Η Ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε ένα από τα πιο κρίσιμα σταυροδρόμια της ιστορίας της. Τίποτα πια δεν είναι όπως πριν, ούτε πρόκειται να ξαναγίνει. Το 2009 θα μείνει στη συλλογική μνήμη ως ένα σημείο μη επιστροφής. Όποιος πιστεύει ότι με κάποιο τρόπο στο τέλος αυτής της πορείας θα έχουμε την ίδια συνθήκη, απλώς είτε πιο νεοφιλελεύθερη είτε πιο «προοδευτική, αυταπατάται.
Το ένα ενδεχόμενο είναι να εμπεδωθεί το σενάριο της μνημονιακής καταστροφής και να οδηγηθούμε στο μετασχηματισμό σε μια τεράστια Ειδική Οικονομική Ζώνη φτηνής και ελαστικής εργασίας, επενδυτικής ασυδοσίας και οικολογικής καταστροφής, με μειωμένη κυριαρχία, πλήρως ενταγμένη σε μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ως μειωμένης κυριαρχίας «Ευρωπαϊκός Νότος», με τα λαϊκά στρώματα να επιδίδονται σε έναν κανιβαλικό επιβιωτισμό και το πολιτικό σύστημα να αναδιπλώνεται σε μια άνευ προηγουμένου αυταρχική θωράκιση με καταλύτη την άνοδο του φασιστικού κινήματος.
Το άλλο ενδεχόμενο, πολύ πιο διακυβευόμενο και ασταθές, είναι ο πλούσιος, πολύμορφος, αναγκαστικά και αναγκαία αντιφατικός παλλαϊκός ξεσηκωμός, ο «παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος», να κερδίσει και να ανοίξουν δρόμοι πρωτόγνωρου κοινωνικού μετασχηματισμού. Σε πείσμα των αυταπατών του αριστερού κυβερνητισμού και ευρωπαϊσμού, η νίκη του αντιμνημονιακού κινήματος ούτε πρέπει ούτε μπορεί να είναι μια προοδευτική σταθεροποίηση της τρέχουσας συνθήκης. Ανατροπή των μνημονίων, διαγραφή του χρέους, αποκοπή από κάθε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και έξοδος από το ευρώ θα αποτελέσουν αναπόσπαστες πλευρές της ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική και θα θέσουν ως άμεση απαίτηση, ταυτόχρονα επιβίωσης αλλά και προοπτικής, ένα πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης και συγκεκριμένες απαντήσεις για την ενεργειακή και διατροφική επάρκεια, για τη διοίκηση, την παιδεία, τη λειτουργία του δημοσίου, τις εθνικοποιήσεις, τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο. Ένα πρόγραμμα που δεν μπορεί παρά να αποτυπώνει μια σύγχρονη σοσιαλιστική κατεύθυνση, να εγγράφεται σε μια στρατηγική σύγκρουσης με τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό και τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης.
Το βάθος της πολιτικής κρίσης, η εμφάνιση στοιχείων κρίσης του κράτους, η δομική αστάθεια όλων των παραλλαγών των μνημονιακών κομμάτων, η ανοιχτή ερωτοτροπία με λύσεις «έκτακτης ανάγκης» ως απάντηση στην κρίση, η ταχύτατη αποσάθρωση των μεταπολιτευτικών πολιτικών εκπροσωπήσεων και το γεγονός ότι ένα ευρύτατο φάσμα κοινωνικών στρωμάτων, εργατικών και μικροαστικών, διάλεξαν δρόμους ανοιχτής ρήξης με τα μνημονιακά κόμματα, δείχνουν ότι σήμερα υπάρχει το υλικό κοινωνικό υπόβαθρο για να ηγηθεί η Αριστερά μιας διαδικασίας μετασχηματισμού. Μετέωρα και αντιφατικά, αλλά και εντυπωσιακά εκρηκτικά, η ελληνική κοινωνία έχει βρεθεί στο πιο ανοιχτό σε ενδεχόμενα σταυροδρόμι ολόκληρης της μεταπολίτευσης. Αν παραμερίσουμε ιδεότυπους και μηχανιστικά σχήματα, μπορούμε να πούμε ότι εάν ψάχναμε για μια «επαναστατική κατάσταση» στον 21ο αιώνα, η σημερινή συνθήκη την πλησιάζει.
Σε αυτό το τοπίο, η Αριστερά έχει τεράστια ευθύνη. Η εκρηκτική διετία του πρώτου «εξεγερσιακού κύκλου» του 21ου αιώνα δείχνει ότι όσο αναγκαία συνθήκη και εάν είναι η τόνωση της λαϊκής ανατρεπτικής δυναμικής, αυτό δεν αρκεί. Το πέρασμα από την εξέγερση στο μετασχηματισμό, το κομβικό ερώτημα οποιασδήποτε πραγματικά επαναστατικής στρατηγικής, απαιτεί αναμέτρηση με το ερώτημα της εξουσίας, πολιτική στρατηγική, πρόγραμμα, βήματα, θεσμούς οικοδόμησης της ηγεμονίας. Σήμερα η Αριστερά δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην οικοδόμηση της κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης που θα εκβιάσει το αστικό πολιτικό σύστημα να κάνει υποχωρήσεις. Αυτή η θεμελιώδης συνθήκη του μεταπολιτευτικού «κοινωνικού συμβολαίου» δεν έχει καμιά εφαρμογή στη συγκυρία της «διαρκούς κατάστασης οικονομικής έκτακτης ανάγκης», του κοινοβουλευτικού βοναπαρτισμού και της μειωμένης κυριαρχίας. Έστω και με το τίμημα της διαδοχικής απαξίωσης και διάλυσης προηγούμενων πυλώνων του αστικού πολιτικού συστήματος, οι δυνάμεις του κεφαλαίου και οι ανθύπατοι της Τρόικας, θα επιμείνουν στην ίδια κατεύθυνση, σε μια όλο και πιο αυταρχική εκδοχή διαχείρισης της καταστροφής. Μόνο εάν υπάρξει τομή στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, κατάληψη της κυβερνητικής και της πολιτικής εξουσίας από μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συμμαχία, που θα κάνει πράξη τη ρήξη με το ευρώ, το χρέος και την ΕΕ και θα εκκινήσει μια συλλογική προσπάθεια ανασυγκρότησης και μετασχηματισμού, μπορεί να ανατραπεί η τωρινή πορεία.
Σήμερα οι δυναμικές που αναπτύσσονται και η συμπόρευση στους δρόμους του αγώνα και της αποδοκιμασίας της κυρίαρχης πολιτικής ενός ευρύτερου φάσματος εργατικών, μικροαστικών και αγροτικών στρωμάτων, πρέπει να πάρουν τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου «ιστορικού μπλοκ». Δηλαδή, να συναντηθεί μια κοινωνική συμμαχία, με ένα μεταβατικό πρόγραμμα για την παραγωγική ανασυγκρότηση σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, με ανώτερες οργάνωσης του λαού και με την Αριστερά στο ρόλο του συλλογικού επεξεργαστή μιας άλλης πορείας τον τόπο. Διαφορετικά θα μιλάμε απλώς για συγκυριακές εκλογικές συσπειρώσεις, διακυβευόμενες και ευάλωτες σε κάθε είδους καθεστωτική «αντισυστημικη» πρόταση, όπως δείχνει και η απήχηση της φασιστικής Χρυσής Αυγής.
Εδώ είναι που κρίνονται όλες οι τάσεις της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έγινε ο κύριος αποδέκτης της διάθεσης ευρύτερων κομματιών του λαού για μια άλλη πορεία απαλλαγής από τα Μνημόνια, όμως αντιμετωπίζει την προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας ως απαίτηση για δεξιά στροφή. Η επιμονή στο ευρώ, η λογική ότι μπορεί να υπάρξει αναδιανομή και δικαιοσύνη εντός των δανειακών συμβάσεων και της χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η εσωτερίκευση της τρέχουσας εκδοχής«νομιμότητας» ως αναπόδραστου ορίου, συμπυκνώνουν μια πολιτική που δεν ανοίγει δρόμους ρήξης. Ακόμη περισσότερο, η λογική του «ώριμου φρούτου» και η υποτίμηση της ανάγκης να υπάρξει τώρα η μέγιστη κοινωνική αναταραχή κάνουν το ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργεί, έστω και άθελα ως μηχανισμός σχετική σταθερότητας. Με αυτό τον τρόπο δεν τονώνεται η λαϊκή αυτοπεποίθηση και τα λαϊκά στρώματα δεν προετοιμάζονται για μια μεγάλη μάχη και συλλογική προσπάθεια αλλά για την ανάθεση στην κυβέρνηση. Ο καταναγκαστικός φιλοευρωπαϊσμός οδηγεί στη συνειδητή άρνηση προετοιμασίας για οποιοδήποτε ενδεχόμενο διακοπής της χρηματοδότησης, οικονομικού πολέμου από την Τρόικα, ντε φάκτο ανάγκης για εθνική νομισματική πολιτική. Για την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο η ΕΕ αποτελεί ένα πολιτικό όριο, αλλά και η ίδια η διακυβέρνηση ορίζεται όχι ως αφετηρία μετασχηματισμών, αλλά ως προοδευτικότερη εκδοχή δοσμένης νομιμότητας. Όμως, μια τέτοια γραμμή δεν μπορεί να αντέξει στην τεράστια πίεση που θα δεχτεί, δεν χαράζει διαφορετική γραμμή και θα οδηγήσει είτε στην ενσωμάτωση της λογικής της λιτότητας είτε στην κατάρρευση, διαψεύδοντας την ελπίδα που θα στραφεί προς τα εκεί. Άλλωστε, η ιστορία δεν συγχωρεί: τυχόν αποτυχία ή αδυναμία της Αριστεράς στην εξουσία απλώς θα ανοίξει το δρόμο για ακόμη πιο αντιδραστικές λύσεις.
Απέναντι σε αυτά τα όρια δεν προσφέρει απάντηση η σεχταριστική αναδίπλωση και ο πολιτικός αναχωρητισμός, που προκρίνουν τόσο το ΚΚΕ όσο και τάσεις της επαναστατικής Αριστεράς. Είναι λανθασμένη η ανάγνωση της συγκυρίας που λέει η κατάσταση δεν είναι ώριμη, ο λαός δεν είναι αρκετά επαναστατημένος και προτιμά τις «εύκολες λύσεις» και άρα το μόνο που απομένει είναι η περιχαράκωση, η «οικοδόμηση» και η προετοιμασία για μελλοντικές μάχες, υποτιμώντας τις σημερινές δυνατότητες και απαιτήσεις. Επιπλέον, διατυπώνοντας με τρόπο εγκεφαλικό την ανάγκη για μια αυθεντικά επαναστατική, λαϊκή ή εργατική εξουσία, υποτιμούν την πρόκληση μιας πρωτότυπης επαναστατικής στρατηγικής που να ξεκινά από τις δυνατότητες που ανοίγει η πολιτική κρίση και η δυνατότητα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Με αυτό τον τρόπο ούτε την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να αμφισβητήσουν από τα αριστερά, ούτε συμβάλουν στην προετοιμασία για μεγάλες μάχες. Στην καλύτερη των περίπτωση μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να συνδυάζεται με ένα μαχητικό κινηματισμό, που όμως δεν συνοδεύεται από μια στρατηγική γύρω από το ερώτημα της εξουσίας και της ηγεμονίας.
Απέναντι σε όλα αυτά, όσες και όσοι αγωνίστριες και αγωνιστές, τάσεις συλλογικότητες και μέτωπα που αναγνωρίζουν την ανάγκη για ένα δρόμο ρήξης με το χρέος, το ευρώ και τις πολιτικές του κεφαλαίου καλούνται να χαράξουν ένα διαφορετικό δρόμο. Δεν μπορεί να δώσει προοπτική η δορυφοριοποίηση ή η ενσωμάτωση μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Όχι γιατί υποτιμούμε τις μεγάλες κοινωνικές εκπροσωπήσεις που στρέφονται σήμερα προς τα εκεί, ούτε γιατί προσπερνάμε τις υπαρκτές και σημαντικές αριστερές φωνές και αναζητήσεις στο εσωτερικό του.
Αλλά γιατί ένας τέτοιος δρόμος, εκ των πραγμάτων, θα οδηγήσει στην απεμπόληση κρίσιμων πολιτικών αιχμών όπως είναι η έξοδος από το ευρώ και η ρήξη με την ΕΕ καιί θα οδηγήσει στην ηγεμόνευση από μια διαχειριστική οπτική. Δεν μπορεί να δώσει όμως ούτε ο σεχταριστικός απομονωτισμός ούτε ο περιορισμός μόνο σε έναν μαχόμενο κινηματισμό, γιατί μια τέτοια κίνηση εκχωρεί χώρο στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και απεμπολεί τη δυνατότητα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής που να απαντά στις προκλήσεις της περιόδου.
Επομένως, και για εμάς ο δρόμος μπροστά μας θα είναι ο λιγότερο περπατημένος:
·Συλλογική επεξεργασία του «άλλου δρόμου» του αναγκαίου προγράμματος που θα έπρεπε να έχει όλη η Αριστερά, όχι μόνο στο επίπεδο των γενικών αρχών (ρήξη με ευρώ και ΕΕ, διαγραφή του χρέους, εθνικοποιήσεις) αλλά και των συγκεκριμένων απαντήσεων για την επιβίωση, την παραγωγική ανασυγκρότηση και τη διεκδίκηση της πολιτικής και κυβερνητικής εξουσίας ώστε να ανοίξουν δρόμοι κοινωνικού μετασχηματισμού.
· Πρωτοβουλίες κλιμάκωσης της κινηματικής σύγκρουσης με τις πολιτικές των μνημονίων, ανασυγκρότησης του ταξικού κινήματος, διαμόρφωσης ενός πλατιού δικτύου λαϊκής αλληλεγγύης, κλιμάκωσης της αντιφασιστικής δράσης
·Αξιοποίηση της συλλογικής εμπειρίας και επινοητικότητας των λαϊκών μαζών, οικοδόμηση από τώρα μορφών και πρακτικών που παραπέμπουν σε μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση: ένα κοινωνικό ιατρείο, ένα αυτοδιαχειριζόμενο κατειλημμένο εργοστάσιο, ένα δίκτυο ανταλλαγής χωρίς μεσάζοντες, δεν είναι απλώς μορφές αλληλεγγύης είναι και πειράματα για το πώς μπορούμε να οργανώσουμε την παραγωγή «μετά το ευρώ».
Στόχος δεν πρέπει να είναι απλώς η διαμόρφωση ενός ακόμη πόλου μέσα στην Αριστερά, ούτε η συσπείρωση της «γειτονιάς των καταφρονημένων» από την αλλαγή συσχετισμών δύναμης μέσα στην Αριστερά, ούτε καν η διεκδίκηση καλύτερης εκλογικής καταγραφής. Στόχος πρέπει να είναι η συλλογική επεξεργασία των θέσεων, η δοκιμασία των πρακτικών, η προβολή των προγραμματικών θέσεων, η συσπείρωση αγωνιστών και εμπειριών, γύρω από εκείνη τη γραμμή που μέσα στην όξυνση της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης μπορεί να δώσει διέξοδο και να ανοίξει δρόμους ανοικοδόμησης και μετασχηματισμού. Όλα αυτά όχι εργαστηριακά, αλλά μέσα και παράλληλα με τη μάχη για την κλιμάκωση των αγώνων, την οικοδόμηση της αλληλεγγύης, την στήριξη της λαϊκής αυτοοργάνωσης. Είναι πλήθος οι αγωνιστές και τα ρεύματα και από χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ που απογοητευμένοι από γραμμές είτε ενσωμάτωσης είτε απομόνωσης, που θα κοιτάζουν με προσδοκία προς ένα τέτοιο μετωπικό εγχείρημα.
Ο χώρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς στον τόπο μας έδειξε το προηγούμενο διάστημα ότι μπορεί να έχει καίριες προγραμματικές θέσεις όπως η έξοδος από το ευρώ και η διαγραφή του χρέους, μαχητική συνεισφορά στο λαϊκό ξεσηκωμό, πρωτοβουλίες για το αγωνιστικό μέτωπο. Έδειξε, όμως, και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και παλινωδίες σε ό,τι αφορά το αναγκαίο αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο.
Αυτή τη φορά, στο κρίσιμο σταυροδρόμι της απόγνωσης και της ελπίδας, ας δείξουμε ότι μπορούμε όντως να ξεπερνάμε τον εαυτό μας. Οι «σεισμοί που μέλλονται για να’ ρθουν» είναι τώρα!