Μπροστά στις εκλογές της 7ης Ιουλίου και πώς εξυπηρετούμε το «βλέμμα στην επόμενη μέρα»

Λίγεςμέρες πριν από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου αντιμετωπίζουμε τα εξήςφαινομενικά παράδοξα με βάση τους όρους μιας προηγούμενης εποχής:

–Μια δεξιά που μιλά με λόγο επιθετικά νεοφιλελεύθερο και ιδεολογικάρεβανσιστικό και δεν χάνει από αυτό, αλλά αντιθέτως δείχνει να οδεύει μεαυτοπεποίθηση προς την εξουσία.

– Τον άλλο πόλο του νέου μνημονιακού δικομματισμού, τον ΣΥΡΙΖΑ, να μιλάπλέον κυρίως με όρους ετεροκαθορισμού από τη Ν.Δ. και να καλεί πρακτικάσε συστράτευση «για να μην έρθει ο Μητσοτάκης».

– Τις βασικές νέες εκφράσεις που προέκυψαν από την αντιμνημονιακήαριστερά να είναι προσωποπαγή μορφώματα με αρκετά μετατοπισμένοπρογραμματικό λόγο σε σχέση με το πλαίσιο και τα χαρακτηριστικά τηςπροηγούμενης περιόδου.

– Και την υπόλοιπη αριστερά (του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένου) να μη μιλάπρακτικά γι’ αυτές τις εκλογές, αλλά να κατεβαίνει με βασικό σύνθημα επίτης ουσίας μια αυτοαναφορική δήλωση ότι «αντέχουμε» και κυρίως μιλώντας«για την επόμενη μέρα». Την ίδια στιγμή, σημαντικό μέρος των λαϊκώνδυνάμεων οι οποίες στήριζαν ή παρακολουθούσαν την αριστερά φαίνεται ναστρέφεται προς το ΜέΡΑ25, εξαιτίας και των αδυναμιών των υπαρχόντωνσχηματισμών (σε περιεχόμενο και μορφές οργάνωσης) που του επέτρεψαν ναπροβάλλεται ως μια πολιτική δύναμη η οποία επιχειρεί να μιλήσει μεάμεσους όρους για τα εκλογικά διακυβεύματα.

Όλα αυτά θα ήταν παράδοξα σε κάποιο άλλο διάστημα, όμως σήμερααποτυπώνουν γλαφυρά τις συνθήκες του τέλους μιας ολόκληρης περιόδου, τοβάθος της ήττας που συντελέστηκε για το αντιμνημονιακό κίνημα του2010-15 και ειδικότερα το βάθος της στρατηγικής ήττας της ριζοσπαστικήςκαι κομμουνιστικής αριστεράς στη χώρα μας. Η εκτίμηση λοιπόν ότι έχεισυντελεστεί μια τέτοια ήττα είναι η πρώτη αναγκαία διαπίστωση πουοφείλουμε να κάνουμε για να πορευτούμε αλλιώς.

Μια ήττα για την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ φέρει τη βαρύτερη ευθύνη, ως«κυβερνώσα αριστερά» που εφάρμοσε μνημόνια, λιτότητα και νεοφιλελεύθεραμέτρα προβάλλοντάς τα ως αναγκαστικές επιλογές και χρησιμοποιώντας επίτης ουσίας το θατσερικό επιχείρημα TINA («δεν υπάρχει εναλλακτική»), μεαποτέλεσμα να γίνει ό,τι ακριβώς έγινε και όπου αλλού συνέβη αυτό (π.χ.Ιταλία): να επιστρέφει όχι απλά εκλογικά αλλά με επιθετικούς όρουςσυντηρητικής παλινόρθωσης σε κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο ηπαραδοσιακή δεξιά. Και στο έδαφος της ήττας αυτής, ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον καλείσε «δημοκρατική συστράτευση» ενάντια στον Μητσοτάκη κατά τον ίδιο τρόπομε τον οποίο καλούσε σε συστρατεύσεις όλων «ενάντια στον Μπερλουσκόνι»παλιότερα η ιταλική αριστερά, με τα γνωστά διαλυτικά αποτελέσματα.

Το αποτέλεσμα, όπως και τότε, είναι και τώρα να έρθει η παραδοσιακήδεξιά με όρους ακόμα πιο επιθετικούς. Σε αυτό το πλαίσιο είναιεξαιρετικά επιπόλαια η εκτίμηση ότι όταν η Ν.Δ. εκκινήσει τον«οδοστρωτήρα» της θα ξεσπάσουν μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις. Έχουμε δειεξάλλου από το 2015 πού κατέληξαν οι εύκολες εκτιμήσεις περί τηςγρήγορης πτώσης της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Δεν είναι καθόλου σίγουρολοιπόν ότι θα ξεσπάσει ένας κοινωνικός κινηματικός αυτοματισμός έναντιτης έντασης της αντιλαϊκής επίθεσης από τη Ν.Δ. Και ακόμα περισσότεροότι θα ξεσπά πάντα, ή κυρίως, με τους υπάρχοντες όρους άρθρωσης τωνκοινωνικών κινημάτων που γνωρίζαμε έως τώρα. Το παράδειγμα των ΚίτρινωνΓιλέκων στη Γαλλία ίσως είναι ενδεικτικό. Όλα αυτά απαιτούν πιο σοβαρέςεκτιμήσεις, μελέτη των κοινωνικών εξελίξεων και προσπάθεια έντασης τηςκινηματικής και κοινωνικής δράσης στο δύσκολο νέο τοπίο πουδιαμορφώνεται.

Είναι όμως η ριζοσπαστική και κομμουνιστική αριστερά σήμερα επαρκής γιααυτό; Παρά την κυριαρχία της θεματολογίας της «επόμενης μέρας», ο λόγοςπου προεκλογικά εκφωνούν οι κύριοι σχηματισμοί της δεν προϊδεάζει γι’αυτό και την κάνει να φαίνεται αναξιόπιστη, αδύναμη να κατανοήσει τιςαλλαγές και να κινηθεί αποφασιστικά αλλάζοντας τον εαυτό της. Είναιεμφανές ότι απαιτείται ριζική ανασύνθεση λόγων και πρακτικών κοινωνικά,πολιτικά-προγραμματικά, ιδεολογικά, οργανωτικά.

Η δεκαετία της κρίσης έδειξε δυστυχώς ότι η αριστερά σε όλες τιςμορφές της αποδείχτηκε κατώτερη των περιστάσεων (και όχι μόνο στηνΕλλάδα). Καμία έκφρασή της, παρά τις επί μέρους κοινωνικοπολιτικέςσυσσωρεύσεις, προγραμματικές επεξεργασίες και συμβολές δεν στάθηκε ικανήνα ορθώσει ανάχωμα στην επέλαση των δυνάμεων του κεφαλαίου με τοξέσπασμα της κρίσης, πόσο μάλλον να τις ανατρέψει νικηφόρα. Η ευθύνη τηςρεφορμιστικής αριστεράς είναι σημαντικότερη λόγω των μεγαλύτερωνδυνάμεων και γείωσής της. Όμως, δεν αρκεί το να αποδώσουμε τις ευθύνεςστη ρεφορμιστική αριστερά. Αν δεν θέλουμε να είμαστε απλώς μέρος ενόςχώρου κινηματικών πρακτικών και αριστερής ιδεολογικοπολιτικής κριτικήςτου ρεφορμισμού, είναι ίσως σημαντικότερο αυτοκριτικά και απολογιστικάτο να αναγνώσουμε τι και γιατί έχασε στην αριστερά που αναφέρεται στηνεπαναστατική προοπτική.

Η ριζοσπαστική και κομμουνιστική αριστερά σε όλες τις μορφές της, μεευθύνες διαφοροποιημένες σε κάθε δύναμη, αποδείχτηκε κατώτερη τωνπεριστάσεων γιατί είχε κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές καιοργανωτικές ανεπάρκειες.

Κοινωνικά, παρέμεινε περιορισμένη σε μια γείωση σε στρώματα κυρίωςμικροαστικά με έμφαση στη νεολαία και τους δημοσίους υπαλλήλους.

Πολιτικά, παρέμεινε στη λογική της «αριστεράς της αντίστασης» έχονταςδομική αδυναμία να υπερβεί έναν απλώς καταγγελτικό λόγο παρά τοπροχώρημα ενός μέρους της με αποδοχή μιας λογικής «μεταβατικούπρογράμματος» (που και αυτό πρακτικά δεν έγινε αντιληπτό ως τέτοιο σεσημαντικό μέρος ακόμα και δυνάμεων που το ενστερνίστηκαν διακηρυκτικά).Και αυτό οδήγησε σε αδυναμία προγραμματικής εμβάθυνσης και εμπλοκής μετα αναβαθμισμένα ερωτήματα μιας διαδικασίας ρήξης και σοσιαλιστικήςμετάβασης στη συγκεκριμένη χώρα που ζούμε και στη συγκεκριμένη ιστορικήπερίοδο, υπό το πρίσμα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής.

Ιδεολογικά, παρέμεινε σε σημαντικό βαθμό αποστεωμένη με ροπή είτεστην ευκολία του οικονομισμού είτε σε έναν ρηχό αντιοικονομισμό (π.χ.υποτίμηση της ρήξης με ευρώ-Ε.Ε. και έμφαση στην αντιλιτότητα και τηναναδιανομή εισοδήματος). Η προσπάθεια παράκαμψης των υπαρκτώνανεπαρκειών μέσα από τον πολιτικό βολονταρισμό και την υπερτίμηση τηςαυτοτέλειας της πολιτικής (και ειδικά της παρέμβασης στο κεντρικόπολιτικό επίπεδο) μόνο πρόσκαιρα αποτελέσματα έφερε και ηγεμόνευσημεσοπρόθεσμα. Είτε όταν υποστηρίχτηκε με ευκολία η δυνατότητα αλλαγώνάμεσα (με ηγεμόνευση από τη λογική του ΣΥΡΙΖΑ) είτε όταν έγινε τοακριβώς αντίθετο, η απόσυρση από τη λήψη τακτικών πολιτικών πρωτοβουλιώνμε τη λογική ότι όσο δεν υπάρχει συνολική πολιτική αλλαγή κοινωνικώνκαι παραγωγικών σχέσεων πρακτικά δεν έχει νόημα τίποτε άλλο από τηνκομματική συσσώρευση όρων (με ηγεμόνευση από τη λογική του ΚΚΕ).

Οργανωτικά, παρέμεινε δέσμια μιας αρτηριοσκληρωτικής αντίληψης αφ’υψηλού «πρωτοπορίας» και «ιστορικών ηγεσιών», αδυνατώντας ναδιερευνήσει, ακόμα και με πειραματισμό, μια νέα σύνδεση του κοινωνικούμε το πολιτικό επίπεδο, νέες οργανωτικές μορφές τόσο στο κίνημα (ότανπ.χ. η ανάγκη γι’ αυτό ήταν έκδηλη στο κίνημα των πλατειών) όσο και στοεπίπεδο της πολιτικής οργάνωσης, όπου το πρότυπο ενός «καλού ΚΚΕ» μιαςάλλης εποχής και αναγκών στην πραγματικότητα βαραίνει στα μυαλά όλων. Σεμικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, καμία δύναμη δεν έμεινε ανέγγιχτη απόαυτές τις ανεπάρκειες.

Η κρίση αποτέλεσε ιστορικό επιταχυντή που έθεσε τα προγράμματα και ταχαρακτηριστικά της υπάρχουσας αριστεράς εις τον τύπον των ήλων. Ανυπάρχει όμως κάτι χειρότερο σήμερα από την ήττα και την τσακισμένηαυτοπεποίθηση των λαϊκών μαζών, αυτό θα ήταν να αφήσουμε τα συμπεράσματατης περιόδου στην λήθη της ιστορίας. Μια τέτοια επιλογή θα δικαίωνε τιςχειρότερες εκδοχές αριστεράς της προηγούμενης περιόδου και θα τιςκαθιστούσε δυνητικά κυρίαρχες εντός της ελληνικής αριστεράς και σταεπόμενα χρόνια. Η αναμέτρηση με τις αδυναμίες, τις ανεπάρκειες και τιςκαταστροφικές επιλογές που ζήσαμε είναι όχι απλά χρήσιμη, αλλά όροςύπαρξης για μια αληθινά μαχόμενη, ριζοσπαστική και ανατρεπτική αριστεράπου, τουλάχιστον, δεν θα προετοιμάζεται να επαναλάβει τα ίδια λάθη καισε επόμενη φάση. Η εκτίμηση αυτή δεν είναι μόνο μια κριτική προς τιςυπόλοιπες δυνάμεις, αφορά και τη δική μας προσπάθεια αυτοτελώς αλλά καιμέσα από τα μετωπικά πολιτικά εγχειρήματα που συμμετείχαμε.

Οι διαπιστώσεις είναι αναγκαία αφετηρία, αλλά δεν αρκούν φυσικά απόμόνες τους. Από την πλευρά μας, θέλουμε να συμβάλουμε στην επανεκκίνησητης αναζήτησης απαντήσεων σε αυτά, τόσο στο επίπεδο της προγραμματικήςσυζήτησης για μια σύγχρονη επαναστατική τακτική μετάβασης που ναυπηρετεί μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, όσο και στο επίπεδο τωναναγκαίων κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών που θα επιχειρούν νακινηθούν σε διαφορετική πορεία. Μαζί και με άλλες δυνάμεις καιαγωνιστές/τριες, αναγνωρίζοντας ότι αυτά αποτελούν βασικό καθήκον όχιαπλώς «της επόμενης μέρας» αλλά των επόμενων χρόνων. Καθήκον πουαναγκαστικά θα υπηρετηθεί εν κινήσει μέσα στις μάχες που πρέπει ναδώσουμε ενάντια στην ένταση της επίθεσης στα εργατικά και λαϊκάσυμφέροντα και στους σοβαρούς κινδύνους που εγκυμονεί ο ιμπεριαλισμόςδιεθνώς και ειδικά στην περιοχή μας. Καθήκον αναγκαίο και άμεσο, καθώςπαρά τις διακηρύξεις περί δήθεν «κανονικότητας» γνωρίζουμε και βλέπουμεκαθημερινά ότι καθόλου σταθερή δεν είναι τόσο η εσωτερική αλλά καιεξωτερική οικονομική και πολιτική πραγματικότητα.

Στις ερχόμενες εκλογές δεν πρόκειται δυστυχώς να δοθούν επαρκείςαπαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα και ανάγκες. Η τοποθέτησή μας σχετικά μεαυτές όμως δεν μπορεί παρά να λογοδοτεί σε ό,τι θεωρούμε ως καθήκοντατης επόμενης περιόδου.

Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν θεωρούμε ότι κανένας/καμία, πόσο μάλλοναριστερός/ή, δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στο δίπολο του νέου μνημονιακούδικομματισμού-διπολισμού. Καμία ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ δεν συμβάλλει σε αυτόπου είναι αναγκαίο να γίνει, αντιθέτως εντείνει τη λογική εγκλωβισμού σεένα αριστερό ΤΙΝΑ που διαρκώς θα οδηγεί σε δεξιότερες μετατοπίσειςκοινωνικά και πολιτικά· είναι μια ψήφος που θα φέρνει τη δεξιά μια ώρααρχύτερα και με χειρότερους όρους κάθε φορά.

Ούτε η ψήφος στο σημερινό ΚΚΕ συμβάλλει δημιουργικά στις αναγκαίεςαπαντήσεις, δυστυχώς απλώς ενισχύει μια συντηρητική στάση και τη«δικαίωση» μιας πολιτικής γενικών στρατηγικών διακηρύξεων με ταυτόχρονηαποχή από τα άμεσα καθήκοντα και την προσπάθεια συσπείρωσης δυνάμεων καιαναμέτρησης με τους κόμβους που κάθε φορά έθεσε και θέτει συγκεκριμένα ηαστική τάξη και πολιτική.

Καμία ψήφος σε προσωποπαγή μορφώματα νεοκεϋνσιανού (ΜέΡΑ25) ήεθνικο-λαϊκιστικού (Πλεύση Ελευθερίας) περιεχομένου δεν κομίζει επίσηςκάτι νέο για το λαϊκό κίνημα και την αριστερά στην επόμενη περίοδο.

Ούτε η ψήφος και η ενίσχυση δυνάμεων που πρακτικά ακολουθούν λογικές«μικρού ΚΚΕ» (ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΝΑΡ, ΚΚΕ μ-λ, ΜΛ ΚΚΕ, ΕΕΚ, ΟΚΔΕ) δεν αποτελείσυμβολή στην ανασύνθεση και την υπέρβαση που χρειαζόμαστε από τις 8Ιουλίου.

Τα μετωπικά μορφώματα της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικήςαριστεράς έχουν κλείσει τον κύκλο τους δείχνοντας τα όριά τους πλέον. Τοχρήσιμο για τις δυνάμεις τους είναι αφενός να συμβάλουν στουςαναγκαίους αγώνες ενάντια στην αντιλαϊκή επίθεση που θα συνεχίσουν ναεπιβάλλουν οι μνημονιακές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές τηςκαπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, αλλά και να κινηθούν σε ενωτική κατεύθυνσηαυτοϋπέρβασης επιχειρώντας να συνεισφέρουν πολιτικά, προγραμματικά,ιδεολογικά και οργανωτικά στα καθήκοντα της επόμενης περιόδου. Από αυτήτη σκοπιά, στηρίζουμε τη Λαϊκή Ενότητα στις παρούσες εκλογές,γνωρίζοντας τις αδυναμίες της και θεωρώντας ότι η όποια αυτοκριτικήαναγνώριση των λαθών της έγινε θα ολοκληρωθεί έμπρακτα μόνο σε μιατέτοια κίνηση αυτοϋπέρβασης και σύγκλισης των δυνάμεών της με όσεςδυνάμεις και αγωνιστές/τριες επιδιώκουν να αναμετρηθούν τολμηρά με ταανασυνθετικά καθήκοντα της επόμενης μέρας. Όσο μας αφορά, θα συμβάλουμεσε αυτή την κατεύθυνση με όσους/ες είναι διαθέσιμοι/ες γι’ αυτό στονχώρο της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς.