Οι τελευταίες εξελίξεις στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο δείχνουν ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι κομβικοί για την πορεία της μάχης ενάντια στο μνημόνιο, αλλά και τη συνολικότερη πορεία του κινήματος στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Και αυτό γιατί ο συνδυασμός μιας σειράς παραμέτρων διαμορφώνει μια ρευστή κατάσταση η οποία αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο είτε μίας αποφασιστικής αντεπίθεσης του κινήματος, είτε ενός σημαντικού βαθέματος της κίνησης του αντιπάλου.
Οι πρόσφατες εκλογές που αποτέλεσαν ισχυρό πλήγμα για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η αδυναμία της αντιπολίτευσης να καρπωθεί την όποια δυσαρέσκεια και η ενίσχυση των κομματιών της αριστεράς που σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού φαντάζουν αντισυστημικά και τοποθετημένα ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική είναι στοιχεία που δείχνουν την αδυναμία της κυρίαρχης πολιτικής να αρθρώσει ηγεμονικό λόγο, αποτελούν στοιχείο αστάθειας και διαμορφώνουν ένα ευνοϊκό έδαφος για το ξέσπασμα αγώνων. Την ίδια στιγμή το βάθεμα της οικονομικής κρίσης και η απειλή μετατροπής της σε συνολική κρίση της ευρωζώνης απειλούν με συνολικότερους κλυδωνισμούς τον ελληνικό καπιταλισμό. Φυσικά τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι έχουν ξεπεραστεί τα δείγματα ηττοπάθειας και οι δυσκολίες στους χώρους που καταγράφονταν όλη την προηγούμενη περίοδο, δείχνουν όμως ότι κάτι αλλάζει.
Όμως, παρά τις αντιφάσεις που αναφέρθηκαν, το κυβερνητικό κέντρο είναι αποφασισμένο να περάσει σε μια δεύτερη, περισσότερο άγρια και βαθύτερα στρατηγική, δέσμη μέτρων. Οι τομές που η κυβέρνηση θα προωθήσει το επόμενο διάστημα (συλλογικές συμβάσεις, ιδιωτικοποιήσεις, ΔΕΚΟ, μισθολόγιο δημοσίου κτλ.), από τη μια πλευρά έχουν ως κοινή συνισταμένη την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, τη δημιουργία νέων πεδίων καπιταλιστικής κερδοφορίας και τον περιορισμό των κάθε τύπου κοινωνικών υπηρεσιών, και από την άλλη έχουν μία στρατηγική για το κεφάλαιο διάσταση: επιδιώκουν να αποδιαρθρώσουν επί της ουσίας εκείνες τις δομές μέσα από τις οποίες σήμερα το εργατικό κίνημα οργανώνεται και διεκδικεί -έστω στο βαθμό που μπορεί μέσα στον υπάρχοντα συσχετισμό δύναμης- και στοχεύον ειδικά και σε εκείνους τους κλάδους των εργαζομένων που ακόμα και σήμερα έχουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ από άλλους.Αν όλα αυτά τα μέτρα εμπεδωθούν η επόμενη μέρα για το εργατικό κίνημα θα είναι πολύ χειρότερη.
Πιο συγκεκριμένα οι τομές με τις οποίες το επόμενο διάστημα θα πρέπει να αναμετρηθούμε με όλες μας τις δυνάμεις είναι:
·Ανατροπή του πλαισίου των κλαδικών συμβάσεων εργασίας.Πιο συγκεκριμένα διατηρείται ως κατώτατο όριο ο βασικός μισθός της ΕΓΣΣΕ (740€ μεικτά σήμερα), αλλά δίνεται η δυνατότητα να υπογράφονται επιχειρησιακές συμβάσεις χαμηλότερες από τις κλαδικές. Το μέτρο αυτό έρχεται να χτυπήσει όλους τους κλάδους που είχαν κλαδικές συμβάσεις ανώτερες από την ΕΓΣΣΕ, καθώς δίνεται η δυνατότητα σε κάθε εργοδότη να τις παρακάμπτει. Αυτό πρακτικά σημαίνει μείωση μισθών για χιλιάδες εργαζόμενους. Παράλληλα καταργείται η υποχρεωτική εφαρμογή των κλαδικών συμβάσεων για τους εργοδότες ενός κλάδου, αν αυτοί δεν είναι μέλη της εργοδοτικής ένωσης. Ο συνδυασμός αυτών των δύο ρυθμίσεων σημαίνει χτύπημα στον πυρήνα του συνδικαλισμού στον ιδιωτικό τομέα και πλήρη αποδυνάμωση των σωματείων, καθώς αυτό που κάνει ουσιαστική την ύπαρξη τους σήμερα σε πολλούς κλάδους είναι το ότι υπογράφουν συμβάσεις που έχουν ισχύ για όλους τους εργαζόμενους συγκεκριμένων κλάδων.
·Αναδιαρθρώσεις στις ΔΕΚΟ. Οι αναδιαρθρώσεις θα πλήξουν εκείνους τους κλάδους, που χωρίς να είναι στο στενό δημόσιο τομέα, διατηρούσαν ένα σημαντικό βαθμό εργασιακών κατακτήσεων, αποτελώντας έτσι και δείκτες για το σύνολο της αγοράς εργασίας. Ταυτόχρονα αυτοί οι κλάδοι αποτελούν τον κορμό της δύναμης της ΓΣΕΕ και έναν από τους πυλώνες ισχύος του συνδικαλιστικού κινήματος. Πέρα από τις αλλαγές που θα επέλθουν στις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, κεντρικός είναι ο περιορισμός του κοινωνικού χαρακτήρα των υπηρεσιών αυτών (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αύξηση των κομίστρων σε όλες τις συγκοινωνίες με τις οποίες έχει άμεση σχέση το κράτος), αλλά και η ευρεία ιδιωτικοποίηση πλευρών της λειτουργίας τους.
·«Ενιαίο» μισθολόγιο στο δημόσιο. Το νέο μισθολόγιο στο δημόσιο σημαίνει μείωση των μισθών όλων των δημοσίων υπαλλήλων, με την πρόβλεψη για περικοπή ή κατάργηση των επιδομάτων, που αποτελούν σημαντικό τμήμα της μισθολογικής δαπάνης στο δημόσιο. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι το μισθολόγιο μόνο κατ΄ όνομα θα είναι ενιαίο, καθώς προβλέπεται η σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα, πράγμα που σημαίνει ότι επιδόματα θα υπάρχουν, αλλά θα δίνονται κατόπιν αξιολόγησης στους υπάλληλους (πιο συγκεκριμένα σε ένα τμήμα από αυτούς), ενώ υπάρχουν σχέδια και για παράλληλα κλαδικά μισθολόγια. Η φιλοδοξία του κράτους είναι να πάμε σε ένα μισθολογικό σύστημα, το οποίο θα χτυπάει την ίδια τη μέχρι τώρα οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος στο δημόσιο, καθώς θα δημιουργεί εργαζόμενους πολλούς ταχυτήτων που δύσκολα θα μπορούν αν βρουν κοινή έκφραση.
·Αναδιάρθρωση του δημοσίου τομέα. Το επόμενο διάστημα επίκειται η αναδιάρθρωση των δήμων και των περιφερειών, όπως προβλέπεται στον Καλλικράτη. Όμως η αναδιάρθρωση στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα δε θα μείνει εκεί. Είναι δεδομένο ότι υπάρχει κατεύθυνση για το κλείσιμο δημοτικών επιχειρήσεων και υπηρεσιών, όταν αυτές είναι ζημιογόνες (όπως συμβαίνει συνήθως σε όσες έχουν κοινωνικό χαρακτήρα), ενώ ανακινείται διαρκώς η συζήτηση ότι για να ξεπεραστεί ουσιαστικά η κρίση απαιτείται λιγότερο δημόσιο. Στο ίδιο τέμπο και οι προσλήψεις στο δημόσιο περιορίζονται στο ελάχιστο. Ο κανόνας 1 πρόσληψη για κάθε 5 αποχωρήσεις γενικεύεται χωρίς να εξαιρούνται πλέον οι τομείς παιδείας -υγείας, ενώ οι μετατάξεις από τις ΔΕΚΟ προς το δημόσιο θα θεωρούνται προσλήψεις. Αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός των εργαζομένων περιορίζεται δραστικά και μαζί οι κοινωνικές υπηρεσίες που παρέχει το δημόσιο. Στο όλο ζήτημα αιχμή είναι και οι δραματικές συνέπειες για τη ζωή χιλιάδων εργαζομένων, καθώς οι περικοπές στο δημόσιο σημαίνουν και απολύσεις. Εδώ άμεσος στόχος είναι οι χιλιάδες συμβασιούχοι του δημοσίου, ενώ ανοίγει η συζήτηση και για άλλες μορφές εργασίας στο δημόσιο. Βέβαια, η συζήτηση αυτή, όταν αφορά τμήματα του σκληρού πυρήνα του δημοσίου, στην παρούσα φάση έχει έναν πρωτίστως πειθαρχικό χαρακτήρα για την επιβολή άλλων μέτρων (μειώσεις μισθών κτλ), όμως αντανακλά μια πραγματική κατεύθυνση.
·Αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση και την υγεία. Οι χώροι της εκπαίδευσης και της υγείας βρίσκονται αντιμέτωποι με μια διπλή κίνηση. Η μία πλευρά της κίνησης του κράτους είναι οι δραστικές περικοπές, με δραματικές συνέπειες τόσο για τους εργαζόμενους, όσο και για τον λεγόμενο «κοινωνικό χαρακτήρα» αυτών των υπηρεσιών. Σε αυτό το πλαίσιο περιορίζονται -σχεδόν μηδενίζονται- οι προσλήψεις (ισχύει ο κανόνας 1 πρόσληψη για 5 αποχωρήσεις), και επεκτείνονται οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Οφείλουμε να αναδεικνύουμε στο λόγο μας ότι με αυτόν τον τρόπο καταργούνται θέσεις εργασίας, καθώς το κύμα συνταξιοδοτήσεων σε αυτούς τους χώρους είναι τεράστιο. Παράλληλα, περιορίζονται οι λειτουργικές δαπάνες με δραματικές συνέπειες για τη λειτουργία σχολείων και νοσοκομείων. Αιχμή του δόρατος της πολιτικής των περικοπών θα είναι οι συγχωνεύσεις και το κλείσιμο νοσοκομείων και σχολείων. Η άλλη πλευρά της κίνησης του κράτους είναι μετακύλυση του κόστους των υπηρεσιών στους εργαζόμενους, η έμμεση ιδιωτικοποίηση πλευρών της λειτουργίας σχολείων, νοσοκομείων και το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας για το κεφάλαιο, καθώς και η εισαγωγή της λογική της παραγωγικότητας και των μετρήσιμων στόχων (ιδίως μέσω της αξιολόγησης στην εκπαίδευση). Ιδιαίτερη πλευρά αυτής της κατεύθυνσης είναι οι σαρωτικές αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με τα όσα θα σημάνουν ως προς την κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης και της επιχειρηματικής λειτουργίας.
·Έκρηξη της ανεργίας -απολύσεις. Η συγκυρία της ύφεσης οδηγεί σε μια από τις μεγαλύτερες έκρηξης της ανεργίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Πέρα από τις παραδοσιακά θιγόμενες κατηγορίες (γυναίκες, νεολαία), έρχεται αντιμέτωπο το σύνολο των εργαζομένων, από τους μετανάστες μέχρι το καλύτερα αμειβόμενα τμήματα εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα βαραίνει ιδιαίτερα το μέτωπο των απολύσεων. Οι απολύσεις τείνουν να πάρουν το χαρακτήρα συντονισμένης πειθαρχικής -τρομοκρατικής πρακτικής των εργοδοτών που έχει στόχο το προληπτικό χτύπημα των εργατικών αντιδράσεων και την κατοχύρωση ενός τροποποιημένου σε βάρος της εργασίας συσχετισμού δύναμης. Γι’ αυτό και η πάλη σε αυτό το μέτωπο θα είναι κομβική. Θα απαιτήσει όλο το μέχρι τώρα γνωστό οπλοστάσιο του εργατικού κινήματος, νέες πρακτικές, αλλά και πολιτική ανάδειξη του μετώπου από την αριστερά.
·Νέοι εργαζόμενοι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τέλος ότι ιδιαίτερα στοχοποιούνται οι νέοι εργαζόμενοι. Τόσο μέσα από την πρόβλεψη του μνημονίου για ειδικούς όρους εργασίας των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας και από τη ρητή δέσμευση ότι όλες οι δυσμενέστερες αλλαγές στο δημόσιο θα ισχύον οπωσδήποτε γι’ αυτούς, όσο και από το ότι η νέα γενιά εργαζομένων βρίσκεται αντιμέτωπη με την πιο σκληρή και εκμεταλλευτική πλευρά της ελαστικής εργασίας και του εργοδοτικού δεσποτισμού στον ιδιωτικό τομέα. Και όλα αυτά σε μια συγκυρία εκρηκτικής ανεργίας η οποία ιδιαίτερα πλήττει τους νέους εργαζόμενους.
Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να έχουμε και μια συγκεκριμένη κατεύθυνση για τις κινητοποιήσεις του επόμενου διαστήματος που θα αναδεικνύει κόμβους και θα εντάσσει τις επιμέρους κινητοποιήσεις στη συνολικότερη κίνηση του εργατικού κινήματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για να ανατραπεί μια τέτοιας έκτασης επίθεση δεν αρκούν μόνο πανεργατικά γεγονότα (όσο εντυπωσιακά και αν είναι), ούτε μπορούν μεμονωμένοι κλαδικοί αγώνες. Ούτε πάλι μπορούν να υπάρξουν κλάδοι -φρούρια που θα διατηρούν τις δικές τους κατακτήσεις όταν ο συνολικός συσχετισμός τροποποιείται δραστικά προς το δυσμενέστερο για τις δυνάμεις τις εργασίας.
Χρειάζεται να υπάρχουν συντονισμένοι κλαδικοί αγώνες, που θα έχουν κόστος, και θα δημιουργούν ένα κλίμα διαρκούς αναταραχής. Αν οι κλαδικοί αγώνες διαμορφώνουν ένα τέτοιο κλίμα, έτσι θα μπορούν και τα πανεργατικά γεγονότα να αποτελούν τις στιγμές όπου συμπυκνώνονται και να εκφράζονται ευρύτερες διεργασίες. Αν υπάρχει μια τέτοια δυναμική με διάρκεια μπορεί το κίνημα να φέρει ρωγμές στην κίνηση του αντιπάλου και να πετύχει νίκες.
Όμως, δεδομένης της έκτασης και του βάθους της επίθεσης, αλλά και των πραγματικών δυσκολιών που υπάρχουν στο ξεδίπλωμα αγώνων, δεν αρκεί μονάχα η προσπάθεια για το ξέσπασμα κινητοποιήσεων εργαζομένων. Πρέπει να προβάλλουμε ότι ο στόχος μας είναι η δημιουργία ενός πλατιού κινήματος που θα ανατρέψει το μνημόνιο και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και φυσικά για να μπορεί να αποχτά πραγματικό βάθος η εναντίωση στο μνημόνιο είναι ανάγκη να προβάλλουμε την ανάγκη για βαθύτερη πολιτικοποίηση του κινήματος, μέσα από την προβολή πολιτικών στόχων όπως είναι η διαγραφή του χρέους, ή έξοδος από την ΟΝΕ και η ρήξη με την ΕΕ και την ΟΝΕ.
Χρειάζεται τέλος και προσπάθεια ανάπτυξης μιας σειράς κοινωνικών πρακτικών αλληλεγγύης και ανυπακοής, στις οποίες θα μπορούν να συναντιόνται οι εργαζόμενοι με άλλες κοινωνικές κατηγορίες (π.χ. τη νεολαία) και οι οποίες θα θέτουνσε αμφισβήτηση όλες τις όψεις της κυρίαρχης πολιτικής. Χρειάζεται να υπάρξουν πρακτικές υποστήριξης των ανέργων, πρακτικές ανυπακοής στην αύξηση του κόστους ειδών πρώτης ανάγκης (πχ. συγκοινωνίες) και γενικότερα κάθε είδους κοινωνικές δράσεις που θα αναδεικνύουν όλες τις πλευρές της κυρίαρχης πολιτικής, θα φέρνουν διαρκώς νέα ζητήματα στο προσκήνιο και θα κινητοποιούν ευρύτερες δυνάμεις. Ενώ την ίδια στιγμή χρειάζονται και αυτές οι πρακτικές μέσα στους χώρους και αναδεικνύουν την κοινωνική τους διάσταση και να συγκροτούν κοινωνικές συμμαχίες. Η πρόσφατη κινητοποίηση των υγειονομικών είναι το καλύτερο παράδειγμα.
Ο τόνος μας οφείλει να είναι ξεκάθαρος: το αμέσως επόμενο διάστημα το λαϊκό κίνημα θα πρέπει να δώσει μία πολύ μεγάλη μάχη. Όσο και αν πιστεύουμε (και ορθά) ότι ο αγώνας ενάντια στην επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου, όπως εκφράζεται με το μνημόνιο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν και κρίσιμες χρονικές περίοδοι, και περίοδοι που θα επιχειρηθούν τομές που η εμπέδωση τους θα κάνει το συσχετισμό δυσμενέστερο. Γι’ αυτό κα το επόμενο διάστημα θα είναι κρίσιμο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε αυτή τη φάση, δεν είναι σημαντική μόνο η απόκρουση της επίθεσης, αλλά και η αναζήτηση για τους εργαζόμενους ενός άλλου δρόμου αντιμετώπισης της κρίσης.
Οφείλει λοιπόν, το επόμενο διάστημα να δοθεί από εμάς μια μεγάλη μάχη που στόχο θα έχει το ξέσπασμα συντονισμένων κλαδικών κινητοποιήσεων διαρκείας και τη δημιουργία ενός μετώπου εργατικών αγώνων. Φυσικά οι ιδιαιτερότητες κάθε χώρου θα καθορίζουν και το ρυθμό και τη μορφή των κινητοποιήσεών του -είναι άλλοι ρυθμοί του δημοσίου και άλλοι του ιδιωτικού τομέα- και ούτε ξεχνάμε την κόπωση χώρων και τις πραγματικές δυσκολίες που υπάρχουν. Όμως το ότι οφείλουμε να κινηθούμε σε κατεύθυνση ρήξης το επόμενο διάστημα πρέπει να είναι σαφές.
Εδώ υπάρχουν οι εξής κόμβοι:
·Η κινητοποίηση της 6ης Δεκεμβρίου, πρέπει να γίνει προσπάθεια από εμάς να πάρει και εργατικό χρώμα, πόσο μάλλον που συμπίπτει με την επίσκεψη του επικεφαλής του ΔΝΤ, Στρος Καν, στην Ελλάδα την επομένη. Ήδη υπάρχουν στάσεις εργασίας από την ΟΛΜΕ και πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια.
·Η πανεργατική απεργία της 15ης Δεκεμβρίου. Επιδίωξη μας είναι να έχουμε ένα πολύ μεγάλο πανεργατικό γεγονός, που θα αποτελέσει αφετηρία για έναν μεγάλο κύκλο αγώνων. Όλο το επόμενο διάστημα είναι κρίσιμο γι’ αυτή την κατεύθυνση και εκεί πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις.
·Το διάστημα από τα μέσα του Γενάρη και μετά, όπου οφείλουμε να κάνουμε προσπάθεια να ξεσπάσουν συντονισμένες κλαδικές κινητοποιήσεις στους χώρους όπου αυτό είναι εφικτό.
Στο εργατικό κίνημα, όμως, υπάρχουν και λανθασμένες αντιλήψεις με τις οποίες θα έρθουμε αντιμέτωποι:
·Η αντίληψη ότι είναι αδύνατο να υπάρξει σήμερα κίνημα ανατροπής των μέτρων και αποφασιστική κλαδική αγώνες. Αντίληψη που βλέπει την κίνηση του εργατικού κινήματος να περιορίζεται επί της ουσίας στην υποστήριξη των πανεργατικών γεγονότων και στην καταγραφή πολιτικής διαμαρτυρίας. Αντίληψη που φαίνεται να κυριαρχεί στο χώρο του ΣΥΝ.
·Την αντίληψη του ΠΑΜΕ επί της ουσίας δεν είναι δυνατή η ανατροπή της κατάστασης, οπότε αυτό που χρειάζεται είναι οι πολιτικές κινήσεις του εργατικού κινήματος με στόχο την ενίσχυση του κομματικού κέντρου. Αντίληψη που οδηγεί και στον ακραίο και διαλυτικό σεχταρισμό του ΠΑΜΕ, ο οποίος δείχνει να παίρνει όλο και πιο επικίνδυνες διαστάσεις.Εδώ θα χρειαστεί σκληρή μάχη και σύγκρουση με κάθε προσπάθεια του ΠΑΜΕ να διασπάσει σωματεία που δεν ελέγχει και να αποδυναμώσει επί της ουσίας συλλογικότητες.
·Την αντίληψη ότι αυτό που συνέβη πέρυσι ήταν ένα ξεπούλημα του κινήματος από τη γραφειοκρατία. Αντίληψη που παραβλέπει το ότι υπάρχουν συσσωρευμένες ιστορικές αδυναμίες του εργατικού κινήματος που ότι το εργατικό κίνημα χρειάζεται ανασυγκρότηση μέσα από στους αγώνες και οριακά οδηγεί σε υποτίμησητων κινητοποιήσεων που βάζει η γραφειοκρατία, αλλά και της δράσης στα συνδικάτα. Αντίληψη που εκφράζεται από τμήματα του δικού μας χώρου (ΝΑΡ) και οριακά τείνει να συναντιέται με την αντίληψη ότι η πανάκεια αυτή την περίοδο για το κίνημα είναι η επίκληση στην απεργία διαρκείας (ΣΕΚ).
·Την αντίληψη για αγωνιστική χρησιμοποίηση των ομοσπονδιών και κινητοποιήσεις «από τα πάνω». Αντίληψη που υποτιμά και τη μετάλλαξη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, αλλά και την ανάγκη για ανασυγκρότηση της ίδιας της βάσης των σωματείων και την ανάληψη της τύχης του αγώνα από τους ίδιους τους εργαζόμενους.
Και χρειάζεται το επόμενο διάστημα -με βάση και τη διάταξη του δυναμικού μας- να εξειδικεύσουμε την κίνηση μας, ώστε να ξεδιπλώσουμε κινητοποιήσεις και να πρωτοστατήσουμε σε αγώνες σε μια σειρά από χώρους με αιχμή τα ακόλουθα μέτωπα:
·Να παλέψουμε ενάντια στις ανατροπές στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Να σχεδιάσουμε κινητοποιήσεις κα ανά χώρους, αλλά και γενικότερες πρωτοβουλίες μέσα από το συντονισμό σωματείων που μπορούν να στηρίξουν ένα ευρύτερο μέτωπο.
·Να συμβάλλουμε σε κινητοποιήσεις στο χώρο των ΔΕΚΟ, όπου μπορούμε και να διαμορφώσουμε ένα πλατύ μέτωπο ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις. Να πάρουμε εκείνες τις πρωτοβουλίες που θα επιτρέψουν τη συνάντηση του συντονισμού σωματείων με αγωνιζόμενα τμήματα των ΔΕΚΟ, θα διευρύνουν το μέτωπα και θα μπορούν να στηρίξουν αγωνιστικές διαθέσεις κόντρα στην κυριαρχία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΠΑΣΚ.
·Να διαμορφώσουμε ένα πλατύ διακλαδικό μέτωπο στο δημόσιο ενάντια στο νέο μισθολόγιο. Η παρουσία των Παρεμβάσεων -Κινήσεων -Συσπειρώσεων στους μεγάλους χώρους του δημοσίου (εκπαίδευση, υγεία, ΟΤΑ) και σε αρκετούς μικρότερους, μας επιβάλλει να παίξουμε ιδιαίτερο ρόλο.
·Να οργανώσουμε αντιστάσεις ενάντια στις απολύσεις στο δημόσιο τομέα και την αναδιάρθρωση του δημοσίου.
·Να παλέψουμε ενάντια στη διάλυση της δημόσιας παιδείας και υγείας. Στους χώρους αυτούς παίζουμε ρόλο και έχουμε αυξημένη ευθύνη. Η κίνηση μας πρέπει να είναι διπλή: από τη μια να μπορεί να κινητοποιήσει τους ίδιους τους εργαζόμενους, και από την άλλη να αναδεικνύει το ζήτημα σε όλη την κοινωνία, δημιουργώντας ευρύτερες συμμαχίες.
·Να δώσουμε τη μάχη ενάντια στην ανεργία και τις απολύσεις. Είναι σημαντικό να αξιοποιήσουμε όλο το παραδοσιακό οπλοστάσιο του εργατικού κινήματος ενάντια στις απολύσεις και να διερευνήσουμε και νέες μορφές. Να οικοδομήσουμε δίκτυα αλληλεγγύης και να προβάλλουμετη λειτουργία των επιχειρήσεων που κλείνουν με εργατικό έλεγχο ενάντια στην εξαθλίωση. Στο ίδιο πλαίσιο οφείλουμε να διερευνήσουμε μορφές οργάνωσης και κινητοποίησης των ανέργων. Να επεξεργαστούμε αιτήματα και στόχους πάλης. Να μετατρέψουμε την απελπισία σε δύναμη.
·Να στηρίξουμε εγχειρήματα παρέμβασης σε χώρους ελαστικής εργασίας με ιδιαίτερη βαρύτητα νέων εργαζομένων και να οργανώσουμε αντιστάσεις. Να βρούμε τρόπους με τους οποίους ένα νεότερο εργασιακά δυναμικό θα εντάσσεται σε εγχειρήματα και να δίνει μάχες.
Ταυτόχρονα, για να δοθούν αποφασιστικοί αγώνες, οφείλει να υπάρξει και να ισχυροποιηθεί ένα διαφορετικό αγωνιστικό σημείο αναφοράς μέσα στο κίνημα και σε σύγκρουση τόσο με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, όσο και με τον απομονωτισμό του ΠΑΜΕ. Ο Συντονισμός Σωματείων έδειξε τη χρονιά που μας πέρασε ότι μπορεί να αποτελεί αυτό το σημείο αναφοράς. Γι’ αυτό είναι αναγκαία και η διεύρυνσή του και το άνοιγμα του σε άλλους χώρους και η ανάληψη πρωτοβουλιών για το κίνημα.
Εδώ πρέπει να σταθούμε στην Παναττική Συνέλευση του Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων την Κυριακή. Ουσιαστικά είναι η πρώτη συνέλευση του Συντονισμού μετά το Σεπτέμβρη, οφείλει να είναι μαζική (από εμάς πρέπει να έρθει κόσμος, όχι μόνο όσοι εκπροσωπούν σωματεία), και να σχεδιάσει τα επόμενα βήματα για το κίνημα. Κατά κάποιον τρόπο αυτή η συνέλευση θα επανεκκινήσει το συντονισμό.
Η συζήτηση οφείλει να αναδείξει ξεκάθαρα τα μέτωπα (όπως τα περιγράψαμε), και να βάλει ένα σχεδιασμό για το κίνημα. Ήδη υπάρχουν μπροστά μας τρεις κόμβοι:
1.Η πορεία της 6ης Δεκέμβρη, επέτειος συμπλήρωσης 2 χρόνων από τη δολοφονία του Αλ. Γρηγορόπουλου. Δεδομένου και του ότι την επόμενη μέρα έρχετα ο Στρος Καν στην Αθήνα, είναι σημαντικό να έχει συμμετοχή από σωματεία και να μην είναι απλά μια κινητοποιήση του χώρου της εκπαίδευσης.
2.Η μάχη ενάντια στο άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή 12 Δεκέμβρη. Πρόκειται για απόπειρα κατάργησης της αργίας της Κυριακής και ο συντονισμός πρέπει να οργανώσει περιφρουρήσεις καταστημάτων.
3.Η απεργία στις 15 Δεκέμβρη που πρέπει να αποτελέσει κορυφαίο γεγονός και να δώσουμε γι' αυτό όλες μας τις δυνάμεις. Ο Συντονισμός να τυπώσει αφίσα κάλεσμα στην πορεία και να την κολλήσουμε παντού.
Στο μεσοδιάστημα από 6-15 Δεκέμβρη μπορούμε να δούμε και άλλες δράσεις που θα βοηθήσουν στη μαζικοποίηση της απεργίας. Δεδομένης της κατάστασης στα ΜΜΕ πρέπει να δούμε και τη στήριξη από το συντονισμό των κινητοποιήσεων ενάντια στις απολύσεις σε αυτό το χώρο, αλλά και την πιθανή στήριξη ενός ακτιβίστικου γεγονότος πριν την απεργία.
Στη συνέλευση επίσης πρέπει να συζητηθεί και να μπει σχεδιασμός και για μετά τις 15 Δεκέμβρη. Θεωρούμε ότι πρέπει να μπει η κατεύθυνση για κλιμάκωση μετά τις γιορτές με 48ωρη απεργία (που θα έχει προοπτική για συνέχεια όπου είναι εφικτό) και να πιέσουμε μεγάλες ομοσπονδίες και την ΑΔΕΔΥ να συμμετέχουν.
Όσον αφορά τον ίδιο το συντονισμό, να συζητησούμε πώς ο συντονισμός θα αποτελέσει μια διακριτή/αναγνωρίσιμη κατάσταση στο εργατικό κίνημα, έχοντας πέρα από τις πρακτικές του και ένα λόγο πιο συγκεκριμένο και έντυπα υλικά που θα μπορούν να μοιράζονται και εξωτερικά σε χώρους όπου γίνονται κινητοποιήσεις και δεν έχουμε παρέμβαση. Σε αυτό το θέμα είναι ανάγκη να βάλουμε μια αντίληψη αντιπαραθετική με άλλες απόψεις: συντονισμός σωματείων ως αγωνιστικό σημείο αναφοράς εντός του συνδικαλιστικού κινήματος, με δικό του, αλλά όχι ανταγωνιστικό με το υπόλοιπο συνδικαλιστικό κίνημα σχεδιασμό.