Τα γεγονότα οργανωτικής αντιπαράθεσης που έλαβαν χώρα μεταξύ των οργανώσεων της Αριστερής Συσπείρωσης (ΑΡΙΣ) και της Αριστερής Αντικαπιταλιστικής Συσπείρωσης (ΑΡΑΣ) πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη του διημέρου των ΕΑΑΚ αποτελούν μια πολύ σκοτεινή σελίδα στην ιστορία του μορφώματος.

Σε μια εποχή βαθιάς κρίσης του κινήματος, των μορφών αντίστασης, τσακίσματος της αυτοπεποίθησης του λαού και της νέας γενιάς, μέσα στην οποία η αριστερά θα έπρεπε να ανασυντάσσει δυνάμεις, να αποτελεί φάρο ελπίδας, αξιοπρέπειας και αγωνιστικής στάσης ζωής, δυστυχώς τέτοια φαινόμενα αποθαρρύνουν όχι μόνο τον κόσμο του κινήματος αλλά απογοητεύουν και τους ίδιους τους οργανωμένους αγωνιστές της αριστεράς. Ιδίως όταν ως αποτέλεσμα τέτοιων αντιπαραθέσεων σύντροφοί μας που έχουμε αγωνιστεί μαζί μέσα από τα ΕΑΑΚ βρίσκονται στο νοσοκομείο. Αν έχει κάτι σημασία μετά από όλα αυτά, πέρα από το να αναρρώσουν γρήγορα όλοι οι τραυματισμένοι σύντροφοί μας, είναι τα εν λόγω γεγονότα να αποτελέσουν αφορμή για να αναμετρηθούν τα ΕΑΑΚ με τις πραγματικές προκλήσεις που είναι μπροστά τους και σε αυτή τη βάση να κατακτήσουν εκείνη τη συντροφικότητα που είναι αναγκαία συνθήκη για τις μάχες που έχουν να δώσουν μπροστά τους.

Τα γεγονότα του διημέρου

Μετά τα όσα είχαν συμβεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης με τις εκατέρωθεν επιθέσεις και τους τραμπουκισμούς μεταξύ μελών της ΑΡΑΣ και της ΑΡΙΣ, στο διήμερο των ΕΑΑΚ στην Αθήνα στις 21-22/4 γίναμε μάρτυρες μιας προσπάθειας κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με προκλήσεις και αντεγκλήσεις και από τις δύο πλευρές.

Η πολιτική στάση και των δύο οργανώσεων έδειξε ότι η μεταξύ τους σύγκρουση δεν υπήρξε μια παραφωνία την οποία απεύχονταν για το μέλλον, αλλά μια ανοιχτή βεντέτα χωρίς τέλος. Η οργάνωση της ΑΡΑΣ φέρει βαρύτατες ευθύνες για την εξέλιξη αυτή. Η επιλογή της να εμφανιστεί στο διήμερο των ΕΑΑΚ εξοπλισμένη με κράνη και καδρόνια, η είσοδός της με πορεία και συνθήματα στο αμφιθέατρο, η προκλητική στάση εντός της διαδικασίας και η παρατεταμένη συμπλοκή της με τις δυνάμεις της ΑΡΙΣ, η οποία συνέδραμε πλήρως σε αυτό το κλίμα σύγκρουσης, η ονομαστική στοχοποίηση μελών της ΑΡΙΣ μέσα στο αμφιθέατρο απείλησαν με εκφυλισμό τη διαδικασία του διημέρου διακυβεύοντας ακόμα και την ολοκλήρωσή της. Οι προσπάθειες της πλειοψηφίας των οργανωμένων δυνάμεων των ΕΑΑΚ απέτρεψαν τα χειρότερα και εγγυήθηκαν την ολοκλήρωση της διαδικασίας, σε απόλυτο πείσμα και άρνηση των συντρόφων της ΑΡΑΣ και της ΑΡΙΣ, που επιδίωκαν πότε ο ένας και πότε ο άλλος την «επίλυση» της μεταξύ τους «διαφοράς».

Δυστυχώς η στάση της ΑΡΑΣ, εμφορούμενη από μια στρεβλή εκτίμηση της κατάστασης αλλά και αντίληψη της πολιτικής διαπάλης και θεωρώντας ότι οριοθετεί με αυτόν τον τρόπο άλλα πολιτικά σχέδια και εξασφαλίζει την πολιτική της ύπαρξη εντός του μορφώματος, το μοναδικό που πετυχαίνει στην πραγματικότητα είναι να αυτοϋπονομεύεται διαρκώς, να ναρκοθετεί την εμπλοκή ευρύτερου κόσμου με τα ΕΑΑΚ και να εκθέτει την ίδια τη μετωπική πολιτική κατεύθυνση που επικαλείται. Σε πείσμα της όποιας πρόθεσής της, η πολιτική τακτική έχει κριθεί ιστορικά ανίκανη να απαντήσει σε πολιτικές κατευθύνσεις που επιδιώκουν ένα πολιτικό και φυσιογνωμικό «κλείσιμο» των ΕΑΑΚ σε μια «στενή» αντικαπιταλιστική πτέρυγα. Αυτές οι τακτικές και αυτού του τύπου οι μεθοδεύσεις είναι που φέρνουν τα ΕΑΑΚ όλο και πιο κοντά στον οργανωτισμό, στη λογική των διαγραφών, στις λογικές «ποιος χωράει και ποιος δεν χωράει» και σε καμία περίπτωση δεν λειτουργούν αποτρεπτικά ως προς τα παραπάνω.

Η συνέχεια της σύγκρουσης μετά το διήμερο Η κορύφωση ήρθε δύο μέρες μετά το διήμερο, οπότε και μέλη της ΑΡΑΣ πήραν την επιλογή να ανέβουν στην πόλη της Θεσσαλονίκης με εξοπλισμό (κράνη, καδρόνια, γάντια, αλυσίδες) γνωρίζοντας πολύ καλά σε τι θα μπορούσε να οδηγήσει αυτό. Μια τέτοια κίνηση δεν είναι πρωτοφανής για τη συγκεκριμένη αντίληψη, αλλά για εμάς αποτελεί και τώρα όπως και στο παρελθόν σημείο ρήξης και απόλυτου διαχωρισμού. Σημείο ρήξης όμως αποτελεί και η επιλογή της ΑΡΙΣ να επιτεθεί με πρωτοφανή βιαιότητα στα μέλη της ΑΡΑΣ, με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό μέλους της, γεγονός που καταδικάζουμε απερίφραστα. Πρόκειται για μια κίνηση που αποτελεί πολιτικό όριο στο επίπεδο κλιμάκωσης που δύναται να πάρει μια σύγκρουση μεταξύ συντρόφων, υποδηλώνει πραγματική διαστροφή ως προς την αντίληψη που έχουν τα μέλη τής εν λόγω οργάνωσης για την αριστερά, το κίνημα και την ταξική πάλη ώστε να φτάνουν στο σημείο να ασκούν τόση βία πάνω σε μέλη της αριστεράς. Όλα έδειχναν ωστόσο ότι με τις τακτικές τόσο της ΑΡΑΣ όσο και της ΑΡΙΣ κάποια στιγμή θα φτάναμε και σε τέτοιου τύπου γεγονότα. Όλα αυτά έχουν κοινή πολιτική-φυσιογνωμική μήτρα, είναι αποτελέσματα κοινής λογικής και πολιτικής διαπαιδαγώγησης που έχει τις ρίζες της πίσω στον χρόνο, πριν από τη συγκρότηση της ΑΡΙΣ, όταν και αυτή αποτελούσε τμήμα της ΑΡΑΣ. Είναι άλλωστε γνωστό ότι έχουμε υπάρξει αποδέκτες των συγκεκριμένων πρακτικών, με την αντίστοιχης έμπνευσης επίθεση των μελών της ΑΡΑΣ στους συντρόφους μας στην Πάτρα το 2010 αλλά και πιο παλιά, και είναι επίσης γνωστό ότι ποτέ δεν επιλέξαμε τον δρόμο της οργανωτικής απάντησης σε τέτοιες μεθοδεύσεις. Θέτοντας την αντιπαράθεση στην πραγματική πολιτική της βάση Αν και κατηγορηθήκαμε για τήρηση «ίσων αποστάσεων» επειδή καταδικάσαμε όλες τις οργανώσεις που συμμετείχαν στην οργανωτική αντιπαράθεση προ διημέρου στη Θεσσαλονίκη, θεωρούμε ότι η πορεία των γεγονότων έδειξε ότι η συνολική καταδίκη των πρακτικών ΑΡΑΣ και ΑΡΙΣ ήταν στην πραγματικότητα η μόνη πολιτική τοποθέτηση που μπορούσε να θέσει τις απαραίτητες διαχωριστικές απέναντι στον πλήρη εκφυλισμό και τη διαλυτική συνθήκη μέσα στα ΕΑΑΚ. Έδειξε ότι αυτές οι πρακτικές ή καταδικάζονται εν συνόλω και από την αρχή ή συνεχίζονται μέχρι να βρεθεί «ποιος έχει δίκιο». Έδειξε ότι, αν δεν υπάρχει συνολική καταδίκη, τότε ρητά ή σιωπηρά υπάρχει άλλοθι για τη συνέχεια της οργανωτικής αντιπαράθεσης από τη μία ή την άλλη πλευρά. Κατά τη γνώμη μας, δυνάμεις με σημαντικό εγγυητικό ρόλο μέσα στο μόρφωμα είχαν ευθύνη να το διαγνώσουν αυτό και να έχουν ξεκαθαρίσει από την αρχή τη στάση τους, καταδικάζοντας κάθε πλευρά της αντιπαράθεσης και συνολικά τη διαλυτική πρακτική της οργανωτικής επίλυσης των πολιτικών αντιθέσεων. Επιλέξαμε να καταδικάσουμε εξαρχής την πρακτική της οργανωτικής αντιπαράθεσης εν γένει και όχι μεμονωμένα κάποιες επιθέσεις (και όχι κάποιες άλλες), επιλέξαμε να καταδικάσουμε αυτή την πρακτική όποιος κι αν την εξέφρασε ανά διαστήματα στη Θεσσαλονίκη, επιλέξαμε τέλος να εμβαθύνουμε στις πολιτικές λογικές που οδηγούν σε αυτά τα φαινόμενα. Όλα αυτά τα κάναμε επειδή διαχωριζόμαστε στρατηγικά από τη λογική ότι η πολιτική αντιπαράθεση μπορεί να διεξάγεται κάποιες φορές και με οργανωτικό τρόπο. Αυτό δεν υποδηλώνει ούτε υποχωρητισμό, ούτε πολιτική ατολμία, ούτε άγνοια του γεγονότος ότι στην πολιτική «χρειάζεται να σπάσεις αυγά» για να δεις προχωρήματα πολλές φορές. Υπογραμμίζει όμως τη βαθιά πεποίθηση ότι, αν είναι να γίνει μια ρήξη για την επιδίωξη μιας προοπτικά μεγαλύτερης ενότητας, τότε αυτή θα γίνει με πολιτικούς όρους, με θαρρετές επιλογές, με τομές, με συγκρούσεις γραμμών στο πεδίο του κινήματος, με κριτική και αυτοκριτική. Χρειάζεται όμως να δούμε και ποια είναι η συνθήκη και η πολιτική λογική που οδηγεί στην καταφυγή σε τέτοιες πρακτικές που καμιά σχέση δεν έχουν με την αριστερά. Η συγκυρία που διανύουμε καθορίζεται από την αίσθηση του πολιτικού αδιεξόδου, της απογοήτευσης, την απουσία της αυτοπεποίθησης για αγώνες και νίκες στο σήμερα.

Αυτή η τάση εν μέρει διαπερνά και τους πρωτοπόρους αγωνιστές/ιες και τις πολιτικές οργανώσεις αποτυπώνοντας ένα αρνητικό σύμπτωμα: την έξοδο από την ανάγκη οικοδόμησης αντιστάσεων, την οργάνωση συγκεκριμένων μαχών, τη διαμόρφωση μαζικών κινημάτων απέναντι στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Η τάση αυτή μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές: από τη φυγή σε έναν γενικόλογο αντικαπιταλισμό που δεν θέτει συγκεκριμένα κινηματικά και πολιτικά καθήκοντα, μέχρι την πρόταξη των φυσιογνωμικών διαχωρισμών, της οργανωτικής αναπαραγωγής και της πολιτικής ύπαρξης ως τον μοναδικό μαχητό στόχο της περιόδου. Η λογική αυτή, που χαρακτηρίζει κατά την άποψή μας την ΑΡΑΣ και την ΑΡΙΣ, η λογική της μεταφοράς του συνόλου της πολιτικής αντιπαράθεσης στο επίπεδο της φυσιογνωμίας, η αποκοπή εντέλει της όποιας φυσιογνωμίας από την πολιτική κατεύθυνση που αυτή υπηρετεί, η πρόταξη με άλλα λόγια της στράτευσης ως απόλυτου ζητούμενου έναντι της στρατηγικής και της τακτικής, η ταυτοτική αλαζονεία συγκροτούν όλα μαζί ένα καταστροφικό πρότυπο ένταξης και στράτευσης στην αριστερά, με πολιτικοποιήσεις εφήμερες, επιφανειακές και «οπαδικού» χαρακτήρα. Σήμερα βιώνουμε ακριβώς αυτό σε όλες τις εκδοχές αποπολιτικοποίησης της συζήτησης, υποτίμησης της κινηματικής γραμμής, υποτίμησης της γραμμής για τη φοιτητική αριστερά και πρόταξης διαφόρων εκδοχών «συνεπούς θεματοφύλακα» μιας κάποιας «αληθινής συνάρθρωσης πρακτικών και χαρακτηριστικών των ΕΑΑΚ» που οι υπόλοιποι «προδίδουν». Η «μαχητικότητα» γι’ αυτές τις αντιλήψεις αναζητείται και είναι μετρήσιμη στη «μαγκιά», το «νταϊλίκι», την ξεροκέφαλη εμμονή, την αντιμετώπιση των υπόλοιπων συντρόφων με όρους φυσικής και ψυχολογικής εξόντωσης, και πολύ λιγότερο εκεί που πραγματικά μετράει: στη μακρόπνοη στράτευση στην αριστερά και στο κίνημα, στην αναμέτρηση με τον ταξικό εχθρό μέσα και έξω από τις σχολές, στην έμπνευση και το όραμα που δημιουργούν κινήσεις μαζών. Όση αποφασιστικότητα και μαχητικότητα, συνεπώς, κι αν δείχνει προς τα έξω μια τέτοια φυσιογνωμία, στην πραγματικότητα εδράζεται σε μια βαθιά ηττοπαθή αντίληψη για την περίοδο. Σύγκρουση πολιτικών μετώπων; Στο σημείο αυτό αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η άλλη αντανακλαστική τάση εντός της αριστεράς, η στροφή δηλαδή σε έναν γενικόλογο αντικαπιταλισμό χωρίς συγκεκριμένη ανάδραση με το μαζικό κίνημα, είναι εκείνη η γραμμή που δυστυχώς έχει καλλιεργήσει τόσο μια «υπερπολιτικοποίηση» των ΕΑΑΚ με όρους απόστασης από το πεδίο της μαζικής πολιτικής, τους κοινωνικούς χώρους και την αναγκαιότητα μαζικής γραμμής όσο και μια ρητή ή σιωπηρή δυσανεξία απέναντι στην πραγματικότητα της πολιτικής συνύπαρξης αγωνιστών διαφορετικών πολιτικών μετώπων εντός του μορφώματος. Είναι η λογική που δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι σήμερα συνυπάρχουν μέσα στα ΕΑΑΚ ως ενωτικά αριστερά αντικαπιταλιστικά σχήματα αγωνίστριες και αγωνιστές που αναφέρονται σε δύο διαφορετικές μετωπικές λογικές αντί να δει ότι, σε μια συγκυρία στρατηγικής κρίσης της αριστεράς και διαπιστωμένων ορίων των πολιτικών προτάσεων, περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε πετυχημένα ενωτικά εγχειρήματα ικανά να λειτουργήσουν ως αφετηρίες για ευρύτερες διαδικασίες ανασύνθεσης μιας πραγματικά ανατρεπτικής αριστεράς. Υπό αυτή την έννοια, δεν χρειαζόμαστε «κυνήγι μαγισσών» και φαντασμάτων, δεν χρειαζόμαστε την ενθάρρυνση των διαγραφών στα σχήματα και της λογικής της εξώθησης, πολλώ δε μάλλον από δυνάμεις που αντιλαμβάνονται την ευθύνη της εγγύησης της συνοχής του μορφώματος. Είναι απαράδεκτο για την κουλτούρα των ΕΑΑΚ να ενθαρρύνονται τέτοιες συζητήσεις σε σχήματα, πολύ περισσότερο πάνω σε έωλες κατηγορίες, σαθρά κριτήρια και επιχειρήματα που ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου για την επίλυση κάθε πολιτικής διαφωνίας και αντιπαράθεσης μέσω της διαγραφής, της εξώθησης, της διάσπασης σχημάτων. Αυτό που πραγματικά θα εγγυηθεί το μέλλον και τη συνοχή των ΕΑΑΚ είναι ακριβώς η ανάκτηση της συντροφικότητας και η επίγνωση ότι η πραγματική αναμέτρηση θα δοθεί όχι στις εσωτερικές διαδικασίες αλλά στις μάχες ενάντια στις πολιτικές κεφαλαίου και Ε.Ε. Ήταν αυτό το εσφαλμένο πολιτικό αντανακλαστικό που έφτασε στο σημείο να «οπλίσει» πολιτικά τους συντρόφους της ΑΡΙΣ, που σε συνδυασμό με την παραπάνω φυσιογνωμίστικη στρέβλωση ήταν διατεθειμένη να παίξουν τον ρόλο της «γραμμής κρούσης» στο όνομα της «επιμονής στον αντικαπιταλιστικό δρόμο» κόντρα σε οποιοδήποτε

σενάριο ενωτικών μαζικών αριστερών σχημάτων σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση με πολιτική συνύπαρξη αγωνιστών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ, όπως είναι άλλωστε και η ρητή τοποθέτησή τους. Έχουμε ωστόσο τη βαθιά πεποίθηση ότι η αντιπαράθεση που παρακολουθήσαμε αυτές τις μέρες δεν ήταν, δεν είναι και δεν τείνει να γίνει μια σύγκρουση μεταξύ της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το γεγονός αυτό αποτιμάται θετικά και μας χαροποιεί. Αντιθέτως, οι εκατέρωθεν πολιτικές αφηγήσεις, είτε περί προσπάθειας διάσπασης των ΕΑΑΚ από τις δυνάμεις της ΛΑΕ (ΑΡΙΣ) είτε περί προσπάθειας εξώθησης συνολικά της ΛΑΕ από τα ΕΑΑΚ (ΑΡΑΣ), μικρή σχέση έχουν με όσα πραγματικά συμβαίνουν και πολύ περισσότερο αποτελούν αυτοεκπληρούμενες προφητείες ή ευσεβείς πόθους. Αυτοεκπληρούμενες προφητείες ακριβώς γιατί η πράξη δείχνει ότι η κάθε εμπλεκόμενη οργάνωση επιδιώκει με τον δικό της τρόπο τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα καταδεικνύουν ότι τα ΕΑΑΚ δεν μπορούν να συνεχίσουν με όλες τις υπάρχουσες δυνάμεις μέσα σε αυτά και άρα ή πρέπει να διαλυθούν ή να διασπαστούν ή να αναγκάσουν κάποιον σε εξώθηση. Αυτή η στρατηγική έντασης δεν συμπυκνώνει την αντιπαράθεση των μετώπων της ΛΑΕ με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα πανεπιστήμια αλλά την υποδαύλιση αυτής με όρους διακύβευσης της συνοχής των ΕΑΑΚ. Από εδώ και πέρα Οι πρακτικές σύγκρουσης μεταξύ της ΑΡΑΣ και της ΑΡΙΣ πρέπει να τελειώσουν εδώ. Πλήρης απομόνωση όποιου συνεχίσει την οργανωτική σύγκρουση και καμία στήριξή του από κανέναν αγωνιστή και καμία οργάνωση. Εξέθεσαν τα ΕΑΑΚ δημόσια στα μάτια των φοιτητικών συλλόγων σε μια κρίσιμη περίοδο. Αποδυνάμωσαν τα ΕΑΑΚ στα μάτια όσων τα έβλεπαν ως διαφορετικής πάστας αριστερά από την αριστερά των οργανωτικών μεθοδεύσεων της ΚΝΕ. Απογοήτευσαν κόσμο και αγωνιστές του κινήματος. Είναι εμφανές ότι συνέχεια αυτού του δρόμου είναι ο γκρεμός, και μια τέτοια κατάληξη είναι ασυγχώρητη σε καιρούς που χρειαζόμαστε τόσο πολύ την αριστερά. Έτσι συνεπώς δεν πάμε, πρέπει να πάμε αλλιώς. Αυτό που χρειάζεται είναι το πείσμα ότι παρά τις δυσκολίες της περιόδου υπάρχει ένα ορατό πεδίο δυνατοτήτων, αν όχι για εκρηκτικές αλλαγές, τότε σίγουρα για (επανα)συγκρότηση όρων στο κίνημα και την αριστερά. Για εμάς είναι κρίσιμα τα εξής: χρειάζεται σήμερα ένας πλατύς μαζικός αγωνιστικός πόλος συσπείρωσης της νεολαίας μέσα στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Παρά το κλίμα απογοήτευσης, πιστεύουμε ότι υπάρχουν εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες νέοι και νέες που θα μπορούσαν προοπτικά να δουν τον εαυτό τους στα σχήματα της ΕΑΑΚ, στην αριστερά, στο κίνημα, στην καθημερινή πάλη για να καλυτερέψει η ζωή τους, στην καθημερινή πάλη απέναντι στην κυβέρνηση, την Ε.Ε., την πολιτική των μνημονίων, την εντεινόμενη αστική επίθεση. Αυτό απαιτεί, ωστόσο, κατά τη γνώμη μας κάποια πράγματα: απαιτεί την πρόθεση να εκφράσουμε την αγωνία για μια καλύτερη καθημερινότητα, να εκπονήσουμε κινηματικά σχέδια και γραμμές που να απαντούν σε αυτή την αγωνία, απαιτεί να το πράξουμε αυτό με μαζικό λόγο και πρακτική, να το πράξουμε μέσα από σχήματα που να ωθούν στην πολιτική συμμετοχή και στράτευση, απαιτεί να εγγυηθούμε μια μορφή οριζόντιου συντονισμού και όσο το δυνατόν ενιαίας κίνησης, απαιτεί να εξασφαλίσουμε τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων κοινωνικών και πολιτικών, απαιτεί να κάνουμε όλα τα παραπάνω με φυσιογνωμία αριστερού ριζοσπάστη νεολαίου και καθημερινού αγωνιστή καθώς επίσης να μπολιάσουμε την πάλη για την καθημερινότητα με την αντικαπιταλιστική ματιά, το βάθος μιας σκέψης που φτάνει στη συνολική αμφισβήτηση αυτού του κόσμου, στη θέση του οποίου «άλλον πρέπει να φτιάξουμε».

Τα ΕΑΑΚ λοιπόν στην παρούσα φάση έχουν σημαντικά καθήκοντα. Οφείλουν να απαντήσουν στον εκπαιδευτικό νόμο που έρχεται, πρέπει να δουν κατάματα την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα να χαραχτεί ένας σχεδιασμός διεκδικητικός, κινηματικός και μαχητικός, ο οποίος να στρατεύσει μάζες φοιτητών/τριών απέναντι στην κυβέρνηση και τους θεσμούς. Χρειάζεται να δείξουν επιμονή στην ανάγκη για ενιαίες όσο το δυνατόν κινηματικές, μαχητικές

πρωτοβουλίες. Τα βαραίνει το καθήκον να αποτελέσουν τη δύναμη που θα εγγυηθεί την ύπαρξη ενός ενιαίου μαχητικού αριστερού πόλου αντίστασης μέσα στα πανεπιστήμια με τις δυνάμεις της ΑΡΕΝ και του ΑΡΔΙΝ, που οφείλουν από κοινού να δώσουν μια κρίσιμη μάχη για την τοποθέτηση της φοιτητιώσας νεολαίας ενάντια στις ασκούμενες πολιτικές και το συλλογικό αδιέξοδο που βιώνει η νέα γενιά. Και όλα αυτά να αποτελέσουν μια συνεχή μάχη και ρήξη με τον κακό μας εαυτό, μια μόνιμη πορεία στον δρόμο της επανίδρυσης των ΕΑΑΚ, στην κατεύθυνση για ένα δίκτυο σχημάτων κοινωνικά και πολιτικά χρήσιμο, με βαθιά συντροφικότητα και δημοκρατία, από το σχήμα μέχρι το συντονιστικό πόλης και το πανελλαδικό διήμερο.

Να αναγνωρίσουμε τις δυσκολίες και να δούμε τις δυνατότητες Ως Αριστερή Ανασύνθεση δεσμευόμαστε ότι θα προσπαθήσουμε να αποτελέσουμε κομμάτι της λύσης στο πολιτικό τέλμα που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή τα ΕΑΑΚ πορευόμενοι προς μια κατεύθυνση αναγκαίας επανίδρυσής τους.

Επιμένουμε στην προσπάθεια για μια πρωτότυπη «συναρμολόγηση» μιας μαζικής πολιτικής σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση με τη φυσιογνωμία αριστερού ριζοσπάστη αγωνιστή και το στρατηγικό βάθος και την «ξεροκεφαλιά» του κομμουνιστή επαναστάτη.

Χρειαζόμαστε στην υπόθεση αυτή όλη τη μαχητικότητα, την ορμή και τη δημιουργικότητα των νέων ανθρώπων. Δεν περισσεύει ούτε σταγόνα από αυτή τη μαχητικότητα και την ορμή για να ξοδεύεται σε αδιέξοδες και εφήμερες στρατεύσεις και εμφυλίους.

Συντροφικά,

το Πανελλαδικό Γραφείο της Αριστερής Ανασύνθεσης