Η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί τομή στην πρόσφατη ιστορία της ελληνικής ριζοσπαστικής αριστεράς. Αποτέλεσμα ενωτικών διεργασιών που έστω και με πισωγυρίσματα είναι σε εξέλιξη εδώ και αρκετό καιρό, αλλά και της κοινής δράσης στο κίνημα, πέτυχε όχι μόνο τη συμπόρευση πολιτικών ρευμάτων και συλλογικοτήτων, αλλά και τη συσπείρωση ενός ευρύτερου ανένταχτου δυναμικού που μέχρι τώρα έβλεπε με δυσπιστία ή απογοήτευση τις εξελίξεις στο χώρο. Μεγαλύτερη σημασία από το εκλογικό αποτέλεσμα έχει η διαμόρφωση μιας ενωτικής διαδικασίας και ενός πεδίου όπου μπορούν να συναντηθούν διαφορετικές εμπειρίες, απόψεις, πρακτικές και να αναδυθούν νέες μάχιμες συνθέσεις.
Χρειάζεται να δούμε την πολιτική διεργασία γύρω από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι απλώς ως διαδικασία ενότητας ή συσπείρωσης, αλλά ως την πρόκληση να δοθεί αριστερή και ριζοσπαστική απάντηση στην πολυεπίπεδη πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική κρίση της Αριστεράς. Πολιτική φιλοδοξία του εγχειρήματος δεν μπορεί να είναι η λογική ούτε της αριστερής αντιπολίτευσης, ούτε της αριστερής «ομάδας πίεσης» προς τη ρεφορμιστική Αριστερά. Στόχος πρέπει να είναι η ανεξαρτησία από το κράτος, η κινηματική μαχητικότητα, ο αντικαπιταλιστικός και αντισυνδιαχειριστικός προσανατολισμός, η αναζήτηση του επαναστατικού δρόμου να ανασημασιοδοτήσουν την ίδια την έννοια της Αριστεράς στο 21ο αιώνα.
Αυτό προϋποθέτει πραγματική συμβολή στην ανάπτυξη αγώνων, έτσι ώστε να σπάσει το σάστισμα και η ιδεολογική τρομοκρατία από τη διαχείριση της κρίσης, να μην περάσει η «φυγή προς τα εμπρός» των δυνάμεων του κεφαλαίου, να ασκηθεί ασφυκτική πίεση απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ ως τον επόμενο διαχειριστή. Η προεκλογική περίοδος δεν μπορεί να είναι περίοδος κινηματικής νηνεμίας. Αυτό απαιτεί μια πολιτικοσυνδικαλιστική κατεύθυνση που να συναρθρώνει την αγωνιστική ενότητα των ίδιων των εργαζομένων με τη ρήξη με τον υποταγμένο συνδικαλισμό, έξω και πέρα από λογικές ακολουθητισμού προς τη γραφειοκρατία αλλά και χωρίς τη φετιχοποίηση του χωροταξικού διαχωρισμού που μπορεί να αποκόψει από αγωνιστικές δυναμικές.
Χρειάζεται, όμως, και μια εναλλακτική πολιτική πρόταση, απέναντι στην ηττοπάθεια και τον απομονωτισμό του ΚΚΕ και στον αριστερό κυβερνητισμό του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Ο αντικαπιταλιστικός βερμπαλισμός δεν αρκεί, απαιτείται να επανακατοχυρώσουμε την Αριστερά ως πολιτική και κοινωνική αντιπολίτευση απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική, να προβάλουμε την ανάγκη να νικήσουν οι αγώνες, να επεξεργαστούμε ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης που να συναρθρώνει τις άμεσες διεκδικήσεις με την αμφισβήτηση του πυρήνα της αστικής στρατηγικής.
Όλα αυτά σημαίνουν και το άνοιγμα, με τρόπο ειλικρινή και συντροφικό, της συζήτησης για την επαναστατική στρατηγική σήμερα, για τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας, για το πώς μπορεί να τεθεί το ζήτημα της εξουσίας και της δυνατότητας μη καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής.
Για να πάρουν όλα αυτά σχήμα και μορφή απαιτείται η ΑΝΤΑΡΣΥΑνα γίνει πραγματικό εργαστήρι νέων πολιτικών και κινηματικών συνθέσεων. Η δημοκρατική λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το να έχει αυτοτελείς αποφασιστικές διαδικασίες που να στηρίζονται στη συμμετοχή και απόφαση των ίδιων των αγωνιστών, οργανωμένων και ανένταχτων και όχι στη συνεννόηση των πολιτικών συλλογικοτήτων, δεν είναι διαδικαστικό θέμα, αλλά αφορά την πολιτική αποτελεσματικότητα και το στρατηγικό προσανατολισμό. Δεν μπορούμε ούτε τους ανένταχτους αγωνιστές να αντιμετωπίζουμε ως οπαδούς και αφισοκολλητές, ούτε να πιστεύουμε ότι και οι οργανωμένοι αγωνιστές απλώς εκπροσωπούν τις συλλογικότητές τους. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τη ζωντανή και συντροφική συζήτηση, αντίθετα μέσα από τη συλλογική πράξη θα δούμε ποιες απόψεις δικαιώνονται και ποιες όχι. Χρειάζεται να διευρύνουμε κοινωνικά και πολιτικά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και προς ένα πολιτικοποιημένο δυναμικό που απογοητεύεται από τις εξελίξεις στην επίσημη αριστερά και προς κομμάτια του νέου ριζοσπαστισμού που βγαίνουν από τα κινήματα.
Άλλωστε, εάν όντως οι σημερινές συλλογικότητες της ριζοσπαστικής αριστεράς εκτός από αναχώματα απέναντι στην πλήρη υποχώρηση υπήρξαν και αυτές υλικά χνάρια της κρίσης της Αριστεράς, τότε θα πρέπει να αναμετρηθούν με τη μεταβατικότητά τους και την αναγκαία διαλεκτική της αυτοαναίρεσής τους σε ευρύτερες συνθέσεις. Για εμάς αυτό θέτει μια διπλή πρόκληση. Από τη μια η διαδικασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μετεξελιχθεί σε έναν ιστορικά πρωτότυπο σύγχρονο πολυτασικό αντικαπιταλιστικό πολιτικό σχηματισμό, στον πολιτικό φορέα μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης και πρότασης για την Αριστερά. Από την άλλη στο εσωτερικό αυτής της διαδικασίας να τεθεί το ζήτημα της ηγεμονίας μιας σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής, μέσα από την υπέρβαση των σημερινών μορφών και οργανωτικών διαχωρισμών όσων ρευμάτων επιμένουν στην επαναστατική ανανέωση του κομμουνιστικού ρεύματος. Ως συμβολή σε αυτές τις προκλήσεις βλέπουμε και τη συζήτηση που ανοίγει για τη Δ΄ Συνδιάσκεψη της Αριστερής Ανασύνθεσης.