αντοχή και στις αυτοδιοικητικές εκλογές με εκλογή του περιφερειάρχη Κρήτης και αρκετών δημάρχων (σαφώς περισσότερων του ΣΥΡΙΖΑ). Αυτή η αντοχή επικυρώθηκε με την άνοδο (στα επίπεδα των ευρωεκλογών του 2014 πλέον) στις βουλευτικές με το καλό αποτέλεσμα, για τα δεδομένα του, του 8,1%. Αποτέλεσμα που είχε, μάλιστα, παρά την επιλογή της Φ. Γεννηματά για ανοιχτή ρήξη με τον Β.Βενιζέλο σε μία προσπάθεια να απαλλαγεί από τα ανοιχτά φιλοΝΔ «βαρίδια» στο εσωτερικό του ΚΙΝΑΛ εν όψει της εκλογής της ΝΔ στην κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα, μάλιστα, του δίνει ρόλο ρυθμιστή στις εκλογές για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφού η απαραίτητη πλειοψηφία των 180 εδρών σχηματίζεται με το άθροισμα των βουλευτών του με αυτών της ΝΔ.

10. Στις ευρωεκλογές δεν αποτυπώθηκε, ευτυχώς, αυξητική δυναμική της ακροδεξιάς, αφού δεν υπάρχει άνοδος του αθροίσματος των σχηματισμών της. Στην πραγματικότητα, και αντιθέτως με τις εξελίξεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, φάνηκε μία σχετική στασιμότητα (ή και πτώση αν μπει στο κάδρο και η διάλυση πρακτικά των ΑΝΕΛ) και εσωτερική ανακατάταξη δυνάμεων (σοβαρή πτώση που είναι ήττα για τη Χρυσή Αυγή, άνοδος Ελληνικής Λύσης του Βελόπουλου, συντριβή ΑΝΕΛ).Πολύ ανησυχητικό ήταν βέβαια το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό στις ευρωεκλογές της ΧΑ (13%) σε νέους ψηφοφόρους 17-24 ετών (και ενώ π.χ. το ΚΚΕ καταγράφει μόλις 3,7% εκεί), ένα ποσοστό που όμως μειώθηκε σημαντικά στις βουλευτικές εκλογές (5,7%). Αυτή η γενική πτωτική τάση της ακροδεξιάς ενισχύθηκε στις βουλευτικές εκλογές όπου η Ελληνική Λύση διατήρησε τις δυνάμεις της, αλλά η Χρυσή Αυγή είχε σημαντική πτώση (σε σχέση με το 6,99% του Σεπτέμβρη του 2015) μένοντας εκτός Βουλής. Ένα αποτέλεσμα αναμφισβήτητα θετικό, που οξύνει τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της με απρόβλεπτα αποτελέσματα (βλ. πολλές αποχωρήσεις τοπικών στελεχών, πριν και μετά τις εκλογές, με φήμες και ενδείξεις για κινήσεις των Κασιδιάρη-Παναγιώταρου έναντι του Μιχαλολιάκου, το Λαγό να ανεξαρτητοποιείται μαζί με Γερμενή, Ηλιόπουλο κ.ά. προϊδεάζοντας για τη δημιουργία νέου φορέα με άλλη ηγεσία εφόσον ο Μιχαλολιάκος δεν προτίθεται να παραιτηθεί και να υπάρξει ομαλή αλλαγή ηγεσίας στη Χρυσή Αυγή κλπ.). Η μη είσοδος της Χρυσής Αυγής στο κοινοβούλιο είναι άλλη μία ένδειξη της σχετικής ύφεσης της συνολικότερης κρίσης του πολιτικού συστήματος.

11. Η Ένωση Κεντρώων, οι ΑΝΕΛ και το Ποτάμι έκλεισαν τον κύκλο τους, αφού δεν εξέλεξαν στο Ευρωκοινοβούλιο και τη Βουλή και πλέον εξαϋλώνονται πολιτικά. Η εξαφάνιση τους αποτελεί, επίσης, στοιχείο της ύφεσης της κρίσης του πολιτικού συστήματος, καρπός της οποίας υπήρξε η δημιουργία τους. Δείκτης της περαιτέρω συντηρητικής στροφής του πολιτικού συστήματος είναι και η επέκταση του φαινομένου εκλογής «ανεξάρτητων» δημάρχων που έχουν απευθείας σχέση με συγκεκριμένους μεγαλοεπιχειρηματίες που έχουν σημαντικά συμφέροντα στην περιοχή τους. Μετά τον Μπέο και το Μώραλη το 2014, πλέον εκλέγεται και ο εκλεκτός του Μελισσανίδη (Βούρος) στη Νέα Φιλαδέλφεια και ο εκλεκτός του Ιβάν Σαββίδη στη Θεσσαλονίκη (Ζέρβας, που είχε πολύ μεγάλη στήριξη από Ιβάν και ΠΑΟΚ εξού και το εντυπωσιακό αποτέλεσμά του έναντι του Ταχιάου).

12. Στο χώρο «εξ αριστερών» του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το ΚΚΕ έδειξε δυναμική, αντιθέτως είχε πτώση από τις ευρωεκλογές του 2014 και διατήρηση των δυνάμεων των βουλευτικών του Σεπτέμβρη του 2015. Και ακόμα πιο ενδεικτικό είναι, ίσως, και το ότι δεν είχε εκλογική άνοδο ούτε στο αυτοδιοικητικό επίπεδο παρά τις περί του αντιθέτου προσδοκίες και διακηρύξεις του. Είχε σημαντική πτώση σε επίπεδο περιφερειών και έχασε τους 4 από τους 5 δήμους που διεκδίκησαν οι υποψήφιοί του στο β’ γύρο (Ικαρία, Καισαριανή, Χαϊδάρι, Πετρούπολη) κερδίζοντας μόνο στην Πάτρα με το εντυπωσιακό 71% του Πελετίδη, που διατηρεί μία ευρύτερη ακτινοβολία έχοντας ένα πιο ανοιχτό και όχι στενά κομματικό προφίλ. Όλα αυτά αποτυπώνουν και τη δική του επιλογή πλήρους ταύτισης πλέον των αυτοδιοικητικών παρατάξεών του με το ΚΚΕ στη μάχη των τριπλών εκλογών. Η επιλογή της εναιοποίησης του ονόματος σε δήμους και περιφέρειες του 2010 και 2014 πλέον συνοδεύτηκε για πρώτη φορά και από μία καθαρή ταύτιση της Λαϊκής Συσπείρωσης και του ΚΚΕ και στο επίπεδο του προεκλογικού υλικού και της καμπάνιας. Οι μεμονωμένες μετακινήσεις πρώην μελών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ (αλλά και λίγων από ΑΝΤΑΡΣΥΑ) αποτυπώνουν την δυνατότητά του να πιέζει τον εξ αριστερών χώρο του, προβάλλοντας ως πιο αξιόπιστη και συνεπής δύναμη. Το τοπίο του κατακερματισμού της υπόλοιπης ριζοσπαστικής αριστεράς διευκόλυνε, δυστυχώς, αυτή την προβολή. Τη δυνατότητα αυτή το ΚΚΕ από νωρίς την εκτίμησε και προχώρησε σε αυτές τις κινήσεις για να καλύψει τις εκλογικές απώλειες προς τα δεξιά του.

13. Στον αντιμνημονιακό χώρο μεγάλος κερδισμένος είναι το ΜέΡΑ25 του Γ.Βαρουφάκη με ένα πρόγραμμα παρόμοιο με του ΣΥΡΙΖΑ του 2014 – 2015, που για λίγο δεν εξέλεξε έδρα στις ευρωεκλογές, αλλά έγινε πόλος έλξης για το μεγαλύτερο μέρος του δυναμικού που έχει αντιμνημονιακές αναζητήσεις σε αριστερή προοδευτική κατεύθυνση επιτυγχάνοντας έτσι την είσοδο στη Βουλή με 3,44%. Εκτιμούμε ότι εκεί στράφηκε ο βασικός όγκος των ψηφοφόρων της ΛΑΕ του 2015, κάτι που δείχνει και με τι κριτήρια επέλεξε τελικά αυτό το δυναμικό (περισσότερο έμφαση στο «κοινωνικό» ζήτημα και όχι στα «εθνικά», στα οποία το ΜέΡΑ25 είχε κοσμοπολίτικη στάση, εν πολλοίς παρόμοια του ΣΥΡΙΖΑ δεδομένης και της σχέσης του Βαρουφάκη με ΗΠΑ, πιο «μοντέρνες» και υποτίθεται «συμμετοχικές» πρακτικές πολιτικής δικτύωσης σε πρότυπα που ομοιάζουν π.χ. με την αρχική συγκρότηση και των Podemos, αλλά με πλήρη απουσία εδώ αριστερής οργανωμένης τάσης εντός του, κάτι που κάνει ακόμα πιο έντονο το προσωποπαγές στοιχείο του σχηματισμού, αίσθηση μεγαλύτερης πολιτικής και τεχνικής «επάρκειας» προγραμματικά συγκριτικά με την ριζοσπαστική αριστερά, αίσθηση «πανευρωπαϊκού» συντονισμού δυνάμεων μέσω ενός ενιαίου κόμματος, του DiEM25, που συμμετείχε σε διάφορες χώρες στις ευρωεκλογές, αν και με ισχνά αποτελέσματα αλλού κλπ.). Παρά το ότι παρακολουθήσαμε τη συγκρότηση του ΜέΡΑ25 και αντιλαμβανόμασταν την έλξη που ασκεί σε ένα δυναμικό (π.χ. οι μεγάλες συγκεντρώσεις που έκανε αρχικά από πέρσι σε διάφορες επαρχιακές πόλεις ο Γ.Βαρουφάκης), οφείλουμε αυτοκριτικά να διαπιστώσουμε ότι υποτιμήθηκε πλήρως η δυνατότητά του να αποτελέσει με μοχλό τις ευρωεκλογές έναν πόλο έλξης κοινωνικού και πολιτικού δυναμικού. Δυνατότητα που έπρεπε να εκτιμηθεί σοβαρότερα στο έδαφος ήττας, υποχώρησης και συνολικότερα ενός μετασχηματισμού προς τα δεξιά του πολιτικού συστήματος. Εν όψει των βουλευτικών εκλογών έκανε σημαντικές απόπειρες διεύρυνσης σε επίπεδο υποψηφίων (αν και αποκλειστικά συμβολικά σε σχέση με κοινωνικές κατηγορίες – π.χ. Πάολα - και πολιτικές καταγωγές – π.χ. ο φιλελεύθερος Μίχας, ο Στάθης, η Βελισσαρίου (πρώην ΑΡΚ), η Γιαννουλάκη (πρώην ΑΡΚ) στα Χανιά κ.ά. - και μόνο σε ατομικό επίπεδο και με ένταξη στο ΜέΡΑ25). Το ΜέΡΑ25 θα επιχειρήσει πλέον να εδραιώσει τη θέση του στο χώρο που κινήθηκε η αντιμνημονιακή ριζοσπαστική Αριστερά, παρά το ότι ούτε όλο το δυναμικό του προέρχεται από αυτή ούτε η πολιτική του θα παραμείνει σε αυτό το επίπεδο (ενδεικτικό είναι ότι διεθνώς δεν αναφέρεται καθόλου σε δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά στον Σάντερς και τον Κόρμπιν, πρόσφατα ο Βαρουφάκης σε κοινή εμφάνιση και τοποθέτηση με τον Κόρμπιν εξήγγειλαν την στενότερη συνεργασία τους σε διεθνή και ευρωπαϊκά θέματα). Έχει εξαγγείλει στο επόμενο διάστημα συνδιάσκεψη για το άνοιγμα σε ευρύτερο δυναμικό ώστε να επιτελέσει αυτό το στόχο. Σημαντική καταγραφή είχε και η Πλεύση Ελευθερίας της Ζ.Κωνσταντοπούλου στις ευρωεκλογές, μία καταγραφή που διατήρησε σε σημαντικό βαθμό και στο ασφυκτικό κλίμα των βουλευτικών εκλογών παρά την εμφανή αδυναμία της να στελεχώσει πλήρη ψηφοδέλτια πανελλαδικά (είχε μόλις 82 υποψήφιους/ες). Η άνοδος αυτών των δύο δυνάμεων αποτυπώνει, δυστυχώς, και την μετατόπιση της συνείδησής και των επιλογών του δυναμικού που αναζητά ακόμα μία αντιμνημονιακή πολιτική επιλογή σε σαφώς δεξιότερη κατεύθυνση, στο έδαφος αφενός της κοινωνικής και πολιτικής ήττας και υποχώρησης μετά το 2015 και αφετέρου της καθολικής αδυναμίας της ριζοσπαστικής Αριστεράς να συγκροτήσει έναν αξιόπιστο και μαχητικό πολιτικό πόλο. Σημειώνουμε και το αποτέλεσμα του ΕΠΑΜ-ΑΚΚΕΛ που με 0,5% ήταν πιο πάνω εκλογικά από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την ΛΑΕ. Ένα αποτέλεσμα, όμως, σημαντικά μειωμένο από τα αντίστοιχα του 2012 (σε συνεργασία με τον Παπαθεμελή τότε), των ευρωεκλογών του 2014 και του Σεπτέμβρη του 2015, ενδεικτικό της απομείωσης και σε αυτό το χώρο.

14. Αυτό ακριβώς είναι και το πιο σημαντικό για εμάς στο αποτέλεσμα της 26ης Μάη και της 7ης Ιούλη. Το αποτέλεσμα αποτυπώνει μία μεγάλη ήττα των υπαρχόντων σχηματισμών της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς πέραν του ΚΚΕ. Σε μία περίοδο φθοράς του ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με ανοιχτή εσωτερική κρίση και διπλά κατεβάσματα σε κεντρικούς δήμους, έχει στις ευρωεκλογές πτώση ποσοστιαία και απόλυτα από το Σεπτέμβρη του 2015, αλλάκαι τις ευρωεκλογές του 2014, όταν δηλαδή δεχόταν σοβαρή πίεση από τον ΣΥΡΙΖΑ. Είχε πτώση και σε αυτοδιοικητικό επίπεδο (ειδικά στις περιφέρειες), παρά την εκλογή περισσότερων συμβούλων λόγω του νέου πιο αναλογικού εκλογικού νόμου. Και ελεγχόμενη πτώση και στα δημοτικά σχήματα, σε αρκετές περιπτώσεις λόγω και της άρνησής της να συνεργαστεί με άλλες δυνάμεις στο επίπεδο των αυτοδιοικητικών εκλογών (είναι χαρακτηριστικό ότι σε περιπτώσεις το άθροισμα άλλων ενωτικών αριστερών σχημάτων με τα σχήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν περίπου το αντίστοιχο αποτέλεσμά των σχημάτων της του 2014). Η τάση αυτή ολοκληρώθηκε στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιούλη, όπου πλέον το αποτέλεσμά της είναι της τάξης του 2009 (λίγο μεγαλύτερο ποσοστιαία, αλλά μικρότερο σε απόλυτους αριθμούς από τότε).

15. Η Λαϊκή Ενότητα έχει ένα αποτέλεσμα που αποτυπώνει συντριπτική ήττα και κλείσιμο του κύκλου της. Στην πορεία από το 2,97% του 2015 έως το 0,56% των ευρωεκλογών και τελικά το 0,28% των βουλευτικών εκλογών, ρόλο έπαιξαν σοβαρά πολιτικά λάθη (π.χ. η, για καιρό, διαρκής επίκληση έλευσης εκλογών αντί για μία επιλογή πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης και κινηματικής διάταξης στο νέο δύσκολο τοπίο μετά το 2015, η θολή απεύθυνση σε κάποιο «εθνικό» ακροατήριο έναντι της στοχευμένης απεύθυνσης στον κόσμο της εργασίας, της ανεργίας και της νεολαίας με στίγμα ριζοσπαστικής Αριστεράς με αποκορύφωμα την προβληματική στάση στο Μακεδονικό, η αντικατάσταση ενός πιο συγκεκριμένου προγραμματικού λόγου με μία γενική καταγγελιολογία συχνά και με γραφικά χαρακτηριστικά), προγραμματικές ανεπάρκειες και αδυναμία εμβάθυνσης και επεξεργασίας του προγραμματικού πλαισίου, αλλά και η αδυναμία να συγκροτηθεί και να λειτουργήσει τελικά ως ένα ανοιχτό, πολυτασικό, δημοκρατικό μέτωπο με εσωτερική ζωή, συλλογικότητα και όχι αρχηγισμό και γραφειοκρατία, με εμπιστοσύνη στην δράση και τις πρωτοβουλίες των μελών του. Ζητήματα που κι εμείς αναδεικνύαμε και παλέψαμε ανεπαρκώς εντός της ΛΑΕ μαζί με πολλούς/ες συντρόφους/ισσες με γνήσιες αριστερές ανησυχίες και μαχητική – κινηματική δράση. Και φέρουμε κι εμείς ευθύνη για την αδυναμία να υπάρξει εδώ και καιρό μία άλλη πορεία τόσο στη Λαϊκή Ενότητα όσο και στο χώρο των δυνάμεων της Αριστεράς που ακόμα επιμένουν ενωτικά, μετωπικά και ταυτόχρονα ριζοσπαστικά. Είναι σαφές πλέον ότι η ΛΑΕ δεν μπορεί να διεκδικεί ρόλο πυρήνα μίας οποιασδήποτε ενωτικής κίνησης. Όχι μόνο λόγω του εξαιρετικά δυσμενούς αποτελέσματός της, αλλά και γιατί αυτό θα εντείνει την κρίση της δυσκολεύοντας ακόμα και την διατήρηση των δυνάμεών της με στοιχειώδεις όρους συνοχής στο άμεσο μέλλον. Για αυτό εκτιμούμε ότι η όποια αυτοκριτική αναγνώριση των λαθών της έγινε αφενός απαιτεί μεγαλύτερη εμβάθυνση αφετέρου μπορεί να ολοκληρωθεί έμπρακτα μόνο σε μια κίνηση αυτοϋπέρβασης και σύγκλισης των δυνάμεών της με όσες δυνάμεις και αγωνιστές/τριες επιδιώκουν να αναμετρηθούν τολμηρά με τα ανασυνθετικά καθήκοντα της επόμενης μέρας. Αν η ΛΑΕ δεν κινηθεί (συντεταγμένα ή έστω ένα ριζοσπαστικό δυναμικό της) σε αυτή την κατεύθυνση, δεν εκτιμούμε ότι έχει όρους συγκράτησης σημαντικού μέρους του ήδη απομειωμένου δυναμικού της. Και για αυτό δεν έχει νόημα μία απλή διατήρηση του οργανωτικού κελύφους και της «ταμπέλας» ΛΑΕ, κάτι τέτοιο θα εντείνει την περαιτέρω διάλυση. Όσο μας αφορά, θα συμβάλουμε στην κατεύθυνση των υπερβάσεων με όσους/ες είναι διαθέσιμοι/ες γι’ αυτό στον χώρο της ΛΑΕ και της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς ευρύτερα.

16. Όλα αυτά αναδεικνύουν πλέον πλατιά αυτό που βοά εδώ και καιρό στο δυναμικό που αγωνιά για μία άλλη πορεία προγραμματικά, πολιτικά, οργανωτικά στο χώρο των κινημάτων και της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς. Οι σημερινοί σχηματισμοί με την παρούσα μορφή τους, τις πολιτικές και προγραμματικές κατευθύνσεις τους, τη λειτουργία και τους τρόπους συγκρότησης που έχουν, δεν επαρκούν για μία διαφορετική, εν δυνάμει νικηφόρα και αποτελεσματική πορεία, που θα συσπειρώσει το διάσπαρτο και ηττημένο κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό που έχει τέτοιες αναζητήσεις. Βρίσκονται σε βαθιά κρίση και αποτελούν εδώ και καιρό «άταφους νεκρούς». Στο έδαφος αυτό, όσες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις επιμένουν κινηματικά, μετωπικά και ριζοσπαστικά και αναφέρονται σε μία προσπάθεια ουσιαστικής σύνδεσης μίας αποτελεσματικής τακτικής με μία σύγχρονη επαναστατική στρατηγική ρήξεων (δηλαδή στη λογική μίας εν δυνάμει «γραμμής μαζών» τόσο ανά κοινωνικό χώρο όσο και συνολικά), πρέπει να συζητήσουν πολιτικά και προγραμματικά και να συναντηθούν κινηματικά και κοινωνικά, να λάβουν ανάλογες πρωτοβουλίες με τον πιο ανοιχτό και πλατύ τρόπο. Αποτιμώντας το σύνολο της δεκαετίας της κρίσης, το βάθος των κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών στο έδαφος της ήττας, αλλά και τη βαθύτερη ήττα και χρεοκοπία της Αριστεράς της μεταπολίτευσης. Καθώς και την σοβαρή αδυναμία πολιτικά, προγραμματικά, ιδεολογικά και οργανωτικά να συγκροτηθεί μία μάχιμη, μαζική και εν δυνάμει αποτελεσματική μετωπική συγκρότηση δυνάμεων με ισχυρό πυρήνα μία σύγχρονη ριζοσπαστική και κομμουνιστική αριστερά εντός της. Πιστεύουμε εδώ και καιρό ότι χρειάζεται μία θετική υπέρβαση αυτής της κατάστασης, και το σημερινό τοπίο ήττας της δικής μας Αριστεράς το κάνει επιτακτικό. Την ίδια ώρα που το κάνει και πιο δύσκολο, ακριβώς λόγω του μεγέθους αυτής της ήττας.

17. Σε αυτό το τοπίο, εν μέρει θετική εξαίρεση καιένδειξη ελπίδας είναι τα αποτελέσματα κάποιων αριστερών ριζοσπαστικών δημοτικών σχημάτων. Όχι κυρίως γιατί είχαν σημαντικές καταγραφές, αφού μέσα στο κλίμα ευρύτερης συντηρητικής στροφής υπήρχε μία πτωτική τάση σε κάποια και δυσκολίες σε άλλα που κατέβηκαν στις εκλογές για πρώτη φορά.Λίγα είχαν αξιοσημείωτα αποτελέσματα (π.χ. Αίγιο με 9,6%, εν μέρει και η Κέρκυρα με 3% και πολύ αξιόλογη καμπάνια, και με διαφορετικό τρόπο η Θεσσαλονίκη δεδομένου του πόσο μεγάλος δήμος είναι και την πληθώρα παρατάξεων, με αυτά δεδομένα το αποτέλεσμα 1,8% ήταν υψηλό για ένα σχήμα της ριζοσπαστικής αριστεράς). Η γενική τάση δεν ξέφυγε από τις δυσκολίες των εκλογικών μαχών της περιόδου και η εκλογή συμβούλων ευνοήθηκε από τον εκλογικό νόμο και δεν θα ήταν ανάλογη σε άλλη περίπτωση. Φάνηκαν,όμως, δυνατότητες ώστε τα δημοτικά σχήματα να συσπειρώνουν ένα ευρύτερο δυναμικό από το στενό εκλογικό κοινό των δυνάμεων της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων δυνάμεων της ριζοσπαστικής και επαναστατικής Αριστεράς. Σε αυτές τις προσπάθειες υπήρχε, σε διαφορετικό βαθμό, ενωτική διάθεση και αποτέλεσμα, προσπάθεια για γειωμένη και ταυτόχρονα ριζοσπαστική παρέμβαση και προσπάθεια για πιο λαϊκό προγραμματικό λόγο, κουλτούρα και λειτουργία συλλογικότητας. Όσο περισσότερο υπήρχαν αυτά τόσο επέδρασαν θετικά στα αποτελέσματα και την πιο στέρεη συγκρότηση αριστερών ριζοσπαστικών δημοτικών σχημάτων. Σε αυτές τις προσπάθειες υπάρχει κάτι από το μέλλον που αναζητούμε πολιτικά και οφείλουμε να επενδύσουμε, αφού είναι ένδειξη ότι το δυναμικό που δυνητικά μπορεί να απευθυνθεί και να οργανώσει μία αξιόπιστη πολιτική δύναμη της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς σήμερα δεν είναι αμελητέο. Σε ειδικό σημείωμα θα κάνουμε αναλυτικό απολογισμό των αποτελεσμάτων των σχημάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς στις αυτοδιοικητικές εκλογές, όπως και της δικής μας σημαντικής παρουσίας εντός αυτών (με 143 υποψηφίους/ες σε σχήματα που στηρίζαμε, 132 σε δήμους και 11 σε περιφέρειες, με 2 υποψήφιους δημάρχους και τελικά εκλογή 3 δημοτικών συμβούλων συνολικά σε Κέρκυρα, Ζωγράφου και Αίγιο).

Β. Για τον βηματισμό και τις πρωτοβουλίες μας στο επόμενο διάστημα

18. Η διάταξη και ο βηματισμός μας στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται πλέον απαιτεί σοβαρές αναπροσαρμογές. Εφόσον διανύουμε το τέλος μίας ολόκληρης περιόδου, είναι σαφές ότι θα πρέπει να επεξεργαστούμε συλλογικά και να αναπροσαρμόσουμε τον τρόπο με τον οποίο ασκήσαμε πολιτική εντός αυτής της περιόδου προσπαθώντας να ανταποκριθούμε στις αλλαγές που έχουν επέλθει πια. Αυτό αφορά διάφορα επίπεδα και πρώτα απ’ όλα το κοινωνικό:

α) την ανάγνωση της κατάστασης και της συγκυρίας σε κάθε κοινωνικό χώρο που παρεμβαίνουμε. Το κλείσιμο της φάσης της δεκαετίας της όξυνσης της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης απαιτεί να αναλύσουμε την κατάσταση που βρίσκονται τα κοινωνικά υποκείμενα σε κάθε χώρο παρέμβασης, αλλά και τη φάση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και τα μέτωπα που θα ανοίξουν ανά περίπτωση. Η αναπαραγωγή πρακτικών απλά από αδράνεια, συνήθεια ή ταυτοτική προσκόλληση σε αναλύσεις, προτεραιότητες, μορφές πάλης και οχήματα συσπείρωσης δεν είναι ο καλύτερος οδηγός όταν η κατάσταση αλλάζει δραματικά και έχει από καιρό δείξει (ακόμα και μέσα στην κρίση) τα όρια της σε διάφορες περιπτώσεις.

β) την εκπόνηση επικαιροποιημένων προγραμμάτων πάλης ανά κοινωνικό χώρο, στο βαθμό που οι νέες συνθήκες και τα νέα μέτωπα που θα ανοίξει ο αντίπαλος απαιτούν νέες απαντήσεις στο περιεχόμενο για να είναι αποτελεσματική η συσπείρωση κοινωνικού δυναμικού και η δράση μας.

γ) την επεξεργασία των αναγκαίων κινηματικών μορφών και οχημάτων, την κριτική επανεξέταση της διάταξής μας ανά κοινωνικό χώρο και τις αναγκαίες αναπροσαρμογές που μπορεί να χρειάζονται είτε από την πραγματικότητα του κοινωνικού χώρου πλέον είτε από τις συγκλίσεις που έχουν επέλθει με δυναμικό προερχόμενο από άλλους πολιτικοσυνδικαλιστικούς χώρους.

Το καθήκον αυτών των επεξεργασιών πρέπει να απασχολήσει τους τομείς δράσης μας σε επίπεδο πυρήνων και οργάνων, αλλά και όλη την οργάνωση συνολικά στην προσπάθεια εκπόνησης των Θέσεων για την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη. Ταυτόχρονα, είναι ένα καθήκον που γνωρίζουμε ότι οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε και μαζί με άλλες δυνάμεις που συγκλίνουμε πολιτικά και για αυτό μπορούμε και πρέπει να βρεθούμε σε δημιουργικό διάλογο και κοινή δράση για τα παραπάνω.

19. Στο εργατικό κίνημα, πρέπει να οργανώσουμε εκ νέου τη δράση και παρέμβασή μας. Οι δυνάμεις μας έχουν κάνει κάποια βήματα, αλλά αυτή η δουλειά ακόμα παραμένει σε μεγάλο βαθμό ασυντόνιστη και δεν γίνεται κτήμα όλης της οργάνωσης. Έτσι δεν μπορούμε να εμβαθύνουμε και στην εκπόνηση μίας συνολικής πολιτικής γραμμής για το εργατικό κίνημα, βασισμένης στις επί μέρους εμπειρίες μας, μία γραμμή που τελικά να τις ανατροφοδοτεί και να συνολικοποιεί την παρέμβασή μας στην δουλειά στους εργαζομένους/ες.Στη φετινή χρονιά, είχαμε κάποιες σημαντικές εμπειρίες και συνεισφορά σε περιπτώσεις:

- έγιναν συνέδρια στη ΔΟΕ και στην ΟΛΜΕ, όπου στις Παρεμβάσεις, και στις δύο περιπτώσεις, υπήρχε πλέον σοβαρός διχασμός (στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση μεταξύ των δυνάμεων γύρω από το ΝΑΡ και των ανένταχτων που έχουν πιο γειωμένη και μετωπική αντίληψη και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μεταξύ των δυνάμεων γύρω από το ΝΑΡ, γύρω από το Μ-Λ ΚΚΕ και πλέον και ενός πόλου δυναμικού με πιο γειωμένη και μετωπική φυσιογνωμία και εκεί). Είχαμε σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση του τρίτου πόλου στις Παρεμβάσεις στη δευτεροβάθμια, μαζί με συντρόφους του Κ-Σχεδίου και ανένταχτο δυναμικό.

- έγιναν εκλογές στο ΣΕΤΗΠ (τηλεπικοινωνίες) όπου το σχήμα του RadicalIT είχε ένα αξιόλογο αποτέλεσμα και οι δυνάμεις μας μία καλή συμβολή και καταγραφή.

- συνεχίζουμε μία δουλειά στο ΣΜΤ, στον επισιτισμό, λιγότερο στο ΣΥΒΧΨΑ (σε ΣΜΤ και ΣΥΒΧΨΑ με εκπροσώπηση και στο ΔΣ) και ενώ είχαμε μία καλή παρέμβαση (και εκπροσώπηση στο ΔΣ) στο ΣΒΕΜΚΟ αυτή ατόνησε λόγω της επισφάλειας και της μετακίνησης ενεργού δυναμικού μας.

- υπάρχει μία δικτύωση του δυναμικού μας σε ιατρούς, κτηνίατρους και γεωπόνους, αλλά αυτή παραμένει κυρίως μία δικτύωση εν όψει κλαδικών εκλογικών μαχών, στις οποίες γενικά έχουμε καλά αποτελέσματα, και λιγότερο μία πολιτικοσυνδικαλιστική λειτουργία με συνέχεια και διάρκεια. Αυτό οφείλεται και στην κλαδική επαγγελματική πραγματικότητα, αλλά δεν εξαντλείται σε αυτή, έχει υποχωρήσει και η δική μας λειτουργία.

Η συντονιστική και καθοδηγητική δουλειά του ΣΤΕ ατόνησε και πρέπει να επανεκκινήσουμε τη λειτουργία του μαζί με τη λειτουργία, όπου υπάρχουν, των αντίστοιχων πυρήνων εργαζομένων ανά πεδίο. Αυτό είναι αναγκαίο τόσο για τη δική μας διάταξη, τον εμπλουτισμό και την ομογενοποίηση των κριτηρίων παρέμβασής μας και για να μπορούμε να συνολικοποιούμε μία γραμμή για το εργατικό κίνημα γενικά. Είναι αναγκαίο και για να συμβάλλουμε στις διεργασίες ώσμωσης, συντονισμού και κοινής δράσης και με πολιτικοσυνδικαλιστικό δυναμικό χώρων με τους οποίους οι προβληματισμοί και οι αναζητήσεις μας συγκλίνουν σχετικά (βλ. ΜΕΤΑ, ΠΑΤΕΚ, το γειωμένο δυναμικό των Παρεμβάσεων κλπ.). Στόχος μας παραμένει η συμβολή στη συγκρότηση ενός πόλου των μαχόμενων ταξικών δυνάμεων με γειωμένη φυσιογνωμία και παρέμβαση στο συνδικαλιστικό κίνημα. Η σχέση μίας τέτοιας προοπτικής με τα υπάρχοντα σχήματα και δικτυώσεις είναι δυναμική και θα είναι στοιχείο συζήτησης και μεταξύ του δυναμικού που συγκλίνει.

20. Στο φοιτητικό κίνημα, επείγει να εκτιμηθεί αναλυτικότερα από τον Τομέα Νεολαίας η κίνηση της νέας κυβέρνησης και του Υπουργείου Παιδείας. Είναι προφανές ότι αυτή θα είναι επιθετική στο προχώρημα της αναδιάρθρωσης με τομές όπως η αποκέντρωση των εκπαιδευτικών μονάδων σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ίσως και με μεταβίβασή τους στους ΟΤΑ), η ένταση και εμβάθυνση της αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση με την εισαγωγή της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών στα σχολεία και την σύνδεση της χρηματοδότησης με την αξιολόγηση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα προηγηθούν συμβολικές τομές όπως η κατάργηση του ασύλου και δευτερεύουσες διευθετήσεις (π.χ. ακύρωση της ίδρυσης Νομικής στην Πάτρα, που είναι εξυπηρέτηση στο λόμπι των υπόλοιπων νομικών σχολών). Είναι, όμως σαφές ότι θα ξεδιπλωθεί μία επιθετική κίνηση σύνδεσης των πανεπιστημίων με την αγορά μέσω του μηχανισμού της αξιολόγησης και τη σύνδεσή της με τη χρηματοδότηση, ανάλογες αλλαγές προγραμμάτων σπουδών και προσανατολισμός του ερευνητικού έργου κλπ. Σημαντικές θα είναι οι αλλαγές στα μεταπτυχιακά που θα φέρει η κατάργηση ρυθμίσεων του νόμου Γαβρόγλου, καθώς και η μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων καθορισμού του αριθμού εισακτέων σε κάθε σχολή. Συζητούνται εκ νέου, επίσης, ρυθμίσεις περαιτέρω πειθάρχησης του φοιτητικού σώματος (θέσπιση ορίου ν+2 χρόνων). Οι κινήσεις αυτές απαιτούν το ξεδίπλωμα αντιδράσεων από την πλευρά του φοιτητικού κινήματος, που βρίσκεται σε σημαντική κρίση, με ενδεικτικό αυτής την αδυναμία κινηματικής απάντησης στις ρυθμίσεις Γαβρόγλου. Το τοπίο μίας κυβέρνησης ΝΔ είναι εν μέρει πρωτόγνωρο για μεγάλο μέρος του δυναμικού των σημερινών ΕΑΑΚ (δεδομένου και του χαμηλού χρόνου αποφοίτησης πλέον) και αυτό πρέπει να εκτιμηθεί και να υπάρξει ανάλογη προετοιμασία. Οι κινήσεις που θα γίνουν σχετικά με το άσυλο απαιτούν κάποια πρώτα άμεσα αντανακλαστικά και μες το καλοκαίρι (ανακοινώσεις, σύγκληση ΔΣ και αποφάσεις, πιθανές συμβολικές κινητοποιήσεις κλπ.). Στο πλαίσιο των παραπάνω καθηκόντων πρέπει να βλέπουμε και το άνοιγμα της συζήτησης για το σχεδιασμό και τις πρωτοβουλίες μέσα στα σχήματα και τα ΕΑΑΚ συνολικά, καθώς και το ζήτημα του συντονισμού και της κοινής δράσης των δυνάμεων που έχουν παρόμοια κίνηση στη φοιτητική αριστερά. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναβαθμιστούν και να επιτελούν τον πολιτικό και συντονιστικό τους ρόλο το ΠΣΤΝ και τα ΣΤΝ πόλεων. Ταυτόχρονα, με αφετηρία και το φετινό camping και τις αντίστοιχες μορφωτικές συζητήσεις, πρέπει να οργανωθεί πιο σοβαρά πλέον η ιδεολογική και μορφωτική δουλειά του Τομέα Νεολαίας που είχε ατονήσει σημαντικά.

21. Στο τοπικό κίνημα, είναι σημαντικό να συνεχίσουμε τη φετινή δουλειά που έγινε για τον πολιτικό εξοπλισμό παλιότερων σχημάτων και τη συγκρότηση νέων σε κάποιες γειτονιές. Οι τοπικοί πυρήνες στην Αθήνα και οι πυρήνες σε υπόλοιπες πόλεις πρέπει να ρίξουν βάρος όπου υπάρχουν τοπικά αριστερά ριζοσπαστικά σχήματα ώστε να βαθύνει η συγκρότησή τους, να οικοδομήσουν βαθύτερους δεσμούς με τη γειτονιά ιεραρχώντας και ανοίγοντας συγκεκριμένα μέτωπα παρέμβασης ανάλογα με τις ανάγκες και, τέλος, να διευρυνθούν στρατεύοντας τοπικό αγωνιστικό δυναμικό (οργανωμένο ή ανένταχτο). Έχουμε καταγράψει στο αντίστοιχο κείμενο επεξεργασίας εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών πιο αναλυτικά τα μέτωπα παρέμβασης, τις βασικές ορίζουσες ενός περιεχομένου παρέμβασης και την αντίληψή μας για τη λειτουργία, την παρέμβαση και τη φυσιογνωμία των αριστερών ριζοσπαστικών τοπικών σχημάτων. Στη βάση αυτής της επεξεργασίας πρέπει να προχωρήσουμε σε πιο αναλυτικές εξειδικευμένες επεξεργασίες για διάφορα μέτωπα που θα ανοίγουν ώστε να τροφοδοτούμε το δυναμικό μας και τελικά και τα τοπικά σχήματα. Καταρχάς αναγκαίες επεξεργασίες εκτιμούμε ότι χρειάζονται για: α) ιδιωτικοποιήσεις & αλλαγές στο δημόσιο χώρο, β) το ζήτημα της κατοικίας σε σύνδεση και με το airbnb, γ) αλλαγές στην εκπαίδευση που αφορούν τους ΟΤΑ (δίχρονη προσχολική αγωγή, πιθανή μεταφορά της αρμοδιότητας για πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στους ΟΤΑ, αξιολόγηση εκπαιδευτικών από γονείς κλπ.), δ) αλλαγές στην υγεία που αφορούν τους ΟΤΑ (ΤΟΜΥ), ε) διαχείριση απορριμμάτων. Τέλος, πρέπει να αντιμετωπίσουμε με σχεδιασμένο και ώριμο τρόπο και σε σύνδεση με το δυναμικό των σχημάτων το ζήτημα του συντονισμού με άλλα τοπικά σχήματα. Καταρχάς διαδημοτικά σε κοντινούς δήμους που αντιμετωπίζουν παρόμοια μέτωπα και προβλήματα και με αφορμή αυτά. Αλλά και πιο συνολικά με αφορμή την ανταλλαγή γνωμών και επεξεργασιών για τα κοινά μέτωπα παρέμβασης και θεσμικές αλλαγές (π.χ. τις αλλαγές σε «Κλεισθένη» που θα έρθουν άμεσα). Η ανάγκη δικτύωσης, επικοινωνίας, συνεργασίας αυτών των δυνάμεων είναι μια δύσκολη υπόθεση στο έδαφος υποχώρησης των πολιτικών φορέων. Τα επόμενα χρόνια, όμως, θα κριθεί ποια από τα σχήματα αυτά θα αποκτήσουν πραγματική γείωση, ουσιαστική αυτοδιοικητική ταυτότητα και θα μπορέσουν να δώσουν ώθηση στον χώρο των δυνάμεων που περιγράφαμε και προεκλογικά.

22. Αντίστοιχα, πρέπει να οργανωθεί καλύτερα, και σε συντονισμό με τις υπόλοιπες δυνάμεις που συμμετέχουν, η παρέμβασή μας και σε άλλα κινηματικά πεδία. Στο αντιπολεμικό κίνημα, χρειάζεται να οργανωθεί περαιτέρω και να οργανώσει καλύτερα τις πρωτοβουλίες του ο ΠΑΚΣ τόσο στην Αθήνα όσο και στις πόλεις που έχει συγκροτηθεί καταρχάς (Θεσσαλονίκη, Χανιά, Πάτρα, καθώς και η αυτοτελής αντιπολεμική πρωτοβουλία στη Λάρισα που όμως διατηρεί μία σχέση με τον ΠΑΚΣ). Χρειάζεται στοιχειωδώς συνέχεια στην παρέμβασή του και αν γίνεται κοινός πανελλαδικός σχεδιασμός τουλάχιστον σε βασικούς κόμβους χρονικά. Στο φεμινιστικό κίνημα, να αποκτήσει πιο στέρεα βάση η λειτουργία της συνέλευσης της 8ης Μάρτη καθώς και να προχωρήσει πιο συγκροτημένα η στενότερη δικτύωσή μας με φεμινιστικές ομάδες αριστερών οργανώσεων όπως έχουμε συζητήσει (Αναμέτρηση, ΔΕΑ κλπ.). Στο αντιφασιστικό κίνημα να οργανώσουμε όσο γίνεται καλύτερα την κινητοποίηση για τον Παύλο Φύσσα το Σεπτέμβρη και να εξετάσουμε νέες μορφές παρέμβασης τοπικά (και μέσω της αντίστοιχης δράσης των τοπικών σχημάτων). Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η πιθανότητα επιστροφής στους δρόμους ενός πιο «σκληρού» δυναμικού φασιστών που πιθανότατα αυτονομείται πλέον από την επίσημη Χρυσή Αυγή. Αν και το φασιστικό κίνημα βρίσκεται σε ύφεση από άποψη μαζικότητας και δυναμικής, η περίοδος προετοιμασίας και οικοδόμησης ενός νέου φασιστικού μορφώματος που ξεκινά δεν αποκλείεται να περιλαμβάνει ξανά και δράσεις στους δρόμους.

23. Όπως διατυπώσαμε τη γενική γραμμή μας και στο φετινό Πανελλαδικό Σώμα της οργάνωσης αυτή περιλαμβάνει:

- την ανασύνθεση του κοινωνικού υποκειμένου με την οργάνωση του λαού σε αυτοτελείς κοινωνικές δομές, αναγκαστικά πλέον από ένα χαμηλότερο επίπεδο μετά την εμπειρία της ήττας του 2015. Ανασύνθεση, όμως, τόσο των υπαρχόντων μορφών όσο και πειραματισμό με νέες με στόχο τη δημιουργία αποτελεσματικών κινηματικών - κοινωνικών δομών στην προοπτική συγκρότησης ενός αγωνιστικού κοινωνικού μετώπου και του σύγχρονου «ιστορικού μπλοκ». Σήμερα, προφανώς, ξεκινάμε από χειρότερη αφετηρία μετά τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, όμως η στόχευσή μας προοπτικά παραμένει αυτή.

- την ανασύνθεση του μετωπικού πολιτικού υποκειμένου με την προσπάθεια συγκρότησης μίας αριστερής πολιτικής συμμαχίας σε αντιευρώ - αντιΕΕ κατεύθυνση με μάχιμη, κινηματική φυσιογνωμία και έμφαση στις νεότερες γενιές αγωνιστών/τριών. Άξονες πολιτικής συμφωνίας για αυτή τη συγκρότηση είναι οι άξονες του μεταβατικού προγράμματος που έχουν αναδειχθεί στην κινηματική και πολιτική διαπάλη με την αναγκαία επικαιροποίηση σε κάθε συγκυρία (και σίγουρα πλέον απαιτείται μία τέτοια επικαιροποίηση λόγω και της αλλαγής της φάσης που βρισκόμαστε). Αυτή η συμμαχία επιδιώκει να αποτελέσει τον πυρήνα προοπτικά ενός μαζικού εργατικού και λαϊκού κοινωνικοπολιτικού μετώπου για την ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, την ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, για μία έξοδο από την κρίση προς όφελος των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Αντιλαμβανόμαστε ότι η αλλαγή φάσης οδηγεί αναγκαστικά σε μία περίοδο που η συγκρότηση ενός τέτοιου ευρύτερου μετώπου και η διαπάλη για συνολικές ανατροπές έχει υποχωρήσει σημαντικά. Και ακριβώς για αυτό μιλάμε σήμερα για χαμηλότερες μορφές ενιαιομετωπικής συγκρότησης (συμμαχία, χώρος διαλόγου και κοινής δράσης με δεσμεύσεις κλπ.). Ταυτόχρονα, όμως, επιμένουμε στη μεταβατική λογική για τη σύνδεση της σημερινής πάλης με τους μεσοπρόθεσμους και τους στρατηγικούς στόχους και στην ανάγκη συγκρότησης ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών μετώπων σε αυτή τη βάση.

- την ανασύνθεση της κομμουνιστικής προοπτικής με τη συγκρότηση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού φορέα από τις δυνάμεις της επαναστατικής ανανέωσης και του μαχόμενου μαρξισμού, που συγκλίνουν σε ανώτερο επίπεδο μέσα στο κίνημα και στη μετωπική πολιτική συγκρότηση και αναμετριούνται με τα ερωτήματα της διαλεκτικής σύνδεσης αντιιμπεριαλιστικής και αντικαπιταλιστικής πάλης, της εξουσίας, της ηγεμονίας, των αναγκαίων κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, της γραμμής μαζών.

24. Στο πλαίσιο αυτής της γενικής γραμμής, πρέπει να εκτιμήσουμε αν υπάρχουν και ποιές είναι σήμερα οι δυνατότητες για ένα προχώρημα στο επίπεδο της ενιαιομετωπικής συγκρότησης. Εκτιμούμε ότι το κλείσιμο της δεκαετίας της όξυνσης της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης στη χώρα μας βρίσκει διάφορες (οργανωμένες και ανένταχτες) δυνάμεις να έχουν παρόμοιες αγωνίες και προβληματισμούς, παρόμοιες αποτιμήσεις για τα λάθη και τις αναγκαίες διορθώσεις και τελικά συγκλίσεις σε κάποια βασικά πεδία που μπορούν να ορίσουν το πλαίσιο μίας αναγκαίας κεντρικής πολιτικής συμφωνίας «μετωπικού» χαρακτήρα. Αυτές οι συγκλίσεις έχουν επέλθει με κάποιες δυνάμεις σε ένα καταρχάς επαρκές επίπεδο για να συμπορευτούμε, με άλλες ακόμα και βαθύτερα, αποκτώντας και το χαρακτήρα εν δυνάμει στρατηγικών συγκλίσεων πλέον.Τα πεδία που εκτιμούμε ότι οι αναγκαίες συγκλίσεις έχουν επέλθει είναι:

α) η σχέση εθνικού-ταξικού, δηλαδή η σχέση αντιμπεριαλιστικής και αντικαπιταλιστικής πάλης

β) μία σύγχρονη θεώρηση του αστικού κράτους, της εξουσίας, της ηγεμονίας, και στο φόντο αυτών ακόμα και της κυβέρνησης σε μία στιγμή πολιτικής κρίσης, και εν δυνάμει επαναστατικής κατάστασης, στο πλαίσιο πάντα μίας τακτικής μετάβασης που λογοδοτεί σε μία επαναστατική στρατηγική

γ) η λογική της παραγωγικής ανασυγκρότησης ή ακόμα καλύτερα του παραγωγικού μετασχηματισμού της συγκεκριμένης χώρας που ζούμε σε μία διαδικασία ρήξης και πορείας σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, μαζί με την ανάγκη σοβαρής προγραμματικής επεξεργασίας για αυτό κλπ.

δ) η φυσιογνωμία παρέμβασης στη λογική της «γραμμής μαζών», η σύνδεση τακτικής-στρατηγικής στη συγκεκριμένη χώρα και συγκυρία που ζούμε

Η ύπαρξη συγκλίσεων στα παραπάνω ζητήματα δεν σημαίνει ότι αυτές έχουν γίνει επαρκώς, ούτε ότι η εμβάθυνση σε αυτά έχει προχωρήσει σε ένα επαρκές σημείο με βάση τις ανάγκες της συγκυρίας, αλλά και την βαρύτητα της εμπειρίας της τελευταίας δεκαετίας. Αντιθέτως, η αδυναμία όλων των δυνάμεων να δώσουν τις αναγκαίες και αποτελεσματικές απαντήσεις κινηματικά και πολιτικά στην περίοδο της κρίσης είναι και προγραμματικού χαρακτήρα. Και αυτό ακριβώς υποδεικνύει την ανάγκη του περαιτέρω ανοίγματος και της εμβάθυνσης της στρατηγικής συζήτησης σε αυτά. Όμως, οι υπαρκτές συγκλίσεις είναι η αναγκαία αφετηρία ώστε αυτή η συζήτηση να διεξαχθεί με γόνιμο τρόπο. Για να το πούμε απλά, η συζήτηση (και η αντιπαράθεση) σε όλα αυτά τα ζητήματα παραμένει ανοιχτή και θα συνεχίσει να διεξάγεται στο σύνολο της Αριστεράς. Όμως, το καθήκον να προχωρήσει πρακτικά-κινηματικά και προγραμματικά αυτή η συζήτηση πέφτει καταρχάς στις δυνάμεις που αντιλαμβάνονται με σχετικά παρόμοιο τρόπο τα παραπάνω ζητήματα και έχουν ειλικρινή ανασυνθετική λογική και πραγματική ενιαιομετωπική διάθεση για ώσμωση, συζήτηση και δράση.

25. Η συγκυρία αλλά και η στρατηγική υποχώρηση των υπαρκτών «μετώπων» δεν επιτρέπει εύκολες λύσεις και άμεσες πρωτοβουλίες μετωπικού χαρακτήρα το επόμενο διάστημα. Για να μπούμε σε μια τροχιά αναμέτρησης με τις δυσκολίες, αλλά και την αποστράτευση, καταρχάς απαιτείται σοβαρή συζήτηση με άλλες δυνάμεις για το χαρακτήρα, τη φυσιογνωμία, την οριοθέτηση μίας κεντρικής πολιτικής συμφωνίας και τις δεσμεύσεις συντονισμού και κοινής δράσης των δυνάμεων ανά κοινωνικούς χώρους. Αυτή η συζήτησηαπαιτεί τόσο ένα σχετικό χρόνο για να ξεδιπλωθεί όσο και ώσμωση για να είναι πιο δημιουργική. Για αυτό το λόγο, επιλέγουμε και προτείνουμε καταρχάς τη μορφή ενός «χώρου διαλόγου και κοινής δράσης με δεσμεύσεις» για το ξεδίπλωμα αυτής της διαδικασίας. Εκτιμούμε ότι αυτό ανταποκρίνεται περισσότερο στο επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος σήμερα, στη φάση της ανάταξης από μία σοβαρή κοινωνική και πολιτική ήττα και λόγω του ότι οι δυνάμεις που δυνητικά περιλαμβάνει δεν έχουν συνυπάρξει και λειτουργήσει από κοινού όλες μαζί προηγουμένως. Ταυτόχρονα, η μορφή αυτή μπορεί να είναι και πιο ανοιχτή και «πειραματική» τόσο για τους παραπάνω λόγους όσο και επειδή χρειάζονται σοβαρές τομές στο επίπεδο της πολιτικής δομής, της λειτουργίας και της φυσιογνωμίας ενός νέου, σύγχρονου αριστερού ριζοσπαστικού μορφώματος. Η μορφή του «χώρου διαλόγου και κοινής δράσης» δεν υπονοεί μία εντελώς χαλαρή μορφή συντονισμού κυρίως στα κινηματικά μέτωπα (για αυτός ίσως πρέπει να αποφύγουμε ένα παρόμοιο όνομα που παραπέμπει σε κάτι τέτοιο που προηγήθηκε της συγκρότησης των Κοινωνικών Φόρουμ και της συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ). Εμείς προτείνουμε έναν κινηματικό και πολιτικό χώρο με μία στοιχειώδη κεντρική πολιτική συμφωνία μετωπικού χαρακτήρα και δεσμεύσεις στην παρέμβαση σε κοινωνικούς χώρους. Προφανώς χωρίς βεβιασμένες κινήσεις, αλλά με ό,τι είναι ώριμο να γίνει σε κάθε στιγμή. Και με σεβασμό στα υπάρχοντα σχήματα των κοινωνικών χώρων, αλλά ταυτόχρονα αναζητώντας έναν «οδικό χάρτη» για την όσο το δυνατόν ενωτική υπέρβασή τους όπου αυτό είναι εφικτό. Προτείνουμε, δηλαδή, έναν κοινό χώρο ενιαιομετωπικής πολιτικής συμφωνίας και δράσης, με δεσμεύσεις και πιο κεντρικές και για την κοινή δράση και λειτουργίασε επί μέρους κινήματα και χώρους, με λειτουργία που θα επιδιώξουμε να επεκταθεί εκτατικά (πόλεις, γειτονιές κλπ., αλλά και στα επί μέρους κινήματα με τις ανάλογες μορφές παρέμβασης και εκεί). Το εύρος των δυνάμεων που μέχρι ώρας έχουν εκφραστεί θετικά για την συμμετοχή σε ένα τέτοιο εγχείρημα είναι η ΑΡΑΝ, η ΔΕΑ, η Συνάντηση για μία Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά και η Αναμέτρηση. Για εμάς, κριτήριο για την επιτυχία αυτής της προσπάθειας θα είναι η συμμετοχή ή η συναινετική στάση των δυνάμεων του Συντονισμού δράσης και διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων (ή όσων παραμείνουν στην διαδικασία προοπτικά) και η συμμετοχή αριστερού δυναμικού που θα προκύψει από τη ΛΑΕ, της ομάδας Brigadaκαι ενός υπαρκτού ευρύτερου ανένταχτου δυναμικού. Στο πλαίσιο αυτό, βλέπουμε την αναγκαιότητα για μία πρωτοβουλία ενός πρώτου δημόσιου διαβήματος για αυτή την κατεύθυνση, από κοινού με τις δυνάμεις που έχουν εκφραστεί θετικά μέχρι ώρας. Δεν θεωρούμε, προφανώς, επαρκές το συγκεκριμένο εύρος για τον κοινό χώρο που περιγράφουμε. Είναι, όμως, σημαντικό για να λειτουργήσει ως μία τροχιοδεικτική κίνηση οργανώσεων με διαφορετικές πορείες, καταγωγές και με αναφορά σε διαφορετικά ευρύτερα δυναμικά της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

26. Τα σημερινά μετωπικά μορφώματα της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς έχουν κλείσει τον κύκλο τους δείχνοντας τα όριά τους πλέον. Το χρήσιμο για τις δυνάμεις τους είναι αφενός να συμβάλουν στους αναγκαίους αγώνες ενάντια στην αντιλαϊκή επίθεση που θα συνεχίσουν να επιβάλλουν οι μνημονιακές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, αλλά και να κινηθούν σε ενωτική κατεύθυνση αυτοϋπέρβασης επιχειρώντας να συνεισφέρουν πολιτικά, προγραμματικά, ιδεολογικά και οργανωτικά στα καθήκοντα της επόμενης περιόδου. Είναι σαφές, βέβαια, ότι η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΝΑΡ, ΣΕΚ, ΑΡΙΣ) δεν κινείται σε μία τέτοια κατεύθυνση. Άλλωστε στο χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο επόμενο διάστημα πιθανότατα θα ξεσπάσει ανοιχτά η κρίση προσανατολισμού, αφού πέραν της αντίθεσης της πλειοψηφίας με την Μετάβαση, πλέον όλες οι αντιθέσεις είναι εξαιρετικά οξυμμένες (κυρίως μεταξύ ΝΑΡ-ΣΕΚ, αλλά και μεταξύ ΝΑΡ-ΑΡΙΣ). Δεν εκτιμούμε ότι η κίνηση αυτών των δυνάμεων και ειδικά του ΝΑΡ θα συγκλίνει, έστω και στοιχειωδώς, με τις αναζητήσεις και τη στόχευση που περιγράφουμε, τόσο εμείς όσο με παρόμοιο τρόπο και οι υπόλοιπες δυνάμεις που αναφέρουμε. Για το άμεσο μέλλον, οι κινήσεις μας είναι αρκετά εμφανές ότι θα αποκλίνουν σοβαρά. Στο χώρο της ΛΑΕ είναι ερώτημα αφενός αν οι δυνάμεις του Αριστερού Ρεύματος θα παραμείνουν ενιαίες, πόσες θα συγκρατηθούν και προς ποιές κατευθύνσεις. Το πολιτικό σοκ του συντριπτικού αποτελέσματος είναι μεγάλο και εκτιμούμε ότι θα είναι αποσυσπειρωτικό σε σημαντικό βαθμό. Στο τοπίο αυτό, εμείς πρέπει να κινηθούμε με αυτοπεποίθηση και επιμονή για να επηρεάσουμε δυνάμεις, να συμβάλουμε στη συγκράτησή τους και τον προσανατολισμό τους στην κατεύθυνση του ευρύτερου κινηματικού και πολιτικού χώρου διαλόγου και κοινής δράσης. Η συνδιάσκεψη της ΛΑΕ πρέπει να γίνει μες το φθινόπωρο, σε αντίθετη περίπτωση τα αποτελέσματα θα είναι ακόμα πιο αποσυσπειρωτικά. Στη συνδιάσκεψη πιστεύουμε και θα προτείνουμε η ΛΑΕ να προχωρήσει συντεταγμένασε μια κίνηση αυτοϋπέρβασης και σύγκλισης των δυνάμεών της με όσες δυνάμεις και αγωνιστές/τριες επιδιώκουν να αναμετρηθούν τολμηρά με τα ανασυνθετικά καθήκοντα της επόμενης μέρας. Θεωρούμε ότι η όποια αυτοκριτική αναγνώριση των λαθών της έγινε θα ολοκληρωθεί έμπρακτα μόνο σε μία τέτοια επιλογή και κατεύθυνση. Όσο μας αφορά, θα συμβάλουμε σε αυτή την κατεύθυνση με όσους/ες είναι διαθέσιμοι/ες γι’ αυτό στον χώρο της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς.

27. Παρά τις διαφωνίες εντός της οργάνωσης στο τελευταίο διάστημα, έχουμε διατυπώσει από κοινού την πεποίθηση ότι ραχοκοκαλιά των κινήσεών μας θα πρέπει να είναι η υπόθεση της ανασύνθεσης του κομμουνιστικού ρεύματος, της θεωρητικής, προγραμματικής και οργανωτικής προετοιμασίας αλλά και της διαμόρφωσης του πολιτικού στελεχιακού δυναμικού που θα έχει αναβαθμισμένη δέσμευση και στράτευση, μαζικές δεξιότητες, ικανότητα να συνδυάζει διαλεκτικά την τακτική με τη στρατηγική. Η ανάγκη για αυτό επικαιροποιείται αν αναλογιστούμε και τις ανάγκες προγραμματικής συζήτησης και εμβάθυνσης που απαιτεί και το επίπεδο της ενιαιομετωπικής συγκρότησης και αναφέραμε ήδη. Αλλά υπάρχει και αυτοτελώς, η απουσία μίας σχετικά συγκροτημένης κομμουνιστικής αριστεράς είναι και αυτή μία σημαντική αιτία για την κοινωνική και πολιτική ήττα που υπήρξε στη δεκαετία της κρίσης. Και για αυτό χρειάζονται πρωτοβουλίες διαλόγου με το δυναμικό που εκτιμούμε ότι καταρχάς θα έμπαινε σε μια τέτοια κατεύθυνση, να δούμε πρωτότυπες πρακτικές συνάντησης, συζήτησης, δέσμευσης και ανάληψης πρωτοβουλιών. Θέλουμε να επικοινωνήσουμε με δυνάμεις που είναι διατεθειμένες να μπουν σε μια διαδικασία αυθυπέρβασης και τομών. Μία τέτοια διαδικασία θα πρέπει να μπορεί να τροφοδοτείται από τα προχωρήματα που γίνονται στο χώρο της μαρξιστικής θεωρίας και από τον πολιτικό λόγο που παράγεται εντός των κινημάτων. Στόχος είναι μια πρωτότυπη κομμουνιστική σύνθεση, που να μπορεί να χωνεύει την εμπειρία των προηγούμενων ετών:

-Ότι δεν μπορεί να υπάρξει κομμουνιστική πολιτική που να μην μπορεί να επικεντρώσει στα σημεία συμπύκνωσης της συγκυρίας και πάνω σε αυτό να γίνεται γραμμή μαζών, κάτι που εξηγεί π.χ. γιατί σήμερα είναι πραγματικό διακύβευμα μέσα στην αριστερά το εάν θα υπάρξει ένας σύγχρονος μαχόμενος αντιιμπεριαλισμός που να συναρτά τη σοσιαλιστική προοπτική με την ρήξη με την ΕΕ και συνολικά τον ιμπεριαλισμό.

-Ότι δεν μπορεί να υπάρξει παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος χωρίς μια άλλη πολιτική, ιδεολογική και μορφωτική κατάσταση των υποτελών τάξεων και του κοινού νου τους.

-Ότι χρειάζεται να δούμε με φρέσκο τρόπο το ερώτημα της επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής και να δούμε τι σημαίνει πραγματικά σήμερα μια στρατηγική για μια σύγχρονη εκδοχή δυαδικής εξουσίας και ορίζοντα την ηγεμονία.

-Ότι εάν ισχύει ότι στρατηγική επιδίωξη είναι η επιδίωξη της πολιτικής εξουσίας μαζί με αυτόνομες μορφές λαϊκής αντιεξουσίας, τότε επιβάλλεται η διαλεκτική κεντρικής συγκρότησης και βαθύτερης γείωσης στους χώρους δουλειάς και τους κοινωνικούς χώρους εν γένει.

-Ότι σήμερα απαραίτητη προϋπόθεση οποιαδήποτε ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν μπορεί παρά να είναι πρωτίστως η αντιστροφή των επιπτώσεων της ήττας στο λαϊκό παράγοντα, ανακοπή των τάσεων αποστράτευσης και αποσυσπείρωσης, επαναφοράς του διεκδικητισμού και της αντίστασης σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από τους χώρους δουλειάς.

-Ότι τόσο οι στόχοι της αντιιμπεριαλιστικής ρήξης όσο και το μεταβατικό πρόγραμμα είναι στόχοι μετασχηματισμού, σε συνάρτηση με τη σοσιαλιστική προοπτική και με σαφές αντικαπιταλιστικό πρόσημο. Και αυτό απαιτεί γνώση, επεξεργασία, γείωση. Τόσο του σύγχρονου ιμπεριαλισμού και καπιταλισμού όσο και της θέσης της συγκεκριμένης χώρας που δρούμε.

-Ότιτα νέα κινήματα, η πάλη κατά του σεξισμού, ο αντιρατσισμός χρειάζονται μια ταξική και αντικαπιταλιστική οπτική ακριβώς για να εντάσσονται στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας σύγχρονης ενότητας ρήξης των λαϊκών τάξεων και να διαχωρίζονται από την ηγεμονία της αστικής πολιτικής..

-Ότι το αναγκαίο πολιτικό μέτωπο δεν μπορεί να είναι πρωτίστως εκλογικό, δεν μπορεί να αναπαράγει πλευρές μιας αστικής αντίληψης της πολιτικής και πρέπει να είναι πραγματικά διαλεκτικό ώστε να είναι εργαστήρι για μια νέα πολιτικοποίηση.

-Ότι οποιαδήποτε αντίληψη της επαναστατικής πολιτικής σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι μια πολιτική του πειραματισμού, της έμφασης στη συλλογική επινοητικότητα των υποτελών τάξεων, μια αντίληψη της πολιτικής ως συνεχούς διαδικασίας μάθησης.

Σε αυτό το φόντο πρέπει να μας απασχολήσει πώς θα οργανωθεί αυτός ο διάλογος, ποιες δημόσιες μορφές θα πάρει, πώς θα συνδυάσει τη γενική συζήτηση με την ανάληψη συγκεκριμένων ενωτικών πρωτοβουλιών, πώς θα επηρεάσει συνολικά την κατάσταση πνευμάτων στη ριζοσπαστική – επαναστατική αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα.

28. Φέτος, προχωρήσαμε στην πρωτοβουλία του Συντονισμού δράσης και διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων με τις δυνάμεις του Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου, της Αναμέτρησης, της Παρέμβασης, του Συλλόγου Γ.Κορδάτος και του Εργατικού Αγώνα. Από τις πρώτες συζητήσεις είχαμε θέσει από την πλευρά μας την ανάγκη αποσαφήνισης και διάκρισης των επιπέδων παρέμβασης (κίνημα, «μέτωπο», «κόμμα»), που μπορεί και πρέπει να συνδέονται αλλά όχι να συγχέονται. Αυτό ισχύει περισσότερο για τα επίπεδα «μέτωπο» και «κόμμα» ειδικά, κάτι που αποτελούσε κλασική σύγχυση στην αντίληψη του ΝΑΡ και ήταν σημαντική πηγή αντιφάσεων στη συγκρότηση, ανάπτυξη και δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (αντιφάσεων που τελικά αποδείχθηκαν ανυπέρβλητες και έπληξαν τη συνοχή της). Η βασική αντίφαση του Συντονισμού ήταν ότι είχε εξαρχής αυτή την σύγχυση, ακριβώς επειδή αποτελεί αντίφαση στην οπτική και του Σύγχ.Κομμ.Σχεδίου, που προσπαθεί να λειτουργεί σε σημαντικό βαθμό και ως «κέντρο» της διαδικασίας. Στην περίοδο πριν τις εκλογές δεν προχώρησε κάποιο ιδιαίτερο ξεδίπλωμα πρωτοβουλιών, οπότε δεν εκδηλώθηκε και πλήρως η αντίφαση αυτή στην πράξη. Αυτό γίνεται τώρα που ανοίγει η συζήτηση για τις πρωτοβουλίες και το βηματισμό του Συντονισμού. Στις συζητήσεις του Συντονισμού εμείς, και δευτερευόντως η Αναμέτρηση που δεν συμμετείχε τακτικά έως τώρα, έχουμε θέσει εξαρχής και με σαφήνεια την ανάγκη διάκρισης των πρωτοβουλιών στα δύο επίπεδα μιλώντας καταρχάς για ευρύτερη πρωτοβουλία στο «μετωπικό» και για μία πιο στενή στρατηγική-προγραμματική συζήτηση και σύγκλιση. Στη συζήτηση το Συγχ.Κομμ.Σχέδιο δείχνει καταρχάς ότι τείνει προς αυτή την αντίληψη, ενώ Κορδάτος και Εργατικός Αγώνας αυθόρμητα συμφωνούν με την σαφή διάκριση, όμως αφενός ο Κορδάτος ιεραρχεί σαφώς το προχώρημα, και μάλιστα γρήγορα, μίας κοινής οργάνωσης (με προβληματική αντίληψη στο περιεχόμενο, αφού μιλά για οργάνωση που συμφωνεί βασικά στα minimum σημεία συμφωνίας για ένα πλατύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο) και αφετέρου ο Εργατικός Αγώνας δεν βλέπει γρήγορες πολιτικές-προγραμματικές και οργανωτικές συγκλίσεις και αναφέρεται κυρίως στο ενιαιομετωπικό επίπεδο. Τέλος, η Παρέμβαση θεωρεί ότι δεν υπάρχουν δυνάμεις και δυνατότητες για ταυτόχρονη κίνηση και στα δύο επίπεδα και αναφέρεται μόνο στο επίπεδο της δημιουργίας κοινής οργάνωσης και λήψης πρωτοβουλιών αποκλειστικά από το Συντονισμό, υποτιμώντας την ανάγκη και τη δυνατότητα, παρά τις δυσκολίες, για ανασυνθετικές πρωτοβουλίες και «μετωπικού» χαρακτήρα.

29. Στο αντιφατικό πεδίο που ξεδιπλώνεται και στην πορεία υλοποίησης των όποιων πρωτοβουλιών πρέπει να ξεκαθαρίζουμε διαρκώς τι θέλουμε εμείς και τι δυνατότητες εκτιμούμε ότι υπάρχουν. Όπως αναφέραμε παραπάνω εκτιμούμε καταρχάς ότι μπορεί και πρέπει να ληφθεί ευρύτερη πρωτοβουλία «μετωπικού» χαρακτήρα με τη μορφή ενός χώρου διαλόγου και κοινής δράσης με πρακτικές δεσμεύσεις. Η εκτίμησή μας είναι, επίσης, ότι απαιτείται μία πιο στενή στρατηγική-προγραμματική συζήτηση και σύγκλιση δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς. Ο Συντονισμός δράσης και διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων δεν εξαντλεί το εύρος και δεν είναι ο αποκλειστικός τόπος λήψης πρωτοβουλιών «μετωπικού» χαρακτήρα, αλλά φυσικά οι δυνάμεις του μπορούν και πρέπει να συμμετέχουν σε αυτές. Ο Συντονισμός αντιστοιχεί να είναι πεδίο ανοίγματος και ανάπτυξης μίας πιο στρατηγικής συζήτησης προγραμματικού χαρακτήρα. Είναι σαφές, βέβαια, ότι δεν υπάρχει το ίδιο επίπεδο σύγκλισης με όλες τις δυνάμεις. Με τις δυνάμεις του Σύγχ.Κομμ.Σχεδίου και της Αναμέτρησης υπάρχουν φυσικά διαφορές που πρέπει να συζητηθούν, αλλά υπάρχει ένα πιο αναβαθμισμένο επίπεδο και δυνατότητα σύγκλισης τόσο πολιτικά-προγραμματικά όσο και στο επίπεδο των πρακτικών και των κοινών εμπειριών και αντανακλαστικών (τόσο από το παρελθόν όσο και στο παρόν, βλ. συνεργασίες σε τοπικά και εργατικά σχήματα, ΠΑΚΣ, θεματικές πρωτοβουλίες κλπ.). Με την Παρέμβαση υπάρχει ένα σώμα κοινών τοποθετήσεων, αλλά για περαιτέρω προχώρημα απαιτείται αφενός να ενταχτεί σε ένα πλαίσιο κοινών πρακτικών και σχεδιασμού και αφετέρου εμβάθυνση της προγραμματικής συζήτησης. Με τις δυνάμεις του Συλλόγου Γ. Κορδάτος και τον Εργατικό Αγώνα απέχουμε ακόμα περισσότερο προγραμματικά και έχουμε ελάχιστες ή καθόλου εμπειρίες κοινών πρακτικών, ώσμωσης και δράσης. Για αυτό το λόγο, εκτιμούμε ότι οι δυνάμεις της Αριστερής Ανασύνθεσης, του Συγχ.Κομμ.Σχεδίου και της Αναμέτρησης μπορούν και πρέπει να είναι ο πυρήνας του Συντονισμού δράσηςκαι διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων και της στρατηγικής – προγραμματικής συζήτησης. Αυτή η συνείδηση φαίνεται να αποκρυσταλλώνεται και στις άλλες δύο δυνάμεις και πρέπει να τη συζητήσουμε πιο συγκεκριμένα μαζί τους. Η διαδικασία της εμβάθυνσης αυτής της συζήτησης πρέπει να προχωρήσει στην πορεία και προς τη δική μας συνδιάσκεψη και ταυτόχρονα να ανοίξει με μορφές δημόσιου διαλόγου, ειδικά στο βαθμό που και οι άλλοι χώροι επιχειρούν αντίστοιχες διαδικασίες στην ίδια περίοδο. Ταυτόχρονα, θα πρέπει το επόμενο διάστημα και με ορίζοντα το φθινόπωρο να πιέσουμε με στόχο την επιτάχυνση των διαδικασιών και των αποφάσεων γύρω από τα σημεία προγραμματικής συμφωνίας που καθορίζουν την δυνατότητα του Συντονισμού δράσης και διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων να διαμορφώσει μια βασική συμφωνία αλλά και γύρω από τις προτεραιότητες και ιεραρχήσεις του για την επόμενη χρονιά και το προγραμματισμό των διαδικασιών συζήτησης, ώσμωσης και κατάληξης. Σε αυτή την διαδικασία προσερχόμαστε με στόχο την διατήρηση (όσο γίνεται μακρύτερα) του μέγιστου εύρους δυνάμεων αλλά και με καθαρή θέση ότι θα προχωρήσουμε και με όσες δυνάμεις είναι διατεθειμένες να βρουν συμφωνία στα παραπάνω εντός του φθινοπώρου.

30. Η Αριστερή Ανασύνθεση βρίσκεται σε μία σημαντική καμπή της πορείας της, μετά από το κλείσιμο ενός δεκαετούς κύκλου όξυνσης της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα και έχοντας δοκιμάσει να ξεδιπλώσει το πολιτικό σχέδιό της μέσω διαφορετικών πρωτοβουλιών και οχημάτων. Το σχέδιό μας συσσώρευσε όρους και εμπειρίες, αλλά δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι με όρους κοινωνίας, αλλά και στο εσωτερικό της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς, ηττήθηκε και αυτό στις καμπές της ταξικής πάλης εντός της δεκαετίας. Η πορεία αυτή μας οδήγησε να αποκομίσουμε πολλές εμπειρίες, να γίνουμε πιο ώριμοι/ες πολιτικά, αλλά μας δημιουργεί και την ανάγκη να ανοίξουμε συλλογικά και οργανωμένα τη συζήτηση του απολογισμού της δεκαετίας και της κίνησής μας εντός αυτής (με τακτικούς αλλά και στρατηγικούς όρους). Όπως φυσικά και τη συζήτηση για ένα νέο πολιτικό σχέδιο, με τακτικούς και στρατηγικούς όρους, και τις ανάλογες πρωτοβουλίες στην επόμενη φάση που ανοίγεται μπροστά μας, τόσο όσον αφορά μία γενική γραμμή και κατεύθυνση αλλά και όσον αφορά τα περιεχόμενα και τις μορφές παρέμβασης και σε κάθε χώρο και πεδίο πάλης. Είναι σαφές ότι αυτή η συζήτηση μπορεί να ανοίξει και να καταλήξει σε κάποιες απαντήσεις πιο ολοκληρωμένα και συλλογικά στην πορεία προς την πανελλαδική συνδιάσκεψη της οργάνωσης που πρέπει να γίνει το Φεβρουάριο του 2020. Στην πορεία αυτή απαιτείται να ανοίξει η συζήτηση σε όλο το εύρος του δυναμικού μας, να κάνουμε κάλεσμα συμμετοχής σε αυτή και επαναστράτευσης στο σύνολο του δυναμικού μας που είναι αποστασιοποιημένο ή προβληματισμένο. Πρέπει να δούμε αυτοκριτικά και εκ νέου τις πρακτικές και τις επιλογές μας σε όλη την δεκαετία που πέρασε και να συζητήσουμε με τη μέγιστη δυνατή συντροφικότητα. Μόνο έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα και να εξοπλιστούμε στοιχειωδώς για τις ανάγκες και τις δυσκολίες της επόμενης περιόδου, μόνο έτσι μπορούμε να ενοποιηθούμε εκ νέου και να συσπειρώσουμε όσο μπορούμε το δυναμικό μας και ένα ευρύτερο δυναμικό που μας παρακολουθεί. Για να προχωρήσει αυτή η διαδικασία πρέπει να συγκροτηθεί με αντίστοιχο τρόπο η Επιτροπή Θέσεων για να συμβάλει στην εμβάθυνση μίας συζήτησης που μπορεί να δημιουργήσει ένα ανώτερο επίπεδο ενότητας και να καταλήξει σε ένα ντοκουμέντο Θέσεων στα τέλη του Νοέμβρη του 2019. Και να προχωρήσουμε και σε αναδόμηση των πολιτικών οργάνων (από τα τομεακά όργανα και τα γραφεία πόλης μέχρι το πανελλαδικό γραφείο στο επόμενο ΚΣΟ), σε καταμερισμό χρεώσεων και σε μέλη του ΚΣΟ, ώστε να αυξηθεί το επίπεδο κοινής συζήτησης, σχεδιασμού και δέσμευσης, και τελικά η συλλογικότητα. Ειδική μέριμνα πρέπει να ληφθεί στο ζήτημα της συγκρότησης της ιδεολογικής δουλειάς στο εσωτερικό μας. Δίνουμε βάρος και σε αυτή την πλευρά στην οργάνωση του φετινού camping, για αυτό προχωράμε στις δύο αντίστοιχες εκδηλώσεις μορφωτικού χαρακτήρα και πρέπει με αφετηρία αυτές να συστηματοποιήσουμε πλέον τη μορφωτική δουλειά στον Τομέα Νεολαίας. Και πρέπει να αξιοποιηθεί και να ενταχθεί εκ νέου και δημιουργικά η λειτουργία του Εκτός Γραμμής και της λέσχης στις λειτουργίες της οργάνωσης με εκδηλώσεις, άρθρα και εκδόσεις. Να συμβάλει εποικοδομητικά στην τροφοδότησή της με στοιχεία θεωρίας, αλλά και στην επαφή της με συζητήσεις που άπτονται και της πολιτικής επικαιρότητας και αξιοποιούν συμβολές και ενός ευρύτερου δυναμικού που έχει αξιόλογες συνεισφορές. Ειδική μέριμνα, επίσης, πρέπει να δοθεί στην οικονομική δουλειά. Βγήκαμε από την εκλογική μάχη χωρίς διόγκωση των χρεών και με σημαντική αυτάρκεια των δημοτικών σχημάτων. Όμως, έχουμε μπροστά μας δύο θερινούς μήνες, και γενικότερα μία πιο δύσκολη περίοδο, και πρέπει να ενταθεί η οικονομική δουλειά για να μην έχουμε διόγκωση χρεών πριν το camping. Για αυτό προχωράμε, επίσης, σε κινήσεις εξορθολογισμού των οικονομικών απαιτήσεων ανάλογα με τις δυνατότητές μας πλέον (βλ. κλείσιμο λέσχης σε Θεσσαλονίκη και της μη κερδοσκοπικής εταιρικής μορφής που διατηρούσαμε για τη διοργάνωση εκδηλώσεων και παλιότερα των φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη). Είναι σαφές ότι στον ορίζοντα πρέπει να τεθεί η αυθυπέρβαση της ΑΡΑΝ μέσα σε μία νέα κομμουνιστική οργάνωση με ώριμα βήματα αυτή τη φορά. Άλλωστε και οι άλλοι χώροι που συγκλίνουμε έχουν τα ίδια προβλήματα με εμάς, ίσως και μεγαλύτερα. Αλλά με τόλμη και ωριμότητα οφείλουμε να κινηθούμε σε αυτή την κατεύθυνση. Δεν μας αναλογεί ούτε μία αισιοδοξία που δεν πατά στην πραγματικότητα, ούτε όμως η μεμψιμοιρία και η παράλυση μπροστά στις δυσκολίες της περιόδου που έρχεται. Μας αναλογεί να γκρεμίσουμε βεβαιότητες και να αρνηθούμε ευκολίες. Να βουτήξουμε στα βαθιά γιατί άλλος δρόμος δεν υπάρχει.