Σε πείσμα όσων προσπαθούν να μας πείσουν για το αναπόδραστο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, ο μεγάλος ξεσηκωμός των φοιτητών και συνολικά οι πανεκπαιδευτικές κινητοποιήσεις έδειξαν ότι οι αγώνες μπορούν να νικούν! Η αποχώρηση του ΠΑΣΟΚ από τη διαδικασία αναθεώρησης, το γεγονός ότι καμιά διάταξη δεν πάει στην αναθεωρητική βουλή με την ενισχυμένη πλειοψηφία των 181 βουλευτών, το σπάσιμο της συναίνεσης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ γύρω από την αναθεώρηση, αποτελεί μια σημαντικότατη πολιτική επιτυχία του κινήματος που δείχνει ότι σήμερα μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες μπορούν να έχουν πολιτικά αποτελέσματα.

Δείχνει αυτός ο μεγάλος αγώνας ότι η σχετική σταθερότητα του πολιτικού συστήματος, η στήριξη από τις μερίδες του κεφαλαίου του συνδυασμού ανάμεσα στις «μεταρρυθμίσεις» (ιδιωτικοποίηση, ιδιωτικοοικονομική λειτουργία, αναίρεση συλλογικών δικαιωμάτων) και τον αυταρχικό συντηρητισμό της επίκλησης «νόμου και τάξης», η ομοθυμία του επίσημου πολιτικού προσωπικού σε έναν επιθετικό νεοφιλελευθερισμό, είναι μόνο μία πλευρά της συγκυρίας. Υπάρχει και η όξυνση των κοινωνικώναντιθέσεων, το ξέσπασμα μεγάλων αγώνων, που συναντούν αλληλεγγύη και νομιμοποίηση σε ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια, τα ρήγματα που ανοίγονται σε κρίσιμες πολιτικές επιλογές.. Επιπλέον, η παρατεταμένη συσπείρωση των αστικών δυνάμεων και των ιδεολογικών μηχανισμών στις πιο επιθετικές πολιτικές, μπορεί συγκυριακά να δημιουργεί την αίσθηση ότι «δεν υπάρχει καμιά διαφυγή», αλλά μεσοπρόθεσμα ενέχει τον κίνδυνο της αποξένωσης ευρύτερων κοινωνικών κομματιών από το επίσημο πολιτικό σύστημα. Μόνο που η όξυνση αυτών των αντιθέσεων απαιτεί την παρουσία μιας άλλης αριστεράς, με χαρακτηριστικά συνάμα ριζοσπαστικά ως προς την πολιτική οριοθέτηση απέναντι στις αστικές δυνάμεις και πλειοψηφικά ως προς την κοινωνική απεύθυνση.

Αυτό το ρόλο δεν μπορούν να τον παίξουν οι σχηματισμοί της ρεφορμιστικής αριστεράς. Τα μετέωρα βήματα ενωτικής συμπόρευσης του ΚΚΕ στο εκπαιδευτικό κίνημα δεν αναιρούν ούτε τον απομονωτισμό του, ούτε τον κινηματικό συντηρητισμό του, ούτε την πολιτική εμμονή του ότι σήμερα κανένα κίνημα δεν μπορεί να νικήσει. Αντίστοιχα, η στροφή του Συνασπισμού προς μια κατεύθυνση αγωνιστικού ρεφορμισμού, και όχι «προοδευτικού εκσυγχρονισμού», δεν αναιρεί ούτε τα πολιτικά όριά του, όπως φάνηκαν και από την αδυναμία του να πει το συνολικό «όχι στην αναθεώρηση», ούτε την απήχηση δεξιόστροφων απόψεων στο εσωτερικό του. Οι τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς που συσπειρώνονται στο ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν να αναρωτηθούν εάν τα ευεργετημένα της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης αντισταθμίζουν την απεμπόληση της πολιτικής και ιδεολογικής ανεξαρτησίας της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Η ριζοσπαστική αριστερά έδειξε όλο το προηγούμενο διάστημα τη δυναμική που έχει όταν διαλέγει δρόμους πλειοψηφικής απεύθυνσης. Είχε πρωτοπόρο και συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλους τους μεγάλους αγώνες της περιόδου. Δεν θα είχαν υπάρξει ούτε η απεργία των δασκάλων, ούτε ο νικηφόρος ξεσηκωμός των φοιτητών χωρίς τα σχήματα και τους αγωνιστές της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών έδειξαν την πολιτική δυναμική που μπορούν να έχουν πλατιά ενωτικά εγχειρήματα. Επιπλέον, η αδυναμία του νεοφιλελευθερισμού να έχει την ηγεμονική απήχηση άλλων δεκαετιών, συνεπάγεται αυξημένη αποδοχή αντικαπιταλιστικών πολιτικών και ιδεολογικών αναγνωρίσεων.

Σε αυτό το φόντο η αυτοτελής πολιτική παρουσία και συγκρότηση της ριζοσπαστικής αριστεράς παραμένει η αναγκαία αφετηρία για οποιαδήποτε ανασύνθεση ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος. Μόνο που αυτό προϋποθέτει την αναμέτρηση με τις πραγματικές αντιφάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς σήμερα: Αδυναμία άρθρωσης μιας διαλεκτικής ανάμεσα στη γραμμή μαζών και τον πολιτικό διαχωρισμό. Εσφαλμένη ταύτιση του αριστερού προγράμματος με τον αριστερό μαξιμαλισμό. Πρόκριση της ασφάλειας της μικρής κλίμακας και του εσωστρεφούς συγχρωτισμού. Προσπάθεια να «αντιγραφεί» η πολιτική μεγαλοστομία του ΚΚΕ, μέσα από απόπειρες να στραφούν ενωτικά εγχειρήματα ή σχήματα από μάχιμους πολιτικούς και κινηματικούς στόχους προς «προγραμματικούς» ή «στρατηγικούς» στόχους. Αυτή η αντιφατικότητα εξηγεί τη στάση ενός ευρύτερου ανένταχτου δυναμικού, που από τη μία αναφέρεται θετικά στα αποτελέσματα σε επίπεδο χώρων ή σε ενωτικά εγχειρήματα όπως οι δημοτικές εκλογές, από την άλλη βλέπει με μεγάλη επιφύλαξη τις οργανωμένες τάσεις. Αυτές οι αντιφάσεις κάνουν το χώρο αυτό ευάλωτο στην πίεση είτε από τη μεγαλοστομία του ΚΚΕ, είτε από την «κινηματική» αισθητική του ΣΥΡΙΖΑ.

Χρειάζεται, επομένως, μια διαφορετική πορεία. Οι νικηφόροι αγώνες του τελευταίου διαστήματος έδειξαν σε πολλούς αγωνιστές ότι η αριστερή στράτευση δεν είναι μια σισύφεια αναμέτρηση με μη αντιστρέψιμες πολιτικές, αλλά μια πραγματική δυνατότητα τροποποίησης του συσχετισμού δύναμης.

Είναι ώρα να τεθεί αποφασιστικά το ζήτημα της ενωτικής πολιτικής παρουσίας του μέγιστου δυνατού εύρους δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς. Με λόγο μάχιμο που να μπορεί να βρίσκει τρόπους επικοινωνίας με ευρύτερες κοινωνικές διεργασίας, με τόνο κινηματικό και σύνδεση με τους αγώνες, με διαδικασία δημοκρατική και συντροφική, με υπέρβαση της λογικής του μικρόκοσμου, μια τέτοια προσπάθεια μπορεί να έχει καταγραφή, να απαντήσει στην πολιορκία αυτού του χώρου από το ρεφορμισμό, να συσπειρώσει ένα ευρύτερο δυναμικό, να εκπροσωπήσει πρωτοπόρα κοινωνικά κομμάτια. Οι επερχόμενες βουλευτικές εκλογές δίνουν ένα ορόσημο για μια τέτοια πρωτοβουλία. Είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη.