1. Τα βασικά συμπεράσματα των εκλογών της 16ης Σεπτέμβρη είναι:

·Στις εκλογές αποτυπώθηκε σημαντική αποδοκιμασία της κυβερνητικής πολιτικής αλλά και συνολική αποδοκιμασία του δικομματισμού, όπως αποτυπώθηκε και στην εκλογική συντριβή του ΠΑΣΟΚ, που εκφράζει και την κρίση στρατηγικής της σοσιαλδημοκρατίας

·Οι εξελίξεις αυτές συμπυκνώνουν τις μεγάλες κοινωνικές δυναμικές του τελευταίου διαστήματος, τους αγώνες και την οργή για τις αντιλαϊκές πολιτικές. Αντιστοιχούν στην ύπαρξη υπαρκτών ρηγμάτων στους όρους άρθρωσης του νεοφιλελευθερισμού ως ηγεμονικής ιδεολογίας.

·Σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των εκλογών είναι αριστερόστροφο και αυτό αποτυπώνεται και στην σημαντική ενίσχυση της Αριστεράς.

·Η κυβέρνηση θα είναι πιο αδύναμη και πιεσμένη, αλλά ενισχύεται συγκυριακά από την απουσία αντιπάλου. Θα δοκιμάσει την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, γνωρίζοντας, όμως, ότι μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με ισχυρές αντιδράσεις.

·Η ριζοσπαστική αριστερά, που αθροιστικά συγκεντρώνει το υψηλότερο ποσοστό της, έχασε μια μεγάλη ευκαιρία. Ένα ενωτικό κατέβασμα θα είχε αναμφίβολα σημαντική δυναμική. Η απουσία του έκανε αυτό το χώρο να είναι τροφοδότης του ρεφορμισμού. Στον εσωτερικό συσχετισμό της ΡΑ ενισχύθηκαν περισσότερο σχήματα που αντιστοιχούσαν σε ιστορικά ρεύματα και λειτούργησαν ως διέξοδος μιας αριστερής ψήφου διαμαρτυρίας.

·Το ΕΝΑΝΤΙΑ δεν πέτυχε τον εκλογικό στόχο που είχε, κυρίως διότι ήταν ένα νέο σχήμα με μικρό ιστορικό βάθος και κοινωνικό εύρος. Ωστόσο, στην όλη πολιτική παρουσία του και στο γεγονός της συγκρότησής του αποτυπώνονται σημαντικές θετικές πλευρές.

·Η συλλογικότητα έδωσε μια μεγάλη μάχη, με τρόπο ενωτικό και συντροφικό, και χρωμάτισε την παρέμβαση του ΕΝΑΝΤΙΑ και της αναλογεί σημαντικό μέρος της παρουσίας του. Οφείλει ωστόσο να δει και αυτοκριτικά πλευρές των προεκλογικών εκτιμήσεών της και των όρων με τους οποίους έγινε η συζήτηση προεκλογικά.

·Το εκλογικό αποτέλεσμα και η όλη κίνηση της συλλογικότητας προσφέρει την αφετηρία για σημαντικά και χρήσιμα συμπεράσματα σε σχέση με την πραγματική δυσκολία και την αναγκαστική αντιφατικότητα οποιασδήποτε προσπάθειας κεντρικής πολιτικής συγκρότησης και παρουσίας της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ανέδειξε δυνατότητες παρέμβασης, αλλά και συσσωρευμένα προβλήματα αυτού του χώρου. Δίνει έτσι τη δυνατότητα να δούμε την κίνηση και το σχεδιασμό μας με πολύ πιο διαλεκτικό τρόπο.

·Σήμερα η έννοια του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς, ως διακριτού και μάχιμου πολιτικού πόλου και όχι ως περιθωριακής αριστερής μειοψηφίας διακυβεύεται, μέσα από την ενίσχυση τάσεων του ρεφορμισμού, τη δορυφοριοποίηση τάσεων της επαναστατικής αριστεράς γύρω από το ρεφορμισμό, την εκλογική υπερψήφιση των κομμάτων του ρεφορμισμού και ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ από αγωνιστές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Αποτελεί έτσι βασική πρόκληση της περιόδου η αντιστροφή αυτής της τάσης και η εκ νέου κατοχύρωση της ιδεολογικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτοτέλεια της ριζοσπαστικής αριστεράς.

·Η πρόκληση της επόμενης μέρας περιλαμβάνει την προβολή της θέσης ότι πραγματική αντιπολίτευση θα είναι οι αγώνες, η κοινωνική αντιπολίτευση, την προσπάθεια για πολιτική προετοιμασία όλης της ριζοσπαστικής αριστεράς και των σχημάτων για τις μεγάλες μάχες που έρχονται, την προσπάθεια να διατηρηθεί και να βαθύνει το ΕΝΑΝΤΙΑ ως όχημα για ενωτικές πολιτικές πρωτοβουλίες που να επιμένουν στην ανασύνθεση όλης της ριζοσπαστικής αριστεράς.

2. Τα αποτελέσματα των εκλογών αποτελούν πολιτική αντανάκλαση των κοινωνικών δυναμικών που αναπτύχθηκαν το τελευταίο διάστημα, της όξυνσης της λαϊκής δυσαρέσκειας για τις αντιλαϊκές πολιτικές (λιτότητα, εργασιακή ανασφάλεια, οικολογική καταστροφή), της ανάπτυξης μεγάλων κοινωνικών κινημάτων. Αντιστοιχεί σε μια συνολικότερη και βαθύτερη κοινωνική τάση που έχουν σχολιάσει και σε άλλες μας αναλύσεις: την καταγραφή πραγματικών ρηγμάτων στην ικανότητα του νεοφιλελευθερισμού να λειτουργεί ως ηγεμονική ιδεολογία. Αυτό το ενεργό ρήγμα, ήρθε τώρα στην επιφάνεια ακριβώς γιατί υπήρξε η κινηματική ανάταση και δυναμική του προηγούμενου διαστήματος.

Το αποτέλεσμα είναι η σημαντική φθορά που έχει η Νέα Δημοκρατία που χάνει το 3,5%, που παίρνει κάτω από 42% και που συγκεντρώνει μόλις 152 βουλευτές. Αποτυπώνεται επίσης στην πτώση που έχει αθροιστικά και το σύνολο των ψήφων ΝΔ και ΛΑΟΣ Φαίνεται επίσης σε σημαντικά πολιτικά γεγονότα όπως η μη επανεκλογή της Γιαννάκου, που πληρώνει την αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Επομένως, είναι σαφές ότι στοιχείο του πολιτικού αποτελέσματος είναι η αποδοκιμασία της κυβέρνησης, αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως η εκδίκηση της κοινωνία. Αυτό είναι μια απόδειξη ότι μεγάλα κινήματα, μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις και δυναμικές μπορούν να έχουν πολιτικά αποτελέσματα, μπορούν να επηρεάζουν ακόμη και σημαντικές πλευρές της πολιτικής σκηνής. Αποδεικνύεται, επίσης, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσπάθεια της κυβέρνησης, με τις «εκλογές από την παραλία στον καναπέ», για εκλογές που να σηματοδοτήσουν, μέσα από την έμφαση στο πολιτικό επιφαινόμενο, ένα ακόμη βήμα στην κατεύθυνση της αποστείρωσης του πολιτικού επιπέδου από τις διεκδικήσεις των λαϊκών μαζών και συνολικά τις κοινωνικές αντιθέσεις, δεν μπόρεσε να προχωρήσει. Αντίθετα, έστω και με τον τρόπο που καθόρισε το εκλογικό αποτέλεσμα το κοινωνικό ζήτημα έκανε αισθητή την παρουσία του, ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες και συγκρούσεις κατάφεραν να επηρεάσουν πλευρές της πολιτικής σκηνής.

3. Σε αυτό το τοπίο το ΠΑΣΟΚ υφίσταται μια σημαντική ήττα με στοιχεία πολιτικής συντριβής. Όχι μόνο δεν καταφέρνει να ξεπεράσει μια κυβέρνηση με εμφανή τα σημάδια της λαϊκής αποδοκιμασίας, αλλά και πετυχαίνει το χαμηλότερο ποσοστό του μετά το 1977, το χαμηλότερο ποσοστό όλης της περιόδου που είναι κόμμα εξουσίας. Παίρνει 38,1% όταν το αμέσως χαμηλότερο αποτέλεσμά του είναι 38,6% τον Απρίλη του 1990. Είναι σαφές ότι σε αυτές τις εκλογές η εκδίκηση της κοινωνίας δεν στράφηκε μόνο προς την κυβέρνηση, αλλά και προς την αντιπολίτευση. Το ΠΑΣΟΚ τιμωρείται ταυτόχρονα για την αδυναμία του να αποτελέσει ουσιαστική αντιπολίτευση –άλλωστε, αρκετές φορές είχε πιο δεξιές θέσεις από την κυβέρνηση, για παράδειγμα στον τρόπο με τον οποίο ορίζει την ανάγκη να υποχωρήσει κάθε έννοια κρατικής ρύθμισης–, αλλά και για την πολιτική που άσκησε όταν κυβέρνηση. Δεν κατορθώνει ακόμη και τη συγκυριακή οργή για την καταστροφή με τις φωτιές να καρπωθεί (άλλωστε απέναντι στο καταστροφικό «αναπτυξιακό πρόγραμμα» που παρουσίασε η κυβέρνηση έσπευσε να παρουσιάσει ένα επίσης καταστροφικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης των καμένων περιοχών). Για να καταλάβουμε το μέγεθος της αποτυχίας, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι μετά το 1981 (αλλά και μετά την επανάκαμψη του 1993) το ΠΑΣΟΚ είχε ένα εντυπωσιακά συμπαγές εκλογικό και κοινωνικό μπλοκ γύρω στο 40% και σήμερα πέφτει κάτω από αυτό.

4. Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ χάνει τις εκλογές δεν είναι άσχετο με τη συνολικότερη κρίση φυσιογνωμίας που διαπερνά σήμερα τη σοσιαλδημοκρατία σε όλη την Ευρώπη. Η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, το γεγονός ότι σε μια σειρά από σχηματισμούς αποτέλεσε τον πιο ενεργητικό υποστηρικτή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, έχει ως αποτέλεσμα αυτή να αποξενώνεται από σημαντικό μέρος της κοινωνικής της βάσης. Ακόμη περισσότερο, στο βαθμό που όχι μόνο αλλά ο υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός αποτελεί σήμερα τη μόνη εφικτή αστική στρατηγική, αλλά και τα συντηρητικά κόμματα φαντάζουν τα μόνο ικανά να αρθρώσουν διαλεκτικά τη συνάρθρωση νεοφιλελευθερισμού και νεοσυντηρητισμού (κοινωνικός συντηρητισμός, περισσότερο –κατασταλτικό– κράτος, «ασφάλεια του πολίτη»), τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι αντιμέτωπα με μια εκρηκτική αντίφαση: Ο μόνος τρόπος να μπορέσουν να κερδίσουν την πολιτική πρωτοκαθεδρία είναι να πάνε πιο αριστερά και ταυτόχρονα αυτό δεν μπορεί να γίνει εφικτό και γιατί αυτό δεν συγκροτείται ως εναλλακτική αστική στρατηγική αλλά και γιατί οι ηγετικές ομάδες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων υπήρξαν πρωτοπόρες στη διατύπωση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής. Γι’ αυτό ακόμη και σε ευνοϊκά κοινωνικά εδάφη, δεν μπορούν να διαμορφώσουν νικηφόρες δυναμικές αλλά εγκλωβίζονται είτε σε διαγκωνισμούς ως προς την προσήλωση στο νεοφιλελευθερισμό είτε σε λύσεις «πολιτικής αισθητικής», που όμως δεν συγκροτούν εναλλακτική λύση. Ακόμη και σε περιπτώσεις έντονων κοινωνικών συγκρούσεων, όπως π.χ. στη Γαλλία, συχνά τα σοσιαλδημοκρατικά συχνά επιλέγουν μια πολιτική απεύθυνση που καμιά σχέση δεν έχει με αυτές τις δυναμικές, πηγαίνοντας συχνά ακόμη πιο δεξιά.

5. Σε αυτό το φόντο πυροδοτούνται και οι εσωτερικές εξελίξεις μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Από ό,τι φαίνεται ένα μέρος του μηχανισμού, αλλά και ένα μέρος του εκσυγχρονιστικού μπλοκ σπεύδει να στηρίξει την υποψηφιότητα του Βενιζέλου με την ελπίδα ότι θα αποτελέσει πειστική απάντηση. Παρότι μια τέτοια λύση μπορεί να επιλύει ορισμένα προβλήματα αντιπολιτευτικές ανικανότητας, εντούτοις δεν είναι βέβαιο ότι θα απαντήσει στην κρίση στρατηγικής και φυσιογνωμίας, ενώ ταυτόχρονα η έντονη παρέμβαση συγκροτημάτων του Τύπου και άλλων κέντρων εξουσίας δημιουργεί αντίρροπες τάσεις σε μέρος του μηχανισμού. Αυτό φαίνεται και από την εμφάνιση και άλλων πιθανών υποψηφιοτήτων και από τις τάσεις συσπείρωσης και γύρω από την τρέχουσα ηγεσία. Φυσικά, οποιαδήποτε αλλαγή ηγεσίας δεν πρόκειται να αντιστρέψει τη δομική μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ εδώ και πολλά χρόνια έχει πάψει να είναι ένα κόμμα ‘ρεφορμιστικό’ ή ‘σοσιαλδημοκρατικό’ με την έννοια που αυτό οριζόταν μέσα στους κλασικούς του μαρξισμού. Είναι ένα αστικό κόμμα που προσπάθησε να συναρθρώσει μια ιδιαίτερα επιθετική εκδοχή προώθησης του συνολικού αστικού συμφέροντος, ανεξαρτήτως του εάν η ιστορία και η κοινωνική του γείωση σήμαιναν ότι διατηρεί μια ιδιαίτερα ισχυρή εκλογική εκπροσώπηση λαϊκών στρωμάτων. Γι’ αυτό και θα ήταν πολιτικά λάθος σήμερα να επενδύσουμε, όπως παραδοσιακά κάνουν διάφορες τροτσκιστικές τάσεις, στις εσωτερικές εξελίξεις του ΠΑΣΟΚ. Στόχος μιας αριστερής παρέμβασης δεν μπορεί να είναι να πάει «πιο αριστερά» το ΠΑΣΟΚ (ακόμη και εάν αυτό είναι κάτι που το ζητά η βάση του), αλλά όλο και περισσότερα κομμάτια των λαϊκών τάξεων να απεγκλωβίζονται από την επιρροή των αστικών κομμάτων και να μετατοπίζονται σε περισσότερο αντικαπιταλιστικές τοποθετήσεις. Και αυτό, οφείλουμε να πούμε, δεν θα είναι και τόσο εύκολο, όσο δεν υπάρχει μια άλλου είδους αριστερή ηγεμονική γραμμή να κάνει την αντικαπιταλιστική τοποθέτηση από πολιτικό προσδιορισμό, πολιτικό σχέδιο.

6. Η ταυτόχρονη μεγάλη φθορά της Νέας Δημοκρατίας με την εκλογική συντριβή του ΠΑΣΟΚ σημαίνουν ότι αυτές οι εκλογές αποτέλεσαν μια μεγάλη καταδίκη του δικομματισμού. Σημειώνουμε, άλλωστε, ότι το συνολικό ποσοστό του δικομματισμού δεν υπερβαίνει το 79,89%, πράγμα που σημαίνει μια πτώση -6,02%. Αυτή η εντυπωσιακή μείωση του δικομματισμού αποτυπώνεται πρωτίστως εκεί όπου συμπυκνώθηκαν οι κοινωνικές συγκρούσεις και δυναμικές της προηγούμενης περιόδου και ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα: Α΄ Αθήνας: -9,53% Β΄ Αθήνας: -9,5% Α΄ Θεσσαλονίκης -9,13% Α΄ Πειραιά -8,67% Β΄ Πειραιά -8,42%. Είναι σαφές ότι ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα (και πολύ λιγότερο στην επαρχία) έχουμε στοιχεία ρηγμάτων στα κοινωνικά μπλοκ. Η αποδοκιμασία αυτή του δικομματισμού δεν είναι άσχετη με συνολικότερες κοινωνικές διεργασίες σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια και την αδυναμία του νεοφιλελευθερισμού να αποτελέσει ένα ηγεμονικό πρόταγμα για μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων και την εμφάνιση υπαρκτών ρηγμάτων σε αυτή την ηγεμονία, αποτέλεσμα όχι απλώς της απαξίωσης των λαϊκών στρωμάτων, αλλά πρωτίστως της εμφάνισης μεγάλων κινημάτων που επαναφέρουν στο προσκήνιο στοιχεία κοινωνικού διεκδικητισμού συχνά και ριζοσπαστισμού. Ωστόσο, η παγίωση τέτοιων δυναμικών απαιτεί την ικανότητα η Αριστερά να διαμορφώνει σχέσεις εκπροσώπησης με αυτά τα κοινωνικά κομμάτια, δηλαδή να μπορούν να αναγνωρίζουν εαυτό στο πολιτικό τους σχέδιο, στοιχείο που σήμερα απουσιάζει και δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την απλή συσπείρωση γύρω από ένα βολικό σημείο διαμαρτυρία. Αυτό αποτελεί σήμερα και την πραγματική διακύβευση των δυναμικών κοινωνικών διαμαρτυρίας και σχετικής αποστοίχισης από το δικομματισμό που καταγράφηκαν στις εκλογές.

7.Η καταδίκη αυτή του δικομματισμού είναι σε μεγάλο βαθμό αριστερόστροφη. Δεν είναι μόνο ότι η ρεφορμιστική αριστερά κατορθώνει να έχει το μεγαλύτερο άθροισμα ολόκληρης της μεταπολίτευσης (13,19%, +4.04%), είναι και η εντυπωσιακή αποτύπωση αυτής της μεταστροφής ειδικά σε εκείνες τις περιφέρειες όπου κυρίως αρθρώθηκαν μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις: π.χ. +6,24% στην Α’Αθήνας + 6,64% Β΄ Αθήνας. Είναι επίσης ότι τα κόμματα της Αριστεράς κατορθώνουν να πάρουν σημαντικά μεγάλο μέρος όσων ψήφισαν για πρώτη φορά και έχουν εντυπωσιακή παρουσία στους φοιτητές, ενώ κατορθώνουν να έχουν σημαντική απήχηση σε πληττόμενα στρώματα εργαζομένων (του ιδιωτικού τομέα περισσότερο το ΚΚΕ, του δημοσίου και της μισθωτής διανόησης το ΣΥΡΙΖΑ). Το μεν ΚΚΕ κατορθώνει για πρώτη φορά αυτό που πάλευε από το 2000 και μετά, δηλαδή την έξοδο από τη ζώνη του 6%. Αυτό είναι προφανές ότι θα αναγνωσθεί και ως δικαίωση της κυρίαρχης γραμμής του ΚΚΕ και ως ντε φάκτο υπέρβαση των όποιων κραδασμών έφεραν οι λάθος τακτικές επιλογές μέσα στο κίνημα. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια μεγάλη επιτυχία, κατορθώνοντας και δυσαρέσκεια από το ΠΑΣΟΚ να κερδίσει αλλά και να συσπειρώσει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανένταχτων αριστερών καθώς και νεολαίας. Αυτό δικαιώνει την όλη επιλογή μιας αριστερόστροφης πολιτικής αισθητικής. Είναι σαφές ότι η ρεφορμιστική Αριστερά είναι ο μεγάλος κερδισμένος της αποδοκιμασίας του δικομματισμού, όπως επίσης και –συγκριτικά– ο χώρος που κερδίζει πολιτικά από την κοινωνική και αγωνιστική δυναμική που ξεδιπλώθηκε το τελευταίο διάστημα. Αντίστοιχα, οφείλουμε να τονίσουμε ότι και η όποια αριστερόστροφη αισθητική των κομμάτων του ρεφορμισμού αποτελεί και αυτό ένα αποτέλεσμα της δυναμικής των κινημάτων όλο το προηγούμενο διάστημα.

Η όποια αριστερόστροφη δυναμική του εκλογικού αποτελέσματος δεν σημαίνει φυσικά και μια αυτόματη αριστερή στροφή του πολιτικού σκηνικού. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι παρά την αποδοκιμασία, έχουμε κυβέρνηση που επανεκλέγεται και η οποία μπορεί στηριζόμενη και στην κρίση του ΠΑΣΟΚ και την τακτική στήριξη του ΛΑΟΣ κατά περίπτωση να δοκιμάσει μια φυγή προς τα εμπρός. Επομένως, το τοπίο είναι ουσιωδώς ανοιχτό ως προς τα ενδεχόμενα και θα καθοριστεί από τον πραγματικό συσχετισμό της ταξικής πάλης.

8. Η εκλογική επιτυχία των κομμάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς δεν μπορεί να συγκαλύψει τη βαθύτερη στρατηγική αμηχανία της Αριστεράς, την αδυναμία της με τρόπο πειστικό να διαμορφώσει μια αντικαπιταλιστική στρατηγική πέραν της διεκδίκησης –επί της ουσίας– μιας νεοκεϋνσιανής πολιτικής που να περιλαμβάνει περισσότερο δημόσιο τομέα, αναδιανεμητικές πολιτικές, κοινωνικό κράτος. Η διαπίστωση ότι σήμερα πολιτική στρατηγική επί της ουσίας είναι μόνο ο νεοφιλελευθερισμός δεν επικαθορίζει μόνο την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και τη στρατηγική ανεπάρκεια της ρεφορμιστικής αριστεράς. Δεν υποτιμούμε την αξία αυτών των αιτημάτων ως απάντηση απέναντι στην επέλαση των δυνάμεων του κεφαλαίου τις προηγούμενες δεκαετίας, αλλά πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δεν αποτελούν αντικαπιταλιστικούς στόχους. Γιατί μπορεί σε επίπεδο κινήματος οι βασικοί στόχοι να είναι κυρίως αμυντικοί, «αντινεοφιλελεύθεροι», αυτό όμως δεν αρκεί για να διαμορφωθεί μια νέα αριστερή ηγεμονία. Είναι ανάγκη η Αριστερά να παρουσιάσει ένα πειστικό πολιτικό σχέδιο για τη δυνατότητα ολόπλευρης σύγκρουσης με τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης. Μια τέτοια σαφής αντικαπιταλιστική τοποθέτηση, μια τέτοια συστηματική απεύθυνση προς τις λαϊκές μάζες της θέσης ότι υπάρχει η δυνατότητα εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης και ότι αυτός είναι ο ορίζοντας των σημερινών αγώνων, είναι και ο μόνος τρόπος η διατύπωση αμυντικών αιτημάτων (όχι στην ιδιωτικοποίηση, όχι στην ελαστική εργασία, όχι στην υποχώρηση του αναδιανεμητικού ρόλου του κράτους και του ασφαλιστικού συστήματος), που αντικειμενικά είναι η βασική πλευρά της παρέμβασης μας στο κίνημα, να μην μετασχηματίζεται σε ένα γενικευμένο αμυντισμό που είναι η βασιλική οδός για την παλιννόστηση τμημάτων των λαϊκών μαζών σε όποια τμήμα του επίσημου πολιτικού σκηνικού φαντάζει έστω ελάχιστα πιο «φιλολαϊκό».

Στη άρθρωση, όμως, αυτής της αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης δεν θα συμβάλουν ούτε τα συνδιαχειριστικά αντανακλαστικά που σφραγίζουν πλευρές της δράσης της Αριστεράς (π.χ. η «συγκυβέρνηση» με το ΠΑΣΟΚ που προκρίνει ο Συνασπισμός σε συνδικάτα ή την τοπική αυτοδιοίκηση), ούτε η πεποίθηση ότι σήμερα μπορεί να υπάρξει «αριστερή διακυβέρνηση». Ούτε θα συμβάλει ο ιδεολογικός συντηρητισμός του ΚΚΕ που ουσιαστικά προκρίνει ένα οικονομίστικο όραμα «κοινωνικής προκοπής» και όχι ανατροπής. Άλλωστε, η ενίσχυση της αριστεράς αποτυπώνει περισσότερο την αγωνία εργαζομένων και νέων για μια αγωνιστική ριζοσπαστική διέξοδο και λιγότερο την νομιμοποίηση των βαθιών αντιφάσεων που χρωματίζουν αυτούς τους σχηματισμούς. Όσοι στήριξαν το ΚΚΕ δεν στήριξαν ούτε τη νοσταλγία του για τα εκμεταλλευτικά και καταπιεστικά καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ούτε τις διασπαστικές πρακτικές του στο κίνημα, ούτε την έλλειψη εμπιστοσύνης στη δυνατότητα των αγώνων να κερδίζουν. Όσοι στήριξαν το ΣΥΡΙΖΑ, δεν το έκαναν για να νομιμοποιήσουν τις ταλαντεύσεις του Συνασπισμού και προς προτάσεις και λογικές «προοδευτικού εκσυγχρονισμού» και «αριστερού ευρωπαϊσμού». Αυτό που πρόβαλαν οι ψηφοφόροι της Αριστεράς ήταν η αγωνία για μια άλλη αριστερά που απέναντι στον «υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό» να μπορέσει και στους αγώνες να ηγηθεί και το όραμα μιας εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης να ξανακάνει πειστική πολιτική προοπτική.

9. Αυτές είναι σήμερα οι ενεργές αντιφάσεις του ρεφορμισμού και δεν πρέπει να την παραβλέψουμε. Ταυτόχρονα, υπάρχουν και ανοιχτά ερωτήματα για το άμεσο μέλλον: μεγάλο μέρος της κοινωνικής δυναμικής που ενίσχυσε την αριστερά είναι μια δυναμική που διακυβεύεται ανάλογα με τη συνολικότερη έκβαση αυτών των αγώνων. Τα κινήματα είχαν αυτά τα πολιτικά αποτελέσματα γιατί ήταν νικηφόρα, ή τουλάχιστον δεν ηττήθηκαν. Θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν τέτοιες πολιτικές δυναμικές, μόνο εάν συνεχίσουν να είναι νικηφόρα. Τυχόν ήττα των αγώνων μπορεί να έχει αντίστροφα πολιτικά αποτελέσματα. Επιπλέον, το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό η Αριστερά ενισχύθηκε από την αποδιαρθρωτική μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ, κάνει σαφές ότι μια ηγεσία του ΠΑΣΟΚ που θα ανακαλύψει ξανά την «τέχνη της αντιπολίτευσης» θα ασκήσει σχετική πίεση προς την Αριστερά, ειδικά εάν όταν το διακύβευμα θα είναι η απαλλαγή από μια τρίτη συνεχόμενη κυβέρνηση ΝΔ.

Σε αυτό το τοπίο έχει ιδιαίτερη σημασία να αναφέρουμε ότι από ό,τι φαίνεται σήμερα η ηγεσία του Συνασπισμού κοιτάζει ιδιαίτερα προς την όξυνση των αντιφάσεων του ΠΑΣΟΚ και την εμφάνιση ρηγμάτων στις κοινωνικές και πολιτικές εκπροσωπήσεις, αποσκοπώντας στο να τις βαθύνει και να τις ενισχύσει, προσπαθώντας να λειτουργήσει ως πόλος υποδοχής ενός δυναμικού απογοητευμένου από το ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο σε επίπεδο ψήφων, αλλά και σε επίπεδο πολιτικού δυναμικού, εξ ου και οι συνεχεία αναφορές στην ενότητα με το ριζοσπαστικό τμήμα του σοσιαλιστικού χώρου. Οι αναφορές που γίνονται στη «σοσιαλιστική συνιστώσα», η ανοιχτή απεύθυνση προς το κομμάτι του ΠΑΣΟΚ που κοιτάζει προς τα αριστερά, η αναφορά του «Αριστερού Κόμματος» της Γερμανίας ως παράδειγμα, παραπέμπουν ιδιαίτερα έντονα σε ένα πολιτικό σχέδιο όπου η πρόταση για «Ενότητα της Αριστεράς» θα συνεπάγεται την προσπάθεια κατάληψης και του χώρου της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, κάτι που θα σημαίνει και την ανάδειξη μιας κατεύθυνσης αριστερού κυβερνητισμού, μια κατεύθυνσης κυβερνητικής πρότασης της Αριστεράς. Μόνο που αυτή η προσπάθεια δεν είναι βέβαιο ότι θα πετύχει, ειδικά εάν υπάρξει μια σχετική ενότητα του χώρου του ΠΑΣΟΚ, ενώ μπορεί να αποτελέσει και τη βάση μιας αντίστροφης πίεσης: προς τη μεριά μιας ελληνικής εκδοχής «πληθυντικής αριστεράς».

10. Το ΛΑΟΣ κερδίζει και αυτό ένα μέρος από τη δεξιόστροφη κοινωνική διαμαρτυρία. Δεδομένης της πίεσης που δέχτηκε από τη ΝΔ είχε μια σημαντική επιτυχία. Η υπερψήφιση του ΛΑΟΣ δεν αντιστοιχεί τόσο στην αίγλη των ακροδεξιών τοποθετήσεων ή του ρατσισμού, όσο σε μια δεξιόστροφη διεκδίκηση περισσότερου κράτους και κοινωνικής συνοχής. Επιπλέον, είναι σαφές ότι το ΛΑΟΣ έχει σπεύσει όλο το προηγούμενο διάστημα να δώσει αρκετά εχέγγυα όχι μόνο ως προς την αυταρχική αντιμετώπιση των κοινωνικών κινημάτων, όσο και ως προς τον πυρήνα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι αποτελεί μια ευρύτερη πολιτική πρόκληση ότι σήμερα οι περισσότεροι βουλευτές του προέρχονται από τον πυρήνα της ακροδεξιάς και νεοναζιστικών ρευμάτων (ακριβώς γιατί στο συρφετό που συγκέντρωσε το ΛΑΟΣ φάνταζαν ως οι πιο «πολιτικοί») και μένει να δούμε εάν και κατά πόσο αυτό θα λειτουργήσει ως μοχλός μετατόπισης προς τα δεξιά μέρους της επίσημης συζήτησης για ζητήματα όπως η μετανάστευση. Ας θυμηθούμε ότι, όπως φάνηκε και σε άλλους σχηματισμούς, τα «άκρα», είναι πολύ βολικά για να μετατοπίζεται προς τα δεξιά και το «κέντρο».

11. Είναι σαφές ότι συνολικά η κυβέρνηση είναι πιο αδύναμη και το πολιτικό σκηνικό σχετικά πιο ρευστό σε σχέση με παλαιότερα. Ωστόσο, αυτή η εκτίμηση δεν θα πρέπει να μεταφραστεί σε μια εκτίμηση γενικευμένης αποσταθεροποίησης ή αριστερής μετατόπισης. Η κυβέρνηση παρά την οριακή πλειοψηφία της, κατορθώνει να επανεκλεγεί και ενισχύεται από την απουσία αντιπάλου, τουλάχιστον όσο σοβεί η κρίση στο ΠΑΣΟΚ, αλλά και από την κατά περιπτώσεις στήριξη από το ΛΑΟΣ. Με αυτή την έννοα θα δοκιμάσει να προχωρήσει στο δρόμο των «μεταρρυθμίσεων» και του βαθέματος των αναδιαρθρώσεων. Άλλωστε, σε αυτό θα την σπρώξουν και τα αστικά κέντρα εξουσίας, τα οποία, όπως φάνηκε και σε άλλους σχηματισμούς, σε αυτή τη φάση προκρίνουν τη φυγή προς τα εμπρός, με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να τσακιστούν οι αντιστάσεις και να γίνουν μη αντιστρέψιμες οι αναδιαρθρώσεις. Αυτό φαίνεται και από τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης. Επομένως, θα πρέπει να πούμε ότι η όποια αστάθεια στο πολιτικό σκηνικό είναι περισσότερο προοπτική παρά άμεση. Χωρίς πολύ μεγάλους κοινωνικούς κραδασμούς με μεγάλες πολιτικές αντανακλάσεις η κυβέρνηση θα μπορέσει να κυβερνήσει τουλάχιστον μέχρι το όριο της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας το 2010.

12. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο και είναι σαφές ότι σήμερα η βασική πολιτική κατεύθυνση δεν μπορεί παρά να είναι η πιο πλατιά και πιο μαχητική κοινωνική αντιπολίτευση. Η αίσθηση ότι οι αγώνες μπορούν να παράγουν αποτελέσματα, θα πρέπει να μετασχηματισθεί σε μια περισσότερο παγιωμένη αγωνιστική ανάταση των λαϊκών τάξεων και στην προσπάθεια να υπάρξουν μεγάλα και νικηφόρα κινήματα απέναντι σε όλους τους μεγάλους κόμβους της συγκυρίας: τις αλλαγές στο ασφαλιστικό, την προώθηση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, τα σχέδια «ανάπτυξης» των καμένων εκτάσεων. Αυτή η έμφαση στους ανυποχώρητους αποτελεσματικούς αγώνες, στην ενότητα μέσα στους αγώνες, στην αγωνιστικών ταξική ενότητα των ίδιων των μαζών, οφείλει να είναι σήμερα ο βασικός τόνος της πολιτικής απεύθυνσης. Οφείλουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε, έτσι ώστε η κυβέρνηση της ΝΔ να δει μπροστά της να ορθώνονται ένα κινηματικό τείχος στην κυρίαρχη πολιτική. Αυτό θα είναι και μόνος τρόπος για να παγιωθεί η όποια αριστερόστροφη δυναμική, αλλά και για να μετασχηματιστεί σε υλική δύναμη. Αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορούν να το κάνουν τα κόμματα του ρεφορμισμού, είτε γιατί μέχρι τώρα έδειχναν ότι δεν πιστεύουν στη δυνατότητα των αγώνων να κερδίσουν (ΚΚΕ), είτε είναι πολύ πιο προσανατολισμένα σε μια συνδιαχειριστική κατεύθυνση και μια λογική κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης (ΣΥΝ). Σίγουρα, όμως, ως πολιτική κατεύθυνση, απέναντι σε όλο αυτό τον κόσμο που πήγε αριστερά στις εκλογές, η ριζοσπαστική αριστερά μπορεί και πρέπει να το δώσει ως κατεύθυνση.

13. Το αποτέλεσμα των Οικολόγων είναι επιτυχημένο, εάν σκεφτούμε ότι είναι ένα σχετικά μικρό ρεύμα. Ευνοήθηκαν από τη συγκυρία, αλλά και από το πώς με όρους συνολικών κοινωνικών αναφορών, η οικολογική ψήφος (σε αντιδιαστολή π.χ. με την ψήφο στηνάκρα αριστερά) είναι μια ‘ενδοσυστημική’ εκδοχή ψήφου διαμαρτυρίας. Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο συγκεκριμένος σχηματισμός είναι ιδιαίτερα δεξιόστροφος στην κατεύθυνσή του, όπως φάνηκε και από την πρότασή του για κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» μετά τις πυρκαγιές, αντανακλώντας και τη συνολικότερη δεξιά μετατόπιση του Ευρωπαϊκού Πράσινου Κόμματος.

14. Σε σχέση με το αποτέλεσμα της ριζοσπαστικής αριστεράς θα πρέπει να πούμε ότι διαπερνιέται από την ακόλουθη αντίφαση. Από τη μια πήρε το μεγαλύτερο συνολικό αριθμό ψήφων 48119 (ΚΚΕ (μ-λ), ΜΛ-ΚΚΕ, ΜΕΡΑ, ΕΝΑΝΤΙΑ) και ποσοστό περίπου 0,7 όταν το αμέσως επόμενο ήταν 35174. Από την άλλη, δεδομένης της συνολικότερης αριστερόστροφης δυναμικής των εκλογών και την ύπαρξη και μιας διάθεσης να υπάρξει και ψήφος σε μικρά κόμματα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα ιδιαίτερα πετυχημένο αποτέλεσμα. Αυτή η εκλογική αντίφαση συμπυκνώνει μια βαθύτερη πολιτική και φυσιογνωμική αντίφαση που σήμερα διαπερνά τη ριζοσπαστική αριστερά: Από τη μια είναι εξαιρετικά αποτελεσματική και συχνά ηγεμονική μέσα στην οικοδόμηση μεγάλων κοινωνικών αγώνων και αντιστάσεων, απολαμβάνοντας και σημαντικό κύρος, από την άλλη αδυνατεί να συγκροτηθεί ως ένα αυτοτελές πολιτικό ρεύμα με ευρύτερη δυναμική και απήχηση και, αντίθετα, βλέπει, μεγάλο μέρος της συνολικής πολιτικής δουλειάς της να λειτουργεί ενισχυτικά για άλλες τάσεις της Αριστεράς. Αντικειμενικά, μεγάλο μέρος των ανθρώπων και των αγωνιστών που ανήκουν σε αυτό το χώρο πήγε προς το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και προς το ΚΚΕ.

15. Ταυτόχρονα, ακόμη και η σημερινή υπαρκτή δυναμική δικαιώνει την πολιτική τοποθέτησή μας υπέρ του ενωτικού ψηφοδελτίου της ριζοσπαστικής αριστεράς, ένα ψηφοδέλτιο που θα είχε σαφή στοιχεία πολιτικής δυναμικής. Προφανώς –για να μην έχουμε και αυταπάτες– ένα ενωτικό ψηφοδέλτιο δεν θα ανέτρεπε τους συσχετισμούς στην Αριστερά∙ η ριζοσπαστική αριστερά θα αναπαρήγαγε, ακόμη και στην ενότητά της τις αντιφάσεις της πολιτικής φυσιογνωμίας της. Θα μπορούσε, όμως, να έχει μια καλύτερη εκλογική καταγραφή και κυρίως θα έδινε ελπίδα σε ένα ευρύτερο δυναμικό ότι σήμερα η ριζοσπαστική αριστερά μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί ως ένας διακριτός πόλος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Επίσης, ένα τέτοιο καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα θα αποτελούσε και μια έμπρακτη απάντηση στην υπαρκτή πίεση από το ρεφορμισμό και ειδικά το ΣΥΡΙΖΑ.

16. Εντός των αποτελεσμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς: το αποτέλεσμα του ΚΚΕ (μ-λ) δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί δικαίωση της σεχταριστικής και κινηματικά αναποτελεσματικής γραμμής του. Απλώς δείχνει την ιδιαίτερη ιστορικότητα του μ-λ ρεύματος και τον τρόπο που έχει περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο ενός κόσμου της Αριστεράς ως έκφραση κομμουνιστικής συνέπειας. Αυτό, άλλωστε φάνηκε από το ό,τι και το ΜΛ-ΚΚΕ είχε ενίσχυση. Και οι δύο σχηματισμοί του μ-λ χώρου κατορθώνουν να γίνουν οι βασικοί υποδοχείς ενός μικρού, αλλά υπαρκτού, ρεύματος ψήφου αριστερής διαμαρτυρίας, που πρόκρινε τους σχηματισμούς της «κομμουνιστικής συνέπειας» και όχι τα εγχειρήματα που μιλούσαν το όνομα της ενότητας της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αντίστοιχα, το ΜΕΡΑ έδειξε μια σχετική αντοχή στην απήχησή του (δεδομένου ότι σαφώς υπήρξε και μετατόπιση ψηφοφόρων του ΜΕΡΑ προς το ΕΝΑΝΤΙΑ). Στηρίχθηκε στην καλύτερη γεωγραφική κατανομή του, στη μεγαλύτερη συμμετοχή ενεργών συνδικαλιστών από μαζικούς χώρους και σε μια σαφώς κατοχυρωμένη φυσιογνωμία. Ωστόσο, με δεδομένο το ποσοστό του ΚΚΕ (μ-λ), δεν μπορεί να θεωρηθεί πετυχημένο αποτέλεσμα. Είναι αλήθεια ότι πλευρά της κίνησης ιδιαιτέρως του ΝΑΡ ήταν η εσφαλμένη εκτίμησή του ότι οφείλει να «φυλάττει Θερμοπύλες» απέναντι σε αυτό που ορίζει ως μετατόπιση όλων των υπολοίπων προς το ΣΥΡΙΖΑ, μόνο που αυτό αποτελεί κατεξοχήν αμυντική και όχι επιθετική κίνηση που δεν δίνει προοπτική.

17. Το ΕΝΑΝΤΙΑ δεν μπόρεσε να πετύχει τον εκλογικό στόχο του. Αυτό δεν έχει σχέση τόσο με το απόλυτο μέγεθός του, όσο με το ότι δεν είναι ένα αποτέλεσμα ανατροπής των συσχετισμών μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά. Σε αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα συνέβαλαν μια σειρά από παράμετροι:

·Ότι το ΕΝΑΝΤΙΑ είχε το μικρότερο ιστορικό βάθος και κοινωνικό πλάτος σε σχέση με άλλα εγχειρήματα. Είχε μικρή παρουσία συνδικαλιστών και εργαζομένων με δράση στο μαζικό χώρο, υπερεκπρόσώπηση των μηχανικών, ελάχιστους αγρότες, μικρότερο ποσοστό μονίμων κατοίκων στην επαρχία, ενώ είχε μικρή γείωση σε σημαντικές γενιές, όπως ήταν οι γενιές της μεταπολίτευσης και του Πολυτεχνείου. Επιπλέον, σε μαζικούς χώρους εργαζομένων με ιδιαίτερη παρουσία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είχαμε από μικρή σχετικά απήχηση (ΔΕΚΟ, γιατροί, εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας) έως αρνητική εικόνα (δάσκαλοι πρωτοβάθμιας).

·Παρά τη μαζική δουλειά, είμαστε το πιο νέο ψηφοδέλτιο, άρα και το λιγότερο αναγνωρίσιμο. Επιπλέον, αυτό σήμαινε και μια επιφύλαξη από σημαντικό μέρος του δυναμικού της ριζοσπαστικής αριστεράς απέναντί μας.

·Παρότι το ΕΝΑΝΤΙΑ είχε μια σαφώς αντικαπιταλιστική ταυτότητα, αποτυπώθηκε στην ψήφο του δυναμικού της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μια ιδιαίτερη προσήλωση στην κομμουνιστική ταυτότητα, στοιχείο άλλωστε, που αποτελεί και όριο απέναντι και στο ΣΥΡΙΖΑ.

·Το δυναμικό στο οποίο απευθυνθήκαμε ήταν και το πιο ευάλωτο στην ψήφο προς το ΣΥΡΙΖΑ.

·Μεγάλο μέρος από την όποια δυναμική του ΣΕΚ στις εκλογές του 2004 δεν υπήρχε. Παράλληλα, σε ένα πολιτικό ακροατήριο που παρακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις και συζητήσεις στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς το ΣΕΚ εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται με δυσπιστία εξαιτίας της τακτικής του όλο το προηγούμενο διάστημα και αυτού που βιώνεται από αρκετούς αγωνιστές ως η αφερεγγυότητα του.

·Είχαμε μεγάλα κενά σε πολλούς νομούς της επαρχίας σε αντίθεση και με τα δύο άλλα ψηφοδέλτια της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αποδείχτηκε ότι δεν είναι εφικτό να υπάρξει ισχυρό εκλογικό ρεύμα σε περιοχές όπου δεν υπάρχει πραγματική γείωση και αυτό αποτυπώθηκε στο μεγάλο αριθμό πολύ χαμηλών ποσοστών σε περιοχές όπου το ΕΝΑΝΤΙΑ δεν είχε καμιά παρουσία.

Ταυτόχρονα, όμως, θεωρούμε ότι είναι λάθος να αποδίδεται το εκλογικό αποτέλεσμα στην υπερβολική ενασχόληση με τις αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις σε συνδιοργάνωση με άλλες τάσεις, γιατί ως εκτίμηση παραβλέπει την πραγματική δυναμική που αναπτύχθηκε σε αυτές, αλλά και τη θέση ότι έπρεπε ήδη από τον Ιούνη να είχαμε ξεκινήσει προεκλογική εκστρατεία, γιατί παραβλέπει ότι το ΕΝΑΝΤΙΑ κέρδισε κόσμο επειδή ήταν ενωτικό και δεν έχασε, άρα εξαγγέλλοντας κατέβασμα πριν κλείσει τη συζήτηση θα δεχόταν πολύ μεγάλη πλαγιοκόπηση από τα άλλα αντικαπιταλιστική ψηφοδέλτια και μάλιστα στο όνομα της ενότητας.

18. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι εντός των ορίων της ριζοσπαστικής αριστεράς το ΕΝΑΝΤΙΑ κατάφερε να έχει ένα αποτέλεσμα κοντά σε αυτό του ΜΕΡΑ και μπαίνει στη μετεκλογική συζήτηση μεόρους σχετικής ισοτιμίας. Από την άλλη, πρέπει να πούμε ότι η κατανομή των ψήφων του ΕΝΑΝΤΙΑ σε περιφέρειες και δήμους δείχνει μια σχετική αντιστοιχία ανάμεσα σε δουλειά και γείωση και εκλογικό αποτέλεσμα. Στο βαθμό που το ΕΝΑΝΤΙΑ δεν πήρε μια διάχυτη αριστερή ψήφο (αυτή την πήρε πρωτίστως το ΚΚΕ (μ-λ)), πήγε καλά όπου έγινε δουλειά και τα διαφορετικά ποσοστά κατά περιοχές ή κατά δήμους φανερώνουν και πραγματικές διαφορές στην κοινωνική και πολιτική γείωση και την εκλογική δουλειά. Δείχνουν επίσης ότι η πραγματική εκλογική δουλειά δεν γίνεται στην προεκλογική περίοδο, αλλά όλο το προηγούμενο διάστημα. Αυτό με τη σειρά του δείχνει ότι χωρίς συμμετοχή ενεργή σε μεγάλα και μαζικά σχήματα σε κοινωνικούς χώρους, χωρίς τοπικά σχήματα, χωρίς ενεργό συμβολή σε κινητοποιήσεις δεν υπάρχει δυνατότητα να οικοδομήσει και πιο πολιτικούς δεσμούς με τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεσαι. Η μαζική εξόρμηση και αφισοκόλληση ολοκληρώνει και επικυρώνει αυτή τη δυναμική, δεν την υποκαθιστά Και είναι ακριβώς αυτή η προσέγγιση των αποτελεσμάτων που δείχνει και την πραγματική συμβολή της συλλογικότητας.

19. Η διαπίστωση ότι το εκλογικό αποτέλεσμα του ΕΝΑΝΤΙΑ δεν ήταν πετυχημένο, δεν σημαίνει ότι το ΕΝΑΝΤΙΑ απέτυχε ως πολιτική πρωτοβουλία. Αυτό, άλλωστε, θα απλούστευε αναδρομικά και το στόχο που θέσαμε συγκροτώντας το ΕΝΑΝΤΙΑ, αλλά και επιλέγοντας την εκλογική συμμετοχή. Η στοχοθεσία μας δεν αφορούσε μόνο το να πετύχουμε ένα εκλογικό αποτέλεσμα που θα άλλαζε συσχετισμούς στη ριζοσπαστική αριστερά, αλλά και το να διατηρήσουμε το ΕΝΑΝΤΙΑ ως ενωτικό εγχείρημα, να παγιώσουμε τη μετατόπιση τάσεων προς τη ριζοσπαστική αριστερά, να δοκιμάσουμε μια διαφορετική φυσιογνωμία, ταυτόχρονα μαζική και ριζοσπαστική και να μην αφήσουμε να πάει χαμένη η όλη κίνηση που έγινε σε σχέση με την ενωτική πρόταση. Άλλωστε, οι εκλογές είναι μια πολύ μεγάλη πολιτική μάχη, αλλά μόνο με το τίμημα του εκλογικισμού μπορούν να θεωρηθούν η κορυφαία πολιτική μάχη για την Αριστερά. Με αυτή την έννοια υπάρχουν αναμφίβολα σημαντικές θετικές πλευρές στην όλη δουλειά που κάναμε μέσα στις εκλογές:

·Κρατήσαμε το ΕΝΑΝΤΙΑ και πήγαμε μπροστά την πολιτική του σύνθεση, απαντώντας σε όλους τους μύθους περί δεξιόστροφης συγκόλλησης

·Κάναμε βήματα στην όσμωση και τη συνεργασία ανθρώπων με διαφορετική προέλευση.

·Προβάλλαμε με μαζικό τρόπο μια μαζική αντικαπιταλιστική φυσιογνωμία, διακριτή και από αυτή του ΜΕΡΑ και από αυτή του μ-λ χώρου, ακόμη και εάν αυτό δεν μεταφράστηκε σε υπερψήφιση.

·Γνωρίσαμε ένα πολύ ευρύτερο δυναμικό και αναμετρηθήκαμε με όλη την αντιφατικότητα που έχει η κεντρική πολιτική παρέμβαση. Είδαμε τον τρόπο με τον οποίο μια τέτοιου τύπου κεντρική πολιτική παρέμβαση μπορεί να βοηθά στην οικοδόμηση δεσμών με ένα πολιτικό δυναμικό.

·Συνειδητοποιήσαμε τη δυναμική που έχει η συλλογικότητα, αλλά και τα όρια που αντικειμενικά έχει, ως προς την ηλιακή και κοινωνική σύνθεση, τη γεωγραφική κατανομή, το εύρος των κινημάτων στα οποία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Επομένως, σε αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αναλογούν ούτε καταστροφισμοί, ούτε ωραιοποιήσεις και εκ των υστέρων προσπάθεια να πούμε ότι δεν μπορούσαμε ούτως ή άλλως τίποτε καλύτερο. Το βασικό είναι ότι συνολικά η ριζοσπαστική αριστερά έχασε μια ευκαιρία και μπορούσε να πάει καλύτερα. Σε τελική ανάλυση μεγάλο μέρος του αποτελέσματος του ΕΝΑΝΤΙΑ οφείλεται στην πολιτική δουλειά και τη φυσιογνωμία της συλλογικότητάς μας και δείχνει τη δυναμική της πολιτικής μας παρέμβασης. Επιπλέον, ως πολιτική εμπειρία, έκθεση και αναμέτρηση με αυτού του είδους την πολιτική μάχη είναι παραπάνω από χρήσιμη.

20. Σε κάθε περίπτωση πρέπει από εδώ και πέρα να κινούμαστε με πολύ μεγαλύτερη επίγνωση τόσο των αντικειμενικών δυσκολιών που υπάρχουν, της συνθετότητας που διαπερνά την κεντρική πολιτική παρουσία και την κεντρική πολιτική εκπροσώπηση, που δεν θα πρέπει να θεωρείται απλή αντανάκλαση της κινηματικής αποτελεσματικότητας. Αυτό επιτρέπει να αξιοποιήσουμε καλύτερα και το γόνιμο προβληματισμό που αναπτύχθηκε μέσα στη συλλογικότητα το τελευταίο διάστημα και να δούμε πιο διαλεκτικά τη συνολική μας πολιτική τοποθέτηση.

Αυτά τα δεδομένα βοηθούν και να αποσαφηνίσουμε καλύτερα τους όρους με τους οποίους η ριζοσπαστική αριστερά κάνει πολιτική. Προφανώς και η ριζοσπαστική αριστερά έχει πολιτικά αποτελέσματα: Συνέβαλε στα κινήματα του προηγούμενου διαστήματος και κατά συνέπεια στην απονομιμοποίηση της κυβέρνησης και του δικομματισμού. Κατάφερε πλήγματα σε πλευρές των αναδιαρθρώσεων (αναθεώρηση Συντάγματος, νόμος-πλαίσιο, «μαύρισμα» Γιαννάκου). Πήγε πιο αριστερά τον «πολιτικό μέσο όρο» κινημάτων, συλλόγων, ομοσπονδιών. Συνείσφερε σημαντικά σε πλευρές μιας νέας ριζοσπαστικοποίησης, ειδικά σε κομμάτια νέων και με αυτό τον τρόπο είχε συνεισφορά και στη σχετική μετατόπιση όλης της Αριστεράς. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι μπόρεσε να επηρεάσει σημαντικά και την πολιτική σκηνή. Αυτό απαιτούσε άλλους όρους συσπείρωσης, ενότητας, πολιτικής και κοινωνικής γείωσης. Αυτή την αντίφαση, ανάμεσα στην ικανότητα πολιτικών αποτελεσμάτων και την σχετικά αδυναμία τροποποίησης της πολιτικής σκηνής όσο δεν υπάρχουν άλλοι όροι πολιτικής εκπροσώπησης κοινωνικών κομματιών, δεν μπορούμε να την προσπεράσουμε και σίγουρα δεν μπορούμε να την υποκαταστήσουμε με τον όποιον βολονταρισμό μας.

21. Είναι προφανές ότι από αυτό το αποτέλεσμα βγαίνουν συμπεράσματα:

·Καταρχάς αποδεικνύεται ότι η ριζοσπαστική αριστερά μόνο με τη μέγιστη συσπείρωση μπορεί να αποτελεί υπολογίσιμο πολιτικό σημείο αναφοράς και πάλι μόνο στο βαθμό που θα έχει μπορέσει όχι μόνο να έχει μια ενεργό στράτευση μέσα στους αγώνες, αλλά και να έχει οικοδομήσει δεσμούς πολιτικής εκπροσώπησης μειοψηφικών, αλλά όχι περιθωριακών, τμημάτων των λαϊκών μαζών. Σημαίνει επίσης ότι να έχει καταφέρει να κατοχυρωθεί σε ένα ευρύτερο δυναμικό ως ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο για την αριστερά, αντιθετικό και ανταγωνιστικό προς τα πολιτικά σχέδια όλων των παραλλαγών του ρεφορμισμού, και όχι απλώς μια αντικαπιταλιστική ευαισθησία (ή ακόμη και εμμονή). Αυτή διαπίστωση της ανάγκης για τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση είναι και η εξήγηση γιατί είναι στρατηγικά ορθή η τοποθέτησή μας ότι σήμερα μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά κανείς δεν περισσεύει και δεν υπάρχουν «ρεύματα – βαρίδια».

·Δεύτερον ότι η εκλογική αποτελεσματικότητα δεν μπορεί να στηρίζεται απλώς στην εκφορά του ορθού πολιτικού λόγου. Δεν αρκεί να λες τα σωστά ή να μοιράζεις το σωστό υλικό. Απαιτεί και άλλους όρους γείωσης και άλλους όρους πολιτικής προοπτικής. Από αυτή την άποψη η αναμέτρησή μας με την εκλογική μάχη έδειξε ότι είχε βάση η εκτίμησή μας, όλα τα προηγούμενα χρόνια, ότι η άρθρωση σχέσεων εκπροσώπησης κοινωνικών συμφερόντων δεν μπορεί να γίνει απλώς με την πολιτική απεύθυνση, δεν αρκεί να διαβάσει ένας εργαζόμενος, ένας νέος, ένας αγρότης μια προκήρυξη ή μια αφίσα στην οποία να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους. Χρειάζεται μια ολόκληρη προσπάθειας δουλειάς μέσα σε χώρους, ενεργού συμμετοχής σε κοινωνικούς αγώνες, άσκησης μιας άλλης ιδεολογικής επιρροής που να δημιουργεί μαζικά αποτελέσματα απεγκλωβισμού από την κυρίαρχη ιδεολογία. Μόνο έτσι ένα πολιτικό ρεύμα μπορεί να διαμορφώσει σχέσεις εκπροσώπησης, που να μπορούν να μεταφράζονται και σε εκλογική υποστήριξη.

·Τρίτον, ότι σε μεγάλο βαθμό υπερεκτιμήσαμε τη δυνατότητα του ΕΝΑΝΤΙΑ να έχει ένα διαφορετικό εκλογικό αποτέλεσμα. Πιο συγκεκριμένα οφείλουμε αυτοκριτικά να πούμε ότι υπερεκτιμήσαμε τη δυνατότητα το ΕΝΑΝΤΙΑ να πάρει ψήφους με βάση τη γενική τοποθέτηση ή τη γενική αισθητική του, παραβλέποντας τα υπαρκτά προβλήματα ως προς τη γείωση σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, ηλικίες και περιοχές.

·Τέταρτο, επιβεβαιώθηκε ότι οι εκλογές μπορούν να είναι πεδίο πρωτοβουλιών για την ανασύνθεση μια σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς, δεν αποτελούν, ωστόσο, το μόνο ή το προνομιακό πεδίο της ανασύνθεσης. Με αυτή την έννοια επιβεβαιώνεται η βασική μας εκτίμηση, όλα τα προηγούμενα χρόνια ότι οι εκλογές δεν μπορούν να είναι το επίκεντρο ή η αφετηρία των πολιτικών πρωτοβουλιών για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Οφείλουν να είναι η κατάληξη και η ολοκλήρωση μιας συνολικότερης διαδικασιών πολιτικών και κοινωνικών παρεμβάσεων. Διαφορετικά, η διατύπωση ενός πολιτικού σχεδίου μόνο στο επίπεδο των εκλογών μπορεί να κερδίσει συμπάθεια ή ενδιαφέρον, ειδικά εάν το κλίμα των εκλογών είναι ευνοϊκό, όχι όμως μαζική υποστήριξη. Αυτό δεν αναιρεί την αναγκαιότητα που υπήρχε να δοθεί η μάχη και στο εκλογικό επίπεδο, αλλά δείχνει την ανάγκη να έχουμε στο νου μας τη συνολική διαλεκτική της ανασύνθεσης.

22. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει ανάγκη να οριστεί καλύτερα η έννοια της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται στο συνδυασμό ανάμεσα στην ενότητα και την κινηματική αποτελεσματικότητα, ή στη γενική επίκληση της αυτέλειας του επαναστατικού δρόμου. Είναι πολύ περισσότεροη προσπάθεια, στο έδαφος της αγωνιστικής ανάτασης του λαϊκού κινήματος (όρος αναγκαίος αλλά όχι επαρκής) η προσπάθεια:

·Για τη διαμόρφωση ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος που να καταδεικνύει τη δυνατότητα η κοινωνία να λειτουργήσει με μη καπιταλιστικό τρόπο.

·Για την συγκρότηση πολιτικών και οργανωτικών μορφών σε ανώτερο επίπεδο και να θέτουν ξανά το θέμα του κόμματος.

·Για την επεξεργασία ενός σχεδίου, ενός βηματισμού για τη δυνατότητα να τεθεί με υλικούς και όχι φαντασιακούς όρους η δυνατότητα διεκδίκησης της εξουσίας.

Αυτό σημαίνει ότι σήμερα πρέπει πλάι στην προσπάθεια για την ανάπτυξη κινημάτων:

·Να ανοίξει και να βαθύνει η πολιτική και προγραμματική συζήτηση

·Να στηριχθούν τόσο τα μαζικά σχήματα στους κοινωνικούς χώρους όσο και δημοκρατικές μορφές που να επιτρέπουν την πολιτική συγκρότηση του ρεύματος

·Να διαμορφωθούν στοιχεία μιας πολιτικής στρατηγικής: Για τη μαζική κοινωνική αντιπολίτευση, για την όξυνση των αντιφάσεων της κυρίαρχης πολιτικής, για τη συγκέντρωση πολιτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών όρων για τον πόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

23. Όμως το βασικότερο συμπέρασμα που πρέπει να βγάλουμε είναι το ερώτημα της στρατηγικής αμηχανίας δεν αφορά μόνο το ρεφορμισμό. Αφορά και την επαναστατική αριστερά. Αυτό που δεν της επιτρέπει να έχει μια μεγαλύτερη δυναμική σε ένα εμφανώς ευνοϊκό περιβάλλον, όπου υπήρχαν διαθέσιμες ψήφοι και κόσμος που έψαχνε το κάτι διαφορετικό και αριστερό, είναι ότι δεν κατορθώνει ούτε αυτή να παρουσιάσει ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο. Αυτό το σχέδιο δεν μπορεί να υποκατασταθεί ούτε από έναν αμυντικό αριστερισμό, όπως κάνουν άλλες τάσεις (και το ΜΕΡΑ και τα μ-λ κομμάτια), ούτε βέβαια μια προσπάθεια στο όνομα της μαζικότητας να ενσωματώσουμε στοιχεία ενός αριστερού ρεφορμισμού ή αριστερού λαϊκισμού (στοιχείο προς το οποίο ενίοτε ταλαντευόμαστε ως συλλογικότητα), αλλά η προσπάθεια από τη μια να κάνουμε πολύ πιο συνολική αλλά και πειστική την πολιτική μας πρόταση (καμιά εμπιστοσύνη σε πρακτικές συνδιαχείρισης, μαχητική κοινωνική αντιπολίτευση, επαναθεμελίωση του εφικτού μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης, διατύπωση ενός σύγχρονου αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης, πολιτική και ιδεολογική ανεξαρτησία) και από την άλλη να κάνουμε πιο λαϊκή τη δική μας γραμμή χωρίς να «δάνεια» από άλλες λογικές.

24. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι μέσα στην εσωτερική μας συζήτηση το τελευταίο διάστημα έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο να ταυτίζεται η λαϊκότητα στην απεύθυνση με την ενσωμάτωση στον πολιτικό μας λόγο στοιχείων ανταγωνιστικών προς την κατεύθυνση μιας αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Αυτό παίρνει κυρίως τη μορφή ενός αριστερού οικονομισμού, που διεκδικεί ένα «κράτος αρωγό στον πολίτη», που διαμαρτύρεται για την υποβάθμιση «δυνατών κλάδων της οικονομίας», που καταγγέλλει τους «καταφερτζήδες». Μια τέτοια κατεύθυνση παραβλέπει ότι η Αριστερά δεν πρέπει να διεκδικεί γενικά «ανάπτυξη», αλλά την ικανοποίηση συγκεκριμένων συμφερόντων, την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, την διαμόρφωση μιας λαϊκής συμμαχίας υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης και όχι μικροαστικών στρωμάτων.

Γι’ αυτό το λόγο και η επόμενη συνδιάσκεψη της συλλογικότητας οφείλει να μας εξοπλίσει με εκείνα τα στοιχεία προγραμματικού λόγου που θα κατοχυρώνουν την ανταγωνιστικότητα ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος προς όλες τις παραλλαγές του οικονομισμού, της λογικής του κράτους – ουδέτερου εργαλείου και της αναπτυξιολαγνείας που αποτέλεσαν τις βασικές μορφές της επίδρασης της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος και βασική μορφή της ρεφορμιστικής μετάλλαξης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Θα πρέπει να μπορούν τα αιτήματα μιας διαφορετικής κοινωνικής ανάπτυξης, μιας άλλης κοινωνικής πραγματικότητας, να διατυπώνονται με τρόπο ανταγωνιστικό προς τον πυρήνα των κυρίαρχων καπιταλιστικό κοινωνικών σχέσεων.

25. Σε αυτό το επίπεδο χρειάζεται να κάνουμε μια αποτίμηση και της πολιτικής φυσιογνωμίας και κατεύθυνσης της συλλογικότητας.

·Από τη μια αναμφίβολα έχουν γίνει βήματα προς τα εμπρός:

·Η συλλογικότητα πήρε μεγάλες κεντρικές πρωτοβουλίες και χρωμάτισε τη συζήτηση μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά.

·Η συλλογικότητα αναμετρήθηκε με την αντιφατικότητα της μάχης για την κεντρική πολιτική καταγραφή.

Η συλλογικότητα έμαθε να σκέφτεται με όρους κεντρικής πολιτικής παρουσίας.

·Από την άλλη υπάρχουν και πλευρές που πρέπει να τις δούμε με αυτοκριτικό τρόπο:

·Εξακολουθούμε να έχουμε μια σχηματική αντίληψη της πολιτικής πρωτοβουλίας, που συχνά επικεντρώνεται στο πώς θα τους κάνουμε να κάτσουν «όλοι μαζί». Έχουμε μια αμηχανία σε σχέση με το πώς πάμε όταν τα πράγματα είναι πιο δύσκολα και μια δυσκολία να αρθρώσουμε τρόπους πίεσης.

·Υπήρξε ένας υπερβολικός προσανατολισμός προς τις εκλογές, μια ταύτιση της κεντρικής πολιτικής παρουσίας με την εκλογική παρουσία (αυτό δεν υποτιμά την κεντρικότητα που έχουν ως μάχη) και σε κάποιες περιπτώσεις μια αυθόρμητη μετατόπιση στο «εκλογικό κατέβασμα με κάθε τρόπο».

26. Στο οργανωτικό επίπεδο οφείλουμε να πούμε ότι η συλλογικότητα κινήθηκε με ενότητα, συντροφικότητα και ενεργητική συμμετοχή σε όλες τις στιγμές της εκλογικής μάχης. Ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι συμμετείχαν ενεργά στη μάχη όλοι οι σύντροφοι, είτε συμφωνούσαν, είτε διαφωνούσαν με το εκλογικό κατέβασμα. Ιδιαίτερη αναφορά οφείλει να γίνει στους συντρόφους του Τομέα Εργαζομένων που, ενώ διατύπωσαν σε σημαντικό βαθμό διαφωνίες με το εκλογικό κατέβασμα, ωστόσο συμμετείχαν ενεργά στη μάχη των εκλογών και απευθύνθηκαν μαζικά και συστηματικά στους αγωνιστές που γνώριζαν από τους χώρους δουλειάς, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην όποια εκλογική ενίσχυση της ΕΝΑΝΤΙΑ. Χωρίς αυτή τη δραστηριοποίηση όλης της συλλογικότητας το ΕΝΑΝΤΙΑ θα χειρότερη παρουσία. Η ενεργός στράτευση όλης της συλλογικότητας στην εκλογική μάχη και το πνεύμα συντροφικής αλληλεγγύης που επικράτησε, καταδεικνύει ότι δεν βοηθά να αναπαράγονται φωνές και μέσα στη συλλογικότητα οι οποίες διαχωρίζουν τους συντρόφους ανάλογα με το βαθμό «αποφασιστικότητας». Η διατύπωση πολιτικών ενστάσεων πάνω στις πολιτικές κατευθύνσεις της συλλογικότητας δεν αποτελεί έλλειψη αποφασιστικότητας, αλλά γόνιμη συμβολή στη διατύπωση της πολιτικής συλλογικότητας.

27. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει με την ίδια αποφασιστικότητα να δώσουμε τη μάχη για να καλυφθούν τα χρέη της συλλογικότητας από τις εκλογές. Σε κάθε πυρήνα θα πρέπει να δοθεί η μάχη για τις έκτακτες εισφορές και να δώσουμε όσο το δυνατόν περισσότεροι, όσο το δυνατόν περισσότερα.

28. Ο οργανωτικός απολογισμός της συλλογικότητας δεν θα πρέπει να μείνει στον πετυχημένο τρόπο με τον οποίο λειτούργησε η εκλογική επιτροπή και το υψηλό επίπεδο στράτευσης στον εκλογικό αγώνα. Οφείλει να δει και τα προβλήματα που αποτυπώθηκαν στη λειτουργία, της συλλογικότητας, στον τρόπο πολιτικής συζήτησης, στο βαθμό δημοκρατικότητας. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να κάνουμε ένα βήμα μπροστά και να αναβαθμίσουμε την εσωτερική ζωή και λειτουργία μας. Ειδικότερα θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι:

·Η Ολομέλεια της άνοιξης, παρότι εξόπλισε τη συλλογικότητα με πολιτική κατεύθυνση και σφυρηλάτησε την ενότητά της, είχε έναν έντονο βαθμό ασάφειας σε σχέση με τα συγκεκριμένα ενδεχόμενα που ανοίγονταν μπροστά της και ειδικότερα το τι θα έκανε σε περίπτωση που δεν ήταν εύκολο το «όλοι μαζί»

·Η απόφαση του ΚΣΟ του Ιούλη δεν έγινε με τον ίδιο τρόπο κατανοητή από το σύνολο της συλλογικότητας.

·Το γεγονός ότι μια σειρά από σημαντικές αποφάσεις πάρθηκαν σε επίπεδο γραφείου ή ΚΣΟ και δεν μπόρεσε να γίνει Πανελλαδική Ολομέλεια αναμφίβολα αποτέλεσε μια υποχώρηση από ένα κεκτημένο δημοκρατικής λειτουργίας.

·Το γεγονός ότι βρεθήκαμε να έχουμε έντονη αντιπαράθεση στο εσωτερικό μας σε σχέση με το κατέβασμα στις εκλογές επίσης φανέρωσε ένα έλλειμμα στην εσωτερική μας συζήτηση και στην ικανότητα να αρθρώνεται μια πολιτική γραμμή από και για το σύνολο της συλλογικότητας.

Το γραφείο, ως το όργανο εκείνο που πρέπει να κατευθύνει και να οργανώνει την εσωτερική συζήτηση της συλλογικότητας έχει μεγάλο μέρος της ευθύνης γι’ αυτά τα προβλήματα και κάνει την αυτοκριτική του γι’ αυτά.

29. Συνολικότερα είναι γεγονός ότι σήμερα ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς σήμερα διαπερνιέται από πραγματικές αντιφάσεις στο εσωτερικό της, αντιφάσεις που οριακά διακυβεύουν την έννοια της ριζοσπαστικής αριστεράς ως μαζικού πολιτικού χώρου.

·Από τη μια υπάρχει μια υπαρκτή ταλάντευση προς αυτό που θα λέγαμε μια νεορεφορμιστική τοποθέτηση, μια τοποθέτηση αντινεοφιλελεύθερης αριστεράς: Να επικεντρώνουμε στα βασικά αιτήματα και στις βασικές αιχμές, να προκρίνουμε κυρίως αμυντικούς στόχους, να αναζητούμε την κοινή έκφραση με όρους ενιαίου μετώπου, να μετατοπίζουμε το όριο της ριζοσπαστικής αριστεράς πρακτικά στο συνδυασμό μαχητικού κινηματισμού και οριοθέτησης απέναντι στον κυβερνητισμό. Αυτή η ταλάντευση πατάει σε αντικειμενικές πλευρές της συγκυρίες, την ανάγκη για αγώνες αποτελεσματικούς, την ανάγκη για μια εκ νέου αναβάπτιση της σχέσης της Αριστεράς με τις λαϊκές μάζες. Όμως, την ίδια στιγμή είναι ακριβώς αυτή η ταλάντευση που σήμερα κάνει τη στήριξη πρωτίστως προς το ΣΥΡΙΖΑ από αγωνιστές της ριζοσπαστικής αριστεράς, ή ένα πρωτοπόρο και μαχομενο κοινωνικό δυναμικό, να φαντάζει μια θελκτική λύση, ή τουλάχιστον να φαντάζει ως η μόνη εφικτή πολιτική πρακτική.

·Από την άλλη υπάρχει η ταλάντευση προς έναν αμυντικό αριστερισμό, που πρωτίστως προκρίνει τον με κάθε τρόπο διαχωρισμό από το ρεφορμισμό σε κάθε επίπεδο, την επιμονή στο προγραμματικό στοιχείο και τον επαναστατικό δρόμο, συχνά ακόμη και το διαχωρισμό σε επίπεδο κινήματος. Και εδώ η ταλάντευση πατάει πάνω σε ένα υπαρκτό έδαφος, αυτό της ανάγκης οριοθέτησης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, της ανάγκης διατύπωσης ενός αντικαπιταλιστικού προγραμματικού λόγου, καθώς και της απάντησης στη στρατηγική αμηχανία του ρεφορμισμού. Όμως, την ίδια στιγμή είναι μια τακτική που θεωρεί δεδομένο ότι σε αυτή τη συγκυρία η ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί να ανοιχθεί πέραν ενός σημείου, δεν μπορεί να δοκιμάσει όρους μαζικότερης παρέμβασης, οπότε το μόνο που μένει είναι με τρόπο αμυντικό να κατοχυρώσει το μικρό σχετικά δικό της χώρο. Γι’ αυτό όχι μόνο μπορεί να οδηγήσει σε χαμένες ευκαιρίες (παράδειγμα οι πρόσφατες εκλογές), αλλά και μπορεί να οδηγήσει στην μετατόπιση ενός δυναμικού είτε προς το ΣΥΡΙΖΑ (ως αναζήτηση μαζικότερης διεξόδου), είτε προς το ΚΚΕ (που συνδυάζει τη μεγαλύτερη πολιτική κλίμακα με την προβολή μιας αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής μεγαλοστομίας).

Είναι σαφές ότι αυτή η ταλάντευση σήμερα διακυβεύει τη φυσιογνωμία και τη μαζικότητα του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς. Οδηγεί ταυτόχρονα στον απορφανισμό του χώρου από ένα μάχιμο δυναμικό και στην αμυντική ανάδυση μιας ταυτότητας φοβικού αριστερισμού, που σε κάθε ενιαιομετωπική πρακτική ή μαζική απεύθυνση θα βλέπει το κίνδυνο της δεξιάς μετατόπισης.

30. Απέναντι σε αυτό απαιτείται σήμερα μια άλλη διαλεκτική σύλληψη της δυνατότητας μιας μαζικής επαναστατικής αριστεράς, που να συναρθρώνει τη γραμμή της αγωνιστικής ταξικής ενότητας και των ενωτικών ανυποχώρητων νικηφόρων αγώνων, με την ανάγκη πολιτικής ρήξης με κάθε ρεφορμιστική λογική και την προσπάθεια να περιοριστεί η επιρροή του ρεφορμισμού και να ενισχυθεί η επαναστατική αριστερά, έτσι ώστε, όπως πολλές φορές έχουμε πει, να είναι αυτή που θα μπορέσει να ανασημασιοδοτήσει την έννοια της αριστεράς στον 21ο αιώνα. Με αυτή την έννοια είναι σαφές ότι το επόμενο διάστημα θα πρέπει και να επιβεβαιώσουμε και να βαθύνουμε τη βασική μας πολιτική κατεύθυνση για την αυτοτέλεια μιας επαναστατικής αριστεράς που θα είναι πρωτοπόρα στην επανίδρυση της κομμουνιστικής αριστεράς, μιας επαναστατικής αριστεράς που θα διεκδικήσει να υπάρξει και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, ως διακριτό ρεύμα απέναντι στα κόμματα του ρεφορμισμού.

31. Σήμερα μια λογική «μετώπου όλης της Αριστεράς», παρότι έχει απήχηση σε μεγάλο μέρος του λαού της Αριστεράς, δεν θα αποτελούσε διέξοδο. Θα αναιρούσε τη δυνατότητα να αρθρώνεται αυτοτελώς μια ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, να οδηγούσε σε αλλεπάλληλες μετατοπίσεις προς τα δεξιά, θα υπονόμευε τη δυνατότητα να υπάρχουν κινήματα με πιο ριζοσπαστικό προσανατολισμό, θα έβαζε τέλος στην προσπάθεια άρθρωσης ενός σύγχρονου αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης, αφού όλη η επικέντρωση θα ήταν στην εκφορά των αντινεοφιλελεύθερων στόχων. Όσο και εάν φαντάζει εντυπωσιακή η άνοδος του ρεφορμισμού και όσο αριστερόστροφη και εάν φαντάζει η ρητορεία του δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι εξακολουθεί να φέρει και να προβάλλει όλο το φάσμα των στρατηγικών μετατοπίσεων και μεταλλάξεων μιας αριστεράς της ήττας. Η επαναστατική αριστερά, με όλες τις διακυβεύσεις και τις αντιφάσεις της, έχει δείξει ότι είναι ένα δυναμικό που μπορεί να ανανεώνεται, να έχει απήχηση, να συναντιέται με τμήματα ενός νέου ριζοσπαστισμού, να παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Η πρόκληση της κεντρικής πολιτικής συγκρότησής της, η πρόκληση του αντικαπιταλιστικού πόλου είναι ενεργή και προς τα εκεί πρέπει να κατευθύνουμε τη συζήτηση, τη σκέψη και τη δράση.

Προφανώς και η προσπάθειά μας για έναν πόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς περιλαμβάνει και την προσπάθεια να παρέμβουμε και συνολικά στις αντιφάσεις που διαπερνούν το χώρο της Αριστεράς. Αυτό, όμως, θέλουμε να το κάνουμε με αφετηρία την αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, την ύπαρξή της ως διακριτό πολιτικό ρεύμα, με πολιτική αναγνωρισιμότητα και κοινωνική εκπροσώπηση. Το ότι μέρος της άρθρωσης του σχεδίου για μια άλλη αριστερά περιλαμβάνει και το να μιλάμε γενικά για το πώς πρέπει να είναι γενικά η αριστερά, ή η παραδοχή ότι κομμάτι του υλικού του «κόμματος σε διάχυτη μορφή» μπορεί και να βρίσκεται και στα όρια του ρεφορμισμού, δεν σημαίνει ότι πρέπει να πάμε και προς τα εκεί. Σημαίνει αντίθετα πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια για να κατοχυρωθεί και να αποκτήσει κοινωνική γείωση η αντικαπιταλιστική αριστερά.

32. Και εδώ θα πρέπει να πούμε ότι σήμερα θα πρέπει μέσα στο χώρο και τους αγωνιστές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να υπάρχει η πιο μεγάλη και συστηματική προσπάθεια να αντιστραφεί η διάχυτη λογική που λέει «και γιατί όχι με το ΣΥΡΙΖΑ;» Χρειάζεται με κάθε τρόπο καταδειχθεί ότι η μόνη λύση είναι «όχι με το ΣΥΡΙΖΑ», ακριβώς γιατί είναι ένα βαθιά ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο. Η επαναστατική αριστερά δεν είναι απλώς μια αγωνιστική δύναμη που αντιπολιτεύεται την κυρίαρχη πολιτική. Η επαναστατική αριστερά είναι μια αριστερά που επιμένει ότι μπορεί να τεθεί το θέμα της εξουσίας με όρους ρήξης με τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσης και συντριβής του αστικού κράτους. Αυτό το αίτημα είναι όντως σήμερα ένα ανοιχτό ερώτημα ως προς το με ποια στρατηγική και τακτική μπορεί αυτό να γίνει. Είναι, όμως, ήδη από τώρα ένα πραγματικό χάσμα, μια υλική διαφοροποίηση μέσα στην Αριστερά.

·Από τη μια γιατί η επαναστατική αριστερά δεν έχει στον ορίζοντά της απλώς μια νεοκεϋνσιανή αναδιανεμητική πολιτική, αλλά μια διαδικασία κοινωνικής ανατροπής και αυτό χρωματίζει ακόμη και το πώς προβάλλουμε σήμερα τα άμεσα αμυντικά αιτήματα. Όταν η ριζοσπαστική αριστερά διεκδικεί π.χ. ενίσχυση του δημόσιου τομέα, το κάνει από μια σκοπιά ταξική, επειδή θεωρεί ότι αυτό φέρνει τους εργαζομένους σε καλύτερη θέση, την ίδια στιγμή που αναδεικνύει ότι το κράτος δεν είναι ουδέτερο. Όταν αντίστοιχες απόψεις προέρχονται από το ρεφορμισμό, αυτές θεμελιώνονται στην πεποίθηση ότι όντως σήμερα το κράτος είναι εκ φύσεως προοδευτικό και εργαλείο για το σοσιαλισμό.

·Από την άλλη γιατί η ριζοσπαστική αριστερά έχει το βασικό στοιχείο της πολιτικής και ιδεολογικής ανεξαρτησίας απέναντι στο κράτος και το επίσημο πολιτικό σκηνικό. Αυτό αποτυπώνεται στο πώς βλέπει τους αγώνες, στο πώς επιμένει στην ανάγκη να αποτελέσουν τη βασική μορφή αντιπολίτευσης, στο πώς κάνει ό,τι μπορεί ώστε να νικήσουν. Αντίθετα, τα ρεφορμιστικά κόμματα έχουν κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Για παράδειγμα όλες οι ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ πλάι σε γενικολογίες για τους αγώνες κυρίως υποστηρίζουν τη δυνατότητα άσκησης «κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης». Αλλά και σε πιο γενικό επίπεδο, δεν θα πρέπει να μας διαφύγει ότι το ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μιλάει υπέρ των αγώνων, αλλά σε όλες τις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις (π.χ. μάχη για άρθρο 16 και Νόμο-Πλαίσιο) είναι πάντα έτοιμος να προτείνει αναδίπλωση και να σπάσει το αγωνιστικό μέτωπο στο όνομα της δυνατότητας η μάχη να δοθεί στο πολιτικό (δηλαδή κοινοβουλευτικό) επίπεδο.

·Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ξεκόβει από μια πολιτική τύπου εδώ και τώρα συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, ωστόσο δεν έχει καθόλου ξεκόψει από την αντίληψη ότι σήμερα μπορεί να υπάρξει μια κυβέρνηση της αριστεράς ή μια κυβέρνηση που υπό την ισχυρή παρουσία της αριστεράς θα προχωρήσει σε τομές με το νεοφιλελευθερισμό. Αυτή η αντίληψη παραβλέπει ότι σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός ως η μόνη υπαρκτή πολιτική στρατηγική για το κράτος δεν είναι απλώς πολιτική βούληση κομμάτων που την επιβάλλουν στο κράτος, αλλά υλική στρατηγική αποτυπωμένη στην ίδια τη δόμηση και άρθρωση σήμερα του κρατικού μηχανισμού. Η υλικότητά της είναι τέτοια που την κάνει να επιβάλλεται τελικά στον όποιο διαχειριστή της κρατικής εξουσίας.

33. Αλλά και απέναντι στο ΚΚΕ χρειάζεται μια ανάλογη προσπάθεια πολιτικής πολεμικής. Παρότι το ΚΚΕ δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια διαφοροποίησης σε επίπεδο γενικής πολιτικής αισθητικής, με όλη την αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική ρητορεία του, εντούτοις οφείλουμε να μην παραβλέπουμε την αντιφατικότητα στον πυρήνα της στρατηγικής του (πέρα φυσικά από τις συνέπειες του σεχταρισμού του στο κίνημα): η «λαϊκή οικονομία» και η «λαϊκή εξουσία» δεν αποτελούν αντικαπιταλιστική στρατηγική, αλλά αναπαραγωγή του σκληρού πυρήνα του οικονομισμού, του παραγωγισμού και του κρατισμού. Επιπλέον, σήμερα το ΚΚΕ έχει μια συνειδητά «αντεπαναστατική» γραμμή, στο βαθμό που είναι το κόμμα που κατεξοχήν έχει κωδικοποιήσει την αδυναμία σήμερα να ανατραπεί ο ταξικός συσχετισμός, εξαιτίας της απουσίας επαναστατικού κέντρου. Αυτή η πολεμική θα πρέπει να βαθύνει με τρόπο ουσιαστικό το επόμενο διάστημα, ακριβώς επειδή η ριζοσπαστική αριστερά σήμερα δεν πλαγιοκοπείται μόνο από το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από το ΚΚΕ.

34. Σήμερα οι αντιφάσεις και τα προβλήματα που αναδείχτηκαν μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά, με αφορμή και τη συζήτηση για τις εκλογές, δεν είναι αντιφάσεις πολιτικής γραμμής ή πολιτικής τακτικής. Πολύ περισσότερο αναδείχτηκαν αντιφάσεις και προβλήματα πολιτικής φυσιογνωμίας: Το πραγματικό ερώτημα είναι τι ριζοσπαστική αριστερά θέλουμε:

·Θέλουμε μια ριζοσπαστική αριστερά φοβική και εσωστρεφή, που θα ασχολείται με σκιαμαχίες για διατυπώσεις κειμένων και «προγραμματικά πλαίσια» που ελάχιστοι προσέχουν, που θα δίνει την εικόνα ενός σπαρασσόμενου μικρόκοσμου, που θα κυριαρχείται από τη λογική «λιγότεροι και καλύτεροι» και αντικειμενικά θα λειτουργεί ως τροφοδότης άλλων πολιτικών σχεδίων;

·Ή θέλουμε μια ριζοσπαστική αριστερά που θα ξαναπιάνει το νήμα από τους μεγάλους αγώνες στους οποίους έχει πρωταγωνιστήσει, που θα σέβεται την αγωνία και την προσπάθεια χιλιάδων αγωνιστών σε όλη την Ελλάδα που αναφέρονται σε αυτή, που θα προσπαθεί να κάνει πολιτική με κριτήριο όχι το πώς βλέπει αυτή τον εαυτό της, αλλά το πώς την βλέπουν αυτοί στους οποίους απευθύνεται, που θα αλλάζει τους συσχετισμούς μέσα στην αριστερά;

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα εμείς δοκιμάζουμε να οικοδομήσουμε μια διαφορετική κομμουνιστική συλλογικότητα:

·Που να αναφέρεται στον επαναστατικό μαρξισμό και μάλιστα στις εκδοχές του εκείνες που κατεξοχήν δοκίμασαν τη ρήξη με την αστική ιδεολογία, αλλά και ταυτόχρονα τον αντιμετωπίζουμε πρώτα από όλα ως εργαλείο θεωρητικό για ερωτήματα που από τη φύση τους είναι ανοιχτά και απαιτούν τη δοκιμασία της πράξης.

·Που να δοκιμάσει να ανοίξει τη συζήτηση για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας όχι μέσα από το απλό μαξιμάρισμα αιτημάτων ή την αναπαραγωγή γενικών αρχών, αλλά μέσα από τη συστηματοποίηση των ίδιων των εμπειριών των κινημάτων στηναντιπαράθεσή τους με την αστική πολιτική.

·Που να ιεραρχεί την παρέμβαση στους εργασιακούς χώρους, την οικοδόμηση σχημάτων, την εμπλοκή των μελών της σε ενεργές συνδικαλιστικές πρακτικές ως τη βασική δοκιμασία της πολιτικής φυσιογνωμίας. Που δεν δέχεται εκείνη την αντίληψη και κουλτούρα που θέλει τους αγωνιστές μαχητικούς στα αμφιθέατρα, αλλά υποταγμένους στον εργοδότη.

·Που προσπαθεί να συγκροτήσει μια νέα φυσιογνωμία εσωτερικής ζωής, που να μην είναι ούτε διαρκής προσπάθεια κατήχησης, ούτε συνεχές ακτιφάρισμα, αλλά δημοκρατική συζήτηση και συλλογική πολιτικομορφωτική προσπάθεια. Που δεν φοβάται ούτε τις αντιθέσεις, ούτε τις διαφωνίες.

·Που να μπορεί να είναι πρωτοπόρα σε ενωτικές πρωτοβουλίες, ούτε από μια ‘ηθική’ στάση ή τοποθέτηση, ούτε στη βάση τακτικών επιλογών και υπολογισμών, αλλά στη βάση της παραδοχής των στρατηγικών απαιτήσεων μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς.

Αυτό είναι το εγχείρημα που προσπαθούμε να οικοδομήσουμε στην Αριστερή Ανασύνθεση, αυτό είναι το στοίχημα που βάλαμε όταν τολμήσαμε κόντρα στο ρεύμα της πολυδιάσπασης να πάμε σε ενωτική διαδικασία, αυτή είναι η πρόκληση μπροστά μας. Και είναι μια πρόκληση ανοιχτή σε όποιον θέλει να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας κομμουνιστικής συλλογικότητας ικανής να έχει πρωτοπόρο ρόλο στην υπόθεση της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς. Μιας συλλογικότητας μεταβατικής, με το στοιχείο της αυτοαναίρεσης ως βασικό φυσιογνωμικό προσανατολισμό, αλλά και ταυτόχρονα αποφασισμένης να αναμετρηθεί με το ερώτημα της πολιτικής συγκρότησης. Και σε αυτή την κατεύθυνση είναι που δίνουμε τη μάχη για την πολιτική και οργανωτική ανάπτυξη της Αριστερής Ανασύνθεσης.

Σε αυτή τη βάση είναι που λέμε ότι σήμερα ήρθε η ώρα να αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά. Δεν μιλάμε ούτε για οργανωτικούς συσχετισμούς, ούτε για μια μάχη μηχανισμών, ούτε για στείρες αντιπαραθέσεις. Μιλάμε για μια συλλογική προσπάθεια, που δεν αφορά μόνο εμάς, έτσι στοιχεία μιας άλλης πολιτικής φυσιογνωμίας και μιας άλλης πολιτικής κατεύθυνσης να δίνουν πολύ περισσότερο τον τόνο μέσα στη ριζοσπαστική αριστεράς.

Αυτή είναι η πρόκληση όλης της συζήτησης που ξεκινά ενόψει της τέταρτης συνδιάσκεψης

35. (το σημείο αυτό περιλαμβάνει μόνο ένα γενικό περίγραμμα και θα γίνει προσπάθεια να αποσαφηνιστεί μέχρι το ΚΣΟ και την ολομέλεια)

Αυτό που χρειάζεται είναι με επίγνωση των πραγματικώνδυσκολιών και με πνεύμα αυτοκριτικό, να βαθύνουμε την πολιτική μας στρατηγική μας και να προσπαθήσουμε και να κάνουμε μια προσπάθεια να κάνουμε πολύ πιο μάχιμη τη πολιτική φυσιογνωμία μας, προσπαθώντας να αναμετρηθούμε με τα πραγματικά ερωτήματα που ανοίγονται. Άλλωστε, το σχέδιο μας για τη ριζοσπαστική αριστερά δεν είναι απλώς μια ακολουθία πολιτικών πρωτοβουλιών (ενωτικών και μη). Είναι μια προσπάθεια ο χώρος της επαναστατικής αριστεράς να συγκεντρώσει εκείνους τους πολιτικούς, ιδεολογικούς και κοινωνικούς όρους που θα τον κάνουν πρωτοπόρο στην οικοδόμηση ενός μαζικού επαναστατικού κινήματος, ικανού να κάνει την ανατροπή ξανά ιστορική επικαιρότητα. Σε αυτή την κατεύθυνση ενδεικτικά αναφέρουμε τις ακόλουθες προκλήσεις που είναι μπροστά μας:

Πρώτον, μπορέσουμε να επεξεργαστούμε ένα σχέδιο για την απόκρουση των αντιλαϊκών επιθέσεων και την κλιμάκωση των αγώνων, με βάση το οποίο να μπορέσουμε να πάμε σε σχήματα και παρεμβάσεις, έτσι ώστε αυτά και πρωτοβουλίες να πάρουν και να αναβαθμιστεί η βαθμός ενότητας, συνοχής και μαχητικότητάς τους. Χρειάζεται επίσης να εξασφαλίσουμε ότι το σύνολο του δυναμικού του ΕΝΑΝΤΙΑ θα ενταχθεί σε σχήματα και παρεμβάσεις και θα συμβάλει στην πολιτικοποίησή τους. Ειδικά, αυτό θα πρέπει να το προτείνουμε με έμφαση προς το ΣΕΚ, τονίζοντας ότι είναι απαραίτητο σήμερα να μπουν μαζικά σε όσα σχήματα δεν συμμετέχουν ήδη. Να εκμεταλλευτούμε το αριστερόστροφο κλίμα των εκλογών και τους νικηφόρους αγώνες του προηγούμενου διαστήματος, ως εφαλτήριο για ένα κάλεσμα σε μαχητική συμμετοχή στις κινητοποιήσεις.

Τέσσερες μεγάλες μάχες είναι μπροστά μας απέναντι στις οποίες θα πρέπει να βρεθεί προετοιμασμένη η ριζοσπαστική αριστερά:

·Η μάχη του ασφαλιστικού

·μάχη ενάντια στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση

·Η μάχη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και πρώτα από όλα της Ολυμπιακής

·Η μάχη ενάντια στα σχέδια ανάπτυξης των καμένων περιοχών.

Γύρω από αυτές τις μάχες χρειάζεται να υπάρχει μια κατεύθυνση για συνολικές και πολυεπίπεδες πολιτικές πρωτοβουλίες. Πολιτική πρωτοβουλία δεν σημαίνει απλώς καμπάνια και αφίσα, αλλά μια συνολικά κίνηση:

·Εξοπλισμός της συλλογικότητας με θέσεις, αιτήματα και τακτική για κάθε θέμα

·Συντονισμός όλης της ριζοσπαστικής αριστεράς και πρώτα από όλα του ίδιου του ΕΝΑΝΤΙΑ

·Πολιτική προετοιμασία και συστηματική παρέμβαση των σχημάτων και των παρεμβάσεων.

·Προσπάθεια για τη συγκρότηση πλατιών κοινωνικών μετώπων, «μπλοκ αγώνα» στο πρότυπο του εκπαιδευτικού κινήματος, πίεση και προς το ρεφορμισμό να πάρει αγωνιστική τοποθέτηση

·Ενίσχυση και με κεντρικές πολιτικές καμπάνιες της παρέμβασης σε αυτά τα μέτωπα.

Να βγούμε επιθετικά συνολικά προς το χώρο και τους αγωνιστές της ριζοσπαστικής αριστεράς προβάλλοντας ταυτόχρονα τη γραμμή της «ευκαιρίας που χάθηκε» σε σχέση με τις εκλογές, αλλά και δίνοντας την πολιτική κατεύθυνση για τις δυνατότητες που ανοίγονται έτσι ώστε η ριζοσπαστική αριστερά να μπορέσει να συγκροτηθεί ως διακριτό πολιτικό ρεύμα, δεδομένου και ότι η δυναμική του ρεφορμισμού δεν αναιρεί την στρατηγική του αμηχανία. Αυτό περιλαμβάνει την ανάγκη ταυτόχρονα διαμόρφωσης μιας γραμμής «κοινωνικής αντιπολίτευσης» μαζί με ένα πειστικό σχέδιο για την ανάδειξη της αυτοτέλειας της επαναστατικής αριστεράς.

Να διατηρήσουμε το ΕΝΑΝΤΙΑ ως πολιτική συμμαχία, να αποφύγουμε τον πειρασμό της αποδιάρθρωσής του και να το κάνουμε ένα μάχιμο όχημα, ένα πολιτικό εργαλείο για την ανάληψη μαζικών πολιτικών πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση της ανασύνθεσης όλης της ριζοσπαστικής αριστεράς, ένα αίτημα που παραμένει περισσότερο παρά ποτέ ενεργό, και με βάση τα χαρακτηριστικά των αποτελεσμάτων που είχαμε. Να μην ξεχνάμε ότι τόσο όσοι ψήφισαν ΕΝΑΝΤΙΑ, όσο και αυτοί που δεν ψήφισαν περιμένουν να δουν την επόμενη μέρα. Εκεί θα κριθούμε. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σαφές ότι θέλουμε την επόμενη περίοδο να βαθύνουμε τον πολιτικό λόγο και τη στρατηγική του ΕΝΑΝΤΙΑ καθώς και να κάνουμε πιο δημοκρατική και μαζική τη συγκρότηση και λειτουργία του. Αυτό σημαίνει και την προσπάθεια να απαντήσουμε συντροφικά στην προσπάθεια του ΣΕΚ να δει το ΕΝΑΝΤΙΑ κυρίως ως όχημα αριστερής αντιπολίτευσης προς το ρεφορμισμό και το ΠΑΣΟΚ, διατυπώνοντας μια συνολική πρόταση για το πώς το ΕΝΑΝΤΙΑ θα συμβάλει στην ανάπτυξη των μαζικών αγώνων και σε ένα κοινό αγωνιστικό μπλοκ, θα αναδείξει τα όρια και τις αντιφάσεις της ρεφορμιστικής αριστεράς, αλλά και θα παρέμβει αποφασιστικά στην αντικειμενικά ανοιχτή συζήτηση στο εσωτερικό του χώρου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Να διατηρήσουμε και να βαθύνουμε τους όποιους πολιτικούς δεσμούς οικοδομήθηκαν στη διάρκεια της εκλογικήςμάχης και να αξιοποιήσουμε το δίκτυο των τοπικών επιτροπών.

Να βαθύνουμε τη συμμαχία που έχουμε με άλλες τάσεις και με ανένταχτους αγωνιστές, στην κατεύθυνση της συντονισμένης παρουσίας μέσα σε σχήματα και κινήματα, αλλά και στην προοπτική πρωτοβουλιών όπως η εφημερίδα.

Τέλος είναι σαφές ότι θα πρέπει να δώσουμε και τη μάχη για την ενίσχυση της συλλογικότητας και τον καλύτερο πολιτικό εξοπλισμό της για τις μάχες που είναι μπροστά της. Αυτό περνάει μέσα από το βάθεμα της συντροφικότητας και της δημοκρατικής συζήτησης στο εσωτερικό της, την ανασυγκρότηση των οργάνων της, την προσπάθεια να ολοκληρωθούν και να επιταχυνθούν βήματα οργανωτικής ανάπτυξης και σε χώρους εργαζομένων, την εκκίνηση της συζήτησης για την τέταρτη συνδιάσκεψη. Στόχος θα πρέπει να είναι η συνδιάσκεψη να μπορέσει να μας εξοπλίσει με εκείνα τα στοιχεία προγραμματικού λόγου και πολιτικής φυσιογνωμίας που θα μας επιτρέπουν να γίνουμε η πρωτοπόρα συλλογικότητα στο σχέδιο της ανασυγκρότησης μιας σύγχρονης επαναστατικής αριστεράς. Είναι σαφές ότι και η δική μας συλλογικότητα έχει ανοιχτά ερωτήματα για τη στρατηγική, που δεν απαντιούνται μόνο από τις αφετηρίες και τις αρχές που έχουμε κατοχυρώσει μέχρι τώρα. Έχουμε ανάγκη να ανοίξουμε το διάλογο και να βαθύνουμε τη συζήτηση.

Η εισήγηση εγκρίθηκε από το γραφείο κατά πλειοψηφία. 7 σύντροφοι (...) ψήφισαν υπέρ της. 3 σύντροφοι (....) πρότειναν να φτιαχτεί επιτροπή για νέα εισήγηση θεωρώντας ότι αυτή δεν είναι συνθετική