Εκτιμούμε ότι οι διαδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη με αφορμή τα εγκαίνια της ΔΕΘ βοηθούν να βγάλουμε μερικά σημαντικά συμπεράσματα για την παρέμβαση της ριζοσπαστικής αριστεράς στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Καταρχάς, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο συνολικός απολογισμός των κινητοποιήσεων στη ΔΕΘ είναι θετικός, καθώς τη στιγμή που η κυβέρνηση εξαγγέλλει μια φθινοπωρινή καταιγίδα αντιλαϊκών μέτρων πραγματοποιούνται στη Θεσσαλονίκη μεγάλες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, πολύ μαζικότερες από προηγούμενες ανάλογες. Το γεγονός, όμως, ότι η συμμετοχή των κλάδων ήταν άνιση δείχνει ότι οι αγώνες δεν θα ξεσπάσουν στη βάση ενός κοινωνικού αυτοματισμού και απαιτείται συγκεκριμένη και σχεδιασμένη παρέμβαση.
Από την άλλη, ο απολογισμός της παρουσίας της ριζοσπαστικής αριστεράς πρέπει να θεωρηθεί αρνητικός. Η εικόνα μιας σχετικά μικρής συγκέντρωσης της ριζοσπαστικής αριστεράς, αποτελούμενης σε σημαντικό βαθμό από φοιτητές, και η οποία με έκδηλη αμηχανία διαπίστωνε ότι αυτό που περνούσε μπροστά της στο τέλος δεν ήταν μόνο η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αλλά μια μαζική εργατική διαδήλωση διαμαρτυρίας, συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο τις αντιφάσεις, αλλά και τα όρια συγκεκριμένων πολιτικών λογικών και απόψεων για την παρέμβαση στο εργατικό κίνημα.
·Πρώτον, έδειξε τα προβλήματα στα οποία μπορεί να οδηγήσει η λογική που βλέπει τον πολιτικό διαχωρισμό και την αντιπαράθεση με τον υποταγμένο συνδικαλισμό, να παίρνει κυρίως τη μορφή του χωροταξικού διαχωρισμού, της χωριστής συγκέντρωσης και πορείας που με κάθε τρόπο επιδιώκει να μην συναντηθεί με τη διαδήλωση του ‘επίσημου’ συνδικαλιστικού κινήματος. Ουσιαστικά, φάνηκε ότι η επιδίωξη διαχωρισμού από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, όταν εκφράζεται κυρίως σε αυτό το επίπεδο, μπορεί να καταλήξει και σε διαχωρισμό ακόμη και από τους ίδιους τους εργαζόμενους που κινητοποιούνται.
·Δεύτερον, το γεγονός ότι τη συγκέντρωση την καλούσαν ταυτόχρονα οι παρεμβάσεις και τα εργατικά σχήματα της Θεσσαλονίκης (δηλαδή μια πολιτικοσυνδικαλιστική τάση) και μερικά εργατικά σωματεία (συλλογικές μορφές του διεκδικητικού αγώνα), ως πολιτική αντίληψη παραπέμπει πολύ περισσότερο προς την παραταξιοποίηση και τη σύγχυση ανάμεσα σε συνδικάτο και πολιτικό ρεύμα –με έναν τρόπο ανάλογο προς την αντίληψη του ΚΚΕ για το ΠΑΜΕ ως περίκλειστο χώρο κομματικών συνδικάτων–, και πολύ λιγότερο προς μια αντίληψη ταξικής ενότητας και αυτονομίας του κινήματος των εργαζόμενων. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ‘αγωνιστικός συντονισμός’ η προσπάθεια να καλυφθεί μια πολιτική πρωτοβουλία πίσω από τις υπογραφές των ελάχιστων σωματείων στα οποία η ριζοσπαστική αριστερά έχει την πλειοψηφία.
·Τρίτον, η επανάληψη του κατακερματισμού σε διαφορετικές συγκεντρώσεις του δυναμικού της ριζοσπαστικής αριστεράς (οργανωμένου και ανένταχτου) που συμμετέχει στο ευρύτερο εγχείρημα των παρεμβάσεων - συσπειρώσεων - κινήσεων, έδειξε τα αποδιαρθρωτικά για το εγχείρημα αποτελέσματα που μπορεί να έχει η εμμονή σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις. και λογικές.
Απέναντι σε όλα αυτά εκτιμούμε ότι ήρθε η ώρα να γίνει μια ειλικρινής και συντροφική συζήτηση και να ξεκαθαριστούν βασικές πλευρές μιας μάχιμης παρέμβασης στο εργατικό κίνημα:
Εκτιμούμε ότι το επόμενο διάστημα θα υπάρξουν μαζικές αντιδράσεις στα κυβερνητικά μέτρα, ότι θα υπάρξουν πεδία στα οποία η κοινωνική δυσαρέσκεια θα μετασχηματιστεί σε λαϊκή αγωνιστικότητα. Αυτό σημαίνει ότι πρώτιστο καθήκον είναι η παρέμβαση μέσα στο κίνημα, με στόχο το ξεδίπλωμα μαζικών και αποφασιστικών κινητοποιήσεων. Εάν τώρα συμφωνούμε για τη σημασία και τη δυνατότητα μαζικών κινητοποιήσεων, έπεται ότι βασική προτεραιότητα για τα εργατικά σχήματα θα πρέπει να είναι η παρουσία και παρέμβαση εκεί όπου θα βρίσκονται εργατικές μάζες που κινητοποιούνται, η πραγματική αναμέτρηση με την αντιφατικότητα των λαϊκών κινητοποιήσεων, η προσπάθεια να καταρρίπτονται αυταπάτες και να μετατοπίζονται τα πράγματα σε πιο αγωνιστική κατεύθυνση. Με αυτή την έννοια, απόψεις που υποστηρίζουν ότι ποτέ ξανά δεν πρέπει να συμπορευτούμε με πορεία της ΓΣΕΕ ή της ΑΔΕΔΥ, ακόμη και εάν εκεί βρίσκονται συγκεντρωμένοι χιλιάδες απεργοί από κρίσιμους κλάδους απειλούν να αναιρέσουν προκαταβολικά οποιαδήποτε δυνατότητα να τροποποιήσουμε συσχετισμούς ως πολιτικό και συνδικαλιστικό ρεύμα. Η ορθή διαπίστωση ότι σήμερα ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ δεν μπορούν να ηγηθούν μιας αποτελεσματικής εργατικής αντεπίθεσης και η αναγκαία διαφοροποίηση από αυταπάτες σχετικά με το ρόλο της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ που έχουν άλλες τάσεις (π.χ. κομμάτια του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ), δεν μπορεί να μεταφράζεται στην ταύτιση όσων συγκεντρώνονται σε μια μαζική κινητοποίηση με την θλιβερή κουστωδία περί τον Πολυζωγόπουλο και στην –επίσης– αυταπάτη ότι ο χωροταξικός διαχωρισμός αποτελεί πανάκεια απέναντι σε ρεφορμιστικές αποκλίσεις. Τέτοιες απόψεις παραπέμπουν πολύ περισσότερο σε μια προεξόφληση της ήττας των αγώνων ή της αδυναμίας να ξεσπάσουν, σε μια απροθυμία με όλο το φάσμα των πραγματικών και μεγάλων δυσκολιών που περιλαμβάνει η παρέμβαση στο εργατικό κίνημα και σε μια πρόκριση της απλής πολιτικής καταγραφής.
Μια μάχιμη παρέμβαση στο εργατικό κίνημα προϋποθέτει και μια τοποθέτηση για το συνδικαλιστικό κίνημα και την απόπειρα απάντησης στα αποτελέσματα και της μειωμένης συμμετοχής και εμπιστοσύνης των εργαζόμενων στη συνδικαλιστική δράση και της κυριαρχίας δυνάμεων και του λογικών του σύγχρονου κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού. Για εμάς αυτό σήμερα δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε δύο βασικές επιλογές: Πρώτον, μια προσπάθεια δράσης μέσα στα συνδικάτα ως συλλογικές μορφές διεκδίκησης (που συμπεριλαμβάνει και την ίδρυση ή ανασυγκρότηση σωματείων, όπου δεν υπάρχουν) και με συνδικαλιστικές μορφές και όχι πρωτίστως μέσα από πολιτικές μορφές ή πρωτοβουλίες που κυρίως θα συγκεντρώνουν άτομα από εργασιακούς χώρους (π.χ. με τη μορφή ενώσεων ή πρωτοβουλιών εργαζόμενους από διάφορους χώρους). Δεύτερον, μια προσπάθεια διαμόρφωσης όρων ταξικής αγωνιστικής ενότητας σωματείων και ομοσπονδιών, δηλαδή μια προσπάθεια να υπάρξει ένας αγωνιστικός συντονισμός σε αντικυβερνητική, αντινεοφιλελεύθερη και αντιεργοδοτική κατεύθυνση, σε μια προσπάθεια διαμόρφωσης ενός αγωνιστικού σημείου αναφοράς απέναντι στη κυριαρχία του σύγχρονου κυβερνητικού - εργοδοτικού συνδικαλισμού ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ σε τριτοβάθμιο επίπεδο, διαδικασία που αναλογεί και στην αγωνιστική συνεννόηση και συνεργασία ενός ευρύτερου δυναμικού της συνδικαλιστικής αριστεράς (και όχι μόνο). Τρίτον, την κατοχύρωση των παρεμβάσεων - συσπειρώσεων - κινήσεων και των εργατικών σχημάτων ως ενός διακριτού πολιτικοσυνδικαλιστικού ρεύματος μέσα στο εργατικό κίνημα σε αντικαπιταλιστική - αντισυνδιαχειριστική κατεύθυνση, διακριτό και προς τον υποταγμένο συνδικαλισμό και προς τη ρεφορμιστική συνδιαχειριστική λογική και προς τον αριστερό αναχωρητισμό του ΚΚΕ.
Από όλα αυτά βγαίνουν μια σειρά από άμεσα πολιτικά συμπεράσματα:
·Πρώτον, βασική προτεραιότητα είναι το ξεδίπλωμα μαζικών κινητοποιήσεων και η εκμετάλλευση κάθε ευκαιρίας και κάθε ρήγματος για να ξεσπούν αποφασιστικές απεργιακές κινητοποιήσεις. Οι παρεμβάσεις καλούνται να κατοχυρωθούν στη συνείδηση ευρύτερων κομματιών εργαζόμενων ως πρωτίστως ως πρωτοπόρα αγωνιστικά κομμάτια και λιγότερο ως Κασσάνδρες μιας αριστερής διαφωνίας και γκρίνιας.
·Δεύτερον,η θέση του μπλοκ των παρεμβάσεων σε μια μαζική αγωνιστική κινητοποίηση είναι μαζί με τους εργαζόμενους που κινητοποιούνται στην προσπάθεια να μετατοπιστούν σε πιο αγωνιστικές και ταξικές θέσεις. Εάν σε μια Πρωτομαγιά που χαρακτηρίζεται από τον κατακερματισμένο εορτασμό και την κινητοποίηση κυρίως πολιτικών τάσεων μπορεί να μένει ως αναγκαστική επιλογή η χωριστή συγκέντρωση και πορεία, σε μια μαζική απεργιακή κινητοποίηση η επιλογή πρέπει να είναι: διακριτή προσυγκέντρωση και μετά μαζική παρέμβαση (συμπεριλαμβανομένης και της μαζικής αποδοκιμασίας της γραφειοκρατίας), στον κύριο όγκο της συγκέντρωσης των σωματείων, των ομοσπονδιών και των συνομοσπονδιών
·Τρίτον, σήμερα ένας αγωνιστικός συντονισμός σωματείων και ομοσπονδιών είναι μια κατεύθυνση μακράς πνοής και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να περιοριστεί στα σωματεία στα οποία η ριζοσπαστική αριστερά έχει την πλειοψηφία. Αντίθετα, αναγκαστικά θα πρέπει να απευθυνθεί και να περιλαμβάνει και άλλες τάσεις του συνδικαλιστικού κινήματος και γι’ αυτό δεν μπορεί παρά να κινείται σε μια ενωτική αγωνιστική αντικυβερνητική, αντινεοφιλελεύθερη, αντιεργοδοτική κατεύθυνση που υπερβαίνει το σαφώς ριζοσπαστικότερο αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό που πρέπει να έχουν οι παρεμβάσεις - συσπειρώσεις - κινήσεις ως διακριτό πολιτικοσυνδικαλιστικό ρεύμα.
·Τέταρτον, το εγχείρημα των παρεμβάσεων - συσπειρώσεων - κινήσεων και των εργατικών σχημάτων έχει τη δυνατότητα να συσπειρώσει ένα πολύ ευρύτερο δυναμικό και προοπτικά να αλλάξει τους συσχετισμούς μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Αυτό, όμως, περνάει μέσα από μια πραγματικά δημοκρατική λειτουργία, που να κάνει τις διαδικασίες υπόθεση των ίδιων των σχημάτων. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να προχωρήσει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι κάθε πολιτική τάση στο εσωτερικό τους αντιλαμβάνεται ότι συμμετέχει σε ένα πλατύ και πολυφωνικό μόρφωμα, στο οποίο συχνά οι εφικτές συνθέσεις δεν θα αντιστοιχούν απαραίτητα στο ότι η ίδια μπορεί να προκρίνει. Αντίθετα, όπως ισχύει και γενικά με μετωπικά και πολυτασικά μορφώματα, η εκβιαστική απαίτηση να περάσει ο όποιος υποκειμενισμός, η προεξόφληση ή η προαναγγελία πρακτικών που δεν αντιστοιχούν σε συλλογικές αποφάσεις, ή η εξώθηση τάσεων ή απόψεων αντικειμενικά υπονομεύει το εγχείρημα.
Η ριζοσπαστική αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να προσθέσει άλλο ένα χαμένο στοίχημα ως προς την παρέμβασή της στο εργατικό κίνημα. Αντίθετα, μπορεί και πρέπει να αξιοποιήσει τις πραγματικές δυνατότητες που της ανοίγονται.