Αδιαμφισβήτητα, η διεξαγωγή της 1ηςΣυνδιάσκεψης της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. αποτελεί εξ αντικειμένου τεράστιο βήμα και πολιτικό γεγονός προς τη συγκρότηση του μετώπου.Χιλιάδες σύντροφοι και συντρόφισσες από όλοι την Ελλάδα, σε πέραν των 50 Τοπικών Επιτροπών πανελλαδικά καλούνται να συζητήσουν και να συνδιαμορφώσουν ένα πλαίσιο πολιτικών εκτιμήσεων και πολιτικών θέσεων όπως επίσης να αποφασίσουν ένα πλαίσιο οργανωτικών αρχών που θέλουμε όλοι να πιστεύουμε ότι θα λειτουργήσει προωθητικά το στρατηγικό μας σχέδιο της ανατροπής.Ωστόσο ο τρόπος που φτάνουμε μέχρι τη Συνδιάσκεψη εξακολουθεί να θέτει υπό αίρεση, αφενός το εάν το πολιτικό αυτό γεγονός θα ξεπερνά τα όρια τηςΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. επηρεάζοντας την αριστερά και το πολιτικό γίγνεσθαι στο σύνολό του, και αφετέρου το εάν θα σηματοδοτήσει σημείο μη επιστροφής για το ίδιο το μέτωπο, τη μέχρι τώρα λειτουργία του, την εσωτερική του συγκρότηση και δημοκρατία.

Κανείς οφείλει να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου κατά πρώτον γιατί η διαμόρφωση των εισηγητικών κειμένων με ευθηνή του ΚΣ της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. ήταν προϊόν ενός διαλόγου αποκομμένου από τη σκέψη και τη δράση του κόσμου των τοπικών και κλαδικών της επιτροπών αλλά και την τόλμη ακόμα και ανοικτών διατυπώσεων σε σημεία που όλοι καταλαβαίνουμε ότι εξ αντικειμένου μας απασχολούν, κατά δεύτερον γιατί ο βεβιασμένος τρόπος που οργανώθηκε ο προσυνδιασκεψιακός διάλογος μέσα στο καλοκαίρι και τις λίγες ημέρες του φθινοπώρου δεν επέτρεψε σε καμία δυναμική να λειτουργήσει προωθητικά και κατά τρίτον (και αυτό είναι το πλέον ανησυχητικό) γιατί ο συνολικός απόηχος που αναδύεται από τις μέχρι τώρα διαδικασίες στις τοπικές επιτροπές δεν αποπνέει ούτε αέρα βαθέματος και αποσαφήνισης, ούτε αίσθηση προχωρήματος, ούτε μια βούληση τομής με το παρελθόν αλλά αντιθέτως μιας συνέχειας των αντιφατικών πεπραγμένων μας, σε ένα σπιράλ πολιτικής υποχώρησης για την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. που το εισπράττουμε και από την κοινωνία είτε το ομολογούμε είτε όχι.

Το εάν τελικά η 1η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. καταφέρει να περάσει απαρατήρητη ή αντίθετα καταφέρει να αφήσει θετικό απόηχο και παρακαταθήκη τόσο στη συνείδηση των μελών της όσο και στη συνείδηση του κόσμου της αριστεράς και των κινημάτων, είναι στο χέρι μας. Όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις υπάρχουν. Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. είναι μέτωπο και ταυτόχρονα μια κρίσιμη πολιτική συσσώρευση που αριθμεί χιλιάδες αγωνιστές πανελλαδικά όλων την ηλικιών, από όλους τους εργασιακούς χώρους που πρωτοστατούν σχεδόν σε όλα τα κινηματικά δρώμενα της περιόδου. Ως εκ τούτου δύναται με δημιουργικό τρόπο και οφείλει να επεξεργαστεί και να βαθύνει ακόμα περισσότερο το πρόγραμμα των 4 σημείων (διαγραφή χρέους – στάση πληρωμών, έξοδο από Ευρώ - ΕΕ, κρατικοποιήσεις, αναδιανομή πλούτου)που προτείνουμε ως αντικαπιταλιστική διέξοδο από τη κρίση. Τίποτα άλλο να μην κάναμε και μόνο αυτό αν το καταφέρναμε, θα ήταν μια τεράστια συνεισφορά στο κίνημα και στην αριστερά της εποχής μας. Έπειτα, η ίδια η περίοδος εντός της οποίας πραγματοποιείται η 1η Συνδιάσκεψη είναι μια κρίσιμη περίοδος, πλήρης πολιτικών και κοινωνικών αγώνων όπου τα ερωτήματα του προγράμματος και του υποκειμένου δεν είναι απλά απολήξεις μιας ιδεολογικής συζήτησης για την ανατροπή στο επέκεινα αλλά αναγκαστικές αφετηρίες μιας ανατρεπτικής αφήγησης που ξεκινά από τα συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα της περιόδου και αφορά υπαρκτά άμεσα ενδεχόμενα της υλικής πραγματικότητας (χρεοκοπία, έξοδος από το ευρώ κλπ). Βέβαια από την άλλη πλευρά, η 1η Συνδιάσκεψη γίνεται και σε μια περίοδο έντονης εσωστρέφειας και αμηχανίας για την αριστερά ειδικά μετά το όριο που αντιληφθήκαμε όλοι ότι έπιασε η λαϊκή αντίσταση μέσα στο καλοκαίρι. Όμως είναι στο χέρι μας αυτό το κακό κλίμα να το ανατρέψουμε και η 1η συνδιάσκεψη της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.πρέπει να θέσει αυτό τον στόχο.

Έτσι βγαίνοντας από την 1ης συνδιάσκεψη, η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. καλείται όχι απλά να παίξει ρόλο αριστερής αντιπολίτευσης στα ρεφορμιστικά αριστερά κόμματα, ούτε απλά ρόλο ενορχηστρωτή κινηματικών εξάρσεων. Καλείται να διατυπώσει εκείνες τις αναγκαίες ανατρεπτικές πολιτικές προγραμματικές κατευθύνσεις ως πρόταση για το πώς συνολικά η αριστερά και ο κόσμος των κινημάτων πρέπει να κινηθεί στη κατεύθυνση ενός αριστερού μετώπου ανατροπής της κυβέρνησης – ΕΕ - ΔΝΤ ανασυνθέτοντας το πολιτικό τοπίο στην αριστερά με μετατοπίσεις και αναγκαίες ρήξεις σε ένα σχέδιο ικανό να πάει τα πράγματα πολύ παραπέρα τόσο από την κατά Τσίπρααναπόληση των ημερών ΠΑΣΟΚικης επίπλαστης ευδαιμονίας για τους μικροαστούς, όσο και από την κατά Παπαρήγα απόδραση από το άμεσο και της ενατένισης μιας λαϊκής εξουσίας με όρους ιερατείου, σεκταρισμού και μεγαλοστομίας.

Όμως για να τα πετύχουμε όλα αυτά, πρέπει μετά το πέρας της 1ης Συνδιάσκεψης, η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. να έχει σε βάθος την αυτοπεποίθηση ενός πολιτικού οργανισμού αυτού του μεγέθους και κοινωνικού εύρους που περιγράφηκε παραπάνω, που να μπορεί να υποδεχθεί και να πολιτικοποιήσει ακόμα περισσότερους αγωνιστές, που να μπορεί να υποδεχτεί περισσότερες τάσεις ή και άλλες οργανώσεις, που να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις προκειμένου να υλοποιεί μορφές κοινής δράσης αλλά και μορφές μετωπικής πολιτικής με τάσεις που προσεγγίζουν την πολιτική μας πρόταση χωρίς φυσιογνωμικές αγκυλώσεις και βέτο, που να μπορεί να εκδώσει 15ήμερη πολιτική εφημερίδα, που να μπορεί δημοκρατικά να επεξεργάζεται και να συνθέτει πολιτικές αποφάσεις εκμεταλλευόμενη με δημιουργικό τρόπο την δυναμική των αντιθέσεων που υπάρχει στο εσωτερικό της, εκμεταλλευόμενη την ύπαρξη τάσεων ακόμα και με οριζόντιο τρόπο μεταξύ των οργανωμένων σε συνιστώσες κόσμου και πάνω από όλα έχοντας τη βαθειά συνείδηση ότι οι απαιτήσεις της συγκυρίας υπερβαίνουν κατά πολύ το τι μπορεί να προσφέρει το απλό αριθμητικό άθροισμα των μελών των οργανώσεων που την απαρτίζουν. Υπ’ αυτή την έννοια εξίσου κρίσιμες με τις πολιτικές αποφάσεις της συνδιάσκεψης είναι και οι αποφάσεις για το οργανωτικό.

Να σημειώσουμε καταρχάς ότι παρ’ όλες τις υποχωρήσεις που έγιναν προκειμένου να κλίσει η πρόταση για το οργανωτικό και να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η 1η Συνδιάσκεψη, το οργανωτικό που προτείνεται από το ΚΣ της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. αποτελεί πολύ σπουδαίο βήμα προς τα εμπρός. Το βασικό του χαρακτηριστικό ένας / μια σύντροφος -μία ψήφος είναι πράγμα πρωτόγνωρο στην ιστορία των πολιτικών μετώπων. Αρκεί κανείς να διαβάσει τα θετικά σχόλια τάσεων του ΣΥΡΙΖΑ που συγκρούστηκαν ένα προηγούμενο διάστημα στο να μπορεί η αριστερά να λειτουργεί και να οργανώνεται δημοκρατικά σε μέτωπα με όρους βάσης και όχι κορυφής. Μένουν ωστόσο και μερικά πράγματα που πρέπει να τα ξαναδούμε όπως για παράδειγμα η εκλογή ενός 81 μελούς οργάνου πλάι στο 21 μελές Κεντρικό Συντονιστικό το καθιστά διακοσμητικό. Αυτό πρέπει να αλλάξει στη βάση του να εκλέγει η συνδιάσκεψη ένα πολυπληθές Κεντρικό Συντονιστικό και από αυτό να προκύπτει η Πολιτική Γραμματεία, το όργανο δηλαδή που θα συνεδριάζει σε εβδομαδιαία βάση στην Αθήνα.

Η υποτίμηση της οργάνωσης του μετώπου με τον επιμερισμό της εσωτερικής του δημοκρατίας με κριτήριο την εργατοπαραγωγική ένταξη των μελών του (Κλαδικές Επιτροπές) έναντι μιας λογικής επιμερισμού με κριτήριο την γεωγραφική ένταξη των μελών του με βάση τον τόπο διαμονής ή εργασίας (Τοπικές Επιτροπές) είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει. Θα ήταν πολύ πιο προωθητικό πλάι στις Τοπικές Επιτροπές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να οργανωθούν και να λειτουργήσουν ισότιμα Κλαδικές Επιτροπές αναφερόμενες τουλάχιστον στους χώρους στους οποίους το μέτωπο έχει σοβαρή παρουσία και ρόλο. Ταυτόχρονα προκειμένου να μπορεί η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. να επεξεργάζεται μια κατεύθυνση για το εργατικό κίνημα πιστεύουμε ότι θα ήταν επίσης προωθητικό να στην ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. να λειτουργήσει και γραμματεία συνδικαλιστικού με εκπροσώπους από κάθε Κλαδική. Συμφωνήσαμε όλοι να πάμε με το προτεινόμενο από το ΚΣ οργανωτικό για να συγκροτήσουμε το σώμα της 1ης συνδιάσκεψης μόνο από τοπικές επιτροπές ωστόσο τα παραπάνω είναι θέματα τα οποία πρέπει να συζητηθούν πλατιά και να αποτελέσουν αποφάσεις της 1ης συνδιάσκεψης τροποποιώντας την εισήγηση του οργανωτικού στα αντίστοιχα σημεία.

Όσο η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α παραγνωρίζει την αναγκαιότητα ύπαρξης και λειτουργίας Κλαδικών Επιτροπών αυτό θα αποτελεί ταυτόχροναένα διαρκές φυσιογνωμικό αντιδημοκρατικό ατόπημα και μια πηγή στρατηγικού ελλείμματος που διαρκώς θα μας θέτεικαι όρια στο βάθεμα του πολικού προγράμματος και στην ανάπτυξη της λαϊκής αντικαπιταλιστικής συμμαχίας όπως και προσκόμματα στο στόχο ανασύνθεσης του κοινωνικού υποκειμένου και μιας ανατρεπτικής γραμμής για το εργατικό και το συνδικαλιστικό κίνημα.

Οι Κλαδικές Επιτροπές, η οργάνωση σε πυρήνες, ΚΟΒΕΣ, αχτίδες ή τομείς με αναφορά στο εργατοπαραγωγικό μοντέλο, όλα αυτά αποτελούν κατά τη γνώμη μας μια από τις πιο σημαντικές παρακαταθήκες του Κόμματος Νέου Τύπου. Αποτέλεσαν τις πιο αποτελεσματικές μορφές οργάνωσης των κομμουνιστών ιστορικά αφού μπορούσαν και μπορούν ακόμα να λειτουργούν ζυμώνοντας τις όποιες πολιτικές, κοινωνικές ή ιδεολογικές προσλαμβάνουσες των συντρόφων αναφερόμενες με ενιαίο τρόπο στον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης έτσι όπως αυτές εμφανίζονται ή προκύπτουν, με ιδιαίτερο πολλές φορές τρόπο, σε κάθε εργασιακό χώρο ή κλάδο, αποτυπώνοντας με γνήσιο τρόπο τα ενιαία ταξικά συμφέροντα του κόσμου στον οποίο αναφέρονται, διαμορφώνοντας κατ’ επέκταση αιτήματα προτεραιότητες και στοχεύσεις που καμία άλλη μορφή οργάνωσης δεν μπορεί να πετύχει. Η επίλυση τυχόν αντιθέσεων που προκύπτουν μεταξύ ταξικών συμφερόντων που ενδέχεται να αναδεικνύονται μεταξύ διαφορετικών κλάδων ή εργασιακών χώρων ήταν και είναι υπόθεση του κόμματος να το πράξει, με γνώμονα τις αφετηριακές του αναφορές στην εργατική τάξη και τα συμφέροντά της.

Αντιθέτως σε μια Τοπική Επιτροπή ενός κόμματος που τα μέλη της μπορεί να είναι ταυτόχρονα νεολαίοι, βιομηχανικοί εργάτες, οικοδόμοι, δημόσιοι υπάλληλοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι, αγρότες, αυτοαπασχολούμενοι, μικροαστοί, συνταξιούχοι είναι αδύνατον και να αποτυπωθούν ενιαία ταξικά συμφέροντα των μελών της και ταυτόχρονα έχει τόσο μικρή κοινωνική εμβέλεια και βάθος όπου αδυνατεί ακόμα και να συνολικοποιήσει κάποια κριτήρια για να επιλύσει τυχόν αντιθέσεις.Όπου δε αυτό ιστορικά επιχειρήθηκε, η όποια συνολικοποίηση έγινε υπέρ των κριτηρίων, τα οποία μόνο τα κοινωνικά ή μορφωτικά ισχυρότερα τμήματα της τοπικής επιτροπής μπορούσαν να επιβάλλουν με όρους ηγεμονίας, στρέφοντας έτσι προς τα δεξιά την φυσιογνωμία και κατεύθυνση του κόμματος. Για να κατανοήσουμε αυτό το σημείο ας αναλογιστούμε την ανισότητα με την οποία μάλλον θα εξελιχθεί μια συζήτηση ή θα ληφθεί μια απόφαση μεταξύ ενός ιατρού και ενός ανειδίκευτου εργάτη σε μια τοπική επιτροπή όταν θα καθίσουν όλοι αυτοί να εξετάσουν από κοινού βαθιά και λεπτά ζητήματα θεωρίας ή ανάλυσης της πολιτικής συγκυρίας ή προτεραιοτήτων πάνω στη διαμόρφωση του πολιτικού προγράμματος.

Για όσους δεν έχουν πειστεί ακόμα αξίζει να δούμε λίγο την διαδρομή και των ελληνικών κομμάτων πάνω σε αυτό το ζήτημα. Το ΚΚΕ στην Ελλάδα, ειδικά μετά την μεταπολίτευση όπου νομιμοποιείται η δράση του, εμφανίζεται κραταιό και ανασυγκροτημένο με αναφορά στο εργατοπαραγωγικό μοντέλο. Τα νεοσύστατα αστικά κόμματα της μεταπολίτευσης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ προκειμένου να μπορούν να κατισχύσουν επί του ΚΚΕ κάνουν την επιλογή να συγκροτηθούν και αυτά κατ’ εικόνα και ομοίωσή του ΚΚΕ. Στήνονται και αυτά ως Κόμματα Νέου Τύπου και φτιάχνουν τις δικές τους Κλαδικές, τις οποίες, ειδικά του ΠΑΣΟΚ, στον ΣΚΑΙ και σε άλλα νεοφιλελεύθερα πάνελ με μίσος και απαξία ακόμα μνημονεύουνε.Και όμως μέσα σε 2-3 χρόνια την περίοδο 1985-1988, έχοντας πρώτα καταφέρει να αποδυναμώσουν το ΚΚΕ και την αριστερά εν γένει , οι κλαδικές στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ διαλύονται και φτιάχνονται τοπικές, δημοτικές και νομαρχιακές επιτροπές. Γιατί διαλύονται; Γιατί τα ταξικά συμφέροντα που συγκροτούσαν οι κλαδικές επιτροπές έλκυαν τα κόμματα σε πιο αριστερές και φιλολαϊκές θέσεις γεγονός που ήταν ανεπιθύμητο σε μια φάση διαρκούς δεξιάς στροφής των κομμάτων αυτών στον νεοφιλελευθερισμό και στον αστικό εκσυγχρονισμό αντίστοιχα. Το δυστύχημα είναι ότι το έργο παίχτηκε στη συνέχεια από την ανάποδη, όταν το ίδιο το ΚΚΕ προκειμένου να επιβιώσει στον ανταγωνισμό με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, στράφηκε στο να διαλύσει τις ΚΟΒΕΣ και να φτιάξει αχτίδες με γεωγραφικά κριτήρια ολοκληρώνοντας και αυτό τη δεξιά του στροφή το 1991. Μόνο μετά τα μισά της δεκαετίας του 2000 το ΚΚΕ ξαναδοκιμάζει την συγκρότηση ΚΟΒΑς εργαζομένων σε διάφορους χώρους ή κλάδους.

Το ερώτημα τώρα είναι τι κάνουμε εμείς. Στη βραχύβια διαδρομή της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. από το 2009 έως σήμερα οι Τοπικές Επιτροπές έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην εμφάνιση και προβολή του εγχειρήματος σε τοπικό επίπεδο, αποτέλεσαν ως ένα βαθμό δίαυλο επικοινωνίας και όσμωσης με άλλους αγωνιστές της αριστεράς στις γειτονιές, στήριξαν τοπικά κινηματικά μέτωπα, αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά μας, ειδικά στην επαρχία, για το κατέβασμα στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του 2010, έδειξαν όμως και τα όριά τους. Έτσι ακόμα και σε εκείνες τις Τοπικές Επιτροπές της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α που λειτουργούν αδιαλείπτως σε όλη την διαδρομή από το Σπόρτινγκ ως σήμερα, η συζήτηση δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από μια γενικόλογη πολιτικολογία, κακή επανάληψη των όσον διαμείβονται στο ΚΣ, όπου στο τέλος κάθε φορά καλούνταν να επικυρώσουν και να προπαγανδίσουν τις αποφάσεις του ΚΣ ως τοπικός του βραχίονας. Όπως έγραψα και παραπάνω νομίζω ότι σε τελική ανάλυση αυτό είναι και το καλύτερο που μπορούν να πετύχουν, αν τελικά δεν δώσουμε προτεραιότητα στη συγκρότηση κλαδικών επιτροπών και αν δεν αφήσουμε και τις κλαδικές και τις τοπικές επιτροπές να συζητούν ελεύθερα, να παίρνουν αποφάσεις, να προτείνουν στο ΚΣ θέσεις και να εισηγούνται ζητήματα για να συζητούνται πανελλαδικά. Αν μάλιστα δεν φύγουμε από τη λογική του βέτο και μιας αέναης συζήτησης που δεν τελειώνει ποτέ σε ζητήματα που υπάρχει διαφωνία, ούτε καν ως εκτελεστικός βραχίονας δεν θα μπορούν να λειτουργούν και αυτό το έχουμε δει σε αρκετές ΤΕ να συμβαίνει με το αντισυντροφικό και εχθρικό κλίμα να ευδοκιμεί και να ακυρώνει κάθε καλή πρόθεση για λειτουργία σε τοπικό επίπεδο. Είναι δε σημαντικό να σπάσει η κακή παράδοση που λειτουργήσαμε ως τώρα και πρώτη φορά να δοθεί η δυνατότητα στις τοπικές επιτροπές να σχηματίσουν γνώμη ψηφίζοντας τα εισηγητικά κείμενα των θέσεων και προτείνοντας τροποποιήσεις για τη συνδιάσκεψη. Ακόμα και αν καμία άποψη να μην καταγράψει συσχετισμό 2/3 είναι σημαντικό στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ να καταγράφονται οι απόψεις και οι δυναμική του.

Το ερώτημα είναι σαφές. Μπορούμε να συνεχίσουμε όπως πορευόμαστε μέχρι σήμερα; Πάει πολύ μακριά την υπόθεση της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. και της ανατροπής η σημερινή κατάσταση και οργάνωση του μετώπου; Κατά τη γνώμη μου όχι. Χρειάζεται να αλλάξουμε σελίδα. Τα ζητήματα αφορούν σε τελική ανάλυση την πολιτική μας στόχευση αλλά εξειδικεύονται και στο οργανωτικό. Όποιος απαντά ότι μπορούμε και χωρίς κλαδικές να αντεπεξέλθουμε στις προκλήσεις της περιόδου, όποιος διστάζει στο να ανοίξει διάπλατα η συζήτηση στη βάση, όποιος φοβάται τη δυναμική των αντιθέσεων, όποιος θέλει τις τοπικές επιτροπές ομάδες αφισοκόλλησης, όποιος θεωρεί ότι κατέχει όλες τις απαντήσεις στην οργάνωσή του, όποιος θέλει και μετά την 1η συνδιάσκεψη η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. να είναι όπως πριν, χαλαρή και ασυγκρότητη στη βάση - με συμφωνίες κορυφής στη καθοδήγηση, δεν προσφέρει καλές υπηρεσίες ούτε στην ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., ούτε στο κίνημα, σε τελική ανάλυση ούτε και στον ιδιαίτερο τρόπο που βλέπει τα πράγματα η οργάνωσή του.