Το θέμα του ασφαλιστικού ήρθε στο προσκήνιο στις αρχές της δεκαετίας του 1990:
·Αφενός, εξαιτίας της διαφαινόμενης επιδείνωσης των δημογραφικών όρων στους περισσότερους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς.
·Αφετέρου, εξαιτίας της προσπάθειας των καπιταλιστών να απαλλαγούν από τις αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές στο πλαίσιο και της γενικότερες νεοφιλελεύθερης στροφής της οικονομίας.
Επιπρόσθετα, η αυξημένη βαρύτητα της χρηματοπιστωτικής σφαίρας σήμαινε ότι ήταν πολύ σημαντικό τα μεγάλα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων να αποτελέσουν «ζεστό χρήμα» για χρηματιστηριακές επενδύσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο τέθηκε υπό αίρεση μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του εργατικού κινήματος: η βασική θέση ότι κάθε εργαζόμενος έχει εξασφαλισμένο το δικαίωμα σε μια σύνταξη μέχρι το θάνατό του αντάξια του μισθού του.
Το ασφαλιστικό σύστημα, με τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε στην ηπειρωτική Ευρώπη είναι ένα σύστημα αναδιανεμητικό, εξυπηρετεί μια λειτουργία κοινωνικής αναδιανομής: μέρος του σημερινού παραγόμενου κοινωνικού πλούτου (με τη μορφή εισφορών εργαζομένων, εργοδοτών και κράτους) μεταφέρεται στους απόμαχους ως σύνταξη. Με άλλους όρους, η σύνταξη μπορεί να οριστεί ως μέρος της συνολικής ανταμοιβής της εργασίας και μάλιστα με όρους κοινωνικά εγγυημένους.
Στον αντίποδα έχουμε την κεφαλαιοποιητική (ή ανταποδοτική) λογική. Σύμφωνα με αυτή το ασφαλιστικό σύστημα είναι μια μορφή κοινωνικής αποταμίευσης, ή επένδυσης για το μέλλον: ο ασφαλισμένος (κατά περίπτωση με ή χωρίς συμμετοχή του εργοδότη ή του κράτους) βάζει στην άκρη μερικά χρήματα για να τα βρει όταν μεγαλώσει ως σύνταξη, φροντίζοντας αυτά μέχρι τότε να επενδύονται κατάλληλα.
Ανάμεσα στα δύο συστήματα υπάρχει απόσταση και ως προς το πώς δομούνται οι χρηματοδοτήσεις (στα μεν αναδιανεμητικά πληρώνουμε σήμερα για τις συντάξεις των απομάχων, στα δε κεφαλαιοποιητικά πληρώνουμε τώρα για το μέλλον) και ως προς την αξιακή φόρτιση: το αναδιανεμητικό κεφαλαιοποιητικό σύστημα έχει το χαρακτήρα της αλληλεγγύης, ενώ το κεφαλαιοποιητικό της ατομικής επένδυσης.
Η «κρίση των ασφαλιστικών συστημάτων» δεν είναι μια ουδέτερη και τεχνική έννοια. Είναι ένα διακύβευμα της ταξικής πάλης και συμπυκνώνει ευρύτερους μετασχηματισμούς. Η αύξηση της ανεργίας και οι δυσκολίες ένταξης στην απασχόληση, και οι δημογραφικές αλλαγές όντως σημαίνουν επιδείνωση της αναλογίας ανάμεσα σε συνταξιούχους και εργαζομένους. Από την άλλη, όμως, είναι σαφές ότι τόσο η εργασία των μεταναστών όσο και οι άτυπες μορφές απασχόλησης εάν ασφαλίζονταν με πλήρη τρόπο θα οδηγούσαν σε αύξηση των συνολικών εισφορών. Υπάρχει, όμως, και μια συνολικότερη διάσταση: ακόμη και εάν δεχτούμε την επιδείνωση των δημογραφικών τάσεων (παρότι η εργασία των μεταναστών αποτελεί ντε φάκτο αντιστροφής τους) ταυτόχρονα υπάρχει και πολύ μεγαλύτερη αύξηση του παραγόμενου πλούτου, καθώς, πέραν συγκυριακών υφέσεων, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έχουμε παρατεταμένη περίοδο σχετικά αυξημένης κερδοφορίας αλλά και συσσώρευσης πλούτου (π.χ. στη χρηματιστηριακή σφαίρα) που θα μπορούσε να καλύψει τα όποια «ελλείμματα» του ασφαλιστικού συστήματος.
Από τη μεριά, όμως, των δυνάμεων του κεφαλαίου, με αφετηρία τόσο την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας του 1994 για την κρίση της τρίτης ηλικίας, όσο και πλήθος έγγραφα της Ε.Ε., η διαφαινόμενη μελλοντική κρίση του ασφαλιστικού (ιδίως από τις αρχές του 21ου αιώνα και μετά με τη σταδιακή συνταξιοδότηση των baby-boomers, δηλαδή αυτών που γεννήθηκαν μαζικά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου) θεωρήθηκε ευκαιρία πρώτης τάξης για το τσάκισμα μιας τόσο σημαντικής κατάκτησης.
Η χώρα πρότυπο είναι οι ΗΠΑ. Εκεί, για λόγους που είχαν να κάνουν με την απέχθεια του αμερικανικού κεφαλαίου προς κάθε μορφή άμεσης ή έμμεσης φορολογίας, τις ήττες του εργατικού κινήματος και την απουσία εργατικών κομμάτων, την κινητικότητα της εργασίας, παραδοσιακά τα ασφαλιστικά συστήματα ήταν κεφαλαιοποιητικά και εν πολλοίς ιδιωτικά και γενικά οι ΗΠΑ απέχουν από το να έχουν αυτό που ονομάστηκε «κοινωνικό κράτος». Γι’ αυτό και οι μισθοί ήταν γενικά αυξημένοι, αλλά οι εισφορές μικρές, ενώ μια βασική παράμετρος ανασφάλειας των εργαζομένων ήταν η απώλεια των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, που δεν είναι καθολικά, αλλά σχετίζονται με τη συγκεκριμένη θέση εργασίας.
Στο βαθμό που εξαρχής τέθηκαν εκτός συζήτησης τόσο η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών όσο και η μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση, οι λύσεις που προκρίθηκαν ήταν:
·Η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, με κατεύθυνση στα 65+ έτη. Η παράταση αυτή πρακτικά σημαίνει είτε διαστήματα αναγκαστικής ανεργίας μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας (οι πιθανότητες πρόσληψης εργαζομένων 55+ είναι μηδαμινές), είτε την αναγκαστική παραμονή σε θέσεις εργασίας και συνακόλουθα την αύξηση της ανεργίας, εφόσον δεν θα ανοίγουν θέσεις.
·Η μείωση των συντάξεων, ως μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης του μισθού από τη σύνταξη.
·Η κατάργηση ή ο περιορισμός όλων των μορφών πρόωρης συνταξιοδότησης
·Η συμπλήρωση των μειωμένων δημόσια εγγυημένων συντάξεων από συστήματα ανταποδοτικής και κεφαλαιοποιητικής «επαγγελματικής ασφάλισης» κατά το πρώτο των ιδιωτικών συστημάτων ασφάλισης.
·Η «επένδυση» των αποθεματικών στο χρηματιστήριο. Ειδικά το τελευταίο απέκτησε ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα μεγάλα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων θεωρήθηκαν ότι μπορούσαν ακριβώς να αποτελέσουν το «ζεστό χρήμα» για την τόνωση των χρηματιστηρίων και τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων με κεφάλαια.
Σε αυτό το πλαίσιο διατυπώθηκε και η θεωρία των λεγόμενων «τριών» πυλώνων του ασφαλιστικού συστήματος ως βασική στρατηγική κατεύθυνση του κεφαλαίου σήμερα. Στην Ευρώπη αυτό επικυρώθηκε ως στρατηγική με την οδηγία 41/2003 της Ε.Ε:
·Ο πρώτος πυλώνας αφορά τις –χαμηλές– εγγυημένες από το δημόσιο συντάξεις, που θα τείνουν να είναι όλο και πιο χαμηλές.
·Ο δεύτερος πυλώνας μορφές επαγγελματικής ασφάλισης που –σε αντίθεση με τα ισχύοντα π.χ. για τις επικούρικές συντάξεις στην Ελλάδα– θα είναι ανταποδοτικός και κεφαλαιοποιητικός.
·Ο τρίτος πυλώνας είναι η ατομική ασφάλιση, με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με τη μορφή ατομικών ασφαλιστικών συμβολαίων, κατά το πρότυπο αυτών που μπορεί κανείς να συνάψει με μια ασφαλιστική εταιρεία,
Η βασική φιλοσοφία του συστήματος των τριών πυλώνων είναι η ριζική μείωση του τμήματος εκείνου των συνολικών αποδοχών ενός συνταξιούχου που είναι κρατικά εγγυημένο και αναδιανεμητικό και η αύξηση του τμήματος που προέρχεται από κεφαλαιοποιητικά προγράμματα. Μια τέτοια τάση σημαίνει και πολύ μεγαλύτερο κόστος για τους εργαζομένους αλλά και πολύ μεγαλύτερη ανασφάλεια ως προς το εάν θα πάρουν μια αξιοπρεπή σύνταξη.
Απέναντι σε αυτές τις αλλαγές θα έχουμε σε ολόκληρη την Ευρώπη. αλλεπάλληλα κύματα μεγάλων κοινωνικών συγκρούσεων, μια που το ασφαλιστικό αντιμετωπίζεται ως συμπύκνωση ευρύτερων συλλογικών προσδοκιών δικαιοσύνης και αναδιανομής (πολύ περισσότερο από ό,τι π.χ. η άμεση σύγκρουση με τον εργοδότη).
Στην Ελλάδα το ασφαλιστικό σύστημα στηρίχθηκε αρχικά στην πολύ μεγάλη αναλογία εργαζομένων προς ασφαλισμένους, ειδικά στη μεταπολεμική περίοδο με τη μικρή ανεργία. Ακριβώς, γι’ αυτό το λόγο και υπήρξε μια εκτεταμένη λεηλασία των αποθεματικών των ταμείων, είτε με την άτοκη κατάθεσή τους για δεκαετίες, είτε με την αξιοποίησή τους ως βάσης για φτηνά δάνεια στις επιχειρήσεις (θαλασσοδάνεια), είτε με την απουσία οποιασδήποτε «αποθεματοποίησής» τους (π.χ. στο δημόσιο δεν υπάρχει η έννοια των εισφορών και των αποθεματικών, υπάρχει απλώς η λογιστική κατ’ αναλογία μείωση των μισθών και η πρόβλεψη των σχετικών κονδυλίων στον προϋπολογισμό). Ταυτόχρονα η πίεση από το εργατικό κίνημα είχε σημαντικές επιτυχίες και κατακτήσεις: την 35ετία χωρίς όριο ηλικίας, καθώς και εκτεταμένες μορφές πρόωρης συνταξιοδότησης.
Και εδώ θα πρέπει να πούμε ότι επειδή γίνεται μεγάλη συζήτηση για τα ελλείμματα των ταμείων, ότι το θέμα δεν είναι «τεχνικό». Η ελλειμματικότητα των ταμείων έχει συγκεκριμένα αίτια:
·Το τεράστιο ύψος των «κλεμμένων» από τη δεκαετία του 1950 και μετά, που φτάνουν σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ.
·Το γεγονός ότι το δημόσιο επιμένει να μην καταβάλλει το σύνολο της επιχορήγησης που το ίδιο έχει θεσπίσει. Οι σημερινές οφειλές του δημοσίου προς τα ασφαλιστικά ταμεία ανέρχονται σε 8,7 δισ. ευρώ, ενώ ταυτόχρονα το κράτος πολλές φορές απαλλάσσει εαυτόν από την καταβολή εισφορών.
·Την τεράστια έκταση της εισφοροδιαφυγής εξαιτίας της μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας. Έχει υπολογιστεί ότι ανασφάλιστη εργασία στη χώρα μας ξεπερνάει το 1 εκατομμύριο ενώ 1 στους 4 μισθωτούς και 1 στις 7 επιχειρήσεις δεν υπάρχουν για το ΙΚΑ.
·Την τεράστια έκταση της υποασφάλισης σε πολλές κατηγορίες εργαζομένων. Για παράδειγμα το 2005 το 9,1% των ασφαλισμένων του ΙΚΑ είχε μέσες μηνιαίες αποδοχές έως 100 ευρώ, το 18,6% από 101-300 ευρώ και το 16,7% από 301-500. Η κλίμακα της υποασφάλισης (δήλωση μικρότερων αμοιβών από τις πραγματικές) είναι ιδιαίτερα έντονη σε συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων: π.χ. το 68% των αλλοδαπών το 2005 είχαν αποδοχές μέχρι 500 ευρώ (το 41% μέχρι 300 ευρώ).
·Την πρακτική του ίδιου του κράτους να προσλαμβάνει ανασφάλιστους εργαζομένους. Οι συμβάσεις των stage, που σήμερα αποτελούν αυξανόμενη μορφή απασχόλησης στο δημόσιο, επειδή θεωρούνται ‘μαθητεία’ δεν περιλαμβάνουν ασφαλιστικές εισφορές!
Σε ότι αφορά τις ανατροπές στο ασφαλιστικό, η πρώτη σημαντική απόπειρα τομής γίνεται με το Ν. 2084/92, το λεγόμενο νόμο Σιούφα. Αυτός καθιερώνει μια σειρά καινοτομίες;
·Εισάγει το διαχωρισμό παλαιών και νέων ασφαλισμένων, εφόσον διαμορφώνει τρεις κατηγορίες: πριν το 1982, πριν το 1993, μετά το 1993. Αυτή ήταν η πρώτη τέτοιας κλίμακας προσπάθεια να υπάρχει μια διάσπαση των εργαζομένων ως προς τα δικαιώματα και τις προοπτικές, κατεύθυνση στην οποία βάδισαν και όλες οι επόμενες κυβερνήσεις.
·Ανεβάζει τα όρια ηλικίας στα 65 για τους δημοσίους υπαλλήλους (νέους). Κρατάει την 35ετία για τον ιδιωτικό τομέα
·Εισάγει περιορισμούς στο ποσοστό αναπλήρωσης (κατεβάζοντας τη βάση υπολογισμού στους πέντε τελευταία έτη και προτείνοντας αναπλήρωση 60% για 35 χρόνια υπηρεσίας)
·Καταργεί για τους μετά το 1982 μορφές πρόωρης συνταξιοδότησης όπως η 15ετία για τις γυναίκες
·Καθιερώνει τη συμμετοχή του κράτους στις ασφαλιστικές εισφορές
Παρά την αντίδραση, ο νόμος θα περάσει και επί της ουσίας δεν θα τροποποιηθεί από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, παρά την τυπική καταδίκη του. Άλλωστε, ο κύριος όγκος των ρυθμίσεών του ήταν περισσότερο για το μέλλον.
Το 2000-2001 το θέμα θα ξαναέρθει στο προσκήνιο. Τον Απρίλιο του 2001 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρουσιάζει τις προτάσεις Γιαννίτση για το ασφαλιστικό:
·Σύνταξη με 40 χρόνια εργασίας χωρίς όριο ηλικίας ή στο 65ο έτος με 35ετία (πρότεινε την κατάργηση της 35ετίας / 58 έτη)
·Το ποσοστό αναπλήρωσης (σύνταξης) θα είναι 60% του μέσου μισθού της τελευταίας (καλύτερης) 10ετίας, αναπροσαρμοζόμενο κατά το ύψος των αποδοχών.
·Επανεξέταση όλων των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων και διατήρηση των σημερινών ορίων και προϋποθέσεων συνταξιοδότησης όσων (επαγγελμάτων) διασωθούν.
·Αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης και του χρόνου ασφάλισης κατά 6 μήνες από την 1/1/2007 για τους «παλαιούς» εργαζομένους.
·Σχεδιασμός ενοποίησης ταμείων με τη δημιουργία 8 Ταμείων κύριας ασφάλισης (ΙΚΑ, Δημόσιο, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες, ΔΕΚΟ, Τράπεζες, επιστήμονες και δημοσιογράφοι) και διάλυση των σημερινών Επικουρικών Ταμείων και η δημιουργία «θυγατρικών» Επικουρικών, τα οποία θα αναφέρονται στα Ταμεία κύριας σύνταξης.
Ύστερα από ένα πρωτοφανές απεργιακό κύμα, με την πιο μεγάλη πανεργατική συγκέντρωση των τελευταίων ετών και την κοινωνική σύγκρουση να εσωτερικεύεται μέσα στο ΠΑΣΟΚ, οι προτάσεις Γιαννίτση αποσύρονται.
Ένα χρόνο μετά και με την προκλητική συναίνεση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας έρχεται ο νόμος Ρέππα (3029/2002) ο οποίος:
·Πηγαίνει από τα 35 στα 37 χρόνια χωρίς όριο ηλικίας, αυξάνει κατά δύο χρόνια το συνολικό εργάσιμο χρόνο και καταργεί από 01/01/2008 μια σειρά από πρόωρες συντάξεις.
·Από 01/01/2008 αυξάνει σταδιακά τη βάση υπολογισμού της σύνταξης, από τον καταληκτικό χρόνο στην τελευταία πενταετία (επεκτείνοντας και στους «παλιούς» ό,τι ίσχυε στο δημόσιο για τους «νέους»).
·Αυξάνει την αναπλήρωση στο 70% από 60% σταδιακά από 01/01/2008 για τους δημόσιους υπαλλήλους, αφαιρώντας βέβαια τα επιδόματα. Καθιερώνει και εδώ την αναπλήρωση στο 70% («ανεβάζει» την αναπλήρωση για τους νέους, την «κατεβάζει» για τους ενδιάμεσους)
·Επιμένει στην κατεύθυνση της ενοποίησης των ταμείων
·Καθιερώνει την έννοια των «Επαγγελματικών ταμείων» που λειτουργούν με κεφαλαιοποιητικό και ανταποδοτικό τρόπο και είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Η εξέλιξη αυτή αντιστοιχεί στη λογική του ανταποδοτικού «δεύτερου πυλώνα»
·Προβλέπει (αλλά δεν υλοποίησε) αλλαγή του καθεστώτος των ΒΑΕ. Και εδώ έχουμε μια συνολικότερη εξέλιξη: Με πρόσχημα τη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας γίνεται προσπάθεια να αποχαρακτηριστούν επαγγέλματα και έτσι να καταργηθούν δυνατότητες συνταξιοδότησης με λιγότερα ένσημα. Αυτό, βέβαια, που παραβλέπεται είναι ότι και οι συνθήκες παραμένουν άθλιες σε μια σειρά από κλάδους, αλλά και ότι εμφανίζονται νέες μορφές επαγγελματικών ασθενειών.
·Καθιερώνει τη χρηματοδότηση από το κράτος του ΙΚΑ στο ύψος του 1% του ΑΕΠ (ποσό που δεν δόθηκε μέχρι τώρα παρά μόνο ως ποσοστό περίπου 0,80%), ποσό που είναι κατά πολύ μικρότερο των οφειλομένων, με βάση και την θεσπισμένη από το 1993 τριμερή χρηματοδότηση της ασφάλισης.
Η επόμενη μεγάλη τομή θα είναι το 2005 όταν με τον 3371/2005, παρά την απεργία διαρκείας της ΟΤΟΕ, όλοι οι νεοπροσλαμβανόμενοι στις τράπεζες ασφαλίζονται στο ΙΚΑ, ορίζεται η ένταξη στο ΙΚΑ όλων των ασφαλισμένων τραπεζοϋπαλλήλων, μετά τη διάλυση των επιμέρους ταμείων και η δημιουργία ενιαίου επικουρικού ταμείου (παρότι δεν είναι θεσμικά τόσο εύκολο να διαλυθούν ορισμένα από τα επιμέρους επικουρικά). Παράλληλα στο χώρο των μηχανικών με το νόμο 3518/2006 επήλθε ριζική επιδείνωση της ασφαλιστικής θέσης ειδικά των νέων μηχανικών, αλλά και πολύ μεγαλύτερη επιβάρυνσή τους με ασφαλιστικές εισφορές.
Ταυτόχρονα, σε όλη αυτή την περίοδο επεκτάθηκε η πρακτική τα ταμεία να επενδύουν μέρος των αποθεματικών τους σε χρηματιστηριακά προϊόντα («δομημένα ομόλογα»), πρακτική που έδειξε τις συνέπειες της με το πρόσφατο σκάνδαλο.
Σε αυτό το φόντο έρχονται οι τρέχουσες κυβερνητικές προτάσεις. Από ό,τι φαίνεται η κατεύθυνση θα είναι:
·Ενοποίηση ταμείων ως βασικός μοχλός για την επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων που μέχρι τώρα είχαν κάποιες ασφαλιστικές κατευθύνσεις.
·Παράταση του εργάσιμου βίου, είτε μέσω αύξησης των ορίων, είτε μέσω μείωσηςτου ποσοστού αναπλήρωσης που ισχύει για τα 37 χρόνια ή ακόμη και για το όριο των 65, ώστε να υπάρχει «κίνητρο» για παραμονή.
·Κατάργηση των όποιων δυνατοτήτων υπάρχουν ακόμη για σχετικά πρόωρη συνταξιοδότηση (π.χ. 20ετία και 55 έτη για μητέρες ανήλικων παιδιών)
·Μείωση των συντάξεων με επέκταση της βάσης υπολογισμού της σύνταξης σε ακόμη μεγαλύτερο τμήμα του εργάσιμου βίου (καλύτερη 10ετία ή 15ετία – οι πιο ακραίες προτάσεις μιλούν για συνυπολογισμό ολόκληρου του εργασιακού βίου)
·Ενεργοποίηση του «δεύτερου και τρίτου πυλώνα» (επαγγελματικά ανταποδοτικά ταμεία και ατομικοί ασφαλιστικοί λογαριασμοί) ως αναγκαστική λύση απέναντι στις συντάξεις πείνας).
·Ταυτόχρονα, διατυπώνονται και απειλές ότι αυτά θα επηρεάσουν το σύνολο των σημερινών εργαζομένων («παλιών» και «νέων»)
Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια μεγάλη επίθεση, που όχι μόνο θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση του ασφαλιστικού καθεστώτος:
·Παράταση της παραμονής στην εργασίας και μείωση των ανοιχτών θέσεων εργασία
·Αναγκαστικές περίοδοι ανεργίας εργαζομένων στα 55+
·Ριζική επιδείνωση της θέσης της εργαζόμενης μητέρας
·Κοινωνική υποβάθμιση των συνταξιούχων και οικονομική εξαθλίωση (ήδη το 2005 το 64% των συνταξιούχων του ΙΚΑ έχει μέση μηνιαία σύνταξη μέχρι 500 ευρώ!)
Απέναντι σε αυτό χρειάζεται μια συνδικαλιστική και πολιτική στοχοθεσία που να επικεντρώνει σε δύο βασικές παραμέτρους:
·Αφενός την αποτροπή οποιασδήποτε προσπάθειας επιδείνωσης του σημερινού ασφαλιστικού
·Αφετέρου, την προσπάθεια να αποτραπεί η ενεργοποίηση βασικών πλευρών των ήδη ψηφισμένων νόμων: Να μην ξεκινήσει η αλλαγή υπολογισμού της σύνταξης, να παραμείνουν τα 35 χρόνια (10.500 ένσημα) για όλους. Να μην αναθεωρηθούν τα ΒΑΕ (αλλά να προστεθούν και άλλα). Να παραμείνει η αναπλήρωση της κυρίας σύνταξης στο 80% του καταληκτικού μισθού. Να σταματήσει η επένδυση των αποθεματικών στο χρηματιστήριο και σε χρηματιστηριακά προϊόντα.
Αυτό θα πρέπει να συνδυάζεται με την προβολή μιας βασικής θέσης: Για την ασφάλιση (και τα ελλείμματά της) να πληρώσουν κράτος και καπιταλιστές.
Στη βάση αυτών των στόχων και περισσότερο με την έννοια της ‘αξιακής’ προβολής στόχων μπορούμε να προσθέσουμε και πιο προοπτικά αιτήματα: Μείωσης του εργάσιμου βίου (π.χ. 30 χρόνια εργασίας / 9.000 ένσημα ή 60 έτη ηλικίας), γενναίας αύξησης των συντάξεων, εργατικού ελέγχου των ταμείων.
Η προβολή «αξιακών» αιτημάτων δεν θα πρέπει να οδηγεί στην προβολή λανθασμένων αιτημάτων. Π.χ. το αίτημα για «ενιαίο ταμείο» παραβλέπει ότι σήμερα η βασική τάση είναι η ενοποίηση προς τα κάτω των ταμείων, ενώ υποτιμά την ανάγκη να υπάρχουν κλάδοι με αυξημένες κατακτήσεις που να λειτουργούν ως παράδειγμα για τους υπόλοιπους. Αντίστοιχα, αιτήματα όπως ‘αυτοδιαχείριση’ των ταμείων μπορούν εύκολα να διολισθήσουν προς κατευθύνσεις ‘αποδοτικής επένδυσης’ των αποθεματικών κ.λπ., ενώ ταυτόχρονα απεμπολούν τη δημόσια εγγύηση του συστήματος ασφάλισης. Αλλά και το αίτημα για μείωση ή κατάργηση των εργατικών εισφορών είναιλανθασμένο, το οποίο αφενός δεν θα αλλάξει τίποτε, μια που τελικά πάλι σε βάρος των μισθών θα μετακυλιστούν οι αυξημένες εισφορές των εργοδοτών, αφετέρου παραβλέπει ότι σήμερα το γεγονός των εργατικών εισφορών διαμορφώνει άλλους όρους σχέσης -σε επίπεδο συνείδησης- των εργαζομένων με το ασφαλιστικό σύστημα (π.χ. η αναφορά στις απώλειες των αποθεματικών ως κλοπή εισφορών). Αντί για τη μείωση των εισφορών ας προτείνουμε την αύξηση των μισθών.
Εάν θα θέλαμε να προτείνουμε ενδεικτικά αιτήματα – άξονες θα μπορούσαμε να δούμε:
4Κατοχύρωση του δημόσιου και καθολικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος – Η ασφάλιση είναι δικαίωμα και όχι εμπόρευμα – Όχι στηνιδιωτικοποίηση και τους «δεύτερους και τρίτους πυλώνες».
4Κατοχύρωση του αναδιανεμητικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος – Για τα ελλείμματα να πληρώσουν το κράτος και οι επιχειρήσεις που τα δημιούργησαν και πλουτίζουν από αυτά.
4Όχι στην αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης – Να μειωθεί και όχι να αυξηθεί ο συνολικός εργάσιμος βίος – Ευνοϊκότεροι όροι για τις μητέρες και άλλα ευαίσθητα τμήματα του πληθυσμού.
4Αυξήσεις στις συντάξεις – οι συνταξιούχοι έχουν δικαίωμα σε αξιοπρεπή διαβίωση και όχι σε συντάξεις πείνας και ελεημοσύνες – Όχι στην εθνική σύνταξη κατώτατης εξαθλίωσης.
4Αναγνώριση της πραγματικότητας των σύγχρονων επαγγελματικών ασθενειών και της καταπόνησης των εργαζόμενων – Όχι στην κατάργηση, ναι στη διεύρυνση των βαρέων ανθυγιεινών.
4Τα έσοδα των ταμείων να αυξηθούν με:
-Μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους – Όχι στην ανασφαλή και ανασφάλιστη εργασία.
-Τέρμα στην εισφοροδιαφυγή κράτους και εργοδοτών – Όχι τζόγο με τα αποθεματικά των ταμείων.
-Νομιμοποίηση και ένταξη στην κοινωνική ασφάλιση όλων των μεταναστών.
-Ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς.