1.Οποιαδήποτε προσέγγιση των ζητημάτων που αφορούν την κατάσταση στα Βαλκάνια θα πρέπει να ξεκινάει από την αφετηρία ότι η συνολική συγκυρία στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα μετά την κατάρρευση των κρατικοκαπιταλιστικών σχηματισμών («υπαρκτός σοσιαλισμός»), χαρακτηρίστηκε από την ένταση των τάσεων διεθνοποίησης του κεφαλαίου και τη συστηματική προσπάθεια των δυνάμεων του ιμπεριαλισμού να ενσωματώσουν τους τέως κρατικοκαπιταλιστικούς σχηματισμούς στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και στις διεθνείς ροές κεφαλαίου και επενδύσεων, να εξασφαλίσουν με κάθε τρόπο την αναπαραγωγή καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων εκεί και όλων των πολιτικών και ιδεολογικών όρων που διευκολύνουν την πρόσβαση των ιμπεριαλιστικών κεφαλαίων, να εξασφαλίσουν κρίσιμες ροές πρώτων υλών και εμπορευμάτων, να απαντήσουν προκαταβολικά απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια αμφισβήτησης των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού αυτή η διαδικασία διαμόρφωνε και το πεδίο όπου έπρεπε να επανεπιβεβαιωθεί η ηγεμονική θέση των ΗΠΑ στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Εάν η δεκαετία του 1980 και το συμβολικό ορόσημο του 1989 επικύρωσε τη συνολική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, η επόμενη περίοδος απαιτούσε αυτή να επικυρωθεί και σε σχέση με την ενσωμάτωση των κρατικοκαπιταλιστικών σχηματισμών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και σε σχέση με τη διαχείριση των περιοχών που είναι κρίσιμες για τη συνολική αναπαραγωγή και σταθερότητα της καπιταλιστικής συσσώρευσης όπως είναι η Μέση Ανατολή με τον ενεργειακό της πλούτου, και σε σχέση με το άνοιγμα νέων πεδίων επενδύσεων.

2.Τα Βαλκάνια, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και με συμβολική στιγμή την συμφωνία του Ντέιτον για τη Βοσνία (1995) αποτέλεσαν ένα κατεξοχήν πεδίο άσκησης του μεταψυχροπολεμικού αμερικανικού πολιτικοστρατιωτικού παρεμβατισμού. Παρότι η αποδιάρθρωση της Γιουγκοσλαβίας διπλωματικά επικυρώθηκε κυρίως από πρωτοβουλίες της Ε.Ε. και ειδικά της Γερμανίας, που φλερτάρισε εκείνη την περίοδο με την ιδέα μιας αυτόνομης πολιτικής και διαμόρφωσης μιας ιδιαίτερης εν δυνάμει ζώνης επιρροής, εντούτοις θα είναι οι ΗΠΑ αυτές που κατεξοχήν θα αναλάβουν να διαχειριστούν την ένταση, να επιλύσουν στρατιωτικά τα όποια προβλήματα (με αποκορύφωμα το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας το 1999) και να επιβεβαιώσουν το ρόλο τους ως της μόνης δύναμης που μπορεί πολιτικοστρατιωτικά να εγγυηθεί την σταθερότητα ευρύτερων περιοχών, έστω και αν αυτό σημαίνει μια στρατηγική «διαχείρισης της έντασης και της αποσταθεροποίησης).

3.Στο σημείο αυτό καλό είναι να θυμίσουμε τους ίδιους τους όρους μέσα από τους οποίους προέκυψε η Γιουγκοσλαβική τραγωδία: Στην πραγματικότητα στην ενιαία Γιουγκοσλαβία από αρκετά χρόνια πριν αναπτύσσονταν αποκλίνουσες τάσεις καθώς τα στρώματα της κρατικής αστικής τάξης προσπαθούσαν να έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα εντός κάθε ομόσπονδης δημοκρατίας (και αυτό ιδεολογικά επενδυόταν και με την αναπαραγωγή στοιχείων εθνικισμού) και απέναντι στους ομοσπονδιακούς θεσμούς. Η μετάβαση από έναν κρατικό καπιταλισμό προς στοιχεία ενός κλασικού «καπιταλισμού της αγοράς» έκανε τις εσωτερικές αντιθέσεις πιο έντονες με τις βόρειες δημοκρατίες (Σλοβενία και Κροατία) να επιδιώκουν την ανεξαρτησία τους για να διασφαλίσουν την ανώτερη οικονομική και παραγωγική βάση τους και να ενταχθούν αυτοτελώς στις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου απαλλαγμένες από το βάρος της χρηματοδότησης των πιο φτωχών περιοχών. Ήταν άλλωστε προφανές ότι το ομοσπονδιακό σχέδιο μπορούσε να διασωθεί μόνο υπό την προϋπόθεση μιας αριστερής στροφής, μιας έμφασης στο σοσιαλιστικό χαρακτήρα, που όμως ως στρατηγική είχε ήδη ηττηθεί από παλιά. Κατά συνέπεια αντικειμενικά άνοιγε ο δρόμος για έναν κύκλο συγκρουόμενων εθνικών ολοκληρώσεων (με τη Βοσνία να γίνεται από ένα σημείο και μετά το επίδικο της αντιπαράθεσης). Σε αυτό το πλαίσιο όχι μόνο αναζωπυρώνεται το πρόβλημα του Κόσσοβου (ένα εκρηκτικό πρόβλημα που συμπύκνωνε ταυτόχρονα την ανολοκλήρωτη εθνική ολοκλήρωση των Αλβανών και τη συνολική πίεση που δεχόταν η Σερβία από τις όλες εξελίξεις), ενώ και η κρατική αστική τάξη της σημερινής πΓΔΜ επιλέγει να μπει και αυτή στον κύκλο της ανεξαρτησίας[1].

4.Όμως θα ήταν λάθος να δούμε την Γιουγκοσλαβική τραγωδία μόνο με όρους «ενδογενών αντιθέσεων»[2]. Αντίθετα, καθοριστικός ήταν και ο ρόλος του διεθνούς ιμπεριαλιστικού παράγοντα. Η διαλεκτική εσωτερικών και εξωτερικών παραμέτρων, άλλωστε, φαίνεται και στην ίδια την έννοια της απόσχισης για την κατοχύρωση προνομιακών σχέσεων με το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και το διεθνοποιημένο κεφάλαιο. Επιπλέον, από την αρχή η Βαλκανική τραγωδία γίνεται πεδίο εντονότατων ανταγωνισμών ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, με την Γερμανία να πρωτοστατεί για την αναγνώριση των νέων κρατών και τις ΗΠΑ να μπαίνουν στο χορό, ξεκινώντας από την «επίλυση» του Βοσνιακού ζητήματος. Χωρίς τη ρητή συναίνεση των ιμπεριαλιστικών κέντρων, τη νομιμοποίηση που προσέφεραν, τη διαρκή αίσθηση ότι η όξυνση της σύγκρουσης μπορεί να οδηγήσει στην ‘ευκταία’ ιμπεριαλιστική μεσολάβηση, δεν θα είχε πάρει η σύγκρουση αυτή την ένταση.

5.Ότι η κατάσταση στα Βαλκάνια δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο υπό το πρίσμα των εντεινόμενων εθνικιστικών συγκρούσεων, αλλά απαιτεί την εξέταση και των ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων και ανταγωνισμών που διαπλέκονται με τις πρώτες, φαίνεται και στις τωρινές εστίες έντασης στα Βαλκάνια, είτε αυτές αφορούν την τεράστια τομή που αποτελεί η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κόσσοβου και η αναγνώρισή της από ένα μεγάλο αριθμό κρατών με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, είτε την κινητικότητα που υπάρχει σε σχέση με την ονομασία της πΓΔΜ. Η αμερικανική επιλογή, σταθερά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, δεν είναι μόνο η προσπάθεια «λύσης προβλημάτων» (και η κατοχύρωση ότι μόνο η στρατιωτική υπεροπλία των ΗΠΑ μπορεί να «κλείνει ζητήματα»). Είναι ταυτόχρονα –συχνά και περισσότερο– η αναπαραγωγή εκείνων των κινδύνων αποσταθεροποίησης που θα καθιστούν αναντικατάστατη την αμερικανική στρατιωτική παρέμβαση. Αυτό παίρνει την μορφή μιας ιδιαίτερα ενεργητικής προσπάθειας να διατηρούνται μια σειρά από ζητήματα ενεργά, ειδικά όταν αυτά δημιουργούν προβλήματα και στους όποιους ανταγωνιστές των ΗΠΑ. Στο όριό της αυτή η προσπάθεια είναι διατεθειμένη ακόμη και να ξεπεράσει το απαραβίαστο των μετά το 1945 συνόρων και να προχωρήσει ακόμη και σε αλλαγές συνόρων. Η ανεξαρτητοποίηση του Κόσσοβου, το διαρκώς επανερχόμενο ερώτημα του Κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ, η συστηματική αξιοποίηση «στρατηγικών μειονοτήτων» σε διάφορες περιοχές, η διαρκής αναμόχλευση κρίσεων στην περιφέρεια της Ρωσίας, η κατά περιόδους όξυνση των μειονοτικών ζητημάτων της Κίνας (π.χ. επαρχία Σινγιάνγκ), η κατά καιρούς ανάδειξη θέματος Θιβέτ, είναι μερικά από τα παραδείγματα τέτοιων ανοιχτών ζητημάτων στο διεθνές πεδίο, που αντιστοιχούν σε αυτό που θα λέγαμε διαχείριση της αποσταθεροποίησης. Στόχος των ΗΠΑ είναι είτε να μπορούν να επιβάλουν φιλοαμερικανικές καταστάσεις, είτε να προσπαθούν να δημιουργήσουν προβλήματα στους ανταγωνιστές τους, είτε απλώς να συντηρούν ανοιχτές εστίες έντασης, ενώ αυτό ενισχύει και αντίστοιχες τάσεις και από τους ανταγωνιστές της (για παράδειγμα η Ρωσική υποστήριξη της ντε φάκτο ανεξαρτησίας της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας). Ειδικά απέναντι στην Ε.Ε. είναι σαφής ο επιθετικός χαρακτήρας των κινήσεων των ΗΠΑ, στο βαθμό που αναδεικνύουν την απουσία ουσιαστικά μιας ιδιαίτερης ευρωπαϊκής στρατηγικής για την στρατιωτική διαχείριση κρίσεων και επιβάλουν ντε φάκτο ευρω-ατλαντικές πρακτικές. Και είναι σαφές ότι παρά τις σοβαρότατες αντιφάσεις που συναντούν σε πλευρές του συνολικού τους ιμπεριαλιστικού σχεδιασμού (αδυναμία να σταθεροποιηθεί η κατάσταση στο Ιράκ, μεγάλο κόστος από τη μόνιμη συμπόρευση με το Ισραήλ, παλινωδίες σε σχέση με το βαθμό επιθετικότητας απέναντι στο Ιράν, εσωτερίκευση των συνεπειών του πολέμου στο Ιράκ στην προεκλογική πολιτική συζήτηση των ΗΠΑ), εντούτοις έχουν καταφέρει ως προς την άρθρωση της γενικής κατεύθυνσης σε επίπεδο ιμπεριαλιστικών κέντρων να δίνουν τον τόνο και να εκμεταλλεύονται την εκ νέου ενίσχυση ευρωατλαντικών τάσεων και στην «παλιά» και στη «νέα» Ευρώπη. Κατά κάποιο τρόπο οι ΗΠΑ δείχνουν να σπεύδουν να κατοχυρώσουν αναβαθμισμένες θέσεις στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο –έστω και μέσω της διαχείρισης της αποσταθεροποίησης– μέσα από μια αναβαθμισμένη πολιτικοστρατιωτική παρουσία (μια που δεν μπορούν να υποσχεθούν αναβαθμισμένες οικονομικές σχέσεις όπως κάνει η Ε.Ε.) που θα λειτουργεί και ως μοχλός πίεσης προς την Ε.Ε. και εντός της Ε.Ε.

6.Ταυτόχρονα, αυτή η προσπάθεια ανάδειξης εστιών έντασης και δημιουργίας τετελεσμένων, καθώς και κινήσεις όπως η νέα αμερικανική αντιπυραυλική άμυνα, λειτουργεί και ως πίεση απέναντι στη Ρωσία και την προσπάθειά της αναβαθμιστεί. Είναι σαφές ότι σήμερα η Ρωσία, χωρίς να αμφισβητεί ούτε συνολικά, ούτε και έμπρακτα, τις βασικές πλευρές της ηγεμονικής ιμπεριαλιστικής στρατηγικής, προσπαθεί – εκμεταλλευόμενη και τη βελτίωση των οικονομικών της (εκτός των άλλων και λόγω της αύξησης των τιμών πρώτων υλών διεθνώς) και την αποκατάσταση της κρατικής λειτουργίας που έφερε η εποχή Πούτιν – να έχει μεγαλύτερο ρόλο στα διεθνή πράγματα και να ανταγωνιστεί πλευρές της κυρίαρχης αμερικανικής πολιτικής. Απέναντι σε αυτό είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ σήμερα επιδιώκουν τετελεσμένα τα οποία θα αναιρούν πλευρές της ρωσικής πολιτικής και θα επικυρώνουν την αμερικανική ηγεμονία, λειτουργώντας και ως προληπτικές κινήσεις απέναντι στις όποιες τάσεις αναβάθμισης του πολιτικοστρατιωτικού ρόλου της Ρωσίας.

7.Ειδικά για το θέμα του Κόσσοβου η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κόσσοβου είναι ένα ακόμη βήμα στην διαδικασία διαμελισμού της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Η ανάδειξη του Αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού (το μόνο ανολοκλήρωτο «εθνικό σχέδιο» στα Βαλκάνια) –που ήταν και επίσημη γραμμή και του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας...– ήδη από τη δεκαετία του 1970 ανήκε στους αποσταθεροποιητικούς παράγοντες της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Και αυτό γιατί στο πλαίσιο της περίπλοκης προσπάθειας αλληλοεξισορρόπησης εθνικών βλέψεων που χαρακτήριζε τη Γιουγκοσλαβία αυτή η ιστορικά σερβική περιοχή όχι μόνο απέκτησε καθεστώς αυτόνομης περιοχής και σημαντικές χρηματοδοτήσεις αλλά και επέτρεψε στην ηγεσία των Κοσσοβάρων σταδιακά να επιβάλουν μορφές ενός αντίστροφου απάρτχάιντ σε βάρος και των σερβικών πληθυσμών της περιοχής αλλά και των Γιουγκοσλαβικών θεσμών. Σε πείσμα της κυρίαρχης ιμπεριαλιστικής φιλολογίας περί του σερβικού εθνικισμού ως αφετηρίας του προβλήματος, είναι σαφές ότι η σερβική στάση αποτέλεσε αντικειμενικά προσπάθεια απάντησης σε μια ρητά διατυπωμένη ως τέτοια αποσχιστική δραστηριότητα η οποία εκτός των άλλων διαμόρφωσε και συνθήκες εθνοκάθαρσης των σερβικών πληθυσμών του Κόσσοβου. Όποια κριτική και εάν ασκήσουμε στην σερβική πολιτική στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στον τρόπο που η ηγεμονία αστικών και εθνικιστικών λογικών (και η παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα για το άνοιγμα των Βαλκανίων στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου) υπονόμευσε τη μόνη εναλλακτική λύση στην εθνική σύγκρουση, που ήταν η λογική της ενιαίας σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, εντούτοις σε κάθε περίπτωση η αντίδραση ήταν αμυντική απέναντι σε προσπάθειες απόσπασης εθνικού χώρου. Σε όλη τη δεκαετία του 1990 το υποτιθέμενο εθνικό κίνημα των Αλβανών του Κόσσοβου είχε ένα σταθερό προσανατολισμό προς τον ιμπεριαλιστικό παράγοντα, και προσπαθούσε σε αυτό το πλαίσιο να επιβάλλει την ανεξαρτησία του. Σημειώνουμε εδώ και τον παραγκωνισμό της προηγούμενης πολιτικής ηγεσίας των Κοσσοβάρων προς όφελος του στελεχιακού δυναμικού του UCK τον πολύ πιο ανοιχτά φιλοαμερικανικό προσανατολισμό. Ούτε πρέπει να ξεχνάμε ότι ο βάρβαρος βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας το 1999 έγινε στο όνομα της μη αποδοχής από τη Σερβία μιας πρότασης όχι μόνο απόσχισης ουσιαστικά του Κόσσοβου αλλά και πλήρους αναίρεσης κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας αφού οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις θα αποκτούσαν πλήρη ελευθερία δράσης σε όλη την έκταση της Γιουγκοσλαβίας. Αποτέλεσμα του πολέμου, της ήττας της Γιουγκοσλαβίας και της εκκαθάρισης και εκείνων των κομματιών του σερβικού πολιτικού προσωπικού που δεν συμμορφώνονταν πλήρως με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς (με αποκορύφωμα την παραπομπή του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς) ήταν να διαμορφωθεί ένα καθεστώς ντε φάκτο απόσχισης μέσα από τη δημιουργία ενός ιδιότυπου προτεκτοράτου στο Κόσσοβο όπου την τυπική εξουσία είχαν οι εκπρόσωποι της διεθνούς κοινότητας, αλλά την πραγματική –και με τη στήριξη της KFOR– η ηγεσία των Αλβανών, η οποία ολοκλήρωσε και την εθνοκάθαρση των εναπομεινάντων Σερβικών πληθυσμών. Η τυπική ανακήρυξη της ανεξαρτησίας έρχεται να ολοκληρώσει αυτή τη διαδικασία. Και βέβαια για τον πρωτοπόρο ρόλο των ΗΠΑ στην ενίσχυση και επιβολή της ανεξαρτησίας ας αναλογιστούμε ότι στο Κόσσοβο βρίσκεται μία ιδιαίτερα μεγάλη αμερικανική βάση το Camp Bondsteel που εκτός των άλλων αποτέλεσε και κομμάτι του αμερικανικού δικτύου των μυστικών φυλακών και χώρων ανάκρισης «υπόπτων για τρομοκρατία».

8.Είναι σαφές ότι η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κόσσοβου και η αναγνώρισή της από μεγάλο μέρος της «διεθνούς κοινότητας» αντικειμενικά αποτελεί παράγοντα αποσταθεροποίησης στα Βαλκάνια. Πρόκειται για απόφαση που ξαναγράφει το διεθνές δίκαιο και αναιρεί έμπρακτα τη βασική αρχή της διεθνούς διπλωματίας μετά το 1945 που ήταν η μη αλλαγή των συνόρων, με την εξαίρεση της διάσπασης ομόσπονδων κρατών. Και εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε και την όλη παρωδία ‘νομιμότητας’ που ξεδιπλώνεται με αφορμή τις αλλεπάλληλες αναγνωρίσεις της ανεξαρτησίας του Κόσσοβου. Καθώς μάλιστα το περιβόητο ψήφισμα 1244 του ΟΗΕ, που έδωσε και την εντολή για την KFOR, ρητά ορίζει ο Κόσσοβο ως αυτόνομη περιοχή της Σερβίας, οι μεμονωμένες αναγνωρίσεις έρχονται να παρακάμψουν το σκόπελό αυτό για να επιβάλλουν τελικά τη ντε φάκτο αναγνώριση της ανεξαρτησίας, σε ένα κύκλο όπου κάθε εκδοχή «διεθνούς νομιμότητας» νομιμοποιεί στην πραγματικότητα την παραβίαση των αρχών του ‘διεθνούς δικαίου’, για να έρθουν νέες μορφές παραβίασης αυτή της ‘νομιμότητας που να απαιτούν νέες εκδοχές ‘νομιμότητας’ κ.ο.κ. Δεδομένης της παρουσίας αλβανικών πληθυσμών και στην πΓΔΜ, της γεωγραφικής συνέχειας ανάμεσα στο Κόσσοβο και την Αλβανία και των αναφορών σε «μεγάλη Αλβανία» από τους εκπροσώπους του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού ανοίγει το δρόμο για ευρύτερες ανακατατάξεις. Αντικειμενικά ανοίγει όλο το ζήτημα των μειονοτήτων στα Βαλκάνια (που σε μια σειρά από περιοχές έχουν το χαρακτήρα της συμπαγούς πλειοψηφικής παρουσίας ιδίως σε συνοριακές περιοχές), της ενίσχυσης των κάθε είδους αλυτρωτικών τάσεων και της στρατηγικής αξιοποίησής τους στο πλαίσιο ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Αντικειμενικά, επίσης, ανοίγει το θέμα για την αναγνώριση όλων των αποσχιστικών τάσεων ή κινήσεων που έχουν γίνει και που δεν ελάμβαναν αναγνώριση από τη «διεθνή κοινότητα» στο όνομα του απαραβίαστου των συνόρων του 1945, με πρώτο και χαρακτηριστικό παράδειγμα το ψευδοκράτος της Βόρειας Κύπρου, ενώ απειλεί με αποσταθεροποίηση το μεγάλο μέρος των Βαλκανίων εάν αναλογιστούμε τις περιοχές που έχουν σήμερα συμπαγείς μειονότητες, ενίοτε και με αποσχιστικές τάσεις: Βοϊβοδίνα (αυτόνομη περιοχή της Σερβίας με ουγγρική μειονότητα), Τρανσυλβανία (τμήμα της Ρουμανίας μς ουγγρική μειονότητα), ουγγρική μειονότητα στη Σλοβακία. τουρκική μειονότητα της Βουλγαρίας, αλβανική μειονότητα στην πΓΔΜ, μουσουλμανική μειονότητα στη Δυτική Θράκη. Απειλεί και με αποσταθεροποίηση τις συμφωνίες για την πρώην Γιουγκοσλαβία, ιδίως αυτές για τη Βοσνία - Ερζεγοβίνη (με τις δύο οντότητες που τη συναποτελούν τη Σερβική [Republica Srpska] και την Κροατομουσουλμανική [Ομοσπονδία της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης]). Σε κάθε περίπτωση, γίνεται σαφές ότι σήμερα αυτού του είδους η στρατηγική αξιοποίηση των μειονοτήτων και των εθνοτήτων στο φόντο των σύγχρονων μορφών ιμπεριαλισμού τελικά δεν σημαίνει τελικά αυτοδιάθεση αλλά μακροπρόθεσμα υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας, μεταμοντέρνα προτεκτοράτα, και αναβάθμιση των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών.

9.Σε ό,τι αφορά τη Σερβία η όλη εξέλιξη αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα πίεσης και αποσταθεροποίησης. Η περίοδος μετά το 1999 ήταν μια περίοδος που βιώθηκε ως ιστορική ήττα και τομή (ίσως ανάλογη με το 1922 στη νεότερη ελληνική ιστορία) καθώς περιλάμβανε τη ντε φάκτο κατοχύρωση της απώλειας του Κόσσοβου, τη διάλυση της ομοσπονδίας με το Μαυροβούνιο, την εκκαθάριση και μέσω του Διεθνούς Ποινικού δικαστηρίου του προηγούμενου πολιτικού προσωπικού. Η πορεία σύνδεσης με την Ε.Ε. μάλλον παίρνει αργούς ρυθμούς, ύστερα και από ολλανδικό βέτο για την εκκίνηση διαδικασίας εισδοχής της Σερβίας στην Ε.Ε., παρότι έστω και οριακά οι Σέρβοι ψηφοφόροι εξέλιξαν το ‘σωστό’ φιλοευρωπαίο πρόεδρο. Άλλωστε, δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίζουμε ότι αυτό που υπόσχεται ο ‘διεθνής παράγοντας’ ως ‘αποζημίωση’ για την απώλεια εθνικής κυριαρχίας είναι η είσοδος στην Ε.Ε., δηλαδή η απώλεια εθνικής κυριαρχίας με άλλους όρους… Σε αυτό το φόντο έρχεται με βίαιο τρόπο η επικύρωση της ανεξαρτησίας του Κόσσοβου να επιτείνει την αίσθηση ιστορικής ήττας, κάτι που μπορεί να εξηγήσει και το μέγεθος των λαϊκών αντιδράσεων.

10. Η όλη πορεία του αλβανικού εθνικισμού, με το σωβινισμό που τον χαρακτήρισε ιστορικά, την απουσία σύνδεσης – ειδικά στο Κόσσοβο– με προοδευτικά αιτήματα με την πρόσδεση στο άρμα του ιμπεριαλισμού και την αποδοχή των επεμβάσεων και των ξένων στρατευμάτων σημαίνει ότι πρόκειται για εθνικό αίτημα βαθιά αντιδραστικό που δεν μπορεί να τύχει καμιάς αλληλεγγύης. Σε αυτούς που ονομάζουν τους δρόμους τους από τους σφαγείς των λαών και πανηγυρίζουν με την αστερόεσσα δεν μπορούμε επιδείξουμε καμιά αλληλεγγύη. Είναι σαφές ότι σήμερα αριστερή τοποθέτηση δεν μπορεί να η αφηρημένη αναφορά στο «δικαίωμα στην αυτοδιάθεση» χωρίς εξέταση όλων των συνολικών ταξικών και πολιτικών κατευθύνσεων που αυτό συμπυκνώνει κατά περίπτωση. Αριστερή τοποθέτηση απέναντι στο Κόσσοβο θα πρέπει να είναι η άρνηση οποιασδήποτε αναγνώρισης της «ανεξαρτησίας» του, η βασική θέση για καμιά αλλαγή συνόρων στα Βαλκάνια, η άρνηση όλων των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και η ταυτόχρονη υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας των βαλκανικών κρατών με την πλήρη κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

11. Και βέβαια σε όλο αυτό το φόντο αποδείχτηκε ο βαθιά αντιδραστικός ρόλος και της Ε.Ε., αλλά και της υποτιθέμενης διακριτής ‘ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής’, Η ταχύτητα με την οποία επικυρώθηκε η ανεξαρτησία από μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών κρατών, αλλά και η προηγούμενη απόφαση να αποσταλεί ειδική αστυνομική δύναμη για να επιτηρήσει ουσιαστικά την ανακήρυξη ανεξαρτησίας και να αντικαταστήσει προοπτικά την KFOR είναι πολύ χαρακτηριστική.

12. Ταυτόχρονα δεν θα πρέπει να μας διαφεύγουν δύο πιο συνολικά ζητήματα σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των διεθνών «εντάσεων»: α) Τα υπαρκτά σύνορα είναι σαφές ότι πλέον δεν αντιμετωπίζονται ως θέσφατο και θεωρείται ότι μπορούν και να ξαναχαραχθούν σε μια σειρά από θερμές ζώνες. β) Όλο και περισσότερο προτείνονται λύσεις που συγκλίνουν σε πρακτικές σύγχρονων προτεκτοράτων σε μια σειρά από περιπτώσεις, προτεκτοράτων που θα λειτουργούν ως «μονίμως προσωρινές» λύσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι η Βοσνία είναι ήδη ένα τέτοιο παράδειγμα ενός κράτους προτεκτοράτου, ενώ το σχέδιο Ανάν αυτή ακριβώς τη λύση πρότεινε για την Κύπρο, προβαλλόμενο ταυτόχρονα ως λύση για ένα ευρύτερο φάσμα κρίσεων.

13. Σε αυτό το φόντο μπορεί να εξηγηθεί η εντυπωσιακά επίμονη προσπάθεια του ιμπεριαλιστικού παράγοντα να επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκλογών στην Κύπρο και να εξασφαλίσει την μη επανεκλογή του Τάσσου Παπαδόπουλου ως εκφραστή του «όχι». Είναι σαφές ότι η μη επανεκλογή του Τάσου Παπαδόπουλου αποτελεί αντικειμενικά αρνητική εξέλιξη και ενισχύει εκείνες τις δυνάμεις που μεθοδεύουν την κατάλυση κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας προς όφελος μιας λογικής μεταμοντέρνου προτεκτοράτου. Η εκλογή του Χριστόφια δεν θα πρέπει να χαιρετιστεί ως νίκη της Αριστεράς, και επειδή το ΑΚΕΛ σε επίπεδο πολιτικής δεν είναι στην πραγματικότητα αριστερό κόμμα αλλά ενεργός συνδιαχειριστής του κυπριακού καπιταλισμού και επειδή η υποψηφιότητα του έγινε στο πλαίσιο συνολικότερων σχεδιασμών για να υπονομευτεί η δυναμική του «όχι» στο δημοψήφισμα του 2004, έστω και εάν η διατήρηση πρακτικά της προηγούμενης κυβερνητικής συμμαχίας στο δεύτερο γύρο και άρα στην επόμενη κυβέρνηση ίσως διατηρήσει κάποια στοιχεία συνέχειας με την προηγούμενη πολιτική.

14. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα προβλήματα στην πΓΔΜ είναι σαφές ότι το πρόβλημα προέρχεται από τα ίδια τα όρια και τις αντιφάσεις της συγκρότησης αυτού του μικρού κράτους: η αφύπνιση του Αλβανικού εθνικισμού έβαλε τέλος στην «ρόδινη εικόνα» του μικρού κρατιδίου που μετατρεπόμενο σε όαση επενδύσεων και σε προνομιακό χώρο υποδοχής της αμερικανικής βοήθειας θα βαδίσει στο δρόμο της ευημερίας. Η αποφυγή της εμπόλεμης (ανάμεσα σε Σλαβομακεδόνες και Αλβανούς –που δέχονταν ενίσχυση από το Κόσσοβο) σύρραξης το 2001 προϋπέθεσε μια σειρά από παραχωρήσεις και θεσμικές αλλαγές που καθαυτές μάλλον αναπαράγουν παρά επιλύουν το πρόβλημα ενώ ταυτόχρονα αποσταθεροποιούσαν και την πολιτική συνοχή, στο βαθμό που έκαναν τη συμμαχία με τα αλβανικά κόμματα απαραίτητη προϋπόθεση για το σχηματισμό κυβέρνησης. Άλλωστε και η ίδια η λύση της παροχής μεγαλύτερης αυτονομίας στους Αλβανούς της Μακεδονίας, μπορεί να φάνταζε ως συγκυριακή «ειρήνευση», αλλά στο φόντο της ανεξαρτησίας του Κόσσοβου μπορεί να λειτουργεί και αποσταθεροποιητικά. Ουσιαστικά το όλο πλαίσιο της συμφωνίας της Αχρίδας σήμαινε ότι ο ιμπεριαλιστικός παράγοντας μπορεί να παρεμβαίνει και να επιβάλλει ειδικές θεσμικές ρυθμίσεις στο πλαίσιο της «στρατηγικής αξιοποίησης» των μειονοτήτων. Επιπλέον, η εκκίνηση της διαπραγμάτευσης για την ένταξη στην Ε.Ε., που από το πολιτικό προσωπικό της πΓΔΜ ορίστηκε ως ο βασικός πολιτικός στόχος της περιόδου, δεν έχει μπορέσει να προχωρήσει με τους ρυθμούς που θα ήθελαν. Γι’ αυτό το λόγο και δόθηκε μεγάλη έμφαση στην επιτάχυνση των διαδικασιών εισόδου στο ΝΑΤΟ και επίκειται η σχετική απόφαση. Σε αυτό το πλαίσιο η προσπάθεια να επιταχυνθούν οι διαδικασίες κλεισίματος του ζητήματος του ονόματος και να υπάρξει «κοινά αποδεκτή λύση» είναι προσπάθεια αφενός να ενισχυθεί η συνοχή της πΓΔΜ αφετέρου να επικυρωθεί η δυνατότητα του ιμπεριαλιστικού παράγοντα να διαχειρίζεται τις αντιφάσεις της περιοχής.

15. Σε ό,τι αφορά το ίδιο το «Μακεδονικό» οι ρίζες του είναι αρκετά παλιές: Στην πολυεθνική Μακεδονία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διεξήχθη ένας ανελέητος ανταγωνισμός των γειτονικών «εθνικών κέντρων» (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία –ο Αλβανικός εθνικισμός θα αφυπνιστεί λίγο αργότερα) για το ποιος θα επηρεάσει τους κατά πλειοψηφία αγροτικούς σλαβικούς πληθυσμούς. Γι’ αυτό όλη η φιλολογία περί της ανέκαθεν ελληνικής Μακεδονίας είναι εντελώς ανιστόρητη και παραπλανητική. Το ποιος θα ελέγχει τον παπά του χωριού, το δάσκαλο, ή το ποιος πρώτος θα στρατολογούσε στην τοπική παραστρατιωτική ομάδα γινόταν πεδίο συγκρούσεων χωριό το χωριό. Το υπαρκτό κίνημα για μακεδονική εθνική απελευθέρωση (σε αντιδιαστολή προς τα εθνικά κέντρα) δεν θα μπορέσει να έχει την ίδια ισχύ με τα κινήματα εθνικής ολοκλήρωσης, ενώ η διεθνιστική θέση για πολυεθνική οντότητα που προέβαλαν οι σοσιαλιστικές τάσεις (και εν μέρει θα αναπαράγει και η Γ’ Διεθνής) δεν θα μπορέσει να έχει μεγάλη απήχηση. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και τελικά η συνθήκη της Λωζάνης θα κλείσουν το θέμα των συνόρων, ενώ ο ερχομός των προσφύγων από την Μικρά Ασία και τον Πόντο –και συνολικά η ανταλλαγή των πληθυσμών– θα κλείσει και το θέμα της εθνολογικής πλειοψηφίας στην ελλαδική Μακεδονία (γι’ αυτό και ορθά το ΚΚΕ στη δεκαετία του 1930 εγκατέλειψε το σύνθημα για ανεξάρτητη Μακεδονία[3]). Παρόλα αυτά παρέμεινε το πρόβλημα της σλαβομακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα καθώς και το πρόβλημα της σλαβομακεδονικής πλειονότητας στη σημερινή πΓΔΜ. Στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο το σλαβομακεδονικό στοιχείο να πλαισιώσει τον αντιφασιστικό αγώνα, πόσο μάλλον που ο Τίτο και το Γιουγκοσλαβικό Κόμμα υπόσχονταν την δυνατότητα αυτοδιάθεσης (μέσω ομοσπονδίας) των εθνικών οντοτήτων της Γιουγκοσλαβίας. Αντίστοιχα στην Ελλάδα η σλαβομακεδονική μειονότητα θα ενισχύσει τόσο το ΕΑΜ όσο και τον ΔΣΕ. Την επαύριον του πολέμου και της διαμόρφωσης της σοσιαλιστικής ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας η ομόσπονδη δημοκρατία της Μακεδονίας ήταν η πρώτη κρατική έκφραση των Σλαβομακεδόνων, έστω και εάν υπήρξαν και στοιχεία «τεχνητά» στο κράτος αυτό, στα πλαίσια και της όλης λογικής του Τίτο για ένα παιχνίδι ισορροπιών ανάμεσα στις διαφορετικές εθνότητες. Στην Ελλάδα στο τέλος του εμφυλίου αφενός θα εκδιωχθεί μεγάλο μέρος των Σλαβομακεδόνων (χωρίς μέχρι σήμερα δυνατότητα επιστροφής), αφετέρου το «μακεδονικό» θα αποτελεί βασικό στοιχείο της μετεμφυλιακής πολεμικής απέναντι στην Αριστερά (εξ ου και τα περί «προδοτών ΕΑΜοβουλγάρων»). Όσο για τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης στη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, αυτή θα ακολουθήσει ένα κλασικό μοτίβο κατασκευής εθνικών μύθων και αναπαραγωγής στοιχείων αλυτρωτισμού για τις χαμένες πατρίδες της «μακεδονικής εθνότητας»[4].

16. Σε ό,τι αφορά τη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην πΓΔΜ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα: Για την ελληνική ολιγαρχία το ξεκίνημα του κύκλου της αποσταθεροποίησης και της διάλυσης στα Βαλκάνια μετά το 1990 αντικειμενικά δημιουργούσε σε πρώτη φάση μια σειρά από κινδύνους καθώς και ένα τοπίο ανατροπής παραδοσιακών όρων και συμμαχιών. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την όλη φόρτιση πάνω στο θέμα του ονόματος καθώς φάνταζε το νέο κρατίδιο και το όνομά του να περιλαμβάνει όλους τους πιθανούς κινδύνους: αλυτρωτισμός, αλλαγή συνόρων, νέες συμμαχίες, πιθανή αναβάθμιση της Τουρκίας. Ταυτόχρονα σε επίπεδο λαϊκής συνείδησης η όλη εξέλιξη μαζί με την ιδιαίτερα τραυματική εικόνα της Γιουγκοσλαβικής τραγωδίας, απειλούσαν να ενισχύσουν το λαϊκό αντιιμπεριαλισμό. Σε αυτό το φόντο, και σε ένα ιδεολογικό τοπίο δεξιάς παλινόρθωσης, εντάθηκαν και στοιχεία εθνικιστικής ιδεολογίας, σε αρκετές περιπτώσεις και κρατικά ενορχηστρωμένες. Αυτή η όλη φόρτιση «δέσμευσε» σε μεγάλο βαθμό και τα κόμματα εξουσίας σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση. Έτσι το όνομα της πΓΔΜ (και στην πραγματικότητα οι όροι πολιτικής διαχείρισης της ένταξης αυτού του κράτους στο διεθνές σύστημα) έδειχνε να είναι εκείνο το σημείο στο οποίο μπορούσε η ελληνική αστική τάξη να πιέσει πολιτικά και να διεκδικήσει από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα το δικαίωμα να έχει λόγο στα Βαλκανικά πράγματα και να μη βλέπει μόνο διαρκείς ανατροπές. Αυτό φάνηκε και στους αρχικούς χειρισμούς και αργότερα στο εμπάργκο απέναντι στην πΓΔΜ από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και την όλη πίεση μέχρι την «ενδιάμεση συμφωνία».

17. Από σχετικά νωρίς η στρατηγική απέναντι στην πΓΔΜ καθορίστηκε από την συνολική στρατηγική επιλογή του ελληνικού αστισμού που αρθρώθηκε κυρίως από τις κυβερνήσεις Σημίτη (αλλά και εν μέρει αρθρώθηκε και από τον κ. Μητσοτάκη) και συνεχίστηκε και από τις κυβερνήσεις Καραμανλή. Η Ελλάδα έχοντας ένα πραγματικό οικονομικό και πολιτικό κεκτημένο αναδιαρθρώσεων και όντας ένας ανεπτυγμένος καπιταλιστικός σχηματισμός με δυνατότητα να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στο άνοιγμα των νέων σχηματισμών στις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου δεν μπορούσε να διακυβεύσει μια λογική εμπλοκής σε πολεμικές αντιπαραθέσεις, ούτε να συναινέσει σε λογικές αλλαγών συνόρων. Αντίθετα θα στήριζε πρακτικές «ειρήνευσης» και σταθερότητας και κυρίως θα επένδυε στην οικονομική διείσδυση. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι από το 1992 έως το 2007 οι ελληνικές επενδύσεις στα Βαλκάνια έφτασαν συνολικά τα 15 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ έρευνα το ΙΟΒΕ το 2007 ανέφερε επενδύσεις 6 δισεκατομμυρίων ευρώ μόνο την τελευταία τριετία. Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα σε επενδύσεις στην πΓΔΜ, τη Σερβία και την Αλβανία.

18. Αυτή η βασική παραδοχή όρισε και ένα πεδίο ισορροπίας στο θέμα του ονόματος: έμπρακτη αποδοχή της πΓΔΜ, αποδοχή της πραγματικής χρήσης του ονόματος Μακεδονία, προσπάθεια για κατοχύρωση του FYROM σε επίσημο διεθνές επίπεδο, αυξημένη οικονομική διείσδυση και παραπομπή στο μέλλον της διαμόρφωσης μιας σύνθετης ονομασίας. Το γιατί δεν επιλύθηκε οριστικά είχε σχέση και με εξωτερικούς όρους (την διατηρούμενη αστάθεια στην τέως Γιουγκοσλαβία, την όξυνση των εσωτερικών εθνικών αντιφάσεων της πΓΔΜ, το γεγονός ότι τα Βαλκάνια και η ευρύτερη περιοχή δεν μπορούν να οριστούν μόνο με όρους «οικονομικής διπλωματίας» ή ανοίγματος αγορών, αλλά και με όρους «κλασικής» γεωστρατηγικής αντίληψης ισορροπίας δυνάμεων) και με εσωτερικούς: την ιδιότυπη πολιτική κα ιδεολογική αντίφαση της αστικής στρατηγικής που περιγράψαμε πιο πάνω, καθώς όλες εκείνες οι κινήσεις που αντικειμενικά συντείνουν στο αστικό στρατηγικό συμφέρον (κατευνασμός και επίλυση διαφορών με την Τουρκία, κλείσιμο Κυπριακού με μια λύση τύπου Ανάν, επίλυση του ονόματος κ.λπ.) παρότι καθαυτές υπηρετούν μια επιθετική ελληνική αστική στρατηγική οικονομικής και πολιτικής αναβάθμισης, φάνταζαν για μεγάλο διάστημα ως κινήσεις εθνικής μειοδοσίας.

19. Η ελληνική εξωτερική πολιτική σε αυτό το θέμα, και παρά τους κραδασμούς από την αμερικανική απόφαση το 2004 για μονομερή αναγνώριση με το όνομα Μακεδονία, ήταν μια προσπάθεια να προετοιμαστεί το έδαφος για μια συμβιβαστική λύση, η οποία σταδιακά διολίσθησε κιόλας από την σύνθετη ονομασία (πέρσι) για πάσα χρήση στη ‘διπλή ονομασία’ (φέτος). Η κυβέρνηση προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη εξεύρεση συμβιβασμού και το να κερδίσει χρόνο ώστε να μη βρεθεί αντιμέτωπη με τυχόν αντιδράσεις και σε εκείνα τα κομμάτια της κοινής γνώμης που ακόμη αντιμετωπίζουν φορτισμένα το θέμα, αλλά και να μη δώσει περιθώριο στην ακροδεξιά να κάνει πολιτικό παιχνίδι, ελπίζοντας εκτός των άλλων και ότι η τυχόν απόρριψη της πρότασης από τη μεριά της πΓΔΜ και το συνακόλουθο ελληνικό βέτο στην ένταξη στο ΝΑΤΟ θα αναστείλει για ένα διάστημα την τελική απόφαση, αλλά και θα φέρει ακόμη πιο κοντά την ντε φάκτο κατοχύρωση του ονόματος «Μακεδονία». Η ελληνική θέση έχει να αντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα, καθώς στην όλη συζήτηση έχει γίνει σαφές ότι όσο πιο «καλό» θα είναι ένα όνομα, τόσο πιο μικρό εύρος χρήσης θα έχει, υπάρχει και πίεση χρόνου, ενώ τυχόν βέτο σημαίνει και παραβίαση της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας» και άρα –δυνητικά τουλάχιστον– δικαίωμα της πΓΔΜ να ζητήσει η ίδια αναγνώριση από τον ΟΗΕ ως Μακεδονί. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση – και παρότι δεν έχουν την ίδια ισχύ οι πατριδοκάπηλες φωνές – είναι σίγουρο ότι η αναγνώριση θα προκαλέσει κραδασμούς σε ένα κομμάτι και του πολιτικού ακροατηρίου της δεξιάς, πόσο μάλλον που υπάρχει πλέον και ένας ισχυρός και αναγνωρίσιμος πόλος της ακροδεξιάς, ο οποίος ήδη σπεύδει σε διοργάνωση συλλαλητηρίων ελπίζοντας με αυτό τον τρόπο να οξύνει τις αντιφάσεις της ΝΔ. Συνολικότερα, είναι σαφές ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε μια σχετικά πιεστική θέση, καθώς η συγκυρία με την ένταση της απονομιμοποίησης του δικομματισμού και την οριακή πλειοψηφία των 151 βουλευτών την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη ακόμη και σε μικρές διαφοροποιήσεις.

20.Γι’ αυτό το λόγο και θα πρέπει από την άποψη της εσωτερικής πολιτικής σκηνικής να δούμε και το θέμα του «μακεδονικού» να αποτελέσει την αφετηρία και πολιτικών εξελίξεων, είτε μέσα από την αξιοποίησή του για τυχόν προσφυγή στις κάλπες στο όνομα «εθνικού ζητήματος», είτε μέσα από την προσπάθεια φαινομενικά «υπερήφανων» κινήσεων (όπως ένα τυχόν βέτο στην εισδοχή της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ), που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως προσπάθεια απόσπασης συναίνεσης εν μέσω ανοιχτών κοινωνικών μετώπων (ασφαλιστικό).

21. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο και είναι επιτακτικής σημασίας να μπορέσουμε να αναδείξουμε ότι αυτές οι τακτικές κινήσεις χαράσσονται εντός μιας πολιτικής πλήρους συμμόρφωσης με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και μάλιστα σε μια περίοδο που αυτοί παίρνουν, όπως φαίνεται και με την ανεξαρτητοποίηση του Κόσσοβου, μια κατεύθυνση αποσταθεροποίησης της περιοχής και σε καμιά περίπτωση δεν εγγυώνται μακροπρόθεσμα την ειρήνη στην περιοχή. Σε πείσμα της κυρίαρχης προπαγάνδας ότι η σημερινή πολιτική είναι μια ρεαλιστική πολιτική ‘αναγκαίων συμβιβασμών’, να αναδείξουμε ότι είναι στην πραγματικότητα μια επικίνδυνη πολιτική που εμπλέκει τη χώρα μας όλο και πιο βαθιά στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, δηλαδή το βασικό παράγοντα σήμερα αποσταθεροποίησης της περιοχής.

22. Και αυτό είναι σήμερα το βασικότερο πρόβλημα σε σχέση με την κυρίαρχη κατεύθυνση που έχει πάρει η ελληνική εξωτερική πολιτική. Με συμβολική στιγμή την ανάληψη του ΥΠΕΞ από την Ντόρα Μπακογιάννη είναι σε εξέλιξη μια ιδιότυπη ευρωατλαντική στροφή, που συντονίζεται και αντίστοιχες μεταστροφές και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στροφή που έχει οδηγήσει όχι μόνο σε πλήρη συμμόρφωση με τις αμερικανικές επιλογές σε κομβικά ζητήματα αλλά και σε μετατόπιση ακόμη και από προηγούμενες ελληνικές τοποθετήσεις σε σχέση με τα Βαλκάνια. Ο τρόπος με τον οποίο δεν έχει καταδικαστεί ρητά η ανεξαρτητοποίηση του Κόσσοβου είναι πολύ χαρακτηριστικός αυτής της μεταστροφής. Καταγράφηκε επίσης και στην πρωτοφανή συγκάλυψη τόσο της υπόθεσης της ανάκρισης των Πακιστανών από πράκτορες ξένων μυστικών υπηρεσιών, όσο και της υπόθεσης των υποκλοπών.

23. Και αυτή η πολιτική αυτή τη στιγμή δεν συναντά ουσιαστική αντιπολίτευση από τη μεριά του ΠΑΣΟΚ που πέραν τακτικών αντιπολιτευτικών διαφοροποιήσεων έχει αποδεχτεί τον πυρήνα της συμμόρφωσης με την κυρίαρχη ιμπεριαλιστική στρατηγική. Άλλωστε, δύσκολα θα μπορούσε ο Γ. Παπανδρέου να είναι πειστικός ως ηγέτης «πατριωτικής αντιπολίτευσης». Από την άλλη η στάση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδιαίτερα αντιφατική, καθώς την ίδια ώρα που καταδικάζει κινήσεις όπως η ανεξαρτητοποίηση του Κόσσοβου, σπεύδει να επιμείνει στην υπεράσπιση της γραμμής του «ναι» σε λύσεις τύπου Ανάν, επιμένει στην «ευρωπαϊκή προοπτική», υποτιμά τη βαρύτητα της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, ενώ κομμάτια και του ΣΥΡΙΖΑ και του ΣΥΝ βλέπουν τις εξελίξεις πρωτίστως μέσα από την οπτική ενός γραμμικού αντιεθνικισμού (κυρίως τροτσκιστικής ή ευρω-εκσυγχρονιστικής αντίληψης). Το ΚΚΕ επιμένει σε μια πιο συνεπή αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, αλλά δεν έχει την αντίληψη της οικοδόμησης ενός πλατιού αντιιμπεριαλιστικού μετώπου.

24. Ταυτόχρονα, αυτές οι εξελίξεις δικαιώνουν όλες εκείνες τις φωνές μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά που επέμειναν ότι το βασικό ζήτημα σήμερα είναι ο ιμπεριαλισμός και ο σύγχρονος πολιτικοστρατιωτικός παρεμβατισμός, και όχι ο εθνικισμός, πόσο μάλλον που μια προνομιμοποίηση του ζητήματος των μειονοτήτων αποτέλεσε και βασική μορφή δικαιολόγησης των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων («ανθρωπιστικός ιμπεριαλισμός»). Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σε κάθε περίπτωση η πάλη ενάντια στον εθνικισμό στο δικό μας σχηματισμό δεν θα πρέπει να μετατρέπεται σε νομιμοποίηση άλλων –επίσης αντιδραστικών…– εθνικισμών. Πόσο μάλλον, που η όλη εξέλιξη του πολιτικού κλίματος δείχνει ότι παρά τις όποιες συγκυριακές εξάρσεις των αρχών της δεκαετίας του 1990, το εθνικιστικό υποσύνολο δεν αποτέλεσε την κυρίαρχη μορφή άρθρωσης της αστικής ιδεολογικής ηγεμονίας. Αυτή κυρίως αρθρώθηκε από τη δεκαετία του 1990 γύρω από τα ιδεολογήματα του εκσυγχρονισμού και της ευρωπαϊκής προοπτικής. Δικαιώνονται επίσης οι εκτιμήσεις εκείνες που χωρίς να υποτιμούν τις δευτερεύουσες ιμπεριαλιστικές πλευρές της διεθνοποίησης του ελληνικού καπιταλισμού, επέμειναν στον τρόπο που μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα διαμορφώνονται συσχετισμοί και ιεραρχίες που δείχνουν ότι είναι λάθος να μιλάμε για «επιθετικό ελληνικό ιμπεριαλισμό». Επιπλέον, μόνο μια συνεπής αντιιμπεριαλιστική τοποθέτηση μπορεί να πολώσει σε μάχιμες κατευθύνσεις τις αυθόρμητες αντιδράσεις των λαϊκών μαζών σε αυτές τις εξελίξεις και να αποτρέψει στην πραγματικότητα την ηγεμονία ενός αντιδραστικού εθνικισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι ο λαϊκός αντιιμπεριαλισμός, ως οργανικό στοιχείο της αυθόρμητης ιδεολογίας των λαϊκών μαζών, αποτέλεσε και αποτελεί μόνιμο πονοκέφαλο για τα αστικά επιτελεία, που προσπαθούν να βρουν τρόπους να υπονομεύσουν την αναπαραγωγή του.

25. Με βάση τα παραπάνω, μια αριστερή τοποθέτηση θα πρέπει να οριοθετείται ριζικά απέναντι και στην αστική πολιτική και στον ιμπεριαλισμό και να κινείται στους ακόλουθους άξονες:

Πρώτον, να είναι μια τοποθέτηση συνολικής καταδίκης του ιμπεριαλισμού, της λογικής των πολιτικοστρατιωτικών παρεμβάσεων, της διαχείρισης της αποσταθεροποίησης, της πολιτικής των σύγχρονων προτεκτοράτων, είτε προέρχονται από την αμερικανική «μονομερή» δράση είτε από «συλλογικές» αποφάσεις του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε. Να συμπληρώνει την αντιαμερικανική τοποθέτηση με τη σαφή υπόμνηση ότι και η Ε.Ε. ως ιμπεριαλιστικός μηχανισμός στα πλαίσια του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού είναι επίσης συνένοχη στη γιουγκοσλαβική τραγωδία και σε κανένα βαθμό δεν είναι παράγοντας ειρήνης και ομαλότητας. Να επιμένει στη βασική θέση: καμιά αλλαγή συνόρων – καμιά αναγνώριση κρατικών οντοτήτων που αλλάζουν τα υπάρχοντα σύνορα – καμιά διπλωματική αναγνώριση του Κόσσοβου. Να προβάλλει το βασικό αίτημα να φύγουν όλοι οι ιμπεριαλιστές από τα Βαλκάνια να ξηλωθούν όλες οι ξένες βάσεις και να αποσυρθούν όλες οι ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής και επιτήρησης. Να αρνείται την αξιοποίηση των μειονοτήτων για σχέδια αποσταθεροποίησης υπερασπίζοντας ταυτόχρονα την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους.

Δεύτερον, να είναι μια τοποθέτηση επιθετικής πολεμικής ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ (αλλά και των προηγούμενων του ΠΑΣΟΚ), μια πολιτική πλήρους συμμόρφωσης με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, από την ανοιχτή διευκόλυνση στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας, στην μετατροπή της Σούδας σε ορμητήριο θανάτου, στην αυξανόμενη συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων σε αποστολές εκτός συνόρων. Να τονίζουμε ότι η ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή της χώρας μας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς όχι μόνο δεν εξασφαλίζει τα υποτιθέμενα «εθνικά συμφέροντα», αλλά απειλεί να μας παρασύρει σε επικίνδυνες περιπέτειες, καθώς οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί για άλλη μια φορά ετοιμάζονται να αποσταθεροποιήσουν την περιοχή.

Τρίτον, να είναι καταδίκη κάθε εθνικισμού ως αντιδραστικής ιδεολογίας: τόσο της ελληνικής πατριδοκαπηλίας, όσο, όμως και των διαφόρων «αλυτρωτισμών» της περιοχής, ειδικά όταν αυτοί γίνονται αντικείμενο χειρισμού στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και ανταγωνισμών. Καταγγέλλοντας το δικό μας εθνικισμό δεν νομιμοποιούμε και κανένα άλλο μεγαλοϊδεατισμό[5]. Και αυτό σημαίνει ότι για το όνομα της πΓΔΜ μια μόνο διέξοδος μπορεί να υπάρξει: μια ονομασία που να περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία (και θα κατοχυρώνει την ελληνική αποδοχή της ύπαρξης αυτού του κράτους) με κάποιο γεωγραφικό προσδιορισμό (που σηματοδοτεί, παράλληλα με αλλαγές στο σύνταγμα της πΓΔΜ, ότι δεν υπάρχουν εδαφικές βλέψεις) και η οποία να χρησιμοποιείται παντού.

Τέταρτον, να είναι μια θέση πραγματικού διεθνισμού: πραγματική φιλία και αλληλεγγύη των λαών δεν σημαίνει ούτε περισσότερες οικονομικές σχέσεις και επενδύσεις, ούτε περισσότερα ξένα στρατεύματα για να επιβάλουν τη «συνύπαρξη»: σημαίνει κοινή πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τις ολιγαρχίες ντόπιες και ξένες.



[1] Μέχρι τότε η ηγεσία της είχε αναδειχθεί σε πρωταθλήτρια του καιροσκοπισμού στο εσωτερικό της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας ψηφίζοντας με τη Σερβία σε ζητήματα αναδιανεμητικών περιφερειακών δαπανών και με τους βόρειους σε ζητήματα αυτονομίας των δημοκρατιών

[2] Τις οποίες κάποτε ο γιος του Γκλιγκόροφ συνόψισε κάποτε με την ακόλουθη φράση: «Γιατί να είμαστε μειονότητα στο δικό σας κράτος, όταν μπορείτε να γίνετε μειονότητα στο δικό μας κράτος»!

[3] Θα ξανακουστεί μόνο στο τέλος του εμφυλίου στα πλαίσια μιας ειδικής συγκυρίας όπου ήδη έχουν αρχίσει οι προστριβές ανάμεσα σε Γιουγκοσλαβία και ΕΣΣΔ και το ΚΚΕ θα βρεθεί στη θέση να μπορεί να τραβήξει εφεδρείες κυρίως από σλαβαμακεδονικές περιοχές.

[4] Η κλασική δεξιά κριτική περί «κατασκευασμένου έθνους των Μακεδόνων» είναι στην πραγματικότητα μια αντίφαση εν τοις όροις: κάθε έθνος είναι σε τελική ανάλυση μια ιστορική ιδεολογική κατασκευή…

[5] Και αυτό βέβαια σε σύγκρουση με μια λογική ντεφαιτισμού που ευχόμενη την ήττα της «δικής μας» αστικής τάξης νομιμοποιεί και αναπαράγει τον αντιδραστικό εθνικισμό άλλων αστικών τάξεων.