Το πραγματικό ερώτημα
Το πραγματικό ερώτημα σε σχέση με την όλη πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση σχετικά με την Επιτροπή Πρωτοβουλίας, την Πανελλαδική Συνέλευση στις 9 Ιούνη και τις αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις δεν είναι τι θα γίνει στις εκλογές και εάν και πόσα σχήματα θα κατέβουν στις εκλογές. Το πραγματικό ερώτημα είναι τι ριζοσπαστική αριστερά θέλουμε.
Θέλουμε μια ριζοσπαστική αριστερά φοβική και εσωστρεφή, που θα ασχολείται με σκιαμαχίες για διατυπώσεις κειμένων και «προγραμματικά πλαίσια» που ελάχιστοι προσέχουν, που θα δίνει την εικόνα ενός σπαρασσόμενου μικρόκοσμου, που θα κυριαρχείται από τη λογική «λιγότεροι και καλύτεροι»;
Ή θέλουμε μια ριζοσπαστική αριστερά που θα ξαναπιάνει το νήμα από τους μεγάλους αγώνες στους οποίους έχει πρωταγωνιστήσει, που θα σέβεται την αγωνία και την προσπάθεια χιλιάδων αγωνιστών σε όλη την Ελλάδα που αναφέρονται σε αυτή, που θα προσπαθεί να κάνει πολιτική με κριτήριο όχι το πώς βλέπει αυτή τον εαυτό της, αλλά το πώς την βλέπουν αυτοί στους οποίους απευθύνεται;
Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε και όχι να ξεψαχνίζουμε την μία ή την άλλη φράση σε ένα πλαίσιο, ή να σπεύδουμε να ανακαλύπτουμε «αριστερούς σοσιαλδημοκράτες» εντός των γραμμών μας. Η ριζοσπαστική αριστερά έχασε μια ιστορική ευκαιρία στη μεταπολίτευση όταν κάθε οργάνωσή θεωρούσε ότι είναι το κόμμα της εργατικής τάξης με βασικό ταξικό αντίπαλό όποια οργάνωση είχε την πιο κοντινή σε αυτή άποψη! Ας μη χάσει άλλη μία…
Ποιος τραυματίζει τη ριζοσπαστική αριστερά;
Τη ριζοσπαστική αριστερά δεν την τραυματίζουν ενωτικές πρωτοβουλίες όπως αυτή της 9 Ιούνη, που ανοίγουν δρόμους διαλόγου και κοινής δράσης. Τη ριζοσπαστική αριστερά την τραυματίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ένα ενιαίο πανελλαδικό δίκτυο εργατικών σχημάτων, επειδή κάποιοι, αντιγράφοντας το ΚΚΕ στις χειρότερες εκδοχές του σεχταρισμού του, θεωρούν ότι ρήξη με τον υποταγμένο συνδικαλισμό σημαίνει και ρήξη με τους απεργούς. Την τραυματίζει ότι τα ΕΑΑΚ αδυνατούν πάνω από δέκα χρόνια να πάρουν μια αποφασιστική πρωτοβουλία για την ανασυγκρότηση του φοιτητικού συνδικαλισμού. Την τραυματίζει η υπονόμευση και ουσιαστικά διάλυση μαζικών πρωτοβουλιών όπως αυτή κατά της αναθεώρησης του Συντάγματος με τον εκβιασμό για κείμενα προγραμματικής απογείωσης που καμιά σχέση δεν είχαν με τις απαιτήσεις της πάλης.
Την τραυματίζει η αδυναμία συνειδητοποίησης ότι μια σειρά από γραμμές και λογικές και πρακτικές έχουν δοκιμαστεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Και η γραμμή του χωροταξικού διαχωρισμού και του σεχταρισμού και η γραμμή της εδώ και τώρα προβολής οραματικών αιτημάτων και η γραμμή της καταναγκαστικής μεγαλοστομίας για την κομμουνιστική απελευθέρωση δοκιμάστηκαν, έδειξαν τα όρια τους, δεν απάντησαν στην εκ νέου ενίσχυση του ρεφορμισμού από την προηγούμενη δεκαετία και μετά και δεν αντέστρεψαν τάσεις πολιτικής απομείωσης όσων τις εξέφρασαν. Ο τακτικισμός, οι χειρισμοί, η έμφαση στο «συμβολισμό» έρχεται ακριβώς τη στιγμή που διαπιστώνεται η πραγματική αλλαγή των συσχετισμών και η απουσία υλικού ερείσματος.
Και κάποτε πρέπει να γίνει και μια πραγματική αποτίμηση λογικών και πρακτικών μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά, γιατί δεν είναι όλες συμμετρικές. Δεν είναι συμμετρικές απόψεις και πρακτικές που έστειλαν εκατοντάδες και χιλιάδες αγωνιστές στο σπίτι τους ή στο ρεφορμισμό και απόψεις και πρακτικές που οικοδόμησαν μαζικά σχήματα, τροφοδότησαν κινήματα, συνέβαλαν σε μαζικούς αγώνες. Δεν είναι ισοδύναμη η προσπάθεια ανάγνωσης της πραγματικότητας ως έχει και του εντοπισμού των πεδίων παρέμβασης και μια αυτοαναφορική και εν πολλοίς ναρκισσιστική διόραση της κατάρρευσης του καπιταλισμού και της επερχόμενης επανάστασης σε τακτά χρονικά διαστήματα. Δεν μπορεί να είναι πάντα θετικός ο απολογισμός σε «ενωτικά εγχειρήματα» που δεν κατάφεραν να επιδείξουν κάποια δυναμική.
Τι είναι τελικά η 9 Ιούνη;
Είναι αυτό που με σαφήνεια η ίδια διακήρυξε: Πρωτοβουλία για το άνοιγμα της συζήτησης για την ενωτική παρέμβαση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Και όντως αυτό το σκοπό τον πέτυχε. Και μέσα από την 9 Ιούνη και μέσα από τις αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις σε πόλεις και γειτονιές, με όλα τα αναπόφευκτα προβλήματα και τις πραγματικές αντιφάσεις κατά περίπτωση, άνοιξε με τρόπο πρωτόγνωρο μια δημόσια συζήτηση για την κατάσταση και τις προοπτικές της ριζοσπαστικής αριστεράς. Γίνεται ένας πλούσιος διάλογος. Αναδείχτηκαν δυνατότητες να βαθύνει και να εμπλουτιστεί το πολιτικό πλαίσιο. Καταγράφηκαν δρόμοι σύνθεσης. Αυτό που εκφράστηκε δεν ήταν η απήχηση της Επιτροπής Πρωτοβουλίας: Πάνω από όλα εκφράστηκε η αγωνία και η απαίτηση όλων αυτών των αγωνιστών για να υπάρξει επιτέλους αυτό που έθεσε ως πρόκληση ο Ευτύχης Μπιτσάκης: ένα ενωτικό ψηφοδέλτιο της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Είναι σαφές ότι μέσα στην όλη προσπάθεια αναδεικνύονται δυναμικές που υπερβαίνουν το ζήτημα των εκλογών. Είναι δυναμικές για μια άλλη κατάσταση στη ριζοσπαστική αριστερά, όχι μόνο σε σχέση με την ενότητα, αλλά και σε σχέση με την φυσιογνωμία. Είναι η απαίτηση όλων εκείνων που αναθάρρησαν με το θετικό αποτέλεσμα των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών (αλήθεια, θα κοιτάξουν διάφοροι θεματοφύλακες της «καθαρότητας» τα πλαίσια που κατατέθηκαν τότε…) και εμπνεύστηκαν από τους μεγάλους αγώνες και τον πρωτοπόρο ρόλο των ριζοσπαστικών σχημάτων. Αυτοί οι αγωνιστές απαιτούν μια ριζοσπαστική αριστερά κοινωνικά αποτελεσματική, αγωνιούν για μια άλλη κατάσταση στα σχήματα, πέραν του σημερινού κατακερματισμού, διεκδικούν τη δυνατότητα ανάληψης κεντρικών πρωτοβουλιών με διάρκεια και απήχηση, θέλουν μια σταθερή διαδικασία διαλόγου και αναζήτησης, αναζητούν μια άλλη έντυπη έκφραση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Και αυτά είναι νήματα και προκλήσεις από την όλη διαδικασία στις οποίες πρέπει να σκύψουμε πριν, κατά και μετά τις εκλογές.
Διέξοδος υπάρχει!
Αυτή τη στιγμή είναι σαφές ότι δυνατότητα διεξόδου υπάρχει. Δεν είναι απλώς ότι το κείμενο-κάλεσμα (και φυσικά όχι «πλαίσιο») για τις 9 Ιούνη έθεσε ένα σαφές αριστερό αντικαπιταλιστικό στίγμα (σε πείσμα του ιεροεξεταστικού ζήλου όσων με σχολαστικότητα ταλμουδιστή αναζητούν «ελλείψεις»). Δεν είναι μόνο ότι πέφτει στο κενό η προσπάθεια εκμετάλλευσης της τακτικής του ΣΕΚ απέναντι στο ΠΑΣΟΚ (μια μηχανιστική μεταφορά στο σήμερα μια τακτικής απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία που διαμορφώθηκε σε άλλες εποχές και πριν την οριστική αστική και νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή της), καθώς σαφές πολιτικό στίγμα της Πρωτοβουλίας είναι η καταδίκη κάθε κεντροαριστερού σεναρίου και η άρνηση οποιασδήποτε πολιτικής στήριξης στις δυνάμεις του δικομματισμού. Είναι πάνω από όλα ότι σε μια σειρά από αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις οι αποφάσεις και τα κείμενα βάζουν ένα σαφές πολιτικό πλαίσιο που καλύπτουν όλες τις βασικές πλευρές της φυσιογνωμίας του εγχειρήματος. Προφανώς και αυτό το πλαίσιο δεν θα περιλαμβάνει διάφορους λανθασμένους υποκειμενισμούς, είτε αυτοί είναι η νεφελώδης «σοσιαλιστική διεθνοποίηση» ως συμπλήρωμα της ορθής θέσης για την αποδέσμευση από την Ε.Ε., είτε η απαίτηση να είναι θέση του κοινού εγχειρήματος η χρεωκοπημένη λογική του χωροταξικού διαχωρισμού, είτε διάφορα αιτήματα που δεν είναι κεκτημένο του κινήματος. Περιλαμβάνει, όμως, αυτό το πλαίσιο όλες τις βασικές οριοθετήσεις ενός αντικαπιταλιστικού εγχειρήματος: Αντικυβερνητικός τόνος, καταδίκη ΠΑΣΟΚ, αντισυνδιαχειριστικός τόνος, αντικαπιταλιστικός και αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμός, εμμονή στην αναγκαιότητα του επαναστατικού δρόμου.
Άλλωστε, όλοι γνωρίζουμε ότι η πολιτική δεν γίνεται με λέξεις. Αυτοί στους οποίους θέλουμε να απευθυνθούμε θέλουν να δουν ενότητα, αποτελεσματικότητα και μαχητικότητα και όχι την μία ή την άλλη φράση σε ένα πλαίσιο. Με λέξεις και φράσεις δεν μετριέται η αριστεροσύνη, απλώς ικανοποιείται η πολιτική μας αυταρέσκεια…
Άρα λοιπόν το πλαίσιο μπορεί να υπάρξει. Όπως υπάρχει και η διαδικασία: ολοκλήρωση των αντικαπιταλιστικών συνελεύσεων, συγκέντρωση του πλούτου της συζήτησης που έχει προκύψει από αυτές και ολοκλήρωση της διαδικασίας με μια μεγάλη πανελλαδική συνέλευση στις 14 Ιούλη για να μπορεί να δοθεί μετά η μάχη των εκλογών.
Το ερώτημα είναι απλό θα τολμήσουμε να δοκιμάσουμε το δρόμο της ενότητας, της σύνθεσης, της δημοκρατικής διαδικασίας, του πραγματικού προχωρήματος της υπόθεσης του πόλου ή θα βολευτούμε για άλλη μια φορά σε σχήματα και πρακτικές που το μόνο που υπόσχονται είναι τη βεβαιότητα της χαμένης ευκαιρίας;