35 χρόνια πριν η εξέγερση του Πολυτεχνείου άνοιξε ένα αμετάκλητο ρήγμα στη νεοελληνική ιστορία. Η εισβολή του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο, η συνολική αμφισβήτηση του καθεστώτος, η ανατροπή των σχεδίων ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης, η εμφάνιση μιας άλλης επαναστατικής αριστεράς, δεν αποτέλεσαν μόνο γεγονότα μεγάλης ιστορικής σημασίας. Ήταν και είναι ταυτόχρονα σημεία αναφοράς για τη δυνατότητα τα πράγματα να πηγαίνουν αλλιώς.

Και σήμερα περισσότερο παρά ποτέ έχουμε ανάγκη τα πράγματα να πάνε αλλιώς!

Η οικονομική κρίση που είναι σε εξέλιξη αναδεικνύει με τον πιο εκρηκτικό τρόπο τα αδιέξοδα του σύγχρονου καπιταλισμού. Για τρεις δεκαετίες μας βομβάρδισαν κυριολεκτικά με ύμνους στην ελεύθερη αγορά και την ικανότητά της να λειτουργεί ως ο καλύτερος μηχανισμός κοινωνικής ρύθμισης. Στο όνομα της αγοράς έπρεπε να αποδεχτούμε να συρρικνώνονται οι μισθοί, να ελαστικοποιούνται οι εργασιακές σχέσεις, να ιδιωτικοποιούνται οι δημόσιες επιχειρήσεις και να εμπορευματοποιούνται τα κοινωνικά αγαθά. Σήμερα βλέπουμε τι σημαίνει πραγματικά «ελεύθερη αγορά»: ανισότητα, παραλογισμός, καταστροφή κοινωνικού πλούτου. Οι οικονομικοί δείκτες καταρρέουν και μαζί και οι μύθοι του νεοφιλελευθερισμού.

Μπροστά σε αυτή την κρίση οι δυνάμεις του κεφαλαίου απαντούν με μια προσπάθεια φυγής προς τα εμπρός σε ακόμη πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Χρηματοδοτούν ασύστολα το ληστρικό τραπεζικό σύστημα στερώντας πόρους από την ασφάλιση, την υγεία, την εκπαίδευση. Μεθοδεύουν νέο γύρο ξεπουλήματος δημόσιων επιχειρήσεων. Επιμένουν στο δρόμο των εκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων και της ιδιωτικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης. Προετοιμάζουν μαζικές απολύσεις και εκμεταλλεύονται την ανασφάλεια των εργαζομένων για να ελαστικοποιήσουν ακόμη περισσότερο την εργασία. Διαλέγουν δρόμους όξυνσης της καταστολής και του δικαστικού αυταρχισμού, πυροδοτώντας τη δίκαιη εξέγερση στις φυλακές. Σχεδιάζουν ακόμη μεγαλύτερη αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής υψώνοντας νέα τείχη απέναντι στους πρόσφυγες. Αυτή την πολιτική επιλέγει σήμερα η ΝΔ, έχοντας, πέραν φραστικών αντιπολιτευτικών διαφοροποιήσεων, την ουσιαστική συναίνεση του ΠΑΣΟΚ.

Γι’ αυτό και σήμερα απαιτείται η πιο ανυποχώρητη και αποφασιστική πάλη για να μην πληρώσουν τα βάρη της κρίσης οι εργαζόμενοι, για να ανατραπεί η κυβερνητική αντεπίθεση, για να υπάρξουν πραγματικές τομές που να φέρνουν σε καλύτερη θέση το λαϊκό κίνημα. Σήμερα που οξύνονται οι αντιφάσεις του συστήματος καικαταρρέουν οι μύθοι που στήριξαν την κυρίαρχη πολιτική πρέπει με τους αγώνες μας να απαιτήσουμε αυξήσεις στους μισθούς, πλήρη έξοδο της υγείας, της ασφάλισης και της εκπαίδευσης από το φαύλο κύκλο της εμπορευματοποίησης και του χρηματιστηριακού παιχνιδιού, επανακρατικοποίηση των τραπεζών και κρίσιμων κλάδων της οικονομίας, ρήξη με τους μηχανισμούς της διεθνοποίησης του κεφαλαίου.

Μόνο που αυτό σημαίνει ότι τολμούμε σήμερα να αμφισβητούμε τον πυρήνα των εκμεταλλευτικών σχέσεων, των καταπιεστικών πρακτικών, του κοινωνικού παραλογισμού του σύγχρονου καπιταλισμού. 20 σχεδόν χρόνια μετά τη διακήρυξη του «τέλους της Ιστορίας» και της απαίτησης να αποδεχτούμε την αγορά και την εκμετάλλευση ως αναπόδραστο ιστορικό ορίζοντα, μπορούμε να πούμε ότι η ιστορία είναι πολύ πιο πλούσια και ότι απέναντι στη διαρκή κοινωνική, πολιτισμική και οικολογική καταστροφή που αντιπροσωπεύει ο καπιταλισμός, υπάρχει η δυνατότητα μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, χωρίς καταπίεση, εκμετάλλευση και ιμπεριαλιστική καταδυνάστευση, που να στηρίζεται όχι στον παραλογισμό της αγοράς αλλά στη συλλογική κοινωνική απόφαση και δράση.

Όμως, σήμερα οι δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς κάθε άλλο παρά ανταποκρίνονται σε αυτή την πρόκληση. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίδεται σε ακατάσχετη προτασιολογία για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος, λες και το ζήτημα είναι η «ορθολογικότερη» λειτουργία της αγοράς και όχι η πάλι ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, τη λιτότητα και την ανεργία. Ταυτόχρονα προβάλλει ως κεντρικό στόχο την «κυβέρνηση της Αριστεράς» παραβλέποντας ότι σήμερα κυβερνητική διαχείριση σημαίνει και αναγκαστικά αποδοχή της κυρίαρχης πολιτικής. Το ΚΚΕ από την άλλη επιμένει στη λογική ότι σήμερα τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει με τους αγώνες και γίνεται ακόμη πιο απομονωτικό μέσα στο μαζικό κίνημα υπονομεύοντας ανοιχτά τη δυνατότητα κινητοποιήσεων. Την ίδια στιγμή επιμένει να παρουσιάζει ως όραμα του για το σοσιαλισμό όχι την εργατική δημοκρατία και την επαναστατικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, αλλά την προδοσία του κόκκινου Οκτώβρη και την εκμεταλλευτική και καταπιεστική μετάλλαξη της ΕΣΣΔ. Πάνω από όλα, σε μια συγκυρία που απαιτούνται αγώνες και μαζικές κινητοποιήσεις και τα δύο κόμματα της Αριστεράς επιλέγουν βαθιά κοινοβουλευτικούς δρόμους, δίνουν έμφαση στη προεκλογική προετοιμασία και όχι στην οικοδόμηση μαζικών κινημάτων. Μόνο που με αυτόν τον τρόπο αφήνουν χώρο στις δυνάμεις του κεφαλαίου να επιβάλουν την ανασφάλεια και το φόβο στους εργαζομένους.

Γι’ αυτό το λόγο και το στοίχημα μιας άλλης Αριστεράς, μιας Αριστεράς της καθημερινής αναμέτρησης με την κυρίαρχη πολιτική, της συμβολής στην οικοδόμηση κινημάτων, της επεξεργασίας δρόμων συνολικής αμφισβήτησης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, είναι περισσότερο παρά ποτέ ενεργό. Και τα συστατικά στοιχεία αυτής της άλλης αριστεράς υπάρχουν: Σε οργανώσεις και συλλογικότητες που εξακολουθούν να αναφέρονται στον επαναστατικό δρόμο. Σε σχήματα που μπόρεσαν να είναι πρωτοπόρα σε όλες τις μεγάλες μάχες του προηγούμενου διαστήματος: στις φοιτητικές καταλήψεις, στις μεγάλες απεργίες, στις κινητοποιήσεις κατοίκων και πολιτών. Σε αγωνιστές που αρνούνται το δρόμο της ενσωμάτωσης και αναζητούν ριζοσπαστικές διεξόδους.

Η ριζοσπαστική αριστερά έχει σήμερα τη δυνατότητα να δείξει ότι μαθαίνει από τα λάθη της και εγκαταλείπει αδιέξοδους δρόμους κατακερματισμού, ασυνεννοησίας, απογείωσης από τα πραγματικά ζητήματα. Έχει την ευκαιρία μέσα από την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση τάσεων και αγωνιστών τόσο στο μαζικό κίνημα όσο και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο να κατοχυρωθεί ως ένα διακριτό ρεύμα πραγματικά χρήσιμο για το λαϊκό κίνημα. Γι’ αυτό και οι διεργασίες που έχουν ξεκινήσει για την αναβάθμιση της κοινής δράσης και την προοπτική ενωτικού κατεβάσματος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στις επόμενες εκλογές πρέπει να στεφτούν με επιτυχία.

Σε κάθε περίπτωση η συλλογική προσπάθεια για την ανασύνθεση μιας Αριστεράς που να είναι πρωτοπόρα στη συλλογική διεκδίκηση και πάλη, πραγματικά επικίνδυνη για το σύστημα και ικανή να ξανακάνει απτή προοπτική την κοινωνική ανατροπή είναι η ευθύνη απέναντι στις προκλήσεις που βάζει η συγκυρία, είναι η οφειλή απέναντι σε χιλιάδες αγωνιστές που αναζητούν μια άλλη αριστερά, είναι τελικά το ανεξόφλητο χρέος απέναντι στο ρήγμα που άνοιξε ο Νοέμβρης του ’73.

Συμβάλλοντας στην οικοδόμηση μαζικών κινημάτων,

απαντώντας αγωνιστικά στην προσπάθεια να μας φορτώσουν τα βάρη της κρίσης, οικοδομώντας την ενότητα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς

μπορούμε να ανοίξουμε δρόμους ελπίδας!

Για να μην είναι ο Νοέμβρης μνήμη σε μουσείο, αλλά εικόνα από το μέλλον…