Το να μιλήσει κανείς για το εργατικό κίνημα στο τρίτο έτος της εποχής του μνημονίου, δεν είναι απλή υπόθεση. Και αυτό γιατί στις μέρες που ζούμε, καθώς τροποποιείται συνολικά ο συσχετισμός δύναμης σε βάρος της εργασίας, τροποποιούνται και οι όροι συγκρότησης και δράσης του εργατικού κινήματος και ταυτόχρονα χρειάζεται να επαναπροσδιοριστεί και ο ρόλος που έχει να παίξει αυτό στην αντιμετώπιση της επίθεσης. Την ίδια στιγμή το βάθεμα της κρίσης και η αδυναμία άρθρωσης μιας πειστικής και ηγεμονικής απάντησης από την ελληνική αστική τάξη, οι συνθήκεςκαταστροφής που διαμορφώνονται για ευρύτερα στρώματα εργαζομένων, σε συνδυασμό με τη διαρκή ένταση της επίθεσης θέτουν την αναγκαιότητα των εργατικών αγώνων στην ημερήσια διάταξη. Για όλους τους παραπάνω λόγους, μια τοποθέτηση για το εργατικό κίνημα που να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες είναι σήμερα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην τριετία αναγκαία.

Η κατάσταση του εργατικού κινήματος και οι αγώνες που έγιναν

Πρώτα απ’ όλα είναι σημαντικό να σκιαγραφήσουμε την ίδια την εικόνα του κινήματος, καθώς το εργατικό κίνημα δεν είναι ενιαίο και δεν κινείται όλο σε μία ταχύτητα. Όπως και η συνολική πορεία του εργατικού κινήματος δεν είναι ευθύγραμμη, καθώς υπάρχουν τομές και ρήξεις, αλλά και ασυνέχειες και πισωγυρίσματα, έτσι και η ανάπτυξή του είναι εξαιρετικά άνιση ανάμεσα σε χώρους εργαζομένων, κλάδους και τομείς της παραγωγής καιτέλος ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Σήμερα υπάρχουν και διαφορετικοί βαθμοί συνδικαλιστικής κάλυψης των εργαζομένων, αλλά και διαφορετικοί όροι λειτουργίας και δράσης των ίδιων των σωματείων. Ένα ευρύ φάσμα πρακτικών και δομών ξεδιπλώνεται μπροστά μας: από τους χώρους εργασίας στους οποίους υπάρχει πραγματική συνδικαλιστική έρημος χωρίς να υπάρχουν ούτε σωματεία, ούτε συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι, ή στους οποίους υπάρχουν μικρά σωματεία και μερική συνδικαλιστική κάλυψη (κομμάτια του ιδιωτικού τομέα, ελαστική εργασία κλπ.), μέχρι χώρους εργασίας με μεγάλη συνδικαλιστική κάλυψη και δομημένα σωματεία με πλήρη πολιτική ζωή (οι ΔΕΚΟ, το δημόσιο και οι τράπεζες, κάποιοι παραδοσιακοί μεγάλοι χώροι του ιδιωτικού τομέα).

Αυτή η πραγματικότητα και οι πολιτικοί συσχετισμοί εντός του συνδικαλιστικού κινήματος, έδωσαν και μια συγκεκριμένη μορφή στους αγώνες που αναπτύχθηκαν την τελευταία τριετία. Πέρα από τα μεγάλα πανεργατικά γεγονότα που αποτέλεσαν κορυφαίες στιγμές συμπύκνωσης της δυσαρέσκειας και στα οποία συναντήθηκαν όλες οι –περισσότερο ή λιγότερο- οργανωμένες εκφάνσεις του εργατικού κινήματος, με άλλες μορφές του κοινωνικού κινήματος και με τις εντελώς ανοργάνωτες μορφές της κοινωνικής οργής (άνεργοι κλπ), είναι σημαντικό να δούμε ότι οι ιδιαίτεροι κλάδοι των εργαζομένων που μπόρεσαν και έδωσαν μάχες οι οποίες άφησαν το στίγμα τους στην ελληνική κοινωνία, ήταν εκείνοι στους οποίους συνδυάστηκε η ύπαρξη (έστω και σε ύφεση τα τελευταία χρόνια) συνδικαλιστικών πρακτικών και παράδοσης, η ύπαρξη αγωνιστικών πρωτοποριών και τα ρήγματα στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία (ή η διάλυσή της), η αίσθηση των εργαζόμενων ότι μπορούν να ασκήσουν ιδιαίτερη πίεση στην εκάστοτε κυβέρνηση -γι’ αυτό χώροι κρίσιμη για την αναπαραγωγή (συγκοινωνίες) πρωτοστατούν- και η εφευρετικότητα σε μορφές πάλης. Τέτοια είναι τα παραδείγματα των ΟΤΑ, του δημοσίου, των ΜΜΜ πρόσφατα.

Τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι όπου υπάρχουν κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά (πχ η συνδικαλιστική συγκρότηση, ή ο κομβικός ρόλος στην παραγωγή και την αναπαραγωγή) αυτόματα μπόρεσαν και έγιναν αγώνες. Ακόμα και όταν οι εργαζόμενοι είχαν συνείδηση ότι ελέγχουν έναν κρίσιμο κλάδο, ότι «έχουν δύναμη», στις περιπτώσεις όπου η κυριαρχία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ήταν απόλυτη, όπου για καιρό είχαν κυριαρχήσει συντεχνιακές λογικές και κυρίως όπου δεν υπήρχαν αγωνιστικές πρωτοπορίες, πολύ πιο εύκολα κυριαρχούσε η ηττοπάθεια και η παραίτηση και δε μπορούν να ξεσπάσουν όχι μόνο μεγάλοι αγώνες, αλλά και στις απλές 24ωρες απεργίες υπήρχε δυσκολία. Αυτό το τελευταίο, η σημασία της δράσης αγωνιστικών πρωτοποριών, φάνηκε ιδιαίτερα στην ανισόμετρη ανάπτυξη του πρόσφατου κινήματος του δημοσίου. Φυσικά, η ύπαρξη μιας αγωνιστικής πρωτοπορίας σε έναν εργασιακό χώρο δεν εγγυάται το ξέσπασμα αγώνων, αλλά τις περισσότερες φορές αποδείχτηκε αναγκαία συνθήκη γι’ αυτούς. Γι’ αυτό και η συγκρότηση τους στους εργασιακούς χώρους αποτελεί βασικό καθήκον για το επόμενο διάστημα.

Φυσικά όταν λέμε ότι αγώνες που αποτέλεσαν κεντρικά πολιτικά γεγονότα, δόθηκαν από κλάδους με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αυτό δε σημαίνει ότι αλλού δεν ξέσπασαν κινητοποιήσεις, ή δε δόθηκαν σημαντικές μάχες. Μικρότερες ή μεγαλύτερες μάχες δόθηκαν σε πάρα πολλούς χώρους. Όμως για να μπορέσει ένα κλάδος να δώσει έναν αγώνα που θα γίνει σημείο αναφοράς για όλη την κοινωνία έπρεπε να έχει τα παραπάνωχαρακτηριστικά.

Όσοι αγώνες μπόρεσαν να αποκτήσουν δυναμική, το πέτυχαν γιατί σε μεγάλο βαθμό στηρίχθηκαν στην κινητοποίηση των ίδιων των εργαζομένων μέσα τις συνελεύσεις και τις διαδικασίες τους και μπόρεσαν και εφηύραν πολλές και πρωτότυπες μορφές πάλης. Από την άλλη είχαν και σημαντικά τρωτά. Οι αγώνες δεν μπόρεσαν να συντονιστούν και να δημιουργήσουν μέτωπο πίεσης στην κυβέρνηση, και παράλληλα να απαντήσουν στην όλο και μεγαλύτερη καταστολή που έχουν δεχτεί οι κλάδοι που πάλεψαν το τελευταίο διάστημα. Εδώ σημαντικό ρόλο έπαιξε και η απομόνωση πολλές φορές των αγώνων από τα τριτοβάθμια όργανα (ΓΣΕΕ –ΑΔΕΔΥ), που είτε δεν στήριζαν έμπρακτα τις κινητοποιήσεις, είτε όταν το έκαναν αυτό γινόταν κατόπιν εορτής. Έπειτα, πολύ δύσκολα η δυναμική που έβγαζε ένας χώρος πέρναγε και σε άλλους. Αυτό οφείλεται και στην ίδια την τακτική της κυβέρνησης, αλλά και στην ίδια την κατάσταση του κινήματος. Και φυσικά το ότι δεν είχαν την ανάλογη πολιτική στήριξη και δεν υπήρξε οργανωμένη προσπάθεια σπασίματος του κλίματος συκοφάντησής τους και του κοινωνικού αυτοματισμού και οργάνωσης της αλληλεγγύης σε αυτούς τόσο από το υπόλοιπο εργατικό κίνημα, όσο και από άλλες συλλογικότητες του κινήματος. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η δυσκολία που είχαν οι αγωνιζόμενοι κλάδοι να δημιουργούν και οι ίδιοι κοινωνικές συμμαχίες, προβάλλοντας προς την κοινωνία αιτήματα και στόχους με τους οποίους θα μπορούσε να ταυτιστεί το σύνολο των εργαζομένων.

Όμως η μεγαλύτερη αδυναμία όλων των κινητοποιήσεων που έγιναν το τελευταίο διάστημα έχει να κάνει με την πολιτική στοχοθεσία τους, καθώς σήμερα λείπουν και οι συγκεκριμένοι πολιτικοί στόχοι και τα πολιτικά σημεία αναφοράς που θα μπορούσαν να ενοποιούν τους επιμέρους αγώνες. Αυτό το τελευταίο εξηγεί και τις δυσκολίες και την κάμψη που παρατηρούμε μετά τις εκλογές και στη δυναμική των μεγάλων πανεργατικών απεργιών που την προηγούμενη διετία και μεγάλα γεγονότα ήταν και πολιτικές εξελίξεις δημιουργούσαν. Αν πριν τις εκλογές το να ανατραπεί η κυβέρνηση (γιατί αυτό σήμαινε το να μην περάσει ένα μνημόνιο), από ένα σημείο και μετά φαινόταν ως ο «αυθόρμητος» στόχος όλων των κινητοποιήσεων που κάθε φορά με τις πολιτικές διεργασίες που προκαλούσαν έδειχναν να τον φέρνουν και πιο κοντά, σήμερα και μετά τις εκλογές το κίνημα χαρακτηρίζεται από μία πρωτοφανή αμηχανία σε όλα τα επίπεδα. Αμηχανία που έχει να κάνει με τα ζητήματα συνδικαλιστικής τακτικής και στόχων, αλλά και με το ερώτημα του ποια θα μπορούσε να είναι μια διαφορετική πολιτική απάντηση στην κρίση. Ειδικά οι αυταπάτες που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ –παράλληλα με ταχύτατες μετατοπίσεις προς τα δεξιά τον τελευταίο καιρό, σε συνδυασμό με τη λογική του ώριμου φρούτου που καλλιέργησε, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην κατάσταση που ζούμε, χωρίς να σημαίνει φυσικά ότι και το δικό μας μερίδιο ευθύνης δεν είναι σημαντικό.

Σήμερα χρειάζεται να μπορέσουμε να απαντήσουμε και στο πώς θα κάνουμε αγώνες που μπορούν να έχουν αποτέλεσμα και στο πως ορίζουμε το νικηφόρο αποτέλεσμα και ποια μπορεί να είναι η νέα στοχοθεσία των αγώνων. Χρειάζεται δηλαδή να μπορέσουμε να έχουμε και μια συνδικαλιστική τακτική που ταιριάζει στην περίοδο, να ορίσουμε και ποια μπορούν να είναι τα αιτήματα και οι στόχοι της περιόδους και να μιλήσουμε και για τις μορφές πάλης και τα μέσα με τα οποία μπορούν να επιτευχθούν αυτοί.Πέρα από αυτά εφόσον η βασική μας παραδοχή είναι ότι η λύση θα είναι συνολική και πολιτική, είναι αναγκαίο να ορίσουμε και το πώς οι επιμέρους αγώνες θα ενταχθούν σε ένα συνολικότερο πολιτικό κίνημα.

Για τη δράση του εργατικού κινήματος

Όταν λέμε ότι η λύση της κρίσης από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων θα είναι συνολική και πολιτική, αυτό σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι υποτιμάμε το εργατικό κίνημα και τους κοινωνικούς αγώνες εν γένει. Κάθε άλλο. Και αυτό γιατί δεν μπορεί να αρθρωθεί η όποια απάντηση, να κατακτήσει τις πλατιές μάζες και να γίνει πραγματική υλική δύναμη αν δε στηρίζεται από ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα, κέντρο του οποίου θα είναι ένα ισχυρό και πολιτικοποιημένο εργατικό κίνημα. Το ζητούμενο, όμως, είναι αυτή η γενική θέση να συγκεκριμενοποιηθεί στις νέες συνθήκες.

Είναι σημαντικό καταρχάς να πάμε και τη δράση μας ένα βήμα παραπέρα από αυτά που έχουμε συνηθίσει να κάνουμε ως τώρα. Ο δικός μας χώρος έχει συνηθίσει να οργανώνει κινητοποιήσεις, η αδυναμία του όμως είναι να τις εντάσσει σε ένα γενικότερο κίνημα. Και αυτό που μπορεί να συγκροτεί ένα κίνημα σήμερα, είναι και οι πολιτικοί στόχοι που θέτει και οι πρακτικές που αναπτύσσει. Είναι σημαντικό να βλέπουμε ότι το εργατικό κίνημα, η σύγκρουση στους χώρους εργασίας, θα είναι ο πυρήνας μιας πολύμορφης κοινωνικής κινητοποίησης που θα ξετυλίγεται και έξω από τους χώρους εργασίας και με μορφές πέρα από τις παραδοσιακές του εργατικού κινήματος. Τα δίκτυα αλληλεγγύης, οι διάφορες μορφές ανυπακοής και απειθαρχίας στα κάθε λογής χαράτσια, οι κινητοποιήσεις ενάντια στην καταστολή ή ακόμα και οι αγώνες ενάντια στην περιβαλλοντική υποβάθμιση και τις μορφές που παίρνει στην εποχή της κρίσης, αλλά και η δημιουργία νέου τύπου θεσμών και διαδικασιών είναι σημαντικό να υπάρχει συνείδηση ότι είναι κομμάτια της ίδιας κοινωνικής διεργασίας και ενοποιούνται πολιτικά στα ίδια σημεία αναφοράς και στις ίδιες επιδιώξεις.

Εδώ πρέπει να ξεφύγουμε από ένα μηχανιστικό σχήμα της πολιτικής ενοποίησης και της πολιτικοποίησης των κινημάτων που βλέπει αυτή την τελευταία ως μία διαδικασία παράθεσης όχι μόνο συνδικαλιστικών, αλλά και πολιτικών αιτημάτων. Το ζήτημα για εμάς δεν είναι απλά τα πλαίσια των σωματείων να γίνουν πιο πλούσια ή να έχουν τα αιτήματα του «πεντάπτυχου» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά να μπορούν να μπουν οι βασικοί κεντρικοί πολιτικοί στόχοι που διαγράφουν μια άλλη κατεύθυνση και να γίνουν πραγματικά κτήμα του κόσμου. Είναι σημαντικό να διατηρηθεί από εμάς η διαχωριστική γραμμή μνημόνιο –αντιμνημόνιο, ειδικά σε μια περίοδο που η πολεμική από το ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό το επίπεδο είχε υποσταλεί με αποτέλεσμα να μετατοπίζονται όλη η πολιτική συζήτηση στην κοινωνία. Από εκεί και πέρα πρέπει να αναδεικνύονται εκείνα τα ζητήματα που χτυπάνε στον πυρήνα της αστικής στρατηγικής (διαγραφή του χρέος, ρήξη -έξοδος με την ΟΝΕ και την ΕΕ), σε συνδυασμό με ένα επικαιροποιημένο πλαίσιο αιτημάτων που μπορεί να περιγράφει την κάλυψη –προστασία των βασικών εργατικών αναγκών.

Κλαδικός και πανεργατικός αγώνας

Όταν μιλάμε για την τακτική του εργατικού κινήματος στην εποχή της κρίσης και του μνημονίου οφείλουμε να απαντήσουμε σε μερικά πολύ θεμελιώδη ερωτήματα. Το πρώτο –και ένα από τα κεντρικότερα- είναι αν τελικά μπορούν να υπάρξουν νικηφόροι εργατικοί αγώνες στην εποχή του μνημονίου. Αυτό το ερώτημα είναι στενά δεμένο με το ερώτημα για το ρόλο των κλαδικών αγώνων σήμερα, και τη σχέση τους με τους πανεργατικούςαγώνες και για το ποια πρέπει να είναι τελικά η επιδίωξη της κάθε κινητοποίησης σήμερα.

Όσο και αν τονίζουμε ότι η λύση θα είναι συνολική και πολιτική, είναι λάθος να φτάνουμε σε μια σειρά συνεπαγωγές που στην ουσία και μηχανιστικά σχήματα αναπαράγουν, και σε τελική ανάλυση στην αποδυνάμωση του κινήματος συντελούν. Οι κατευθύνσεις του μνημονίου δε σημαίνει ότι είναι επιλογές χωρίς αντιφάσεις και ότι δεν επηρεάζονται από την ταξική πάλη και το συσχετισμό δυνάμεων εντός των χώρων που θα εφαρμοστούν κάθε φορά, χωρίς να σημαίνει ότι μπορούμε να φανταστούμε ότι μπορούν να υπάρξουν εργασιακοί χώροι –γαλατικά χωριά. Οι δυσκολίες και τα προσκόμματα που αντιμετωπίζει το κράτος στο θέμα των απολύσεων στο δημόσιο, ή οι διαστάσεις που πήρε το κίνημα ενάντια στα χαράτσια και οι επιμέρους μικρές επιτυχίες του είναι ενδεικτικές. Σε αυτό το πλαίσιο έχει μεγάλη σημασία ο κλαδικός αγώνας σήμερα, όχι γιατί θα ανατρέψει συνολικά τις μνημονιακές τομές –σε τελική ανάλυση απολύσεις στο δημόσιο θα γίνουν αν δεν υπάρξει συνολική ανατροπή πολιτικής, αλλά γιατί επηρεάζει τους ρυθμούς της υλοποίησης της κυρίαρχης πολιτικής και τις μορφές που παίρνει και ταυτόχρονα φθείρει τον αντίπαλο και επιτρέπει στο λαϊκό κίνημα να διατηρεί ή να κατακτά θέσεις. Το να αποτραπούν απολύσειςή μειώσεις μισθών, ή δυσμενείς αλλαγές των συνθηκών εργασίας είναι μάχες που και πρέπει να δίνονται και μπορούν να έχουν αποτέλεσμα υπό τη μορφή που περιγράψαμε. Με άλλα λόγια, οι μάχες που δίνουν συγκεκριμένοι κλάδοι και χώροι είναι σημαντικές στο πλαίσιο ενός παρατεταμένου ανταρτοπολέμου, δημιουργούν ακόμα και για τα πιο μικρά ζητήματα μείζονες πολιτικές συγκρούσεις και όπως έχει αποδείξει η εμπειρία είναι και ταυτόχρονα είναι αυτοί οι αγώνες που έχουν στηρίξει και δώσει ώθηση και στα συνολικά πανεργατικά γεγονότα. Το ζητούμενο σήμερα είναι να μπορούν να κινητοποιούνται οι κλάδοι που βάλλονται, χωρίς να δίνουν την εντύπωση ότι πέφτουν στο συντεχνιακό ή στον αναποτελεσματικό σήμερα συνδικαλισμό που θα ταίριαζε στην περίοδο του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου.

Εδώ τίθεται το ζήτημα του τι αγώνες χρειάζονται σήμερα. Η μορφή της πολιτικής διαμαρτυρίας, όπως είναι οι ξεκομμένες από κάθε σχέδιο πανεργατικές απεργίες, είναι σαφές ότι δεν επαρκεί και δεν μπορεί να εξυπηρετήσει ένα σχέδιο ανατροπής. Αυτό που χρειάζεται είναι συντονισμένοι και με διάρκεια αγώνες, πολύμορφοι που θα δίνουν πραγματικές μάχες και θα μπορούν και από την πολιτική τους στοχοθεσία και από τη μορφή με την οποία δίνονται σε ένα συνολικότερο κίνημα.

Το ερώτημα είναι που μπορούν να γίνουν –ή έστω είμαστε πιο κοντά στο να γίνουν τέτοιου τύπου αγώνες. Στον ασυνδικάλιστο ιδιωτικό τομέα, σε χώρους όπου κυριαρχεί η εργοδοτική τρομοκρατία και σε χώρους με αδύναμα ή εικονικά συνδικάτα, είναι δύσκολο να ξεσπάσουν τέτοιου τύπου αγώνες. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι σε αυτούς τους χώρους δεν μπορούν να υπάρξουν αντιστάσεις, ή ότι θα μείνουν εκτός κινήματος. Αντίθετα, δεν μπορεί να υπάρξει «κινηματική άνοιξη» χωρίς την εμπλοκή αυτών των χώρων. Αυτός όμως που σε μια πρώτη φάση θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος μιας αντιπαράθεσης με τέτοια χαρακτηριστικά είναι το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα των μεγάλων χώρων του ιδιωτικού τομέα, των ΔΕΚΟ και του δημοσίου, όπου και κάποιες κατακτήσεις διατηρούνται και συνδικαλιστική οργάνωση και εμπειρία υπάρχει. Αυτοί οι αγώνες μπορούν να λειτουργήσουν προωθητικά και για άλλους χώρους. Για να γίνει όμως αυτό, πέρα από τις πολιτικές προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα σύγκρουση με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τις λογικές που ακολουθεί και προβάλει εντός αυτών των χώρων (με το συντεχνιασμό, την αυταπάτη της εξαίρεσης με διαπραγματεύσεις κάτω από το τραπέζι, την ηττοπάθεια), αξιοποίηση ρηγμάτων στο εσωτερικό της, συγκρότηση αγωνιστικών πρωτοποριών και μετωπική αγωνιστική δράση των αριστερών δυνάμεων. Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι να δοθεί το βάρος στην ανάληψη της πρωτοβουλίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους, μέσα από τις συνελεύσεις και το ζωντάνεμα των διαδικασιών στα σωματεία.

Πολύ μεγάλη σημασία έχει και η δυνατότητά των αγωνιζόμενων χώρων να συγκροτούν συμμαχίες. Το να μπορούν οι αγώνες να προβάλλουν ένα τέτοιο περιεχόμενο που θα μπορεί να τους δίνει πανκοινωνικές αναφορές, είναι απαραίτητος όρος για να σπάει η απομόνωση των αγώνων και ο κοινωνικός αυτοματισμός. Από τη στιγμή που σήμερα μαζί με του εργαζόμενους στους χώρους της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και των υποδομών, πλήττεται και η ίδια η δυνατότητα των εργαζόμενων να έχουν πρόσβαση σε σημαντικά αγαθά (συγκοινωνίες, παιδεία, υγεία, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κλπ), είναι αναγκαία η προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα αυτών των αγαθών και η διεκδίκηση της παροχής τους στους εργαζόμενους. Παράλληλα, σε ότι αφορά αγαθά όπως είναι η παιδεία, η υγεία, ή ακόμα και οι δημόσιες υπηρεσίες είναι σημαντικό να μπορεί να αρθρωθεί και ένας λόγος που δε θα δείχνει μια απλή υπεράσπιση του υπάρχοντος, αλλά και διεκδίκηση μιας νέας κατάστασης.

Για τους χώρους του ιδιωτικού τομέα

Τα καθήκοντα στους άλλους χώρους του ιδιωτικού τομέα, όπου πολλές φορές δεν υπάρχουν καν σωματεία και συνδικαλιστικές πρακτικές, είναι διαφορετικά. Καθώς μεγάλο κομμάτι των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα είναι ασυνδικάλιστο και δεν έχει καμία εμπειρία συνδικαλιστικών πρακτικών, είτε εργάζεται υπό την απειλή της απόλυσης, κάθε μικρή κίνηση είναι σημαντική. Πρώτο μέλημα πρέπει να είναι το να σπάει ο ατομισμός στους χώρους δουλειάς και να δημιουργούνται συλλογικότητες. Αυτό περνάει ακόμα και μέσα από απλά και καθημερινά πράγματα: το να περιορίζονται οι εξουσίες του προϊστάμενου και να διευθετούνται ζητήματα όπως οι άδειες, τα ωράρια και η ίδια η εργασία συλλογικά, μπορούν να είναι βήματα. Από εκεί και πέρα, ακόμα και εκεί που υπάρχουν συνδικάτα δεν μπορούν να συνεχίσουν με την πεπατημένη της προηγούμενης εποχής, όταν υπήρχεμια ΣΣΕ, και μπορούσε να διεκδικηθεί με ευνοϊκούς όρους η τήρησή της. Πρέπει να αρχίσουμε ξανά από την αρχή, να ξεκινήσουμε ξανά με βασικές πρακτικές του εργατικού κινήματος. Τώρα που τα σωματεία δεν έχουν κάτι χειροπιαστό, όπως οι ΣΣΕ, να παρουσιάσουν και να συσπειρώσουν τους συναδέλφους, πρέπει να γυρίσουμε στις εποχές που η εργατική νομοθεσία δεν υπήρχε και το καθετί ήταν αντικείμενο σκληρού αγώνα. Διαφορετικά η επίθεση θα βαθαίνει, τα σωματεία θα γίνονται όλο και πιο άμαζα και ανίσχυρα και οι αντεργατικές πολιτικές θα εμπεδώνονται.

Αν και δυνητικά μπορείνα βρεθεί ένα σωματείο που θα καλύπτει κάθε εργαζόμενο και έδαφος μπορεί να υπάρχει και σε ένα γραφειοκρατικό σωματείο ή σε ένα σωματείο σφραγίδα του ΠΑΜΕ, δε χρειάζεται να εγκλωβιζόμαστε στις παραδοσιακές δομές: εκεί που δεν υπάρχει σωματείο, μπορεί να φτιαχτεί μια επιτροπή/πρωτοβουλία εργαζομένων. Η οργάνωση των εργαζομένων στο επίπεδο της επιχείρησης είναι πολύ σημαντική, καθώς μέσα από ένα ταξικό επιχειρησιακό σωματείο μπορεί να δίνεται η σύγκρουση καθημερινά στο χώρο δουλειάς με ό,τι σημαίνει αυτό και για τη συνείδηση που παράγεται στους εργαζόμενους (σπάσιμο της τρομοκρατίας και του φόβου κλπ.). Σε μια περίοδο ανταρτοπολέμου, κάθε αντίσταση έχει τη σημασία της. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι έχουμε αυταπάτες. Στο έδαφος της επίθεσης που κλιμακώνεται είναι σχεδόν αδύνατο να διατηρηθούν επιχειρήσεις – γαλατικά χωριά, ακόμα και με ένα δραστήριο επιχειρησιακό σωματείο (εδώ να μην ξεχνάμε και το παράδειγμα της χαλυβουργίας). Σε αυτό το πλαίσιο ερωτήματα όπως αυτό της συγκρότησης κλαδικού ή επιχειρησιακού σωματείου, πρέπει να απαντιούνται από τη σκοπιά της αποτελεσματικότερης υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων. Το δεδομένο είναι ότι η μάχη της συγκρότησης συνδικαλιστικών πρακτικών πρέπει να δίνεται παντού. Είτε μπορεί να στηθεί επιχειρησιακό σωματείο, είτε μπορεί να υπάρξει σωματειακή επιτροπή κλαδικού σωματείου, είτε μια άτυπη αρχική πρωτοβουλία εργαζομένων, η κατεύθυνση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συγκρότηση συλλογικοτήτων και τη δημιουργία συγκρούσεων στον ιδιωτικό τομέα.

Σήμερα για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, είναι κομβική η άρθρωση συνδικαλιστικών πρακτικών στον ιδιωτικό τομέα. Σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται η αξιοποίηση και όλου του παραδοσιακού οπλοστασίου του κινήματος, αλλά και μία λεπτομερής ανάγνωση των νέων συνθηκών και ερωτημάτων: ποια είναι η κατάσταση της εργατικής τάξης σήμερα; Που και με ποιες μορφές συγκροτείται η εργατική τάξη; Τι σημαίνουν για τους εργαζόμενους τα τεράστια ποσοστά ανεργίας; Ποιος είναι ο ρόλος και η θέση των μεταναστών εργαζόμενων; Και φυσικά τι σημαίνει το να γυρνάς σε βασικά ερωτήματα, όταν έχει προηγηθεί μια περίοδος ήττας; Τα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν να απαντηθούν εύκολα, όμως η προσπάθεια η δημιουργία μιας συλλογικής επεξεργασίας που θα μπορεί να σκιαγραφήσει τις γενικές γραμμές τουλάχιστον μιας απάντησης, είναι από τα κύρια πολιτικά καθήκοντα μας.

Για το κομμάτι της ανεργίας

Η απάντηση στην ανεργία είναι από τα κεντρικά θέματα για το εργατικό κίνημα σήμερα. Και αυτό για πολλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα γιατί άνεργοι σήμερα είναι ένα τεράστιο ποσοστό της νεολαίας και του εργατικού δυναμικού της χώρας συνολικά, πράγμα που απαιτεί από τη σκοπιά του κινήματος απάντηση σε ένα πρόβλημα επιβίωσης για εκατομμύρια ανθρώπους. Έπειτα γιατί δημιουργεί ένα εκρηκτικό υλικό το οποίο μπορεί να κινηθεί σε πολλές κατευθύνσεις, όχι απαραίτητα εξεγερτικές και αριστερές, αλλά και με τις ίδιες ή μεγαλύτερες πιθανότητες σε σκοτεινές και μαύρες. Αν το κομμάτι της ανεργίας δεν ενταχθεί στο κοινωνικό κίνημα ο κόσμος αυτός, όχι μόνο θα χρησιμοποιείται ως μοχλός για την παραπέρα υποτίμηση της εργατική δύναμης στη χώρα, αλλά μέσα στην απελπισία του μπορεί να στραφεί ακόμα και σε λογικές κοινωνικού καννιβαλισμού ή ακόμα και προς το φασιστικό σκοτάδι. Άλλωστε και για όσους εργάζονται το ερώτημα για το αν μπορούν εύκολα να ξεσπάσουν απεργίες, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα, όταν η ανεργία αγγίζει κοντά το 30% είναι αμείλικτο.

Ο στόχος μας δεν μπορεί να είναι άλλος από το να εμφανιστούν οι άνεργοι και ως κοινωνική δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να γίνει προσπάθεια να συγκροτηθούν κινήσεις και επιτροπές ανέργων. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μία μόνο δομή οργάνωσης ανέργων, καθώς ούτε αυτή η κατηγορία μπορεί να είναι ενιαία. Για κατηγορίες ανέργων με επαγγελματική ταυτότητα, το σημαντικότερο είναι να παραμένουν μέσα στα αντίστοιχα σωματεία, τα οποία θα μπορούν να εκφράζουν και συγκεκριμένες διεκδικήσεις, έστω και σε ειδικές επιτροπές. Ειδικά στο δημόσιο το θέμα της ανεργίας οφείλει να ανοίξει μαζί με τις απολύσεις. Από εκεί και πέρα όμως, χρειάζεται να γίνει πολύ μεγάλη προσπάθεια να ενταχθεί η μεγάλη μάζα των ανέργων στο κοινωνικό κίνημα, και η δράση σε τοπικό επίπεδο φαίνεται να προσφέρεται περισσότερο. Τόσο με την εκδήλωση έμπρακτης αλληλεγγύης σε όσους αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες, όσο και με την προσπάθεια συγκρότησης χώρων συζήτησης και κινητοποίησης. Όπου λειτουργούν λαϊκές συνελεύσεις, όπου υπάρχουν κοινωνικά κέντρα ή εργατικές λέσχες, πρέπει να μπει από εμάς το θέμα της δουλειάς στους άνεργους. Και στην ίδια κατεύθυνση, όπου δεν υπάρχουν πιο πλατιά σχήματα, πρέπει να κινηθούν και οι τοπικές ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σχεδιάζοντας συγκεκριμένες πρωτοβουλίες απεύθυνσης και πρωτίστως αλληλεγγύης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το εξής: ότι στο χώρο της ανεργίας θα κερδίσει όποιος μπορέσει να στηρίξει σε ένα πρώτο επίπεδο έμπρακτα ανθρώπους και ταυτόχρονα θα μπορέσει να δώσει πολιτική προοπτική για τη λύση του προβλήματος.

Σε αυτό το πλαίσιο έχει σημασία το επόμενο διάστημα να υπάρξει και ειδικός σχεδιασμός και παρέμβαση για το ζήτημα των προσλήψεων μέσο ΕΣΠΑ καιΜΚΟ, και με αυτόν τον τρόπο τόσο της γενίκευσης με αυτόν τον τρόπο και της ελαστικής εργασίας, όσο και των πιέσεων στον κατώτατο μισθό. Η όλη κινητικότητα γύρω από αυτά τα προγράμματα θα εμπλέξει χιλιάδες ανέργους –εργαζόμενους, οι οποίοι όχι μόνο δεν πρέπει να αφεθούν στην τύχη τους ή να γίνουν εξαθλιωμένη πελατεία στα κομματικά γραφεία –ή πολύ χειρότερα να λειτουργήσουν ως μοχλός κατάργησης εργασιακών δικαιωμάτων και κοινωνικού αυτοματισμού, αλλά και πολύ περισσότερο πρέπει να υπάρξει προσπάθεια να μετατραπούν σε ένα διεκδικητικό κομμάτι εργαζόμενων.

Για τις επιμέρους μάχες του επόμενου διαστήματος

Το επόμενο διάστημα θα συνεχιστεί η υλοποίηση με την ίδια ένταση των επιταγών των μνημονίου. Μια και η νομοθετική πρωτοβουλία από μόνη της δε φτάνει, αλλά χρειάζεται να υλοποιηθούν με συγκεκριμένο τρόπο τα όσα έχουν νομοθετηθεί. Η προσπάθεια αυτή μπορεί να δημιουργήσει αγώνες και αντιστάσεις σε επιμέρους χώρους,. Φυσικά αυτά δε σημαίνουν ότι πάμε σε μια μορφή κινήματος όπως παλιά (όπως ένας μεμονωμένος κλάδος θα μπορεί να διεκδικεί τα ιδιαίτερα του συμφέροντα, χωρίς ευρύτερες αναφορές), αλλά ότι υπάρχουν χώροι που θα βρεθούν στην καρδιά της επίθεσης και πρέπει να αμυνθούν και εκεί μπορούν να δημιουργήσουν σοβαρές πολιτικές συγκρούσει. Δικό μας καθήκον είναι να ενισχύσουμε και να πυροδοτήσουμε τους όποιους αγώνες, να κάνουμε προσπάθεια να χτυπήσουν συντονισμένα και να πολιτικοποιηθούν παραπέρα.

·Τους αμέσως επόμενους μήνες θα πρέπει να υλοποιηθεί η δέσμευση του μνημονίου για διαθεσιμότητα –απολύσεις στο δημόσιο. Όπως αποδείχτηκε και πριν τα Χριστούγεννα το θέμα δεν είναι τόσο απλό και δημιουργεί κινητοποιήσεις. Σημαντικό είναι να μπορέσουμε να αναδείξουμε το ζήτημα σε σχέση με την ανεργία, και παράλληλα να μπορέσουμε να εντάξουμε και τις «αφανείς» απολύσεις που θα γίνουν με τη μείωση του αριθμού των αναπληρωτών την επόμενη χρονιά (13000 λιγότεροι). Μαζί με τις απολύσεις στο δημόσιο πηγαίνουν και οι μεγάλες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις σε πολλούς μεγάλους χώρους του. Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι ενδεικτική της κατεύθυνσης που θα ακολουθηθεί.

·Μαζί με τις απολύσεις πηγαίνουν και συγχωνεύσεις –καταργήσεις οργανισμών του δημοσίου. Ειδικό βάρος πρέπει να δώσουμε στους χώρους της υγείας και της εκπαίδευσης, όπου και δυνάμεις έχουμε και οι συγχωνεύσεις σε αυτούς τους χώρους σημαίνουν παραπέραμείωση των δημόσιων αγαθών.

·Η ιδιωτικοποίηση σημαντικών υποδομών μπορεί να γεννήσει σοβαρές αντιστάσεις. Ιδιαίτερη σημασία έχει το ζήτημα της ενέργειας, αλλά και του νερού, που αποτελούν αγαθά πρώτης ανάγκης για όλους. Το γεγονός ότι στο χώρο της ενέργειας υπάρχει συνδικαλιστική παράδοση μπορεί να λειτουργήσει προωθητικά. Φυσικά ο γραφειοκρατικός χαρακτήρας του συνδικαλισμού και οι συντεχνιακές παραδόσεις έχουν αφήσει ίχνη που δεν ξεπερνιούνται εύκολα. Το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων σε τέτοιου τύπου αγαθά πρέπει να ανοίγει και από τη σκοπιά της προάσπισης των συνολικότερων λαϊκών συμφερόντων, ώστε και συμμαχίες να δημιουργούνται και να λειτουργεί προωθητικά για το λαϊκό κίνημα συνολικά.

·Με τη λήξη της μετενέργειας οι μισθοί θα μειωθούν ακόμα περισσότερο για χιλιάδες εργαζόμενους. Μπορεί οι συμβάσεις πλέον στον ιδιωτικό τομέα να καταστρατηγούνται και με τον αυτοματισμό της αγοράς, και μειώσεις να έχουν επιβληθεί σε πολλούς κλάδους, το γεγονός ότι υπάρχουν χώροι που έχουν κρατήσει ακόμα κάποιες κατακτήσεις και έχουν συνδικαλιστική παράδοση μπορεί να βγάλει κλάδους στο προσκήνιο. Εμείς πρέπει να δούμε πως θα μπορέσει να υπάρξει συντονισμένη κινητοποίηση όσων χώρων έχουντις προϋποθέσεις να βγουν σε αγώνες. Σε αυτά τα πλαίσια το θέμα της κατάργησης της ΕΓΣΕΕ και του ορισμού με νόμο του κατώτατου μισθού είναι μείζον μέτωπο και η υπογραφή ΕΓΣΣΕ πρέπει να αναδειχθεί σε κεντρική διεκδίκηση του εργατικού κινήματος.

·Μπροστά μας βρίσκεται και μια νέα φοροεπιδρομή και μια μεγαλύτερη πίεση για τη συγκέντρωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών της προηγούμενης περιόδου. Σε μια τέτοια περίοδο είναι σημαντικό να ανασυγκροτηθούν και να επανενεργοποιηθούν οι επιτροπές ενάντια στα χαράτσια και να ενισχυθεί το κίνημα ανυποκοής.

·Πολύ σημαντικό είναι και το ζήτημα της ταξικής αλληλεγγύης. Αλληλεγγύη τόσο σε όσους αγωνίζονται, όσο και σε όσους εργαζόμενους είναι πιο ευάλωτοι για την κάλυψη βασικών τους αναγκών. Και εδώ οι δράσεις σε τοπικό επίπεδο από τοπικές συλλογικότητες και τα συνδικάτα που δραστηριοποιούνται σε κάθε περιοχή (κάτι που συμβαίνει συνήθως με την εκπαίδευση και τους δήμους, όπου έχουμε και δυνάμεις), πρέπει να είναι οι φορείς ανάλογων πρωτοβουλιών. Παράλληλα, είναι σημαντικό να δούμε το πώς θα μπορέσουν να παίξουν ρόλο στο θέμα της αλληλεγγύης και άλλες δομές του εργατικού κινήματος (ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα κλπ).

Πέρα από αυτά, σε μια τέτοια περίοδο δεν πρέπει να ξεχνάμε τη συνολική εικόνα. Η φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων των εργαζόμενων και η ανεργία, οξύνουν διαρκώς τις αντιθέσεις στην ελληνική κοινωνία και συσσωρεύουν εύφλεκτα υλικά. Πολύ περισσότερο σε μια περίοδο που το ενδεχόμενο νέων μειώσεων των μισθών είναι ενεργό, καθώς προβλέπεται στα μνημόνια και είναι κατεύθυνση του μηχανισμού αυτόματης δημοσιονομικής προσαρμογής. Εμείς οφείλουμε να διαμορφώσουμε τους όρους για το ξέσπασμα, όταν αρχίσει να προδιαγράφεται ο νέος συνολικός γύρος της επίθεσης, μιας μεγάλης πολύμορφης και πλατειάς κοινωνικής κινητοποίησης, που θα αναδεικνύει τις κύριες πολιτικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας και θα θέτει το ζήτημα για ανατροπή της κυβέρνησης και της πολιτικής της και την επιβολή ενός άλλου δρόμου στην ελληνική κοινωνία.Μια τέτοια κινητοποίηση στις παρούσες συνθήκες δεν μπορεί να είναι μόνο εργατική, αλλά μπορεί να αξιοποιεί την εμπειρία των πλατειών και να τη φέρνει σε επαφή με συγκροτημένες μορφές διεκδικήσεων των εργαζομένων. Τους αμέσως επόμενους μήνες μια οφείλει να προετοιμαστεί και να δοκιμαστεί μια τέτοια κατεύθυνση.

Για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος

Σήμερα είναι αναγκαία μια διαδικασία ανασυγκρότησης του κινήματος που θα μπορεί να στηρίζει και να δημιουργεί συνδικαλιστικές πρακτικές σε κάθε χώρο εργασίας, θα τις ενοποιεί σε ανώτερο επίπεδο και θα μπορεί να βάζει ένα σχεδιασμό σύγκρουσης και ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής. Μια τέτοια διαδικασία χρειάζεται και δομές και συγκεκριμένες πρακτικές, αλλά και εκείνο το πολιτικοσυνδικαλιστικό πρόγραμμα που θα μπορέσει να ενοποιήσει και να κινητοποιήσει το σύνολο των εργαζομένων.

Η κατάσταση των συνδικαλιστικών δυνάμεων

Είναι σημαντικό, πριν από την περιγραφή των όποιων βημάτων για την ανασυγκρότηση του κινήματος σήμερα, πέρα από την κατάσταση των ίδιων των εργαζόμενων, να έχουμε και μια εικόνα για την κατάσταση των οργανωμένων συνδικαλιστικών δυνάμεων σήμερα.

Η ΔΑΚΕ και η ΠΑΣΚ προσπαθούν να επιβιώσουν είτε με τις παραδοσιακές λογικές του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού (λογική της εξαίρεσης κλπ), σε μια εποχή όμως που δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για μια τέτοιου τύπου συνδικαλιστική πρακτική, είτε προσπαθώντας να παίξουν το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στους εργαζόμενους και τη διοίκηση στο δημόσιο, ή τους εργαζόμενους και την εργοδοσία στον ιδιωτικό τομέα. Πέρα από τις σχετικά λίγες περιπτώσεις όπου τμήματα τους διαχωρίστηκαν από τον κορμό τους, δεν έχουν εμπλακεί σε καμιά σοβαρή προσπάθεια αποτροπής της επίθεσης. Πολλές φορές μάλιστα τη διευκόλυναν, καλλιεργώντας την ηττοπάθεια και τον εφησυχασμό στους εργαζόμενους, ή παγώνοντας τις διαδικασίες στα συνδικάτα. Παρόλα αυτά η μνημονιακή τριετία επηρέασε διαφορετικά τις παρατάξεις αυτές.Στο δημόσιο τομέα η ΠΑΣΚ να πληρώνει το μάρμαρο, εισπράττοντας τη μαζική απομάκρυνση του κόσμου του ΠΑΣΟΚ από το κόμμα και τη συνδικαλιστική της ανυπαρξία, ενώ έχει και σημαντικές διασπάσεις. Η ΔΑΚΕ φαίνεται να μην έχει μεγάλες απώλειες, συσπειρώνοντας ένα συντηρητικό κομμάτι και λειτουργώντας και ως μία παραδοσιακή παράταξη της διοίκησης. Γι’ αυτό και στο δημόσιο (λόγω της αποσυσπείρωσης της ΠΑΣΚ), φαίνεται να υπάρχει μια διαδικασία αλλαγής του συσχετισμού σε σωματεία και ομοσπονδίες (παρόλο που γίνεται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς από ό,τι στην κοινωνία). Στον ιδιωτικό τομέα αντιθέτως, η ΠΑΣΚ φαίνεται να μπορεί να κρατήσει ένα μηχανισμό, πράγμα που οφείλεται και στην ανυπαρξία αγώνων, αλλά και στον απονεκρωμένο χαρακτήρα πολλών σωματείων, αλλά και εργατικών κέντρων που εδώ και καιρό λειτουργούσαν κυρίως ως μηχανισμοί διαμεσολάβησης με την εργοδοσία πολύ μακριά από αγωνιστικές πρακτικές. Είναι ενδεικτικό ότι παρά την άνοδο του, ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπόρεσε να αποσπάσει μεγάλα κομμάτια της ΠΑΣΚ (με σχετικά μικρές εξαιρέσεις), έστω αν και σε αρκετές περιπτώσεις φάνηκε πολύ ανεχτικός ως προς τον «πρότερο βίο» των προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ.

Σε ότι αφορά την Αυτόνομη Παρέμβαση η τακτική της είναι αρκετά αντιφατική και αμήχανη μαζί. Το κυρίαρχο είναι ότι η Αυτόνομη Παρέμβαση και κινηματικά δυσκολεύεται να απομακρυνθεί από τη λογική «του ώριμου φρούτου», και η τακτική της είναι περισσότερο στραμμένη στην αλλαγή των συσχετισμών εντός των σωματείων, παρά σε ένα σχέδιο συνολικής ανασυγκρότησης του κινήματος. Από τη μια είναι προσανατολισμένη στην κομματική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ και σε μια λογική ελέγχου των συνδικάτων, πράγμα που την έχει οδηγήσει και στην αποδοχή ή και σε συνεργασίες με κομμάτια της γραφειοκρατίας. Άλλωστε και ένα κομμάτι του δυναμικού της, ήταν πάντα πιο κοντά στη γραφειοκρατική διαχείριση του συνδικαλισμού, παρά σε μια κινηματική λογική. Από την άλλη το πιο ριζοσπαστικό τμήμα της συμμετέχει στο Συντονισμό Πρωτοβάθμιων σε μία προσπάθεια συγκρότησης ενός άλλου πόλου στο συνδικαλιστικό κίνημα και κατανοώντας την αναγκαιότητά του για την ουσιαστική ανάπτυξη της δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα είναι ότι συχνά η εμπλοκή με τέτοιου τύπου εγχειρήματα αντιμετωπίζεται από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον ως μία ακόμα μέθοδο συγκρότησης για την κατάληψη των συνδικάτων, παρά ως μία αναγκαία διαδικασία για την ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος, γεγονός που οδηγεί και στην επιλεκτική στήριξη των εγχειρημάτων συντονισμού.

Το ΠΑΜΕ αντιμετωπίζει και την εκλογική ήττα του ΚΚΕ και την αδυναμία της δικής του γραμμής. Το δυναμικό του αντιλαμβάνεται ότι το ΚΚΕ δεν ωφελήθηκε από τον απομονωτισμό του ΠΑΜΕ, ενώ παράλληλα βλέπει και την αδυναμία του ΠΑΜΕ να είναι αυτό που επιδίωκε, δηλαδή το αντίπαλο δέος της ΓΣΕΕ. Η τακτική του σήμερα, παρά τα όποια δειλά ανοίγματα, δεν μπορεί να δει σε καμία περίπτωση την ανάγκη μετωπικής πάλης των δυνάμεων της αριστεράς στα σωματεία, ενώ χαρακτηρίζεται συχνά και από την ηττοπάθεια του εγκλωβισμού στους σχεδιασμούς της ΓΣΕΕ. Η πρόσφατη δειλή προσπάθεια του να πάρει πρωτοβουλίες στο κίνημα με τον ακτιβισμό της κατάληψης του υπουργείου εργασίας και την απεργία των ναυτεργατών δεν αλλάζει την εικόνα της κεντρικής του κατεύθυνσης.

Για τη στάση μας απέναντι στις άλλε συνδικαλιστικές δυνάμεις

Η διατήρηση σοβαρών συνδικαλιστικών δυνάμεων από τις δύο παρατάξεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού είναι αρνητική, ειδικά που μετά από μία τριετία μνημονίου το να έχει μείνει ένας συνδικαλιστής στην επίσημη ΠΑΣΚ πχ, σημαίνει λίγο πολύ ότι έχει κάνει ξεκάθαρες επιλογές. Έχει σημασία για εμάς και η πολεμική και αποκάλυψη του ρόλου αυτών τω παρατάξεων και η όξυνση των όποιων αντιφάσεων τους, προκειμένου να μειωθεί η επιρροή τους. Άλλωστε μόνο μετά από σκληρή πολεμική θα μπορούν τα κομμάτια αυτά να στηρίξουν, έστω διακηρυχτικά, πιο αγωνιστικές γραμμές. Βέβαια το κυρίαρχο για να χτυπηθεί η γραφειοκρατία του κυβερνητικού συνδικαλισμού είναι η ανασυγκρότηση των σωματείων από τα κάτω και το ξέσπασμα αγώνων. Όσο αυτό δε γίνεται και τα πράγματα λειτουργούν «σαν κανονικά» οι παρατάξεις αυτές θα μπορούν να αναπαράγονται και να κυριαρχούν.

Σε ότι αφορά τις σχέσεις μας με τις υπόλοιπες δυνάμεις της αριστεράς είναι σημαντικό να τις δούμε χωρίς φοβικές λογικές και αυταπάτες. Σήμερα έχει κομβική σημασία για την ανασυγκρότησή του συνδικαλιστικού κινήματος η μετωπική δράση των δυνάμεων της αριστεράς μέσα στα σωματεία και το κίνημα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχει η αντιπαράθεση, ή ότι περιοριζόμαστε σε άνευ νοήματος επιθέσεις φιλίας, ή ότι μας ενώνει απλά το ότι είμαστε αριστεροί. Χρειάζεται να επιδιώκουμε και κοινές αγωνιστικές προτάσεις, αλλά και διαμόρφωση από κοινού του αναγκαίου πλαισίου πάλης και των στόχων των αγώνων και του κινήματος, μαζί με την υιοθέτηση της αναγκαίας αγωνιστικής φυσιογνωμίας. Παράλληλα όμως είναι κομβική η κριτική σε προβληματικές αντιλήψεις. Έτσι έχει μεγάλη σημασία να πιέζεται το δυναμικό του ΠΑΜΕ, ώστε να εμπλέκεται σε μετωπική δράση στα σωματεία, ειδικά στο φόντο και της εσωκομματικής συζήτησης του ΚΚΕ. Αυτό όμως απαιτεί και διάθεση συνεννόησης, αλλά και αυστηρή πολεμική στην κυρίαρχη γραμμή του ΠΑΜΕ. Με τον ίδιο τρόπο χρειάζεται να αντιμετωπίζονται και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ. Χρειάζεται μετωπική δράση, αλλά και κριτική, τόσο στη λογική του «ώριμου φρούτου», όσο και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το θέμα των συντονισμών και των βημάτων για την ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος, αλλά και στην τακτική σύμπλευσης με τη γραφειοκρατία ή μεκομμάτια της. Σε κάθε περίπτωση έχει σημασία και να αποφεύγουμε τον ενδοαριστερό εμφύλιο, αλλά και την καθόλου προωθητική συγκάλυψη των αντιθέσεων.

. Συγκρότηση ενός ανεξάρτητου συνδικαλιστικού ρεύματος

Το ότι η μετωπική δράση είναι απαραίτητη για να ξεσπούν μεγάλοι αγώνες δε σημαίνει ότι μιλάμε για οποιαδήποτε τύπου συνδικαλιστική ενοποίηση. Αυτή τη στιγμή υπάρχει έδαφος και αναγκαιότητα για τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου ταξικού συνδικαλιστικού ρεύματος, που θα πάρει τη μορφή ρεύματος μέσα στο εργατικό κίνημα, και θα μπορεί να περιλαμβάνει όλο το δυναμικό που δεν καλύπτεται από το ΠΑΜΕ ή την Αυτόνομη Παρέμβαση και θα βάζει μια διαφορετική κατεύθυνση στο συνδικαλιστικό κίνημα. Είναι αναγκαίο όλο αυτό το δυναμικό να μπορεί να συντονίσει και τη δράση του στα σωματεία, να μπορεί να αλληλοτροφοδοτείται και παράλληλα αγωνιστές που βρίσκονται μόνοι τους ή σε χώρες που υπάρχουν μικρές συνδικαλιστικές δυνάμεις να μπορούν να στηριχθούν και να έχουν ευρύτερη αναφορά.

Κρίσιμες για τη συγκρότηση ενός τέτοιου ρεύματος είναι οι πολιτικοσυνδικαλιστικές πρακτικές του οι οποίες ορίζονται από τον αντισυνδιαχειριστικό και τον κινηματικό -ρηξιακό χαρακτήρα τους, και την έμφαση στην ανεξάρτητη δράση των εργαζομένων. Πεδίο παρέμβασης είναι όλα τα όργανα, οι δομές και οι μορφές του εργατικού κινήματος και στόχος η ταξική ανασυγκρότησή του. Τέτοιες πρακτικές έρχονται σε ρήξη με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, δεν είναι όμως εξωτερικές απέναντι στην υπάρχουσα κίνηση του εργατικού κινήματος και τους εργαζόμενους που αναφέρονται σε αυτό. Αυτό σημαίνει ότι ένα τέτοιο δίκτυο θα κινείται και "θεσμικά" (θα επιδιώκει καταγραφές, την υλοποίηση του σχεδιασμού του μέσα σε μεγάλους κλάδους, ομοσπονδίες κλπ.), αλλά και "εξωθεσμικά" με την έννοια ότι θα επιδιώκει τη συγκρότηση κινήσεων και δομών που θα μπορούν να έχουν τη δική τους δράση, ανεξάρτητα από τις πρωτοβουλίες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.

Δε μιλάμε για μία παράταξη με τη μορφή του ιμάντα μεταβίβασης μιας κομματικής γραμμής, αλλά ένα δίκτυο σε πιο πλατιά και «διάχυτη» μορφή, καθώς λόγω και της πολύ άνισης ανάπτυξης του εργατικού κινήματος δεν μπορεί να υπάρξει μια τυπική δομή που να ταιριάζει παντού (οργανωμένο σωματείο με πολιτική ζωή -σχήμα/ παράταξη). Σε ένα τέτοιο ρεύμα θα θέλαμε να συμμετέχουν τα σχήματα των Παρεμβάσεων σε δημόσιο -ιδιωτικό τομέα, μεμονωμένοι αγωνιστές, αγωνιστές από ευρύτερα αριστερά σχήματα αγωνιστικής κατεύθυνσης, άλλες ανεξάρτητες συνδικαλιστικές συλλογικότητες και μεμονωμένοι αγωνιστές με αντίστοιχη δράση.Όλο δηλαδή το δυναμικό που επιδιώκει να υπηρετήσει μια τέτοια κατεύθυνση χωρίς να ταυτίζεται με κάποιο χώρο της αριστεράς. Σε ένα τέτοιο δίκτυο οφείλει να συμμετέχει το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δε θα είναι όμως το δίκτυο των αντικαπιταλιστών ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα υπάρχει πολιτική αναφορά. Σήμερα είναι αναγκαίο να περνάνε στο εργατικό κίνημα και συγκεκριμένοι πολιτικοί στόχοι στους οποίους συμπυκνώνονται βασικά σημεία μιας τοποθέτησης που μπορεί να περιγράψει έναν άλλο δρόμο για την ελληνική κοινωνία, με κέντρο βάρους τον αντιΕΕ χαρακτήρα και τη σύγκρουση με τα σχέδια και τις επιλογές της αστικής τάξης για την εργασίακαι ταυτόχρονα να μπορεί να περιγραφεί ένα πρόγραμμα που θα μπορείνα αντιπαρατεθεί στην κυρίαρχη πολιτική και να εκφράσει τις ανάγκες των εργαζομένων στην εποχή μας, όπως αυτό θα προκύψει από συλλογική επεξεργασία μέσα από τις διαδικασίες ενός τέτοιου συνδικαλιστικού ρεύματος. Ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν έχει σχέση ούτε με τη δημιουργία και την παράθεση ενός «πλασίου αιτημάτων», ούτε με τον βερμπαλισμό ή με την παράθεση αντικαπιταλιστικών στόχων. Απαιτείτον εντοπισμό των κρίσιμων σημείων στα οποία σήμερα συγκρούονται το κεφάλαιο και η εργασία (απολύσεις, συμβάσεις, ελαστικές εργασιακές σχέσεις, αναδιανομή του πλούτου κλπ.), χρειάζεται να μπορεί να ενοποιεί τις διεκδικήσεις διαφορετικών τμημάτων εργαζομένων (δημόσιο, ιδιωτικό, ελαστική εργασία), να δίνει προοπτική για τον κόσμο της ανεργίας και να μπορεί να δένει τις επιμέρους διεκδικήσεις με πολιτικούς στόχους που ορίζουν τη ρήξη με την αστική πολιτική σήμερα και δείχνουν ένα διαφορετικό δρόμο.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ειδωθούν και οι συμμαχίες με τα κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ. Η στόχευση μας στη συγκρότηση ενός πλατιού πέμπτου ρεύματος με τα χαρακτηριστικά που μόλις περιγράφηκαν πρέπει να είναι καθαρή. Γι’ αυτό όχι μόνο πρέπει να ενισχυθούν τα πετυχημένα ανεξάρτητα εγχειρήματα του δικού μας χώρου, αλλά και είναι σημαντικό να γίνει προσπάθεια να συγκροτηθούν και άλλα σε άλλους χώρους, είτε είναι σε πρωτοβάθμιο, είτε σε δευτεροβάθμιο επίπεδο. Αυτό δε σημαίνει ότι θα επιδιώξουμε τη διάλυση πετυχημένων ενωτικών εγχειρημάτων, πολλά από τα οποία έχουν τη φυσιογνωμία και την πολιτική λογική που αναφέραμε ή το ότι σε δύσκολους χώρους (η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης είναι σημαντική), δε θα συνεργαζόμαστε με κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε και αυτό το κομμάτι δεν πρέπεινα αντιμετωπίζεται ως κάτι ενιαίο. Το κυρίαρχο είναι να κρατήσουμε το ότι επιδιώκουμε την αυτοτελή έκφραση ενός ιδιαίτερου συνδικαλιστικού ρεύματος με αντισυνδιαχειριστικό –ρηξιακό χαρακτήρα στο οποίο υπάρχει η ηγεμονία της πολιτικής κατεύθυνσης που περιγράψαμε, το οποίο κινείται σε άλλη λογική και πρακτική και από την Αυτόνομη Παρέμβαση και από το ΠΑΜΕ, και ότι οι κινήσεις που κάνουμε αυτό το ρεύμα εξυπηρετούν.

Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων

Καθοριστική για την όποια διαδικασία ταξικής ανασυγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος είναι πολιτική και φυσιογνωμική ρήξη με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τη λογική της, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να ανακτήσει την αξιοπιστία του και απέναντι στους εργαζόμενους και την κοινωνία. Γι’ αυτό χρειάζεται και μια διαδικασίας ανασυγκρότησης των σωματείων όπου η βάση τους θα έχει τον κύριο ρόλο, αλλά και η δημιουργία εκείνου του κέντρου που θα μπορεί να αποκτά πραγματική πρωτοβουλία κινήσεων στο εργατικό κίνημα. Είναι σημαντικό ότι υπάρχουν ενιαία συνδικάτα, ομοσπονδίες κλπ. για όλους τους εργαζόμενους ανεξαρτήτως κομματικής προτίμησης, να έχει ενιαία έκφραση, όμως χρειάζεται να υπάρχουν και οι δομές εκείνες που θα μπορούν να υλοποιούν σχεδιασμό άλλον από αυτόν της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, χωρίς να λειτουργούν ως «κομματικά» μέτωπα, όπως το ΠΑΜΕ, για να μπορέσει να αλλάξει η κατάσταση στο κίνημα. Γι’ αυτό και οι πρωτοβουλίες συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων και μαχόμενων ομοσπονδιών θα παίξουν καθοριστικό ρόλο. Χρειάζεται χώροι οι οποίοι έχουν συνδικαλιστική οργάνωση και μπορούν, λόγω των ιδιαίτερων τους χαρακτηριστικών τους, να οργανώνουν αγώνες, να συγκροτήσουν μία κρίσιμη μάζα σωματείων που θα μπορεί να ακολουθήσει ένα άλλο σχέδιο μέσα στο εργατικό κίνημα. Να μπορέσουν να οργανώσουν κινητοποιήσεις που θα αποσκοπούν στην ανατροπή των μέτρων και δε θα εξαντλούνται στην πολιτική διαμαρτυρία ή στην προστασία ενός κλάδου μόνο και θα μπορούν να δώσουν τον τόνο στο σύνολο του εργατικού κινήματος.

Με αυτή τη λογική, βασικό εργαλείο για την ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος το επόμενο διάστημα πρέπει να είναι ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων, που είναι ένα αναγνωρίσιμο σημείο αναφοράς στο εργατικό κίνημα, διακριτό και από τη γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ και από το κομματικό σχέδιο του ΠΑΜΕ. Το βασικό για το Συντονισμό είναι να μπορεί να σχεδιάζει και να παίρνει πρωτοβουλίες, γι’ αυτό και πρέπει να ενισχυθεί με σωματεία, ώστε να μπορεί να χαράσσει κατεύθυνση για το εργατικό κίνημα, να στηρίξει αγώνες και να έχει πραγματική ζωή και συζήτηση στο εσωτερικό του, ώστε να γίνει ένα πραγματικά διαφορετικό κέντρο στο συνδικαλιστικό κίνημα. Άλλωστε για να στηριχθεί ο Συντονισμός από σωματεία, πρώτα απ’ όλα πρέπει να είναι χρήσιμος.

Φυσικά, ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων δεν μπορεί να είναι, και δεν είναι, ο μόνος συντονισμός που υπάρχει αυτή την περίοδο. Είναι αναγκαίο να υπάρχουν –όπως συμβαίνει σε κάποιες περιπτώσεις- και επιμέρους συντονισμοί, κλαδικοί ή και τοπικοί, οι οποίοι θα μπορούν να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και να δημιουργούν γεγονότα σε κλαδικό ή τοπικό επίπεδο, (κάποιες φορές ακόμα και με τη συμμετοχή και άλλων φορέων πέρα από σωματεία, όπως έγινε άλλωστε και σε τοπικό επίπεδο στις πρόσφατες κινητοποιήσεις). Έχει γίνει σαφές ότι αυτή την περίοδο δεν μπορεί να υπάρχει ένα καλούπι για όλες τις χρήσεις, αλλά το σημαντικό είναι η συσπείρωση μιας κρίσιμης μάζας δυνάμεων. Άλλωστε πολλές φορές η ίδια η κατάσταση του κινήματος δημιουργεί την ανάγκη σε κομμάτια του να δημιουργούν τα δικά τους συντονιστικά. Το ζητούμενο όμως είναι η ενοποίηση και ο συντονισμός των επιμέρους κινήσεων μέσα από το Συντονισμό των Πρωτοβάθμιων Σωματείων, ώστε να μπορεί να υπάρχει παρέμβαση στην όλη κίνηση του εργατικού κινήματος.

Για να μπορεί να λειτουργεί έτσι ο Συντονισμός οφείλει να είναι πραγματική διαδικασία σωματείων και αγωνιστών, και όχι μία απλή σύμπραξη πολιτικών χώρων, ένα ακόμα μέτωπο που λειτουργεί σε επίπεδο συνεννόησης τάσεων. Αυτό δε σημαίνει ότι παραγνωρίζουμε τη σημασία και την αναγκαιότητα της συνύπαρξης και συνεννόησης διαφορετικών αντιλήψεων που υπάρχουν στο εργατικό κίνημα, αλλά βλέπουμε τη λειτουργία του συντονισμού πρώτα απ’ όλα ως διαδικασία των ίδιων των πρωτοβάθμιων σωματείων και των αγωνιστών που εμπλέκονται σε αυτά, ακριβώς επειδή μια τέτοια διαδικασία μπορεί και τον κρατάει ζωντανό.

Τέλος, πέρα από το Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων είναι σημαντικό και να ανοίξει η συζήτηση και να μπουν μπροστά και άλλα βήματα για την οργανωτική συγκρότηση του εργατικού κινήματος. Η σημερινή γεωγραφία των συνδικάτων και των ομοσπονδιών πρέπει να επανεξεταστεί, από τη σκοπιά και της καλύτερης οργάνωσης του αγώνα και της κάλυψης μεγαλύτερου κομματιού εργαζομένων, αλλά και του σπασίματος του συντεχνιασμού και του χτυπήματος της γραφειοκρατίας. Για παράδειγμα σε μεγάλες ομοσπονδίες στις οποίες έχουμε δυνάμεις και παίζουμε ρόλο, όπως είναι η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ, πρέπει να μπαίνει το θέμα της ενοποίησης τους, καθώς μιλάμε για εργαζόμενους με πολύ μικρές διαφορές. Με τον ίδιο τρόπο έχει σημασία να δούμε και το ζήτημα της σχέσης ΓΣΕΕ –ΑΔΕΔΥ, καθώς η ύπαρξη δύο συνομοσπονδιών δεν πάει μπροστά το κίνημα.

Για ένα σύγχρονο διεκδικητικό πλαίσιο

Σήμερα ένα από τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει το εργατικό κίνημα είναι η απουσία επικαιροποίησης των αιτημάτων και των στόχων πάλης. Μπορεί η αντίληψη για συνολική ανατροπή του μνημονίου να ενοποιεί τις αντιστάσεις και να πολλές φορές να μπορεί να βγάλει κόσμο σε κεντρικά πολιτικά γεγονότα, όμως είναι έλλειμμα το ότι δεν περιγράφονται έστω οι συγκεκριμένες ανατροπές που έχει φέρει το μνημόνιο και στόχοι του κινήματος που να ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες.Και αυτό όχι γιατί σήμερα μπορεί να βγει ένας κλάδος του δημοσίου πχ. και να διεκδικήσει αυξήσεις, αλλά πρωτίστως τα συνδικάτα συγκροτούνται στη βάση συγκεκριμένων διεκδικήσεων και όχι στη βάση γενικών πολιτικών στόχων. Δεν μπορεί να υπάρξει συνδικαλιστικό κίνημα. μόνο με πολιτικούς στόχους. Και πέρα από αυτά, σήμερα και μικρές νίκες ή τροποποιήσεις (π.χ. ότι έγινε στα χαράτσια), όταν κατακτιούνται ως συλλογική διεκδίκηση τονώνουν την αυτοπεποίθηση των εργαζομένων και λειτουργούν προωθητικά για το κίνημα.

Ένα τέτοιο πλαίσιο πρέπει να μπορεί να λάβει υπόψη του και το συσχετισμό δυνάμεων (δε θα μπορούσε σήμερα πχ, ένα αίτημα του τύπου 1400 Ε κατώτερος μισθός, να συσπειρώσεις), αλλά και τις βασικές ανάγκες των εργαζομένων. Παράλληλα σήμερα η πάλη για τα δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα και ελευθερίες είναι δεμένη με την οικονομική πάλη, καθώς είναι όρος εκ των ουκ άνευ για την ύπαρξη αγώνων. Φυσικά όλα τα επιμέρους αιτήματα μένουν κενό γράμμα ή γεννάνε αυταπάτες, αν δε μπορεί να δεθεί με συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους που μπορούν να κάνουν την υλοποίηση του εφικτή.

Ένα τέτοιο πλαίσιο θα μπορούσε να είναι:

Αγώνας ενάντια στη φτώχεια και για την αξιοπρεπή διαβίωση:

- Καμία παραπέρα μείωση μισθού -Αυξήσεις στους μισθούς ώστε να ζούμε με αξιοπρέπεια από τη δουλειά μας. Ακώλυτη μισθολογική εξέλιξη. Επαναφορά των δώρων στο δημόσιο τομέα.

- Αφορολόγητο στις 12.000 Ευρώ. Κατάργηση όλων των μνημονιακών χαρατσιών. Κατάργηση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης και του ειδικού φόρου κατανάλωσης για το πετρέλαιο θέρμανσης-φυσικό αέριο για την οικιακή κατανάλωση

- Απαγόρευση των διακοπών ρεύματος, νερού κλπ. σε μισθωτούς, συνταξιούχους και άνεργους. Κατάργηση των νόμων που προβλέπουν κατάσχεση μισθού για χρέη στην εφορία.

- Διαγραφή χρεών των νοικοκυριών στις τράπεζες σε ύψος ανάλογο με τις μειώσεις των μισθών. Απαγόρευση των κατασχέσεων πρώτης κατοικίας. Διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο των μακροχρόνια ανέργων, χαμηλοσυνταξιούχων και ευπαθών ομάδων.

Αγώνας ενάντια στην ανεργία και τις απολύσεις:

- Όχι στη διαθεσιμότητα και τις απολύσεις στο δημόσιο. Κατάργηση των κανόνων ένα προς δέκα.

- Απαγόρευση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα.

- Επίδομα ανεργίας για όσο διάστημα διαρκεί η ανεργία στο ύψος του βασικού μισθού. Κατάργηση όλων των διατάξεων που μειώνουν το επίδομα ανεργίας.

- Πλήρης δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους ανέργους.

- Δωρεάν μετακινήσεις στα ΜΜΜ

Αγώνας για τη διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων

- Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που διασφαλίζουν πλήρη εργασιακά δικαιώματα σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Όχι στην κατάργηση της ΕΓΣΣΕ και τον ορισμό με νόμο του κατώτατου μισθού.

- Όχι στην αποδυνάμωση -διάλυση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας.

- Όχι στην αξιολόγηση στο δημόσιο.

- Όχι στην αύξηση του ωραρίου και την ελαστική εργασία. Όχι στην αύξηση του ωραρίου των καταστημάτων και τη λειτουργία τους τις Κυριακές. Κατάργηση όλων των νόμων που επιτρέπουν την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας, ή τη συνολική διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου.

Αγώνας για τη διασφάλιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων

- Κατάργηση όλων των αντιασφαλιστικών μνημονιακών νόμων. Αυξήσεις στις συντάξεις ώστε να εξασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση. Κατάργηση όλων των νόμων που αυξάνουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης.

- Αποκατάσταση των αποθεματικών των ταμείων. Κρατική εγγύηση των υπαρχόντων αποθεματικών.

Αγώνας για την προάσπιση των δημόσιων αγαθών

- Όχι στις συγχωνεύσεις σχολείων –νοσοκομείων –πανεπιστημίων.

- Όχι στις ιδιωτικοποιήσεις των υποδομών και της ενέργειας.

- Εξασφάλιση των δαπανών για την απρόσκοπτη λειτουργία σχολείων και νοσοκομείων.

Αγώνας για τα δημοκρατικά δικαιώματα

- Να σταματήσουν οι διώξεις όσων συνελήφθησαν στις κινητοποιήσεις της τριετίας.

- Να καταργηθεί ο θεσμός της πολιτικής επιστράτευσης.

- Κατάργηση του «κουκουλονόμου», των «αντιτρομοκρατικών» νόμων και όλων των συναφών διατάξεων.

- Διάλυση των ΜΑΤ, ΔΕΛΤΑ, ΔΙΑΣ και όλων των ειδικών κατασταλτικών σωμάτων.

- Καμία αλλαγή στο υπάρχον πλαίσιο για την κήρυξη απεργιών και τη διοργάνωση διαδηλώσεων. Όχι στην αναθεώρηση του 1264/82.

Αγώνας για έναν άλλο δρόμο

- Κάτω η κυβέρνηση του μνημονίου.

- Κατάργηση των μνημονίων, των μεσοπρόθεσμων και των δανειακών συμβάσεων.

- Μονομερής διαγραφή του χρέους –άρνηση πληρωμών.

- Αποδέσμευση από την ΟΝΕ. Ρήξη –έξοδος από την ΕΕ.

- Εθνικοποιήσεις των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας με εργατικό έλεγχο.

Αναγκαία βήματα για τη δράση του δυναμικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρωτοστάτησαν σε αγώνες -με σημαντική στιγμή την απεργία του ΜΕΤΡΟ-, εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπάρχουν σχεδιασμοί που δεν επικοινωνούν σχεδόν πουθενά και διαφορές αντιλήψεων που αν δεν συζητηθούν και δεν υπάρχει αντιπαράθεση πάνω σε αυτές, θα εμποδίσουν την άρθρωση μιας σοβαρής γραμμής για το εργατικό κίνημα, που θα ξεπερνά τη γενική επίκληση σε αγώνες.

Χρειάζεται να υπάρξει συντροφική αντιπαράθεση με διάφορες λογικές για το συνδικαλιστικό κίνημα στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Και λογικές που δείχνουν να αρνούνται επί της ουσίας να χαράξουν συγκεκριμένη γραμμή για το εργατικό κίνημα και επιμένουν στη διαρκή επίκληση της απεργίας διαρκείας και σε πρωτοβουλίες κομματικής οικοδόμησης, υποβαθμίζοντας συχνά και το ρόλο του συντονισμού και την ανάγκη ύπαρξης ενός κέντρου με σχεδιασμό διαφορετικό από αυτόν της γραφειοκρατίας. Και με αντιλήψεις συχνά τείνουν να θεωρούν την ανατροπή της κυριαρχίας της γραφειοκρατίας και το διαχωρισμό από αυτή ως πανάκεια απέναντι στα προβλήματα του κινήματος, υποβαθμίζοντας έτσι τα πραγματικά ερωτήματα και τις δυσκολίες του κινήματος. Η λογική αυτή, σε συνδυασμό με τις πολιτικές πιέσεις από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, οδηγεί οριακά στην ταύτιση των βημάτων για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος με αυτοαναφορικές κινήσεις πολιτικοσυνδικαλιστικής συγκρότησης, που αδυνατούν να συγκροτήσουν πρακτικές που θα προκαλέσουν πραγματικές μετατοπίσεις στο εργατικό κίνημα.

Για τους παραπάνω λόγους το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σημαντικό να μπορέσει να τα συζητήσει, ώστε να μπορέσει να στηρίξει πολύ συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Σήμερα η συγκρότηση γραμματείας συνδικαλιστών και η πραγματοποίηση συνδικαλιστικής ημερίδας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αναγκαία βήματα σε αυτή την κατεύθυνση αυτή, αλλά και για να δοθεί το απαιτούμενο βάρος και στην κλαδική οργάνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ώστε και να μπορέσει το δυναμικό της να συγκροτηθεί και να δράσει από κοινού σε συγκεκριμένους χώρους, αλλά και να υπάρξει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως πολιτικό σημείο αναφοράς μέσα σε αυτούς τους χώρους. Χωρίς βήματα τέτοιου τύπου η δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως σύνολο και η προσφορά της θα παραμένουν κατώτερες και των περιστάσεων, αλλά και των δυνατοτήτων. Για το εργατικό κίνημα χρειάζεται να γίνει και σοβαρή συζήτηση στη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Για τον Τομέα Εργαζομένων της ΑΡΑΝ

Η Αριστερή Ανασύνθεση, βρίσκεται σε μια φάση μετασχηματισμού. Από νεολαιίστικη κατά κύριο λόγο οργάνωση, μετατρέπεται σε οργάνωση νέων εργαζομένων με αποτέλεσμα ο Τ. Ε, τουλάχιστον στην Αθήνα να είναι μεγαλύτερος από τον Τ.Ν. Το γεγονός αυτός δημιουργεί νέες απαιτήσεις και για το Σ.Τ.Ε και για τον ίδιο τον Τ.Ε.

Τα προηγούμενα χρόνια το ΣΤΕ έκανε αρκετά βήματα σε σχέση με παλαιότερες φάσεις συγκρότησης της οργάνωσης, κυρίως στο επίπεδο χάραξης μιας συνολικής γραμμής για την παρέμβαση μας στο εργατικό κίνημα, και στήριξης σημαντικών εγχειρημάτων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στο συνδικαλιστικό κίνημα, παρόλα αυτά υστερεί στο κομμάτι της συνολικής καθοδήγησης των μελών του τομέα και της πολιτικής συγκρότησής του τομέα, πράγμα που οδηγεί σε δυσκολίες κινητοποίησης και αξιοποίησης όλου του δυναμικού του.Πολλές φορές η όποια γραμμή παράγεται δύσκολα γίνεται κτήμα όλων των μελών του τομέα, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να δοκιμαστεί σε όλη την έκτασή της. Παράλληλα, η εμπειρία από τους δομημένους συνδικαλιστικά χώρους, δύσκολα περνάει στους συντρόφους που βρίσκονται σε θέσεις εργασίας του αδόμητου συνδικαλιστικά ιδιωτικού τομέα. Τα παραπάνω έχουν να κάνουν τόσο με υποκειμενικές, όσο και με αντικειμενικές αδυναμίες της ΑΡΑΝ και της πολιτικοποίησής της. Η πολιτικοποίηση της οργάνωσης – παρά τα πολύ σημαντικά βήματα που έχει κάνει και πέρα από εύκολες σχηματοποιήσεις- είτε με δυσκολία ξεφεύγει από την αντίληψη της «πρωτοβουλιακής» δράσης, είτε αργεί συχνά να υπερβεί τις σταθερές της νεολαιίστικης πολιτικοποίησης και να αναβαθμίσει τη στράτευση των μελών της σε στράτευση μαχόμενων εργαζομένων –πράγμα που μεταξύ άλλων έχει και συνέπειες στην εσωτερική ζωή της οργάνωσης. Κομμάτι μίας νεολαιίστικης φυσιογνωμίας είναι και η συγκρότηση του ΤΕ σε πυρήνες κάποιοι από τους οποίους έχουν να κάνουν με ακαδημαϊκά αντικείμενα περισσότερο, παρά με χώρους εργασίας. Και εδώ το αποτέλεσμα είναι ένα κομμάτι των εργαζομένων της οργάνωσης να βρίσκεται σε πυρήνες που δεν μπορούν να το βοηθήσουν στην εξώστρεφή του δράση, και συνακόλουθα και στη διατήρηση πολιτικής σχέσης με την οργάνωση. Τα παραπάνω προβλήματα ενισχύονται και από τις συνέπειες της κρίσης και την αδυναμία του κινήματος, και από την πολύ δύσκολη καθημερινότητα των μελών του ΤΕ. Όλα αυτά δε σημαίνουν ότι δεν έχουμε «συνδικαλιστικές επιτυχίες», αλλά ότι δύσκολα συγκροτούμε συλλογική ταυτότητα στους χώρους εργασίας και δεν βγάζουμε όλη τη δυναμική που θα μπορούσαμε.

Γι’ αυτό κύριο καθήκον του ΣΤΕ το επόμενο διάστημα θα είναι να καθοδηγήσει τη δράση των μελών του τομέα τόσο στην καθημερινότητά τους στους χώρους δουλειάς και στις κεντρικές συνδικαλιστικές πρωτοβουλίες, όσο και να εξασφαλίσει την σταθερή πολιτική λειτουργία του συνόλου του Τ.Ε (όργανο και πυρήνες), ώστε να αναβαθμίζεται το συνολικό πολιτικό επίπεδο της οργάνωσης και η παρέμβαση των μελών της σε όλες τις πλευρές της πολιτικής πρακτικής, είτε πρόκειται για τον εργασιακό τους χώρο, είτε για την τοπική ή κλαδική ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το ζητούμενο είναι να υπάρξει πολιτική ενότητα του Τ.Ε, να μπορεί να δρα διαπαιδαγωγητικά και να παράγει μάχιμα στελέχη και μέλη.

Τα παραπάνω σημαίνουν και μια νέα οργανωτική διάταξη στο εσωτερικό μας, πράγμα το οποίο είναι άμεσο καθήκον για το επόμενο διάστημα. Η κατανομή που γίνεται σε κάποιους πυρήνες και η οποία στηρίζεται στα πτυχία δεν βοηθά. Ο Τομέας Εργαζομένων πρέπει να έχει διάταξη μάχης. Οφείλουμε να έχουμε πυρήνες που θα μπορούν να στηρίξουν και να καθοδηγήσουν την εξώστρεφη παρέμβαση των μελών τους, να τα συγκροτούν πολιτικά, να μεταφέρουν εμπειρία και δεξιότητες, και να στηρίζουν τα νέα μέλη τους, ή τα μέλη τους που παρεμβαίνουν σε δύσκολες συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αποφευχθούν πυρήνες –πάρκινγκ πτυχιούχων πανεπιστημίου, ή ανέργων. Παράλληλα, η ένταξη των συντρόφων σε αυτούς να γίνεται με κριτήριο την συνολική πολιτική δραστηριοποίησή τους. Βασικό κριτήριο για τη συγκρότηση, τη διάσπαση κλπ. πυρήνων πρέπει να είναι και η λειτουργικότητα και η διατήρηση μιας συνεχούς πολιτικής σχέσης με την οργάνωση. Γι’ αυτό και ένας αριθμός μελών πρέπει να εξασφαλιστεί, και η πολιτική λειτουργικότητα αλλά και σε δύσκολους πυρήνες που θα έχουν το πιο νέο δυναμικό του τομέα, να δοκιμαστεί η τοποθέτηση ακόμα και εξωτερικών καθοδηγήσεων. Σε περίπτωση που δεν είναι εφικτή η λειτουργία πυρήνων ο οποιοσδήποτε χωρισμός πρέπει να επανεξεταστεί.

Πέρα από αυτά είναι σημαντική και η ύπαρξη ενδιάμεσων διαδικασιών (διαδικασίες του δημοσίου, ή του ιδιωτικού τομέα, ομοειδών χώρων κλπ), αλλά και η αποκατάσταση μιας σταθερής καθοδηγητικής σχέσης του ΣΤΕ με τους πυρήνες.

Η περίοδος που διανύουμε είναι περίοδος ανασυγκρότησης για το νέο γύρο όξυνσης των αντιθέσεων, που παρά τη φαινομενική νηνεμία, δε θα αργήσει. Τα μέλη της ΑΡΑΝ θα κριθούν και από το κατά πόσο θα συμβάλλουν στην όξυνση αυτών των αντιφάσεων, θα επιταχύνουν αυτές τις εξελίξεις και θα συνεισφέρουν στο να δώσει η αντικαπιταλιστική αριστερά τη μάχη με καλύτερους όρους. Μπορεί οι δυσκολίες της περιόδου να φαίνονται βουνό, όμως και ο αντίπαλος δεν είναι περισσότερο αισιόδοξος. Με καθαρό μυαλό, αυτοπεποίθηση και σκληρό αγώνα, μπορούμε να τους νικήσουμε!