Αριστερή Ανασύνθεση

Τομέας Νεολαίας

Πανελλαδική Ολομέλεια

Σάββατο, 7 Οκτώβρη 2006

Αριστερή Ανασύνθεση

Τομέας Νεολαίας

Απόφαση Πανελλαδικής Ολομέλειας του Τομέα Νεολαίας

Σάββατο 7 Οκτώβρη 2006

1)Για τη διεθνή συγκυρία…………………………………………………………………σελ. 2

2)Για την εσωτερική συγκυρία………………………………………….………..….… .σελ. 3

3)Για την εκπαιδευτική συγκυρία………………………………………..….…….…….σελ. 4

3.1)Για τον πυρήνα της αναδιαρθρωτικής κίνησης

3.2)Για το φοιτητικό κίνημα του καλοκαιριού

3.3)Βασικές εκτιμήσεις για την κίνηση του κράτους φέτος

3.4)Για τις φοιτητικές παρατάξεις

3.5)Για τη συγκυρία στους υπόλοιπους χώρους της εκπαίδευσης

4)Πολιτικές και Κοινωνικές Συμμαχίες μέσα στο φοιτητικό κίνημα……………..σελ. 13

4.1)Για μια πολιτική πρόταση συνέχισης της αντί – αναδιαρθρωτικής πάλης

4.2)Για την πολιτική πλατφόρμα – ένα εμπλουτισμένο πρόγραμμα πάλης

5)Για το πανεκπαιδευτικό μέτωπο………………………………………………….………...σελ. 15

6)Για τις δομές του Φοιτητικού Συνδικαλισμού……………………………………….…..σελ. 17

6.1)Δομές του φοιτητικού συνδικαλισμού σε μόνιμη κατάσταση και δομές στην φάσηόξυνσης του κινήματος – μια διαλεκτική σύνδεση

6.2)Για την κατάσταση του φοιτητικού συνδικαλισμού σήμερα

6.3)Για τις ποιοτικές βελτιώσεις λόγω του κινήματος

6.4)Για τις απόψεις των άλλων δυνάμεων

6.5)Μια πρόταση για την ανασύσταση των δομών του φοιτητικού συνδικαλισμού

7)Για την Επαναστατική Αριστερά στο πανεπιστήμιο – Για την Επανίδρυση των σχημάτων της ΕΑΑΚ……………………...………………………….……………………………..σελ. 19

8)Για τη Νεολαία σαν κοινωνική κατηγορία………………………...…………..………….σελ. 20

9)Για την παρέμβαση στους Μεταπτυχιακούς………………………………..…...………σελ. 20

10)Για την παρέμβαση στους μαθητές………………………………….…………………….σελ. 20


Απόφαση Πανελλαδικής Ολομέλειας του Τομέα Νεολαίας

Σάββατο 7 Οκτώβρη 2006

1)Για τη διεθνή συγκυρία

Για να μπορέσουμε να εξετάσουμε την διεθνή κατάσταση θα πρέπει να δούμε την συγκυρία των ηγεμονικών στρατηγικών του κεφαλαίου: Μπορούμε να δούμε ότι διατηρείται η ηγεμονία των επιθετικών νεοφιλελεύθερων στρατηγικών, η ένταση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, η συνεχή πίεση για αναδιαρθρώσεις που να οδηγούν σε άμεση αύξηση της κερδοφορίας, συνολικά στη συντριβή κάθε έννοιας εργατικών δικαιωμάτων. Η διαδικασία αυτή, έχει διαμορφώσει και τα κοινωνικά της στηρίγματα ενώ και σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο λειτουργεί ως ιδεολογικός μονόδρομος για τα κόμματα εξουσίας..

Από την άλλη, όμως, σε όλη αυτή την περίοδο αποτυπώθηκαν και οξύνθηκαν και σημαντικές αντιφάσεις αυτής της στρατηγικής:

Η πρώτη πλευρά αυτών των αντιφάσεων αφορά την ανάπτυξη σημαντικών αντιστάσεων στην κυρίαρχη ιμπεριαλιστική στρατηγική: Η αποτυχία σταθεροποίησης της κατοχής στο Ιράκ με τις συνεχιζόμενες πράξεις αντίστασης και την ένταση των εσωτερικών συγκρούσεων καθώς και τη διαφαινόμενη αδυναμία απεμπλοκής των ΗΠΑ. Η επιμονή της Παλαιστινιακής αντίστασης. Η δράση του αντάρτικου στο Νεπάλ, αλλά και συνολικά η δράση μαοϊκών αντάρτικων στην Ασία. Η διαφαινόμενη προοπτική ευρύτερων και πολύ σημαντικών αλλαγών στη Λατινική Αμερική (Βενεζουέλα, κυβέρνηση Μοράλες και πολιτική της, ανάκαμψη Σαντινίστας κ.λπ.), ξεκινώντας από την προσπάθεια του Τσάβες να λειτουργήσει ως ένα πόλος ευρύτερης συσπείρωσης οριακά έως και στην προσπάθεια για διαμόρφωση «αντιαξόνων» απέναντι στην αμερικανική πολιτική.

Σε αυτό το πλαίσιο η πετυχημένη αντίσταση του λαού του Λιβάνου στην με ιμπεριαλιστική υποστήριξη ισραηλινή επιθετικότητα αποτελεί πολύ σημαντική τομή, καθώς ηττήθηκε μια από τις πιο επιθετικές στρατιωτικές προσπάθειας να εμπεδωθεί το σχέδιο των ΗΠΑ και του Ισραήλ για τη «Νέα Μέση Ανατολή»

Ως προς την πολιτική του Ισραήλ, θα πρέπει να πούμε ότι το Ισραήλ αντιμέτωπο με τον εφιάλτη της διαμόρφωσης ενός ενιαίου λαϊκού δημοκρατικού, «αραβοϊσραηλινού» κράτους στην Παλαιστίνη προσπαθεί να διαμορφώσει όρους για μια αποικιακή σχέση με το όποιο Παλαιστινιακό κρατικό μόρφωμα και να διατηρήσει την υπεροχή. Μόνο που το Ισραήλ δείχνει να έχει επίγνωση ότι στο διηνεκές μάλλον δεν θα μπορεί να διατηρείται σε αυτή τη θέση, χωρίς μια ισχυρή διεθνή στήριξη. Αυτό σημαίνει ότι το Ισραήλ μόνο να κερδίζει έχει από οποιαδήποτε εικόνα αναταραχής, αστάθειας, συγκρούσεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αυτό μεταφράζεται σε μια συνειδητή πολιτική διαχείρισης της αποσταθεροποίησης ως πολιτικού εργαλείου, αλλά και σε μια προσπάθεια να εμπλέξει τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ειδικά τις ΗΠΑ σε μια σύγκρουση με όσες αραβικές ή ισλαμικές έχουν ισχύ και δεν έχουν μετατραπεί σε στηρίγματα της πολιτικής των ΗΠΑ.

Σε άμεσο επίπεδο αυτή η κίνηση αποσκοπούσε και στο να τσακίσει τη Χεζμπολάχ, να την αποκόψει από τη λαϊκή της βάση, να την απομονώσει από τα άλλα κομμάτια της λιβανέζικης κοινωνίας, οριακά να την ‘εκδιώξει’ από τον πολιτικό χάρτη του Λιβάνου. Έτσι λοιπόν με το που δόθηκε η αφορμή, το Ισραήλ ήταν έτοιμο να προχωρήσει σε μια μεγάλης κλίμακας πολεμική επίθεση, που αντιστοιχούσε σε δύο βασικές παραμέτρους του Ισραηλινού πολεμικού σχεδιασμού: Αφενός, τη λογική του «πολέμου κατά πληθυσμών»,όπου στο στόχο μπαίνει ολόκληρος ο πληθυσμός, εξ ου και οι ισοπεδώσεις ολόκληρων χωριών, οι μαζικοί βομβαρδισμοί, οι καταστροφές υποδομών, οι στοχοποιήσεις αμάχων, οι βόμβες διασποράς. Αφετέρου, η προσπάθεια καταστροφής σημαντικών όψεων της οικονομίας του Λιβάνου, στην προσπάθεια δημιουργίας ενός κλίματος οργής κατά της Χεζμπολάχ.

Σε ένα πιο συνολικό επίπεδο το Ισραήλ στηριζόταν και στην ανοχή ή και ενίσχυση από το μεγαλύτερο μέρος των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όχι μόνο των ΗΠΑ, αλλά και της Ε.Ε όπου και με στυγνό τρόπο δεν διαχωρίστηκε από τις ΗΠΑ. Είχε άλλωστε προηγηθεί η ομοθυμία ΗΠΑ και Ε.Ε. στην προσπάθεια να τιμωρηθεί ο Παλαιστινιακός λαός για το ότι ελεύθερα και δημοκρατικά εξέλεξε τη Χαμάς στη κυβέρνηση.

Μόνο που φαίνεται ότι το Ισραήλ δεν είδε μια σειρά από παραμέτρους της συγκυρίας: Πρώτον, ότι η Χεζμπολάχ, μέσα από μια συστηματική μαζική δουλειά, κοινωνικό έργο, ευέλικτες συμμαχίες και τακτικές έχει καταφέρει να είναι μια σημαντική δύναμη με έντονο λαϊκό έρεισμα στο Λίβανο και μαζική βάση υποστήριξης. Δεύτερον, η επίθεση δεν χρεώθηκε τελικά στην Χεζμπολάχ αλλά ως Ισραηλινή επιθετικότητα και ως αμφισβήτηση της Λιβανέζικης εθνικής υπόστασης. Τρίτον, η στρατιωτική δύναμη της Χεζμπολάχ αποδείχτηκε πιο αποτελεσματική και ευέλικτη, ενώ διαμορφώνονταν όροι ενός ευρύτερου μετώπου αντίστασης, καθώς και άλλες πολιτικές δυνάμεις του Λιβάνου, όπως το ΚΚ, συμμετείχαν στον αγώνα.

Αποδείχτηκε ότι ακόμη και μια από τις ισχυρότερες στρατιωτικές μηχανές του κόσμου δεν μπορεί να καταπνίξει μια αντίσταση όταν διαθέτει γείωση, μαζικότητα και εφευρετικότητα αλλά και την δυναμική του λαϊκού παράγοντα. Με βάση αυτά τα δεδομένα, και μπροστά στην απειλή είτε της εμπλοκής σε έναν παρατεταμένο πόλεμο φθοράς, είτε μιας ευρύτερης ανάπτυξης αντιστάσεων, το Ισραήλ δέχτηκε το σχέδιο ανακωχής του ΟΗΕ και βρέθηκε για άλλη μια φορά ηττημένο, όχι τόσο με αμιγώς στρατιωτικούς όρους όσο κυρίως επειδή ο αντίπαλος, οι πλατιές αραβικές μάζες αντιμετώπισαν ως νίκη την όλη εξέλιξη.

Πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι για πρώτη φορά καταγράφηκε σε πλήρη κλίμακα η αντίληψη της πλήρους συμπόρευσης με τις ΗΠΑ που χαρακτηρίζει την πρακτική της Μπακογιάννη στο Υπουργείο εξωτερικών. Όλες οι όποιες παραδοσιακές φίλο-αραβικές ‘ευαισθησίες’ της ελληνικής διπλωματίας παρακάμφθηκαν για να ακούσουμε την πλήρη εξίσωση της βάρβαρης επιθετικότητας και της νόμιμης αντίστασης, την νομιμοποίηση των επεμβάσεων, την πρόθυμη συμμετοχή στη διεθνή δύναμη.

2) Για την εσωτερική συγκυρία

Σε ό,τι αφορά την κυβερνητική πολιτική το βασικό της στοιχείο είναι η επιμονή στην επιθετικότητα απέναντι στις λαϊκές τάξεις. Αυτό κυρίως αποτυπώνεται στην προσπάθεια «μεταρρυθμίσεων» αλλά και στην αποκήρυξη της «παροχολογίας», στην αποφυγή ακόμη και τυπικών προεκλογικών υποσχέσεων, στην συνεχή προβολή της «αποφασιστικότητας για τομές».

Οι βασικές κατευθύνσεις τώρα της κυβερνητικής πολιτικής δείχνουν να είναι οι ακόλουθες:

Α) Η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων: (Εμπορική, ΟΤΕ, προεργασίες γιαΟλυμπιακή). Αποδεικνύεται έτσι και μια βασική σκοπιμότητα της αλλαγής των εργασιακών κανονισμών και της κατάργησης των σταθερών εργασιακών σχέσεων: να γίνουν οι ΔΕΚΟ πιο «ελκυστικές» στους υποψήφιους αγοραστές.

Β) Η παγίωση μιας πολιτικής έντονης μισθολογικής λιτότητας, που τείνει να γίνει οργανικό στοιχείο της συγκυρίας και για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων) και γιατί επιτρέπει τη διατήρηση σταθερών ρυθμών κερδοφορίας μέσα από τη συμπίεση του εργατικού κόστους. Καθαυτή η μισθολογική λιτότητα αποτυπώνεται τόσο στις πολύ χαμηλές κατώτατες αμοιβές για την ανειδίκευτη εργασία, όσο και στην σχετικά χαμηλή τιμή και της ειδικευμένης, μορφωμένης «πολυλειτουργικής» εργασίας (αυτό που –πανευρωπαϊκά– συμπυκνώνεται στο σύνθημα «γενιά των 1000 ευρώ»).

Γ) Αυταρχική στροφή, μέσα από μια λογική νόμου και τάξης (όπου και είδαμε την απρόσκοπτη στήριξη της βιαιότητας της καταστολής των φοιτητικών κινητοποιήσεων από τον Πολύδωρα)

Ζ) Μεθοδεύεται μια αντιδραστική συνταγματική αναθεώρηση, η ώστε τάσεις να παγιωθούν και να επιταθούν βασικές πλευρές των αναδιαρθρώσεων και της θωράκισης του κρατικού μηχανισμού απέναντι στα λαϊκά συμφέροντα: Α) Αναθεώρηση του άρθρου 16 και ιδιωτικοποίηση ανώτατης εκπαίδευσης, Β) Αποχαρακτηρισμός δασών και τσιμεντοποίηση, Γ) Κατοχύρωση της «πνευματικής ιδιοκτησίας», δηλαδή των νέων «περιφράξεων» που επιτρέπουν την κατοχύρωση νέων δικαιωμάτων καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και επένδυσης σε κρίσιμα πεδία Δ) Αυταρχικές αλλαγές στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος Ε) Αμφισβήτηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων.

Η πολιτική είναι σαφές ότι απολαμβάνει της υποστήριξης των κέντρων εξουσίας και εκφράζει ένα βαθμό συναίνεσης του επίσημου πολιτικού σκηνικού, εάν αναλογιστούμε ότι αρκετές από αυτές τις πολιτικές εγκαινιάστηκαν επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ. Ταυτόχρονα, είναι μια πολιτική που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε προηγούμενες ήττες του λαϊκού κινήματος, στην ανασφάλεια από την ανεργία και τη λιτότητα.

Από την άλλη, και η πολιτική αυτή έχει τις αντιφάσεις της. Ειδικά όταν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια φάνηκε να βρίσκει τρόπους διεκδικητικής όξυνσης (ναυτεργάτες, τραπεζοϋπάλληλοι) αλλά και έξαρσης (φοιτητές), ενώ και φέτος η ΔΟΕ ξεκινά με Τρίτη εβδομάδα απεργίας. Και εδώ πρέπει να πούμε ότι η ευρύτερη πολιτική σημασία του φοιτητικού κινήματος βρίσκεται ακριβώς στον τρόπο που ανέτρεψε μια παγιωμένη κατάσταση όπου όλες οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης (το μπαράζ τομών από το καλοκαίρι του 2005 και μετά) τελικά περνούσαν. Έδειξαν οι φοιτητές ότι υπάρχει η δυνατότητακινημάτων που πραγματικά να κερδίζουν.

Σήμερα το βασικό σημείο ισχύος της κυβερνητικής πολιτικής, με δεδομένο και το ξέσπασμα κινητοποιήσεων, αλλά και την καταγραφή εντονότατων στοιχείων κοινωνικής δυσαρέσκειας (με τελευταίο παράδειγμα τη μαζική συμμετοχή στηνκινητοποίηση στη ΔΕΘ), είναι η κατάσταση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Αυτό πρωτίστως αποτυπώνεται στην αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να λειτουργήσει ως αντιπολίτευση ή εναλλακτική κυβερνητική λύση. Αντίθετα, το ΠΑΣΟΚ, φορτωμένο ούτως ή άλλως με το βάρος από την περίοδο διακυβέρνησής του, εκφράζει σε κάθε επίπεδο την πλήρη συναίνεση με κρίσιμες τομές, με κορυφαίο παράδειγμα την συναίνεσή του εν μέσω ενός τεράστιου φοιτητικού κινήματος στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Συχνά το ΠΑΣΟΚ υπερθεματίζει σε κρίσιμες τομές, σπεύδει και αυτό να δώσει εγγυήσεις στην «αγορά» ότι δεν θα ακολουθήσει κάποια άλλη πολιτική, ενώ και όταν «κάνει αντιπολίτευση» είναι γενικόλογο ή επικεντρώνεται σε δευτερεύουσες πλευρές. Αυτή η στάση του ΠΑΣΟΚ έχει ως αποτέλεσμα η κοινωνική δυσαρέσκεια για την κυβερνητική πολιτική να μην μετατρέπεται ούτε σε μεγάλο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση, ούτε σε ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ· αντίθετα, εμφανίζεται ως σχεδόν βέβαιη η δεύτερη τετραετία για τη ΝΔ, ενώ ακόμη και τα ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ προσανατολίζονται σε αυτή την «επόμενη μέρα».

Σε ό,τι αφορά στη ρεφορμιστική Αριστερά νομίζουμε ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι βασικές εκτιμήσεις που έχουμε κάνει για την περίοδο. Τόσο το ΚΚΕ με την αποστροφή του σε κοινωνικές εκρήξεις παραμένει σε μια ανέξοδη καταγγελιολογία εκτός και αν πραγματικά πιέζεται (βλ. φοιτητές). Παράλληλα, αποτυπώνονται καθαρά τα αδιέξοδα του ‘’αντινεοφιλελεύθερου μετώπου’’ αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ για τον ΣΥΝ, που παρά τα πανηγύρια για την αριστερή στροφή, η δεξιά κοινωνική βάση οδηγεί ξανά συζήτηση για συμμαχίες με το ΠΑΣΟΚ, ενώ και η εμπλοκή του με κινηματικές πρακτικές (βλ. φοιτητές) επ' ουδενί δεν παράγει μετατοπίσεις στο εσωτερικό του.

Σε αυτό το τοπίο είναι που διεξάγονται και οι δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, στις οποίες τα πράγματα δείχνουν ότι η κυβέρνηση δεν θα υποστεί ιδιαίτερα μεγάλο κόστος, θα δείχνει ακόμη περισσότερο την αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να λειτουργήσει ως αντιπολιτευτικός πόλος.

Σε ό,τι αφορά στη ριζοσπαστική αριστερά η κατάσταση παραμένει έντονα αντιφατική:

Η πιο σημαντική θετική εξέλιξη ήταν η δυναμική του φοιτητικού κινήματος μέσα και από την καταλυτική παρουσία των σχημάτων της ριζοσπαστικής αριστερά, που έδειξε ότι αυτός ο χώρος μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα σε μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις.

Θετική είναι και η σημαντική αύξηση του αριθμού των σχημάτων που κατεβαίνουν σε επίπεδο δήμων και νομαρχιών, αλλά και η πολύ μεγάλη συσπείρωση ενός ευρύτερου δυναμικού γύρω από αυτά. Έχει ενδιαφέρον εδώ ότι δεν συναντούν απήχηση ούτε τα σχήματα ανοιχτής υποστήριξης προς το ρεφορμισμό, ούτε τα σχήματα που εμμένουν σε μια κλασική λογική «ψηφοδελτίου της ριζοσπαστικής αριστεράς» (π.χ. Αθήνα και Θεσσαλονίκη), αλλά κυρίως τα σχήματα που έχουν το χαρακτήρα της πιο πλατιάς ενότητας δυνάμεων και αγωνιστών της ριζοσπαστικής αριστεράς (ενίοτε και κομματιών του ρεφορμισμού), χωρίς εκ των προτέρων αποκλεισμούς, με όρους δημοκρατικής λειτουργίας και υπόσχεσης για συνέχιση της δράσης και μετά τις εκλογές. Αυτή η ευρύτερη συσπείρωση δυναμικού και η διαφαινόμενη πιθανότητα να έχουν αρκετά από τα μαζικά σχήματα και θετικά εκλογικά αποτελέσματα, αντικειμενικά θα αποτελεί στοιχείο που μπορεί να πιέσει και για συνολικότερες ενωτικές δυναμικές στη ριζοσπαστική αριστερά.

3) Για την εκπαιδευτική συγκυρία

Η κατάσταση στο χώρο της εκπαίδευσης δείχνει να είναι πολιτικά εκρηκτική. Από τη μία έχουμε τις ευεργετικές συνέπειες του φετινού καλοκαιριού και από την άλλη έχουμε μια δεδομένη και έκδηλη προσπάθεια του κράτους να προωθήσει την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση. Οι δύο αυτοί βασικοί άξονες μαζί με ότι σημαίνουν για την κατάσταση εντός του πανεπιστημίου αλλά και την κοινωνία συνολικά, μαζί με την ήδη παρούσα συνολικότερη αναταραχή στο σύνολο των χώρων εκπαίδευσης διαμορφώνουν ένα αντικειμενικά πολύπλοκο σκηνικό. Κρίσιμη για τον Τομέα είναι μια εκτενής αποτίμηση της περσινής χρονιάς, μια ανάλυση της κατάστασης στην εκπαίδευση όπως αυτή αποτυπώθηκε μετά το νικηφόρο φοιτητικό κίνημα του καλοκαιριού αλλά και με τις πρώτες ενδείξεις του Σεπτέμβρη. Βασικός στόχος της Ολομέλειας είναι να επιδιώξουμε να συμπυκνώσουμε τον πλούσιο προβληματισμό που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό του Τομέα από το καλοκαίρι και έπειτα, με προσανατολισμό τον εξοπλισμό μας με εκτιμήσεις, πιο γενικές θέσεις και κάποιες αποφάσεις τακτικής για τη φετινή χρονιά.

3.1)Για τον πυρήνα της αναδιαρθρωτικής κίνησης

Λέμε ότι η κίνηση του κράτουςεντάσσεται γενικά στα πλαίσια του σχεδίου της παραγωγικοποίησης. Με αυτή την έννοια περιγράφουμε ένα συνολικό σχέδιο του κράτους το οποίο ορίζει τους στόχους της κίνησης του.

Κωδικά λέμε ότι το σχέδιο της παραγωγικοποίησης στοχεύει:

Στην αλλαγή των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης ούτως ώστε να ανταποκρίνονται αυτοί στο «νέο μοντέλο εργαζόμενου» που επιδιώκει να προωθήσει η αστική τάξη: μαζικά στρώματα πολυλειτουργικών εργαζόμενων με αυξημένες δεξιότητες σε σχέση με παλιότερα, τα οποία θα έχουν λιγότερες προσδοκίες για την εργασιακή τους ένταξη, για το επίπεδο διαβίωσης τους και θα πειθαρχούν αδιαμαρτύρητα στις αυξανόμενες απαιτήσεις της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής.

Έπίσης εντείνει την λειτουργία του εκπαιδευτικού μηχανισμού με πιο ανταποδοτικά ιδωτικοοικονομικά κριτήρια, με συνολική αναπροσαρμογήτης ροής της χρηματοδότησης σε βάρος των φοιτητικών αναγκών και με βάση ακαδημαϊκά και οικονομικά κριτήρια, με παράλληλη ένταση του ελέγχου της ερευνητικής διαδικασίας με κριτήρια που αναφέρονται στις ανάγκες κυρίως της εφαρμοσμένης έρευνας.

Ένταση του ιδεολογικού ρόλου ρόλου του εκπαιδευτικού μηχανισμού με περαιτέρω εντατικοποίηση των ρυμών φοιτησης, εμπέδωσης του πυρήνα της αστικής ιδεολογίας και υποσυνόλων της, και ταυτόχρονης διάλυσης των δομών που συγκροτούν τη δυνατότητα συλλογικής διεκδίκησης των εκπαιδευόμενων, με επιπλέον περιορισμό των συνδικαλιστικών ελευθεριών.

Η αντίληψη αυτή διαφοροποιείται από μια λογική επιχειρηματικοποίησης της εκπαίδευσης, τουλάχιστον όπως αυτή έχει διατυπωθεί από δυνάμεις εντός του ελληνικού εκπαιδευτικού κινήματος, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις διεθνώς (επιχειρηματικού σχολείου-πανεπιστημίου κτλ), η οποία (παρά τις διάφορες εκδοχές της) εκπορεύεται από δυο βασικά θεωρητικά λανθασμένες και πολιτικά επικίνδυνεςεκτιμήσεις:

-ουδετερότητα της εκπαίδευσης σαν διαδικασίας και του εκπαιδευτικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα να μην αναδεικνύονται όψεις συνολικής αμφισβήτησης του εκπαιδευτικού μηχανισμού, αλλά να τονίζεται μόνο η ένταση των οικονομικών λειτουργιών του και της σύνδεσης του με τις επιχειρήσεις.

-αδυναμία αντίληψης της ύπαρξης αναπαραγωγικών μηχανισμών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με αποτέλεσμα να γίνεται αντιληπτή η δραστηριότητα κάθε αναπαραγωγικού μηχανισμού ως κατ’ εξοχήν επιχειρηματική δραστηριότητα με υποτίμηση του κατανεμητικού και του ιδεολογικού της ρόλου.

Η αντίληψη αυτή καταλήγει σε μια λογική πανεπιστημίου, το οποίο λειτουργεί «σαν επιχείρηση και για τις επιχειρήσεις», «καθηγητήmanager και φοιτητή εργάτη», «πανεπιστημίου εκπαιδευτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος», με πλήρη αδυναμία ανάδειξης σε κρίσιμες περιόδους των πραγματικών αντιφάσεων του εκπαιδευτικού μηχανισμού και εξαιρετικά προβληματικής ιεράρχησης .

Το πολιτικό σχέδιο της παραγωγικοποίησης προχωρά μέσα από τη μαζικοποίηση της ‘επαγγελματικής εκπαίδευσης’ (όλης της μεταδευτεροβάθμιας δηλαδή βαθμίδας), την αναδιάρθρωση της ερευνητικής διαδικασίας, τη ρευστοποίηση των τίτλων που δίνονταν μέχρι σήμερα, δηλαδή τη δημιουργία μιας μεταδευτεροβάθμιας ‘σούπας’ ιδρυμάτων δημόσιων ή ιδιωτικών που θα λειτουργούν με όρους ανταγωνισμού και με απόλυτο κριτήριο τις απαιτήσεις ‘της αγοράς’. Έτσι, σε ένα πολιτικό σκηνικό κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού και με την κυρίαρχη εκπρόσωπο του στην κυβέρνηση, εμπεδώνεται η οπτική της απόλυτης κυριαρχίας ‘της αγοράς και των μηχανισμών της’ ακόμα και στην εκπαίδευση, σαν προϋπόθεση ανάπτυξης ‘της κοινωνίας’ και ποιοτικής διαβίωσης των ‘πολιτών’. Προφανώς, πίσω από τη βιτρίνα των ουδέτερων όρων, βρίσκεται η αναίρεση κεκτημένων του εργατικού κινήματος, η απόδοση στο κεφάλαιο νέων πεδίων κερδοφορίας, η εμπέδωση των εργαζομένων πως δεν έχει νόημα η συλλογική πάλη και πως η μόνη τους ελπίδα για καλύτερες μέρες είναι η πρόσδεση στο άρμα της εργοδοσίας, πως μοχλός κίνησης της ιστορίας είναι ο ατομικός ανταγωνισμός: κεφαλαιοκρατών και εργαζομένων, μεταξύ τους αλλά και τον ένα απέναντι στον άλλο, στον οποίο το κράτος θεσμικά αναλαμβάνει όλο και λιγότερες υποχρεώσεις και παίζει το ρόλο του ρυθμιστή τυχόν ακραίων διαφωνιών, δηλαδή δεν θα κατοχυρώνει πλέον ιστορικά θεσμοθετημένες μορφές εργατικής διεκδίκησης, χειραφέτησης, συλλογικής πάλης κλπ.

Το πολιτικό αυτό σχέδιο τροποποιείται ιδιαίτερα από την παρούσα διαχείριση με ένα πιο νεοσυντηρητικό προφίλ ταξικών αποκλεισμών, πλήρους αξιοκρατίας και εμπέδωσης της ατομικής διεκδίκησης χωρίς καμία κρατική φροντίδα. Δεν αναιρούνται όμως τα βασικά του χαρακτηριστικά. Σε σχέση με παλιότερες δεκαετίες παραμένει η κατεύθυνση συνολικής μαζικοποίησης των μηχανισμών αναπαραγωγής και ιδιαίτερα των επαγγελματικών βαθμίδων τους. Δεν είμαστε σε μια φάση αποκλεισμού των ‘παιδιών του λαού’ από την επαγγελματική εκπαίδευση (όσο για τον αποκλεισμό των παιδιών ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, αυτός έχει εδώ και καιρό διασφαλισθεί αν και δεν είναι και απόλυτη προτεραιότητα του κράτους, όσο διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο των μηχανισμών κοινωνικής κινητικότητας, μέσα από τον ταξικό μηχανισμό του ‘αξιοκρατικού σχολείου’ και μέσα από τον ασφυκτικό έλεγχο των μεταναστών σαν ‘περίπου πολιτών’). Υπάρχει όμως μια κίνηση πιο ορθολογικής κατανομής των νέων μέσα στη βαθμίδα της επαγγελματικής εκπαίδευσης, προσανατολισμένης να κατοχυρώσει de facto μορφές ιδιωτικής εκπαίδευσης και μορφές δημόσιας ή ιδιωτικής ‘τυπικής κατάρτισης’ χαμηλότερου επιπέδου από την πανεπιστημιακή. Μπορούμε να πούμε πως ακόμα και αν δενπροχωρήσει η εφαρμογή των νόμων της Αξιολόγησης ή η ψήφιση του νέου νόμου πλαισίου, αν προχωρήσει η μαζικοποίηση των έξω από το πανεπιστήμιο δομών τυπικής πιστοποίησης δεξιοτήτων μέσα από τη βάση του 10, τα ΕΠΑΛ - ΕΠΑΣ, τη διατήρηση των ταξικών εισαγωγικών εξετάσεων και της εξοντωτικής για το λαϊκό εισόδημα παραπαιδείας, αν προχωρήσει η de facto αναγνώριση των ιδιωτικών ιδρυμάτων (είτε με αναθεώρηση του άρθρου 16 είτε όχι),η παρούσα ηγεσία του Υπουργείου θα έχει πολλά θετικά να αποτιμήσει στην επόμενη κρίση…

Ως εκ τούτου ξεκινώντας μια πιο αναλυτική εκτίμηση της εκπαιδευτικής συγκυρίας σημειώνουμε ότι δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από την ανάγκη του κράτους να επανασχεδιάσει τον τακτικό του βηματισμό, ότι δεν πρέπει να ετεροκαθοριζόμαστε από μια διαστρεβλωτική εκτίμηση που λέει ότι το φοιτητικό κίνημα βγήκε αποκλειστικά και μόνο για το νόμο – πλαίσιο (ή πολύ περισσότερο μόνο για το Ν+2) και να ιεραρχούμε αντιδιαλεκτικά τους στόχους του κράτους. Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να συνεχίζουμε να λέμε ότι οι στόχοι του κράτους είναι συγκεκριμένοι σε αυτή την φάση ανάπτυξης του Καπιταλιστικού Τρόπου Παραγωγής και ως προς τους ιδιαίτερους στόχους αναδιάρθρωσης του εκπαιδευτικού μηχανισμού, αυτοί είναι τέτοιοι ώστε να απαντάνε στις ανάγκες που έχει ακριβώς η διαδικασία προώθησης του ΚΤΠ στη παρούσα συγκυρία.Στα πλαίσια αυτής της λογικής οι στόχοι της κίνησης του κράτους αυτή τη στιγμή ως προς την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης περίπου ιεραρχικά είναι οι παρακάτω:

§Η απαξίωση του πτυχίου και η ως εκ τούτου χειροτέρευση των όρων ένταξης στην εργασία των αποφοίτων. Το στοιχείο αυτό που αποτελεί και τον βασικότερο κόμβο της κίνησης του κράτους αποτελεί βασική επιδίωξη του κράτους δεδομένου ότι ο ελληνικός αστισμός βλέπει την αναγκαιότητα να υπερβεί τα όρια ανάπτυξης του και η λύση που έχει δώσει είναι κατά βάση η όλο και πιο αυξημένη απόσπαση σχετικής ή άμεσης υπεραξίας από τα εργαζόμενα στρώματα. Αυτό για το ελληνικό πανεπιστήμιο σημαίνει το διαζύγιο με την παροχή πτυχίων με ισχυρές εργασιακές αποτυπώσεις, με άμεσα αντιστοιχούμενα επαγγελματικά δικαιώματα αλλά και η διακοπή της διαμόρφωσης μιας συνείδησης ισχυρού εργαζόμενου. Τελικά ζητούμενα για το κράτος είναι η απαξίωση του πτυχίου με άμεσο αποτέλεσμα την χειροτέρευση των όρων ένταξης στην εργασία τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε πολιτικό – ιδεολογικό επίπεδο (να μην αντιδρά δηλαδή κάποιος σε ένα αναδιαρθρωμένο καθεστώς εργασίας).

§Η εγκαθίδρυση μηχανισμών αξιολόγησης. Ως προς το συγκεκριμένο έχουμε να σημειώσουμε ότι: 1) η εγκαθίδρυση δομών αξιολόγησης σκοπεύει κατά βάση στην δημιουργία μιας νέας σχέσης μεταξύ επιλογών του υπουργείου και πρακτικών υλοποιήσεων – το δυνατόν πιο γραμμική καθώς η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει την αδυναμία υλοποίησης ενός μεγάλου μέρους της κατά το νόμο ψηφισμένης αναδιάρθρωσης 2) μια τέτοια διαδικασία ουδετεροποιεί τις πολιτικές επιλογές του υπουργείου στην εκπαίδευση δίνοντας τους μια αντικειμενική αξία. 3) τα 2 παραπάνω και εν γένει η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού αξιολόγησης αποτελούν στοιχήματα και όχι βεβαιότητες ως προς το αν τελικά θα ισχύσουν 4) είναι προφανής στόχος του υπουργείου να συνδέσει τα αποτελέσματα της αξιολόγησης με την χρηματοδότηση, εισάγοντας συνολικά τη λογική της ανταποδοτικότητας και της ‘αγοράς’ στην εκπαίδευση.

§Η προσπάθεια σκλήρυνσης των όρων δράσης του Φοιτητικού Κινήματος και η συνολική αποδόμηση του Φοιτητικού Συνδικαλισμού – τελικά η συνολική αλλαγή φυσιογνωμίας: ο στόχος αυτός αποτελεί ταυτόχρονα σκοπό αλλά και μέσο. Το κράτος από όποια σκοπιά και να το δει κανείς επιθυμεί την αποδόμηση του συνδικαλισμού, επιθυμεί να ακυρώσει την δυνατότητα δυναμικών στρωμάτων να κινητοποιούνται. Φέτος τέτοιοι στόχοι αποκτούν πιο καθαρό σχήμα με την κουβέντα για τον νέο νόμο-πλαίσιο αλλά και μέσω της δράσης της ΔΑΠ σε αδύναμους συλλόγους (νέα καταστατικά για συνελεύσεις κλπ). Οφείλουμε όμως να κάνουμε έναν σαφή διαχωρισμό: η σκλήρυνση των όρων παρέμβασης και φοίτησης, η συνολική αλλαγή της φυσιογνωμίας του πανεπιστημίου αποτελούσε και αποτελεί στόχο για το κράτος, μπαίνει όμως αναγκαστικά σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τους δύο παραπάνω βασικότερους στόχους της αναδιαρθρωτικής πολιτικής. Το αν τελικά το υπουργείο θα προσπαθήσει να φέρει με έναν σοβαρό τρόπο στο τραπέζι τέτοια θέματα θα επικαθοριστεί τελικά από το προχώρημα των βασικών αναδιαρθρώσεων.

§Η προσπάθεια αλλαγής της φυσιογνωμίας της λειτουργίας του πανεπιστημίου αλλά και των φοιτητικών παροχών και η όλο και η πιο εκτεταμένη σύνδεση τους με κριτήρια ανταποδοτικότητας και επιχειρηματικότητας: εδώ σημειώνουμε ότι στη συγκυρία δεν βάλλεται με κάποιο κεντρικό τρόπο ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας του ελληνικού πανεπιστημίου αλλά προσπαθείται να συνδεθούν όλα τα ζητήματα παροχών με ανταποδοτικά κριτήρια (πχ. μετεγγραφές). Σε συγκεκριμένες όψεις πάντως μπαίνει ακόμα και ζήτημα μείωσης των ίδιων των φοιτητικών παροχών (πχ. δωρεάν σύγγραμμα).

§Η λειτουργία μη-κρατικών πανεπιστημίων παράλληλα και αντίστοιχα με τα δημόσια: σημειώνουμε εδώ ότι 1) κύριος ρόλος των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα είναι η ανάπτυξη ενός όλο και πιο ανταγωνιστικού άρα και συνεχώς αναδιαρθρωμένου πεδίου στην εκπαίδευση με τελικό στόχο την πλήρη αναδιάρθρωση και των δημόσιων πανεπιστημίων 2) η ίδια η εισαγωγή είτε καθαρά ιδιωτικής είτε ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας αποτελεί ουσιαστικά και συμβολικά μεγάλη τομή που αναιρεί κεκτημένα του εργατικού κινήματος, και αποδίδει στο ατομικό κεφάλαιο μεγάλα πεδία κερδοφορίας.

Σημειώνεται τέλος ότι με μια τέτοια μεθοδολογία ανάλυσης των στόχων της αναδιαρθρωτικής διαδικασίας δίνονται και απαντήσεις απέναντι σε άλλες απόψεις είτε στο εσωτερικό της ρ.α. είτε και συνολικά οι οποίες οφείλουν το λάθος τους κατά βάση λόγω μιας οικονομίστικης οπτικής συνολικά της παραγωγής και της αναπαραγωγής.

3.2)Για το φοιτητικό κίνημα του καλοκαιριού

Μετά το μεγαλειώδες φοιτητικό κίνημα της περιόδου Μάη-Ιούνη ανοίγεται ένα ολόκληρο πεδίο για την αποτίμηση του κινήματος. Η μαζικότητα των γενικών συνελεύσεων και των κινητοποιήσεων, η για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα πανελλαδικότητα, η μαχητικότητα του κινήματος, από το επίπεδο των μορφών πάλης, μέχρι τις δυναμικές κινητοποιήσεις, οι μορφές οργάνωσης που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του κινήματος, με το πανελλαδικό συντονιστικό των καταλήψεων, τα συντονιστικά πόλεων και σχολών, ο πρωτοπόρος ρόλος των ΕΑΑΚ, των ανεξάρτητων αριστερών σχημάτων και της ΡΑ συνολικά, ορίζουν το πεδίο συζήτησης για όλο το επόμενο διάστημα.

Η συγκεκριμένη έξαρση του φοιτητικού κινήματος, ξεκινώντας από το νέο νόμο πλαίσιο σαν το σημείο και το ορόσημο της αντιπαράθεσης, εντάσσοντας στα πλαίσια των συλλόγων και στην επί της ουσίας πάλη, την αντιπαράθεση με την αξιολόγηση, τα ΙΔΒΕ και το ΔΟΑΤΑΠ, και με βασικό ζήτημα το άρθρο 16 και την επικείμενη αναθεώρησή του, ξεσκέπασε, όχι μόνο την αντίθεση των φοιτητών στην αναδιαρθρωτική διαδικασία και στις αιχμές της (ακόμα και αυθόρμητα) , αλλά και το υπόβαθρο αυτής της διαδικασίας. Την πραγματικότητα της αντίδρασης της νεολαίας σε ένα μέλλον με σαφέστερα χειρότερους όρους για αυτή, στη συγκρότηση της γενιάς των 800 ευρώ.

Το φοιτητικό κίνημα που ζήσαμε, με βάση την κλίμακα και την αποτελεσματικότητα του μας δίνει την δυνατότητα να εξάγουμε σημαντικά συμπεράσματα σε όλα τα επίπεδα, ενώ βοηθά στην επιβεβαίωση των ορθών απόψεων πάνω στις λάθος, και στην βελτίωση των θέσεων και οριοθετήσεων του τομέα νεολαίας.

üΗ νεολαία ως κοινωνική κατηγορία συγκροτεί ενότητα συμφερόντων απέναντι στην αναδιαρθρωτική διαδικασία, και ειδικά η σπουδάζουσα. Η πάλη ενάντια στην αναδιάρθρωση μπορεί να συγκροτεί την δυνατότητα, ακόμα και σήμερα απολύτως πλειοψηφικών κινημάτων, ενώ εμφανίζεται μεγάλη διαπερατότητα στη σπουδάζουσα νεολαία και σε άλλα νεολαιίστικα κομμάτια. Αξίζει να αναφερθεί η πλήρης απονομιμοποίηση των νεοσυντηρητικών μέτρων και της αμφισβήτησης των κεκτημένων του φοιτητικού κινήματος (σε αντίθεση με την αρχική εκτίμηση των αστικών επιτελείων). Η συμπεριφορά του φοιτητικού σώματος κατά την διάρκεια των κινητοποιήσεων ήταν απολύτως ενιαία, με μεγάλη αλληλεγγύη μεταξύ των αγωνιζόμενων φοιτητών.

üΟ εκπαιδευτικός μηχανισμός παραμένει στο στόχαστρο των αναδιαρθρώσεων και (λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του) μπορεί να γεννά κινητοποιήσεις με συνολικότερα πολιτικά αποτελέσματα. Οι σχολές πρώτης ταχύτητας (με συγκροτημένα δικαιώματα και κατακτήσεις) έδωσαν τον τόνο, αλλά η έκρηξη του φοιτητικού κινήματος έδειξε πως δεν υπάρχει ταφόπλακα για καμία σχολή και σύλλογο.

üΟι κινητοποιήσεις ήταν ιδιαίτερα μαζικές και δυναμικές, αλλά υπήρξε έλλειμμα πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης του πολιτικού πλαισίου και των αιτημάτων, αλλά και των πρακτικών, ακόμα και σε πρωτοπόρους συλλόγους, γεγονός το οποίο καθιστά επίδικο την κεφαλαιοποίηση του φοιτητικού κινήματος. Υπήρξε έλλειμμα διεκδικητικών αιτημάτων, όχι στα πλαίσια μιας «θετικής» πρότασης για το ελληνικό πανεπιστήμιο, αλλά ανάσχεσης των αναδιαρθρωτικών τομών που έχουν επιτελεστεί.

üΗ πολιτική και κοινωνική συμμαχία που συγκροτήθηκε, δεν βασίστηκε ούτε στο σύνολο της άποψης κάποιας δύναμης, ούτε γενικώς στην ανάγκη ενότητας. Αντίθετα συγκροτήθηκε γύρω από ένα πλαίσιο εναντίωσης στην αναδιάρθρωση (πολιτικά) και υπό την ηγεμονία του φοιτητικού κινήματος (κοινωνικά). Το πανεκπαιδευτικό μέτωπο δεν έγινε (ουσιαστικά) και λόγω αντικειμενικών (εξετάσεις στους μαθητές), αλλά και υποκειμενικών αντιφάσεων.

üΗ ΡΑ απέδειξε πως μπορεί να είναι ηγεμονική δύναμη σε μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις, με μια φυσιογνωμία οριοθετημένη από τον απομονωτισμό, και να δίνει τον πολιτικό τόνο σε ευρύτερες πολιτικές συμμαχίες. Η πολιτική ηγεμονία, για άλλη μια φορά, αποδείχτηκε πως είναι πολιτικό και όχι οργανωτικό ζήτημα (χωρίς να υποτιμούμε και το οργανωτικό). Άλλες πολιτικές δυνάμεις με πολύ ευρύτερη οργανωτική κατάσταση δεν κατάφεραν ούτε να εκτονώσουν (ΠΚΣ), ούτε να καταπνίξουν (ΔΑΠ) το κίνημα.

üΣε ό,τι αφορά στο φοιτητικό συνδικαλισμό είναι σαφές πως για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση αναπτύχθηκαν μορφές συντονισμού, όπως οι ΣΕΚ, τα συντονιστικά πόλης και το πανελλαδικό συντονιστικό των καταλήψεων. Η μορφή αυτής της οργάνωσης, παρά το γεγονός πως ήταν κατάκτηση έδειξε τα όρια της, ειδικά κατά την λήξη των καταλήψεων. Επίσης παρουσιάστηκαν όρια στην πολιτικοποίηση του κόσμου, αλλά και των ΕΑΑΚ, για τις τομές που ήταν απαραίτητες για την λειτουργία αυτών των οργάνων.

üΒασικό χαρακτηριστικό του φοιτητικού κινήματος, όπως και κάθε εν δυνάμει ανατρεπτικού κινήματος, είναι ο συγκρουσιακός του χαρακτήρας (με την έννοια της αμφισβήτησης των ορίων της νομιμότητας που κάθε φορά τίθενται). Ο χαρακτήρας αυτός ενός κινήματος βρίσκεται στο πολιτικό του περιεχόμενο, στις μορφές πάλης που επιλέγει, στις πρακτικές που αναπτύσσει, και στην δυνατότητα περιφρούρησης της φυσιογνωμίας και του περιεχομένου του. Η αποθέωση της μορφής της σύγκρουσης και η υποτίμηση όλων των άλλων, δεν είναι συγκρουσιακή πρακτική και δεν ορίζει την δυνατότητα πολιτικού διαχωρισμού ως τέτοια.

3.3)Βασικές εκτιμήσεις για την κίνηση του κράτους φέτος

Παραπάνω τέθηκαν οι βασικοί στόχοι της αναδιαρθρωτικής διαδικασίας στην παρούσα συγκυρία (με μια ευρεία έννοια). Είναι όμως προφανές και τέθηκε και παραπάνω ότι η τακτική κίνηση του κράτους ετεροκαθορίζεται και αποκλίνει από μια «απλά γραμμική» κίνηση στο βαθμό που λαϊκός παράγοντας μπορεί να φέρνει ισχυρές αντιστάσεις ή γενικά πολιτική ζημιά. Το γεγονός της φοιτητικής εξέγερσης του περσινού καλοκαιριού φέρνει επί της ουσίας διαφοροποιήσεις στον τακτικό βηματισμό (χωρίς να εννοούμε ότι το κράτος κάνει ένα πλήρες πισωγύρισμα). Επιπλέον λόγω της κοινωνικής απονομιμοποίησης της ‘μεταρρυθμιστικής’ πολιτικής στην εκπαίδευση λόγω του κινήματος καθώς και της πολιτικής φθοράς που έχει δεχθεί η Νέα Δημοκρατία εκτιμούμε ότι οι επιλογές της στην Παιδεία θα επηρεαστούν πολύ από τον κεντρικό προσανατολισμό της κυβέρνησης για την περίοδο. Σημειώνουμε πάντως ότι η φάση στρατηγικής αδράνειας που περνάει το ΠΑΣΟΚ και η αδυναμία του τελικά να κάνει ουσιαστική αντιπολίτευση δίνουν τακτικό αβαντάζ στην ΝΔ και ικανά περιθώρια άσκησης σκληρής πολιτικής.

Σε αυτά τα πλαίσια η κίνηση του κράτους θα είναι τέτοια ώστε να μπορεί αφενός να μετρά εκ νέου προχωρήματα (αναγκαστικό τόσο για την ίδια την προώθηση της αναδιάρθρωσης όσο και γιατί η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να δείξει ένα πρόσωπο ολοκληρωτικά ηττημένο), να μπορεί να βρίσκει συμμαχίες μέσα στον ίδιο τον εκπαιδευτικό μηχανισμό αλλά και να μπορεί να προτάσσει εκ νέου ένα ηγεμονικό σχέδιο εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων προς την κοινωνία.

Συνοπτικά λοιπόν λέμε ότι:

Το κράτος θα προσπαθήσει να προχωρήσει σε ένα νέο γύρο συνολικής αντιπαράθεσης στην εκπαίδευση. Στα πλαίσια μιας αντικειμενικής τακτικής είναι προφανές ότι τομές που είτε αναφέρονται σε πιο διευρυμένες συμμαχίες μέσα στο πανεπιστήμιο, είτε είναι συνολικά νομιμοποιημένες στην κοινωνία θα προωθηθούν με έναν πιο γραμμικό τρόπο (πχ Αξιολόγηση). Σε όλη του την κίνηση το κράτος θα προσπαθεί να συνάπτει εκ νέου συμμαχίες τόσο μέσα στο φοιτητικό στρώμα όσο και συνολικά τον πανεπιστημιακό μηχανισμό και αντίστοιχα σε όλους τους άλλους χώρους της εκπαίδευσης. Από την άλλη λόγω της ισχυρής ηγεμονίας της ΝΔ στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό δεν αποκλείονται επιλογές σκληρής επίθεσης στο βαθμό που η εκτιμώμενη πολιτική ζημία δεν είναι απαγορευτική και με δεδομένο ότι οι κοινωνικές μερίδες των οποίων τα συμφέροντα υπερασπίζεται η ΝΔ απαιτούν συγκεκριμένες τομές (πχ νόμος πλαίσιο, αναθεώρηση). Συμπερασματικά, μετά το κάζο του καλοκαιριού, η ΝΔ θα σχεδιάσει δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στο αν μπορεί το φοιτητικό και συνολικά το εκπαιδευτικό κίνημα να τις επιφέρει είτε σημαντικά πολιτικά κόστη είτε σημαντικά πισωγυρίσματα. Αυτό μεταφράζεται όχι μόνο σε μια γενικά κυκλωτική κίνηση, αλλά και στην προσπάθεια να προχωρά συγκεκριμένες αιχμές.

Ως προς το επίπεδο της ίδιας της προώθησης των αναδιαρθρωτικών τομών μετά το φοιτητικό κίνημα έχουν βρεθεί εν μέρει στον αέρα σημαντικές επιλογές του κράτους, από τον νόμο – πλαίσιο μέχρι τους νόμους για ΔΟΑΤΑΠ, ΙΔΒΕ, Αξιολόγηση, Πιστωτικές Μονάδες. Στη βάση όσων είπαμε παραπάνω για τους στόχους του κράτους αλλά και της εκτίμησης της ΝΔ για τον «βαθμό επικινδυνότητας» των διάφορων μετώπων φαίνεται αυτή τη στιγμή άξιο να εκτιμήσουμε ότι η ΝΔ θα προσπαθήσει καταρχάς να υλοποιήσει την αξιολόγηση τόσο γιατί μια τέτοια επιλογή αναφέρεται σε κατοχυρωμένες για το κράτος ιδεολογικές αναφορές όσο και γιατί η αξιολόγηση καταφέρνει να αποσπά πιο διευρυμένες συμμαχίες τόσο στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού μηχανισμού όσο και της κοινωνίας. Μια τακτική κίνηση που αξονίζεται όμως γύρω από την αξιολόγηση δεν καταφέρνει να απαντήσει το βασικό στοίχημα του αν θα περάσει ή όχι τελικά η αναδιάρθρωση μιας και είναι καθαρό αυτή τη στιγμή ότι το μέτωπο της παιδείας αυτή τη στιγμή είναι πολύ πιο διευρυμένο και η όποια προώθηση τέτοιου επιπέδου ρυθμίσεων θα εξαρτηθεί από το αν το κράτος θα καταφέρει ή όχι να πάρει τελικά την τακτική νίκη απέναντι στο κίνημα. Στην πραγματικότητα η αξιολόγηση θα προχωρά με έναν παράπλευρο τρόπο, κυρίως όσο το επιτρέπουν οι συμμαχίες του κράτους με το ΔΕΠ (πχ. στήσιμο ΑΔΙΠ και όχι ΜΟΔΙΠ) ενώ παράλληλα η ΔΑΠ θα την βάλει αρκετά πιο μπροστά ώστε να συγκροτεί το αναδιαρθρωτικό μπλοκ. Με δεδομένο ότι η Αξιολόγηση δεν μπορεί να υλοποιηθεί μέχρι τέλους αν τα πανεπιστήμια δεν συναινέσουν, το κράτος θα επιλέξει να φέρει «αξιολογητικές λειτουργίες» (πχ. κατηγοριοποίηση των σχολών από την ΑΔΙΠ, προτάσεις κλπ) οι οποίες τελικά θα πιέζουν και το εσωτερικό των πανεπιστημίων ενώ παράλληλα θα δείχνουν και θα νομιμοποιούν αυτή την λειτουργία προς τα έξω (δημόσια κατηγοριοποίηση των σχολών κλπ). Με αυτή την έννοια και φέτος θα πρέπει να έχουμε ένα σχεδιασμό συνεχούς αποδιάρθρωσης των συμμαχιών του κράτους στο ΔΕΠ (πολιτική στα όργανα συνδιοίκησης με απόσπαση αποφάσεων σε όλες τις σχολές και στη βάση της δυναμικής του κινήματος, πανεκπαιδευτικό μέτωπο), καθώς και χτυπήματος της πολιτικής γραμμής της ΔΑΠ.

Συνολικά πάντως για το τρίπτυχο νομοθετημάτων «αξιολόγηση», ΙΔΒΕ, ΔΟΑΤΑΠ αν και στην παρούσα φάση δεν συζητούνται εκτενώς το γεγονός ότι αναφέρονται σε σημαντικές προωθήσεις, σημαίνει ότι με κάθε τρόπο θα είναι εντός των σχεδίων του κράτους και μάλιστα με διάφορους τρόπους (πχ. ένα παχυλό κονδύλι για στήσιμο ΙΔΒΕ το οποίο συγκροτεί κάπως και το υψηλόβαθμό ΔΕΠ). Εξάλλου δεν πρέπει να μην σημειώσουμε την επί της ουσίας λειτουργία του ΔΟΑΤΑΠ.

Ως προς το ζήτημα του νόμου – πλαισίου το γεγονός ότι το φοιτητικό κίνημα έθεσε την αντιπαράθεση με αυτόν ως κυρίαρχο μέτωπο θέτει συγκεκριμένο εύρος επιλογών για την κίνηση του κράτους. Είναι καθαρό αυτή τη στιγμή ότι οι αλλαγές που κουβαλά στο εσωτερικό της η πρόταση για αλλαγές στο νόμο – πλαίσιο είναι σε μεγάλο βαθμό απονομιμοποιημένες στο εσωτερικό της εκπαίδευσης ενώ παράλληλα το φοιτητικό κίνημα μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι θα έχει υψηλό δείκτη «διεγερσιμότητας» απέναντι σε μια προσπάθεια προώθησης του. Εκτιμούμε πως για το κράτος δύο επιλογές είναι δυνατές: είτε η πλήρης αναδίπλωση και μια προσπάθεια εκ νέου περάσματος του νόμου σε μια άλλη φάση με ένα σχέδιο σύναψης συμμαχιών, είτε η απόλυτη σκλήρυνση της στάσης της κυβέρνησης και η προσπάθεια βίαιης ψήφισης του νόμου μετά τις ΝοΔΕ και όσο πιο νωρίς πριν τις βουλευτικές εκλογές γίνεται.

Στην παρούσα φάση δεν μπορούμε με σιγουριά να εκτιμήσουμε πιο από τα δύο πιθανά ενδεχόμενα είναι το πλέον βέβαιο, μπορούμε όμως να πούμε ότι όσο περισσότερο καταφέρουμε να κεφαλαιοποιήσουμε με σοβαρό τρόπο την περσινή φοιτητική εξέγερση,αν καταφέρουμε να συγκροτήσουμε από νωρίς τα μπλοκ του κινήματος, αν ξεκινήσουν από νωρίς και συντονισμένα οι γύροι γενικών συνελεύσεων σε όλα τα πανεπιστήμια και στο βαθμό που τελικά δείξουμε τη δυνατότητα ανάπτυξης εκ νέου μιας φοιτητικής εξέγερσης αντίστοιχης της περσινής, θα είναι πιο βέβαιη η δυνατότητα αναχαίτισης μιας επιθετικής κίνησης από τη μεριά του υπουργείου και της κυβέρνησης. Πάνω σε αυτό ιδιαίτερο ρόλο παίζει το ζήτημα του «εθνικού διαλόγου» το οποίο από τη μια κράτα τα ζητήματα ενεργά και στην επικαιρότητα και από την άλλη προσπαθεί να αποτελέσει δούρειο ίππο για αποδοχή των αναδιαρθρώσεων, δεδομένης της μεγαλύτερης αποδοχής των μεταρρυθμίσεων (ακόμα και αυτών που περιέχονται στο νέο νόμο πλαίσιο) από την κοινωνία.

Ως προς το ζήτημα της Συνταγματικής Αναθεώρησης και ειδικότερα των μη-κρατικών / ιδιωτικών πανεπιστημίων. Το θέμα αυτό καταρχάς είναι μεγάλης σημασίας ακριβώς γιατί δεν αντιλαμβανόμαστε τα μη – κρατικά / ιδιωτικά από μια στείρα οικονομίστικη σκοπιά αλλά γιατί αντιλαμβανόμαστε την σημασία τους ως αναδιαρθρωτικός μοχλός όλης της εκπαίδευσης. Καταρχάς λοιπόν μπορούμε και πρέπει να πούμε ότι η μάχη του άρθρου 16 είναι μια μεγάλη μάχη. Ένα ακόμα σημείο γύρω από τα ιδιωτικά το οποίο οφείλει να συνεκτιμηθεί είναι το γεγονός ότι για το ζήτημα αυτόθα υπάρξουν συγκεκριμένες ημερομηνίες στις οποίες η βουλή θα ψηφίσει για το ποια άρθρα θεωρούνται αναθεωρητέα και προς ποια κατεύθυνση.

Τα ΕΑΑΚ οφείλουν να δώσουν τη μάχη για να μην περάσει η αναθεώρηση του άρθρου 16 τόσο για τις αλλαγές που η ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων μπορεί να φέρει όσο και για τη συμβολική σημασία της μάχης μέσα στις σχολές και στην κοινωνία. Επίσης τα ΕΑΑΚ πρέπει να δώσουν τη μάχη για το αρ.16 γιατί σε άλλη περίπτωση τη μάχη αυτή θα τη δώσει μόνη της η ΚΝΕ με δύο πολύ αρνητικά αποτελέσματα: η αναθεώρηση δεν θα έχει λόγο να σταματήσει και δεύτερον η ΚΝΕ θα βγει με τόνο ότι ορίστε το φοιτητικό κίνημα δεν μπορεί να πάρει πραγματικές νίκες – ψηφίστε όλοι ΚΝΕ που ξέρει να καταγγέλλει άπαντες ενόχους. Το πρόβλημα γενικώς είναι ότι το κράτος έχει καταφέρει, τόσο λόγω της συναίνεσης των δύο κομμάτων όσο και λόγω των ίδιων των χειρισμών που έχει κάνει, να μετατρέψει το ζήτημα της αναθεώρησης σαν κάτι το δεδομένο, το οποίο δεν μπορεί να το αμφισβητήσει ούτε το φοιτητικό κίνημα με την περσινή του έξαρση. Ως εκ τούτου μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι παρόλο που το ζήτημα της Δημόσιας κ Δωρεάν Παιδείας ήταν από τα πρώτα μέσα στην αιτηματολογία του κινήματος, το γεγονός ότι η ΝΔ αντιλαμβάνεται μια πολιτική ηγεμονία συνολικά μέσα στην κοινωνία γύρω από αυτό το μέτρο, καθιστά σαφές ότι η προώθηση του θα επιχειρηθεί και μάλιστα με τον πλέον γραμμικό τρόπο.

Εκτιμούμε ότι δυνατότητες μπλοκαρίσματος της συνταγματικής αναθεώρησης και ιδιαίτερα του άρθρου 16 είναι υπαρκτές σε όλο το μήκος αυτής της μάχης αλλά πολύ λίγες είναι οι πιθανότητες να μην κριθεί αυτό το άρθρο αναθεωρητέο στη σχετική βουλή τον Δεκέμβρη, στο βαθμό που δεν υπάρχει ένας πραγματικά παλλαϊκός ξεσηκωμός ενάντια στην Αναθεώρηση, με το φοιτητικό κίνημα σε έξαρση και συμμέτοχο.

Μπορούμε όμως στο βαθμό που έχουμε καταφέρει ηγεμονικά να απαντήσουμε σε όλα τα μέτωπα και στο βαθμό που έχουν αναπτυχθεί όροι κινήματος να καταφέρουμε σημαντικές νίκες: την συνολική απονομιμοποίηση αυτής της επιλογής μέσα στον εκπαιδευτικό μηχανισμό, μεγάλο κόστος στη ΔΑΠ, συμπόρευση μεγάλου πλήθους δυνάμεων ενάντια στην αναθεώρηση, έως και την διάρρηξη της συμφωνίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο και την μη ψήφιση του άρθρου προς αναθεώρηση από την κοινοβουλευτική ομάδα της αντιπολίτευσης.Γύρω από αυτή τη μάχη αξίζουν μερικές παρατηρήσεις:

§Η μάχη της αναθεώρησης είναι και δύσκολη και διαρκείας. Αυτό πρέπει να γίνει καθαρό προς τους φοιτητές. Η γραμμή που θα παίξει η ΚΝΕ, γραμμή που θα λέει για αντεπίθεση ενώ θα εύχεται να ψηφιστεί το αρ.16 ως αναθεωρητέο για να μπορεί να ικανοποιήσει την ηττοπάθεια της και την καταγγελιολογική της στάση οφείλει να υποσκελιστεί από μια γραμμή που θα βλέπει κινητοποιήσεις με βάθος και ουσία. Μια τέτοια γραμμή οφείλει να ξεκαθαρίζει αφενός ότι για να σταματήσει η αναθεώρηση θα απαιτηθούν μεγάλες κινητοποιήσεις και αφετέρου ότι η μάχη της αναθεώρησης δεν έχει ημερομηνία λήξης τον Δεκέμβρη όσο και αν αυτό είναι ένας πρώτος κόμβος

§Εντός ΕΑΑΚ αναγκαστικά χρειαζόμαστε κάποια προχωρήματα για το πώς θα χτυπάμε πολιτικά την αναθεώρηση – είναι προφανές ότι δεν πρέπει μεγάλη μερίδα σχημάτων να μιλάει για πανεπιστήμια – επιχειρήσεις περιοριζόμενα σε μια οικονομίστικη αντίληψη η οποία εύκολα απαντάται από το κράτος.

§Στη μάχη της αναθεώρησης θέλουμε συμμάχους προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτό σημαίνει ότι και εδώ πρέπει να κοιτάμε στην κατεύθυνση πανεκπαιδευτικού μετώπου, και εδώ πρέπει να κοιτάμε τη συγκρότηση πολιτικών συμμαχιών. Τέλος σημειώνουμε την σημασία της εκκίνησης μιας σοβαρής προσπάθειας για συγκρότησης καμπάνιας ενάντια στην αναθεώρηση του συντάγματος στην οποία να εντάσσονται τα ΕΑΑΚ, άλλα μετωπικά μορφώματα και οργανώσεις.

Ως προς το ζήτημα συνολικά των κυκλωτικών κινήσεων που μπορούν να είναι προσπάθειες νομιμοποίησης μεταρρυθμίσεων, επιθετικές κινήσεις που να προσπαθούν να εγγράψουν αντιδραστικές τομές στα ιδεολογήματα του φοιτητικού στρώματος κλπ. Κυκλωτικές κινήσεις μπορούν να είναι επιμέρους τομές με χαρακτηριστική την τελευταία επιλογή που σχετίζεται με το ΠΔ και τα επαγγελματικά δικαιώματα των μηχανικών (κάτι που σχετίζεται τόσο με την απαξίωση του πτυχίου και ρευστοποίησης των τίτλων όσο και με το χτύπημα κεκτημένων συγκεκριμένων σχολών που αποτελούν και κάστρα του κινήματος) κλπ. Σε κάθε περίπτωση ακριβώς για να απαντήσουμε σε αυτά τα μέτωπα η μόνη επιτυχημένη μεθοδολογία είναι η ιδιαίτερη αντιμετώπιση τους και η σύνδεση τους με την συνολική εκπαιδευτική αναδιάρθρωση με διαλεκτικό τρόπο (να περιγράφεται ο συγκεκριμένος ρόλος τους) ούτως ώστε να αποδιαρθρώνεται η προσπάθεια του κράτους να συσσωρεύσει όρους με αυτό τον τρόπο.

Ως προς το επίπεδο της σύναψης της αναδιαρθρωτικής συμμαχίας οφείλουμε να κάνουμε μια παραδοχή ότι όσοι εντάσσονται στον ιδεολογικό μηχανισμό έχουν αντικειμενικές θέσεις και συμφέροντα, τα οποία μπορούν να υποκρύπτονται και να τροποποιούνται στη βάση των πολιτικών συσχετισμών και της συγκυρίας, παραμένουν όμως, ακριβώς γιατί είναι αντικειμενικά. Με αυτή την έννοια το κράτος έχει εν δυνάμει συμμάχους μέσα στον εκπαιδευτικό μηχανισμό τους οποίους και μπορεί να κερδίσει στη βάση ενός ηγεμονικού σχεδίου προώθησης των αναδιαρθρώσεων. Μια τέτοια κίνηση επιχειρείται ξανά μετά το κίνημα του καλοκαιριού και περνάει κατά βάση από μια πρόταση του υπουργείου για μια εκπαίδευση της ανταγωνιστικότητας, της ανταποδοτικότητας και εν γένει ενός τέτοιου τεχνοκρατικού μοντέλου το οποίο βρίσκει ισχυρή συμμαχία σε μεγάλη μερίδα του ΔΕΠ. (πρδ το κείμενο των καθηγητών νομικής, το κείμενο των καθηγητών Χ/Μ Πάτρας, η παρουσία μεγάλης μερίδας διανοουμένων στην εκδήλωση του ΠΑΣΟΚ για το «ποιες μεταρρυθμίσεις χρειαζόμαστε», το κείμενο του Πρύτανη ΓΠΑ κλπ) Εξάλλου είναι χαρακτηριστικό ότι συγκεκριμένες αλλαγές που το υψηλόβαθμο ΔΕΠ ζητούσε όπως η μετατροπή των τμημάτων σε σχολές (σημαίνει και αλλαγή στο τρόπο χρηματοδότησης και αλλαγή στις δυνατότητες παραγωγής διαφορετικών πτυχίων) υπάρχουν πλέον και στο Προσχέδιο για τον Ν-Π. Απέναντι σε αυτή την κίνηση το σύνολο των ΕΑΑΚ οφείλουν να πράξουν με τρόπο ώστε να αποδιαρθρώνεται η όποια προσπάθεια του κράτους. Μια τέτοια επιλογή πρέπει να ξεκινά από τον πολιτικό εκβιασμό αποφάσεων στα όργανα συνδιοίκησης, να εκμεταλλεύεται τον εν δυνάμει συντονισμό με τη ΠΟΣΔΕΠ, να προωθεί αιτήματα που διεμβολίζουν το ΔΕΠ (πχ ΔΕΠ πλήρους κ αποκλειστικής απασχόλησης).

Στα πλαίσια αυτά, το επόμενο διάστημα, τα ανεξάρτητα αριστερά σχήματα των ΕΑΑΚ,πρέπει να είναι σε διάταξη μάχης για το ενδεχόμενο να επιχειρηθεί ξανά το κατέβασμα του νέου νόμου πλαίσιο. Είναι ακόμα απαραίτητο να προετοιμαστούν οι σύλλογοι για την μάχη της αναθεώρησης του άρθρου 16, να εγγυηθούν σε κάθε τμήμα και πανεπιστήμιο πως δεν θα υλοποιηθούν οι νόμοι της αξιολόγησης και της δια βίου εκπαίδευσης. Επίσης είναι απαραίτητο, στηριζόμενοι στη δυναμική του φοιτητικού κινήματος να προχωρήσουμε σε μια σειρά από επιθετικές - διεκδικητικές κινήσεις σε τμήματα-συγκλήτους, αλλά και κεντρικά, για την αναίρεση κεκτημένων της αναδιάρθρωσης, όπως πρόοδοι, προαπαιτούμενα, προγράμματα σπουδών με ειδικεύσεις και κατευθύνσεις, εστίες, λέσχες, κτλ. Επίσης πρέπει να επιμείνουμε σε μια σαφή καταγγελία του ‘εθνικού διαλόγου’, ότι δεν συμμετέχουμε, ότι κάθε τέτοιος διάλογος είναι από τη φύση του στημένος, και ότι τορπιλίζεται ακόμα περισσότερο μετά τη στάση της αστυνομίας στις εκπαιδευτικές πορείες.

3.4)Για τις φοιτητικές παρατάξεις

Για τον πολιτικό σχεδιασμό σε σχέση με το φοιτητικό κίνημα απαιτείται μια πιο συγκεκριμένη εκτίμηση για την πολιτική στάση της κάθε φοιτητικής παράταξης, και ένας ειδικός σχεδιασμός για την πολεμική απέναντί της. Η αναγκαιότητα αυτή ξεφεύγει από μια κλασική λογική αντιπαράθεσης, αφού από την αποτελεσματικότητα των ΕΑΑΚ θα κριθεί ο δεύτερος γύρος της αναμέτρησης και η δυνατότητα κεφαλαιοποίησης του φοιτητικού κινήματος από τα ανεξάρτητα αριστερά σχήματα των ΕΑΑΚ.

Η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, μετά την αποτυχία της να καταστείλει πολιτικά την ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος την περσινή χρονιά, και ειδικά μετά την πραγματική αναγκαιότητα της παρέμβασης της για το υπουργείο (βλ φεστιβάλ ΟΝΝΕΔ, συμμετοχή στο διάλογο), θα προσπαθήσει να υποστηρίξει την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση στο μέγιστο βαθμό. Από την πίεση σε τμήματα και συγκλήτους, μέχρι την ανοιχτή προπαγάνδιση των θέσεων του υπουργείου. Είναι, όμως σαφές πως είναι αρκετά πιεσμένη και πως ανοίγεται ο δρόμος για την αποσυγκρότηση της συμμαχίας της με πλατιά τμήματα της σπουδάζουσας νεολαίας.

Από την άλλη η ΠΑΣΠ θα επιχειρήσει να κεφαλαιοποιήσει το κίνημα και να το οδηγήσει σε εκτόνωση, μέσα από θετικές προτάσεις, για δημόσιο και δωρεάν δημοκρατικό πανεπιστήμιο, και γιαδιάλογο. Η αντιφατικότητα της στάσης της με το ΠΑΣΟΚ και οι εσωτερικές της αντιθέσεις, παραμένουν ενεργές, περιορίζοντας τις δυνατότητες ραγδαίας ανάπτυξης της. Παρ΄ όλα αυτά παραμένει ο βασικός κίνδυνος για την ενσωμάτωση του φοιτητικού κινήματος.

Η ΠΚΣ μετά την τρομερή περσινή της αποτυχία θα προσπαθήσει να ανασυνταχτεί και να κεφαλαιοποιήσει το φοιτητικό κίνημα, ουσιαστικά ξαναγράφοντας την ιστορία. Βασική ιεραρχησή της είναι ο νέος ν. πλαίσιο, ενώ σε βαθμό παραλογισμού ανεβάζει το ζήτημα του διαλόγου σαν διαχωριστική από τα ΕΑΑΚ. Εκτιμά πως η συγκρότηση του συντονιστικού ήταν δική της επιτυχία και το πολιτικό πλαίσιο αποτέλεσμα της δικής της πίεσης. Είναι απαραίτητο η ΠΚΣ να δεχτεί την πιο σκληρή επίθεση για την περσινή της στάση, παράλληλα με ενωτική «πρόκληση» για το φοιτητικό κίνημα. Η αποσυγκρότηση της πολιτικής της επιχειρηματολογίας σε όλα τα επίπεδα είναι απαραίτητη, ειδικά στο ενδεχόμενο που θα προσπαθήσει να αναβαθμίσει τον ρόλο της σε πιθανή είσοδο του μαθητικού κινήματος στο προσκήνιο.

Το ΔΑΡΑΣ από την πλευρά του είναι σε μια προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης της ορθότητας της άποψης του για ενότητα γύρω από το τίποτα, ενώ παράλληλα προσπαθεί πλέον να καταγραφεί και επίσημα σαν συνιστώσα του φοιτητικού κινήματος. Η συνολική κίνηση της νεολαίας ΣΥΝ και η αναγνωρισιμοτητά του, του δίνουν τη δυνατότητα γρήγορης εκτατικής ανάπτυξης. Η ανακοπή της ανάπτυξης του, και η αποτύπωση της ηγεμονίας των ΕΑΑΚ πάνω του σε βασικές σχολές που παρεμβαίνει (πχ ΑΣΟΕΕ) είναι βασικός στόχος.

3.5)Για τη συγκυρία στους υπόλοιπους χώρους της εκπαίδευσης

Στη παρούσα συγκυρία βλέπουμε τη προσπάθεια ανάπτυξης κινηματικών διαδικασιών από το σύνολο των βαθμίδων της εκπαίδευσης, γεγονός για το οποίο συνέβαλλε ιδιαίτερα το ίδιο το φοιτητικό κίνημα. Η κατάσταση αυτή τη στιγμή στους Δασκάλους (ΔΟΕ) αλλά και η επανεμφάνιση της ΕΛΜΕ στο πεδίο των κινητοποιήσεων δείχνει αυτή τη στιγμή την αδυναμία της κυβέρνησης να προτείνει ένα ηγεμονικό σχέδιο για αλλαγές στην εκπαίδευση. Ιδιαίτερα αρνητική συμβολή εξάλλου ήταν η αντιδραστική επιλογή της «βάσης του 10» και ο σκληρός τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε.

Σε σχέση με την αναδιάρθρωση στις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης σημειώνουμε ότι οι βασικοί στόχοι ορίζονται μέσα από την προσπάθεια ακόμα περαιτέρω σκλήρυνσης των όρων αναπαραγωγής της μαθητιώσας νεολαίας, η σκλήρυνση των ίδιων των μηχανισμών αξιολόγησης των μαθητών (πανελλαδικές, διαγωνίσματα σε όλες τις τάξεις) και η εκτενής προσπάθεια γενίκευσης της κατάρτισης (ΕΠΑΛ) καθώς και η αποστείρωση του χαρακτήρα των γενικών μαθημάτων. Ως προς την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που σχετίζονται με τον ίδιο το ρόλο του καθηγητή στον σχολικό μηχανισμό και συνολικά με την αναδιάρθρωση του ίδιου του μηχανισμού χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η προώθηση της αξιολόγησης και συνολικά η προσπάθεια αλλαγής του μαθημάτων, η ισχυροποίηση συγκεκριμένων επιλογών (πχ. τεχνολογική κατεύθυνση). Συνολικά μπορούμε να πούμε ότι η χρόνια ήττα του συνδικαλιστικού κινήματος των Δασκάλων και Καθηγητών καθώς και η αδυναμία ανάπτυξης μαθητικών κινημάτων μετά τον Αρσένη έδωσαν στο κράτος την δυνατότητα για προώθηση σκληρών αναδιαρθρώσεων στον σχολικό μηχανισμό.

Τα αίτια της ανάπτυξης εκ νέου διεκδικητικών κινημάτων από τους καθηγητές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας (κυρίαρχα των πρώτων) οφείλουν να αναζητηθούν στις αποτυπώσεις που κατάφερε το ίδιο το φοιτητικό κίνημα, στην συνολική απονομιμοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής της ΝΔ αλλά και στην επιτυχημένη δράση των ίδιων των αγωνιστικών δυνάμεων εκεί (εξάλλου η αποτυχία της ΟΛΜΕ να μπει σε κινητοποιήσεις κλίμακας πέρυσι οφείλεται κατά βάση στο ότι καθοδηγήθηκε από την ΠΑΣΚΕ και πολύ λιγότερο από τις Π-Σ-Κ οι οποίες ορθά πρότειναν γύρο κινητοποιήσεων το Μάη βλέποντας την δυνατότητα ανάπτυξης φοιτητικού κινήματος εκείνη την περίοδο όπως και έγινε). Παρόλες τις δυνατότητες δασκάλων και καθηγητών να αναφερθούν άμεσα στην ελληνική κοινωνία, οι δυνατότητες νίκης αυτών των κινημάτων θα εξαρτηθούν κατά βάση από το αν οι απεργιακές κινητοποιήσεις θα συνεχίσουν και με κλιμάκωση και μετά τις ΝοΔΕ και από το πόσο μπορεί να υπάρξει αυτή μια οριζόντια τροφοδότηση μεταξύ των κινημάτων της εκπαίδευσης.

4)Πολιτικές και Κοινωνικές Συμμαχίες μέσα στο φοιτητικό κίνημα

Σημαντική υπήρξε πέρυσι η συμβολή του Τομέα, ούτως ώστε να χαράξουν τα σχήματα της ΕΑΑΚμια αυτόνομη πολιτική συμμαχιών για το εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος (για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια).

Η σημασία μιας τέτοιας εξέλιξης ήταν διπλή.

Αφ’ ενός τα σχήματα της ΕΑΑΚ τελικά παρουσίασαν μια πλατφόρμα που έπαιρνε θέση πάνω στα βασικά επίδικα (α. βασικές εκτιμήσεις για τη συγκυρία, β. πρόγραμμα πάλης, γ. μορφές αγώνα, δ. τρόπος συντονισμού με άλλες αγωνιζόμενες κατηγορίες – στρώματα), την κρίσιμη περίοδο του ξεκινήματος των κινητοποιήσεων στην οποία χρειάστηκε η συγκρότηση μιας πανελλαδικής ενιαίας αγωνιστικής τάσης που θα πάλευε για να ξεκινήσουν καταλήψεις. Οι αγωνιστικές δυνάμεις υιοθέτησαν την πλατφόρμα αυτή σχεδόν στο σύνολό τους, λόγω των ορθών επιλογών που πήραμε ως προς τα παραπάνω επίδικα, αλλά και λόγω του ότι τα ΕΑΑΚ είχαν και την κρίσιμη μάζα αγωνιστών πανελλαδικά που μπορούσε να εγγυηθεί την εκκίνηση των καταλήψεων. Η πλατφόρμα χρωμάτισε το κίνημα ως προς τα βασικά του χαρακτηριστικά, και όλοι μέσα και έξω από το πανεπιστήμιο όταν αναφέρονταν στο κίνημα, ή όταν σήμερα το αποτιμούν, επί της ουσίας καθορίζουν τη θέση τους γύρω από αυτά.

Αφετέρου, η επιμονή του Τομέα να προσανατολίζει τη συζήτηση μέσα στα ΕΑΑΚ πάνω στο ζήτημα της πολιτικής συμμαχιών, ήταν (και παραμένει) μια μάχη φυσιογνωμίας για το εγχείρημα. Δεν υποτιμούμε καθόλου την αξία της διαπάλης γύρω από το «ποια επαναστατική θεωρία», διαπάλη που χρειάζεται σε ένα τοπίο ‘θεωρητικού κατακερματισμού’ και πολλών ερμηνειών της πραγματικότητας, αλλά και για να υπάρχει συμφωνία πολιτικών θέσεων. Αυτή η διαπάλη όμως δεν μπορεί να γίνεται εν κενώ (απουσία πραγματικών μαζών), ούτε πρέπει να θεωρείται το κυρίως μέρος της συζήτησης. Αν συμβαίνει αυτό, το εγχείρημα μετατρέπεται σε ιδεολογικό λόμπι αριστεριστών, κάτι που είναι πολύ μακριά από τον δικό μας ιδεότυπο. Εμείς θέλουμε μάχιμα ΕΑΑΚ που θα είναι ξεκαθαρισμένα ως προς τα βασικά ζητήματα χάραξης τακτικής για την περίοδο, και παράλληλα θα ανοίγουν προβληματισμούς, θα συζητούν την ουσία των στρατηγικών και των πολιτικών θέσεων και όχι πάνω σε απολήξεις. Αυτή η μάχη φυσιογνωμίας λοιπόν περνά και μέσα από τη συζήτηση για την πολιτική συμμαχιών.

Σε τελική ανάλυση, ο Τομέας αντιλαμβάνεται πως η χάραξη μιας ορθής πολιτικής συμμαχιών για την περίοδο, αποτελεί σημαντικό κομμάτι ενός πολιτικού σχεδίου που φιλοδοξεί να διαμορφώσειμια άλλη φυσιογνωμία για τα ΕΑΑΚ, αλλά και σε δεύτερο επίπεδο μια άλλη - πιο ηγεμονική - τοποθέτηση των ΕΑΑΚ μέσα στην φοιτητική Αριστερά και στο φοιτητικό κίνημα.

Οι εμπειρίες που έχουμε αποκομίσει από το περασμένο διάστημα, στο οποίο η γραμμή μας δοκιμάστηκε, μας επιτρέπει να προχωρήσουμε τις επεξεργασίες μας ένα βήμα πιο μπροστά.

4.1)Για μια πολιτική πρόταση συνέχισης της αντι-αναδιαρθρωτικής πάλης

Η περίοδος που επιλέξαμε να δημοσιοποιήσουμε την πολιτική μας πρόταση ήταν τις πρώτες μέρες των κινητοποιήσεων στις αρχές Μάη. Η επιλογή έγινε για λόγους τακτικής: είχαμε αποφασίσει να μπούμε σε καταλήψεις επειδή εκτιμούσαμε πως το κράτος θα επιτάχυνε τις αναδιαρθρωτικές κινήσεις (κεντρική εφαρμογή και ψήφιση νόμων) και θέλαμε ‘συνοδοιπόρους’ για να αντιμετωπίσουμε αυτούς που θα διαφωνούσαν σε καταλήψεις διαρκείας (ΔΑΠ, ΠΑΣΠ, ΠΚΣ). Παρ’ όλα αυτά, η αντί – αναδιαρθρωτική πολιτική δεν εξαντλείται σε κάποιες μεγάλες κεντρικές μάχες σαν αυτή που ζήσαμε το καλοκαίρι. Επιμερίζεται σε τοπικές – πιο συγκεκριμένες μάχες, ανά ζήτημα ή ανά κοινωνικούς χώρους, σε μια μόνιμη βάση. Άλλωστε, το κράτος δεν προχωρά τη ‘μεταρρύθμιση’ μόνο σε κεντρικό επίπεδο, αλλά έχει ένα συνολικό σχεδιασμό επιμέρους τομών, είτε αφορούν όλη την 3βάθμια εκπαίδευση είτε πιο συγκεκριμένες κατηγορίες σχολών. Οπότε, μια πρόταση συνέχισης της αντί – αναδιαρθρωτικής πάλης μέσα στο πανεπιστήμιο θα βοηθήσει σε μια πιο αποτελεσματική παρέμβαση, αφού εν δυνάμει θα διαμορφώνεται ένας κοινός σχεδιασμός μεγαλύτερων δυνάμεων από αυτές που τα ΕΑΑΚ αυτοτελώς κινούν, όχι ίσως σε κάποια σχολή που το σχήμα της ΕΑΑΚ είναι δυνατό, αλλά πανελλαδικά. Επιπλέον,θα δώσει τη δυνατότητα σταΕΑΑΚ να μονιμοποιήσει τις επαφές της κυρίως με αγωνιστές αλλά και ανεξάρτητα σχήματα που μπλέχθηκαν με το κίνημα του καλοκαιριού με βασικό σημείο επαφής ένα από τα πιο βασικά ζητήματα της σύγχρονης αριστερής παρέμβασης στο πανεπιστήμιο. Αυτή η επαφή, με την κατάλληλη δουλειά και στο βαθμό που εντάσσεται σε ένα πιο συνολικό σχέδιο Ανασύνθεσης της Ε.Α. στο πανεπιστήμιο, θα μπορεί δυνητικά να οδηγήσει και σε ευρύτερες συμφωνίες, ακόμα και στη δημιουργία πιο διευρυμένου (με νέους αγωνιστές, σχήματα αλλά και δυνάμεις της Ε.Α.) δικτύου σχημάτων. Οι συμμαχίες του Μάη – Απρίλη, στις οποίες η αρχική μαγιά ήταν κατά βάση οι δυνάμεις της Επαναστατικής Αριστεράς, αποτελούν μια σημαντική τέτοια παρακαταθήκη για το μέλλον.

Μια τέτοια κίνηση – πρόταση δεν μπορεί να συμβεί εν κενώ. Θα πρέπει να δημοσιοποιηθεί κεντρικά, να προχωρήσει από τα πιο δυνατά σχήματα, πάνω σε συγκεκριμένα επίδικα, κεντρικά και επιμέρους, θα πρέπει να περιλαμβάνει εκδηλώσεις – συζητήσεις με την έναρξη της χρονιάς. Κεντρικό ζήτημα μιας τέτοιας πρότασης μπορεί και πρέπει να είναι, πέρα από το μπλοκάρισμα της εφαρμογής νόμων στα τμήματα και στις συγκλήτους ή ψήφισης νέων νσ, η εναντίωση στην Αναθεώρηση του Συντάγματος και ο άμεσος κοινός σχεδιασμός για κινητοποιήσεις.

Συμπληρωματική αναγκαία επεξεργασία στην παραπάνω πρόταση για να έχει ουσία, αφορά στο απαραίτητο πολιτικό πρόγραμμα πάλης. Αυτό αναλύεται παρακάτω.

4.2)Για την πολιτική πλατφόρμα – ένα εμπλουτισμένο πρόγραμμα πάλης

Το πολιτικό πρόγραμμα πάλης όπως καταγράφηκε στην αρχική πλατφόρμα είχε κάποια βασικά στοιχεία:

1. Ήταν καθαρά απορριπτικό απέναντι σε όλες τις τρέχουσες πτυχές της αναδιαρθρωτικής κίνησης. Αυτή ήταν και η βασική προϋπόθεση που επί της ουσίας έμπαινε ούτως ώστε κάποιος να συνυπογράψει την πλατφόρμα (ως προς το πολιτικό πλαίσιο). Επιπλέον,‘ονομάτιζε’ τους βασικούς προωθητές της αναδιάρθρωσης –ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΕΕ- και απέδιδε ευθύνες στους υποστηρικτές τους.

2. Απέφευγε να πάρει θέση πάνω σε πιο θεωρητικά ζητήματα, και εστίαζε στην τρέχουσα συγκυρία. Παράδειγμα, δεν έλεγε «ΚΑΜΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ» αλλά «ΝΑ ΜΗΝ ΕΦΑΡΜΟΣΘΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ». Επιπλέον, δεν περιείχε σαν προϋπόθεση στρατηγικά αιτήματα των ΕΑΑΚ (όπως το ΕΝΙΑΙΑ ΠΑΝ/ΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ), παρά το γεγονός ότι επί της ουσίας αυτή περιγραφόταν στα αιτήματα (για κάποιον που θεωρεί ότι η Ε.Π.Ε είναι εργαλείο αμφισβήτησης και όχι πλήρες πρόγραμμα για μια άλλη παιδεία).

3. Συγκροτούσε ένα βασικό πλαίσιο διεκδικητικών αιτημάτων του φοιτητικού κινήματος, προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγει τη λογική της ‘αναβάθμισης’ και του ‘θετικού μεταρρυθμιτισμού’. Τα αιτήματα είχαν έναν πιο γενικό προσανατολισμό αμφισβήτησης της αναδιάρθρωσης και των αποτελεσμάτων που αυτή θα έχει αν προχωρήσει.

Οφείλουμε να αποτιμήσουμε πως κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, παρά το γεγονός πως υπήρχαν οι αντικειμενικές συνθήκες για να υπάρχει ένα βάθεμα της πολιτικής κουβέντας. Ένα πιο γειωμένο ξεδίπλωμα των αντιθέσεων. Τελικά ένα προχώρημα στις πολιτικές συμφωνίες, και συνολικά της πολιτικής κουβέντας μεταξύ των φοιτητών μέσα στο πανεπιστήμιο. Αυτά δεν συνέβησαν, και αυτό οφείλεται κατά βάση:

Α)Χιλιάδες φοιτητές συμμετείχαν για πρώτη φορά με τέτοια ένταση σε πολιτικές – συνδικαλιστικές διεργασίες, οπότε είναι αντικειμενικό να εμφανισθεί ένα απότομο χάσμα ‘πολιτικοποίησης’ μεταξύ κοινωνικών και πολιτικών πρωτοπορειών και της πλατιάς μάζας των φοιτητών. Η άλλοτε ‘γενιά της αδιαφορίας’, παρά την εκπληκτική αυθόρμητη και πρωτόγνωρη διάθεση για πολιτική ενασχόληση, δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει με αυτόματο τρόπο και σε σύντομο χρονικό διάστημα το βάλτωμα που της έχουν επιβάλλει οι μηχανισμοί της αστικής προπαγάνδας.

Β) Υπάρχουν και σημαντικές υποκειμενικές ευθύνες των πρωτοπορειών, οι οποίες περισσότερο αναπαρήγαγαν τα στερεότυπα - απογειωμένα ή μη - ανάλογα με το ιδιαίτερο ιδεολογικό φορτίο που φέρουν (αναρχία, νεοαυτόνομα ρεύματα, τροτσκιστικές ομάδες κλπ) παρά είχαν έναν προσανατολισμό να ‘μυήσουν’ πραγματικά τους φοιτητές στην πολιτική, να αφουγκραστούν τα πραγματικά ερωτήματα της συγκυρίας. Ιδιαίτερη ευθύνη βαραίνει και ιδιαίτερα τα ΕΑΑΚ και συνακόλουθα τον Τομέα. Από τη μία από ένα χρονικό σημείο και έπειτα, ο πολιτικός τόνος των ΕΑΑΚ έρεπε σε ένα στείρο κινηματισμό – αποθέωση των καταλήψεων, και υποτιμούσαν ιδιαίτερα την πολιτική δουλειά, τον εμπλουτισμό και βάθεμα της καθαρά πολιτικής γραμμής. Πέρα από κάποιες επιλογές των ΕΑΑΚ μέσα στο κίνημα οι οποίες έγιναν σχεδόν αντανακλαστικά, που χρωμάτισαν βασικά την κατάληξη του, δεν μπορούμε να πούμε πως σήμερα ήμαστε πολλά βήματα μπροστά στην πολιτική κουβέντα μέσα στο πανεπιστήμιο, εκτός προφανώς από το ότι υπάρχουν πολλά νέα αφτιά πρόθυμα να ακούσουν.

Οι επιλογές που αναφέρονται παραπάνω ήταν:

1. Η τόνωση της καταδίκης του κατασταλτικού σκέλους της στάσης του κράτους απέναντι στο φοιτητικό κίνημα. Ήταν μια σωστή τακτική, από τη στιγμή που το κράτος επέλεξε να χτυπήσει (βασικά στις πορείες της Αθήνας και όχι στις καταλήψεις ή αλλού). Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα το πως αντικρούουμε πολιτικά τη γραμμή του κράτους για ‘ΔΙΑΛΟΓΟ’. Είναι απολιτικ και αρκετά εύκολη στην αντί- επιχειρηματολογία η γραμμή ‘ όχι διάλογο με την υπουργό των ΜΑΤ’ αν είναι η αποκλειστική γραμμή. Την ίδια στιγμή, στην κορύφωση του κινήματος και λόγω της στάσης της Υπουργού απαιτήσαμε την πτώση της. Συμφωνήσαμε σε αυτό τον τόνο όχι επειδή θεωρούμε πως γενικά το κίνημα πρέπει να ζητάει τις πτώσεις των κυβερνήσεων ή των υπουργών (είναι αριστερίστικη θέση αυτή), αλλά επειδή στην συγκεκριμένη στιγμή η παραίτηση της Υπουργού κάτω από την πίεση των μαζικών κινητοποιήσεων θα σήμαινε ένα συνολικό ανασχεδιασμό από την πλευρά του κράτους, μια συμβολική επικοινωνιακή και πολιτική ήττα της κυβέρνησης ΧΩΡΙΣ να έχουμε αυταπάτες πως η νέα ηγεσία του Υπουργείου θα ήταν ‘καλύτερη’.

2. Σε συνέχεια των παραπάνω, όταν η κυβέρνηση υποχώρησε και κάλεσε εκ νέου σε ‘ΔΙΑΛΟΓΟ’, ενσωματώθηκε στον πολιτικό τόνο του κινήματος η γραμμή ‘κανένας διάλογος με την υπουργό των ΜΑΤ’, ‘όχι στο στημένο διάλογο’.

3. Προς το τέλος των κινητοποιήσεων, υπήρξε μια πρόθεση να προχωρήσει ο πολιτικός διάλογος, να βαθύνει το πρόγραμμα πάλης του κινήματος σε επίπεδο αιτημάτων (βλ σχετική απόφαση Γραφείου ΤΝ στα μέσα Ιούνη). Όμως επί της ουσίας η ‘ΕΝΙΑΙΑ ΠΑΝ/ΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ’ περιγραφόταν στα αιτήματα αλλά δεν υπήρχε μια κατεύθυνση να συζητηθεί στα αμφιθέατρα (σαν συμπύκνωση της πιο επαναστατικής γραμμής οριοθέτησης, από τη γραμμή του κράτους για την εκπαίδευση αλλά και από κάθε εκδοχή παραδοσιακών αριστερών γραμμών επηρεασμένων από την αστική ιδεολογία), όπως επίσης δεν υπήρξε ούτε στοιχειώδης εξειδίκευση των γενικών αιτημάτων σε επίπεδο κοινωνικού χώρου ή πανελλαδικό. Η κίνησή μας εξαντλήθηκε σε μία από τα πάνω ενσωμάτωση αιτημάτων – βασικά των ΕΑΑΚ και όχι κοινωνικά εξαγόμενα – στις αποφάσειςτου τελευταίου Πανελλαδικού Συντονιστικού των Γ.Σ. στις 27 Ιούνη.

Συμπερασματικά. Πρέπει να μην υποτιμήσουμε την ενεργή πολιτική διαπάλη που πρέπει να διεξάγεται σε μόνιμη βάση για το πρόγραμμα πάλης. Να μην χάσουμε άλλη ευκαιρία η διαπάλη αυτή να γίνει ‘παρουσία πραγματικών μαζών’ σε ενδεχόμενη επικείμενη κινηματική περίοδο. Πρέπει να βάζουμε ζητήματα ‘προχωρήματος της πολιτικής συμφωνίας’ ακόμα και ΕΝΤΟΣ μιας πολιτικής συμμαχίας. Να πάρουμε σαν βάση κουβέντας την πολιτική συμφωνία του κινήματος του καλοκαιριού, αλλά να προχωρήσουμε ακόμα παραπέρα, με στόχο: να μην έχει η συμμαχία μια συνολική φυσιογνωμία ενός ‘΄ΟΧΙ στην αναδιάρθρωση’, χωρίς να υποτιμούμε και αυτήν την θέση, αλλά να έχει μια συνολική φυσιογνωμία επιθετικότερης αιτηματολογίας από την μεριά του φοιτητικού κινήματος. Να έχει η πολιτική πλατφόρμα γενικά αιτήματα που να αφορούν το σύνολο της εκπαίδευσης και ορισμένες αιχμές που αφορούν ειδικά άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης και βρίσκονται στην ‘επικαιρότητα’ σήμερα (πχ βάση του 10). Συνολικά το πρόγραμμα πάλης δεν θα είναι σε μια λογική γόνιμων, άλλοτε συμβιβαστικών με την αναδιάρθρωση άλλοτε όχι, θετικών προτάσεων αλλά σε μία λογική διεκδικητικών αιτημάτων που θα βελτιώνουν το επίπεδο διαβίωσης των φοιτητών, θα ανασχέουν όψεις της αναδιάρθρωσης που έχουν προχωρήσει, θα εκμεταλλεύονται τις τρέχουσες αντιφάσεις της αναδιαρθρωτικής κίνησης (πχ κατανεμητική αστάθεια), θα διαμορφώνουν ένα ριζοσπαστικό πλαίσιο ιδεολογικής ανεξαρτησίας των φοιτητών από την αστική ιδεολογία.

5)Για το πανεκπαιδευτικό μέτωπο

Οφείλουμε να αποτιμήσουμε πως η κουβέντα εντός του Τομέα, αλλά και εντός των ΕΑΑΚ πάνω στο ζήτημα της οικοδόμησης ενός πανεκπαιδευτικού μετώπου (ΠΜ) έχει προχωρήσει πολύ, και η περσινή χρονιά ήταν πολύ εποικοδομητική: Για πρώτη φορά μετά από χρόνια ο σχεδιασμός του Τομέα περιελάμβανε την επικοινωνία με τις ομοσπονδίες, προσπαθούσε να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητες που αυτή η επικοινωνία προσφέρει. Επιπλέον, η γραμμή του ΠΜ παίχθηκε σε ιδιαίτερα μαζικό επίπεδο και αποτέλεσε τη μόνη πραγματικά ρεαλιστική γραμμή για το φοιτητικό κίνημα ούτως ώστε να συντονισθεί με άλλες κατηγορίες πληττόμενων στρωμάτων ή εργαζομένων. Οφείλουμε να δούμε κάποια βασικά στοιχεία:

1. Η δυνατότητα ύπαρξης ενός αυτοτελούς ΠΜ μέσα στο λαϊκό κίνημα θεμελιώνεται θεωρητικά και πολιτικά: το κράτος εφαρμόζει μια πολιτική μεταρρυθμίσεων για όλο τον εκπαιδευτικό μηχανισμό, οι οποία έχει διαφορετικές ταχύτητες και ιεραρχήσεις από αυτή που εφαρμόζει στην Παραγωγή, λόγω των καθυστερήσεων που υπάρχουν (δομική αντίφαση), αλλά λόγω και της ανισόμετρης ανάπτυξης της ταξικής πάλης στους μηχανισμούς αναπαραγωγής. Ένας επιπλέον λόγος που αφορά την τρέχουσα συγκυρία και δεν είναι θεωρητικός, είναι πως στο χώρο της εκπαίδευσης υπάρχουν ομοσπονδίες μαζικές, ζωντανές και με ισχυρές αγωνιζόμενες τάσεις στο εσωτερικό τους. Οπότε στο βαθμό που οι αλλαγές στην εκπαίδευση συνδέουν τη μία βαθμίδα της εκπαίδευσης με την άλλη αλλά επηρεάζουν και όλες τις υποκατηγορίες εκπαιδευτών – εκπαιδευόμενων μέσα σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης, οι ομοσπονδίες είναι και αναγκαίο να συνεργαστούν κινηματικά. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να προσέχουμε, πως το ΠΜ παραμένει μια ιδιαίτερη συνιστώσα του λαϊκού κινήματος, τα εκπαιδευτικά ζητήματα αφορούν όλο το λαό και όχι μόνο τους άμεσα εμπλεκόμενους. Οπότε η υπόθεση του ανοίγματος του ζητήματος ‘στο σύνολο της κοινωνίας’ και η πολιτική και κινηματική στήριξη του αγώνα από το λαό και τις οργανώσεις του (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, σωματεία κλπ) χρειάζεται έναν αυτοτελή σχεδιασμό και είναι ξεχωριστό κομμάτι του πολιτικού μας σχεδίου. Ένα συγκροτημένο ΠΜ βοηθάει, δεν είναι όμως προϋπόθεση για να αγκαλιαστεί ο αγώνας των φοιτητών από το λαό.

2. Απορρίπτουμε μια λογική ακολουθητισμού των φοιτητών από το σχεδιασμό και τις δυνατότητες κινητοποιήσεων άλλων κομματιών – ιδιαίτερα των καθηγητών 3βάθμιας – όπως αυτή εκφράστηκε πέρυσι από το ΔΙΚΤΥΟ (και παλιότερα από την ΑΡΑΣ). Το φοιτητικό κίνημα αντικειμενικά είναι πιο πρωτοπόρο μέσα στο ΠΜ, επειδή είναι μια διαταξική κατηγορία που στην πλειοψηφία της δυνητικά στελεχώνει τα χαμηλά και μεσαία στρώματα της παραγωγής, η οποία χτυπιέται από την αναδιάρθρωση βασικά ως προς την εργασιακή της προοπτική. Διαφορετική είναι η θέση των καθηγητών, οι οποίοι είναι κομμάτι του συλλογικού ‘οργανικού διανοούμενου’ του κράτους. Η συγκυρία της αναδιάρθρωσης χτυπά ορισμένα κεκτημένα τους – δευτερευόντως εργασιακά, περισσότερο ζητήματα που αφορούν τον τρόπο που μέχρι σήμερα αντιλαμβάνονται την εκπαιδευτική διαδικασία – οπότε μερίδες καθηγητών μπορούν να ενταχθούν σε ένα ΠΜ με τη συλλογική εκπροσώπηση της ΠΟΣΔΕΠ, ιδιαίτερα αυτές που έχουν πολιτικούς και ιδεολογικούς δεσμούς με την Αριστερά. Όμως δεν μπορούν να έχουν τον πρώτο λόγο, και αυτό φάνηκε ιδιαίτερα από τις κινητοποιήσεις του καλοκαιριού.

3. ΠΜ δεν υπάρχει μονάχα κάποια περίοδο έξαρσης και μεγάλων κινητοποιήσεων, παρά το γεγονός ότι ο κινηματικός συντονισμός είναι πολύ σημαντικός. Άλλωστε, δύσκολα τυχαίνει να μπορούν να ‘βγουν’ σε μεγάλες κινητοποιήσεις την ίδια χρονική περίοδο διαφορετικά κομμάτια, αφού υπάρχουν ειδικές συνθήκες που δύσκολα εκπληρώνονται, και ειδικοί σχεδιασμοί που δύσκολα συγκλίνουν (πχ όταν εμείς κάναμε καταλήψεις, η ΟΛΜΕ και οι μαθητές έδιναν εξετάσεις, ενώ τώρα που η ΔΟΕ κάνει 5νθήμερες απεργίες, εμείς είμαστε σε εξεταστική). Το να ζητούσαμε από την ΟΛΜΕ να διακόψει τις πανελλαδικές και να ‘βγει’ σε απεργίες, θα ήταν το ίδιο παράλογο με το να μας ζητήσει σήμερα η ΔΟΕ να σταματήσουμε την εξεταστική και να ‘βγούμε’ σε καταλήψεις! (Παρά το γεγονός ότι αν τελικά μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, ίσως είχε πολ/σια αποτελέσματα από αυτά που πετύχαμε εμείς και οι δάσκαλοι χώρια από το Μάρτη μέχρι σήμερα). Άρα, ΠΜ δεν σημαίνει μόνο κινηματικός συντονισμός σε περιόδους εξάρσεων, ο οποίος παραμένει αναγκαίος.Αλλά σημαίνει και μόνιμη επικοινωνία μεταξύ φορέων, συνδιαμόρφωση κοινού πολιτικού τόνου, γενικών αιτημάτων, χάραξη κοινής τακτικής απέναντι στο κράτος (πχ μπαίνουμε στο ΕΣΥΠ ή όχι, μπλοκάρισμα αποφάσεων στα όργανα συνδιοίκησης κλπ), διενέργεια εκδηλώσεων, συνεντεύξεων τύπου κλπ. Προφανώς, για να γίνει κάτι τέτοιο εφικτό θα βοηθούσε πολύ να υπήρχε και ένας ενιαίος φορέας εκπροσώπησης των φοιτητών (η ΕΦΕΕ) όπως υπάρχει για τους άλλους...

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία θα σχεδιάσουμε και για τη φετινή χρονιά:

A.Διατηρούμε ως προς τον πολιτικό τόνο το στίγμα για ΠΜ. Οριοθετούμαστε πολιτικά από λογικές ακολουθητισμού (ΔΙΚΤΥΟ), αλλά και από λογικές υποτίμησης του ΠΜ και υπερτίμησης της ‘σύμπλευσης με το λαό’ ή το εργατικό κίνημα μέσα από μειοψηφικά μέτωπα ή μορφές συντονισμού (βλ ΠΑΜΕ, συντονιστικά σωματείων της ΡΑ σε μια λογική ενιαίου μετώπου παιδείας-εργασίας κλπ).

B.Επιδιώκουμε την επικοινωνία και τον κινηματικό και πολιτικό συντονισμό σε πρώτο στάδιο μεταξύ ΕΑΑΚ και των αντίστοιχων σχημάτων στους χώρους της εκπαίδευσης. Είναι απαράδεκτο να έχουμε περισσότερη επαφή με τη Συσπείρωση Παν/κων μέσω του διαύλου της Ε.Γ. της ΠΟΣΔΕΠ παρά με τις Παρεμβάσεις Καθηγητών α’βάθμιας κ β’βάθμιας!

C.Από νωρίς καλούμε σε κοινές συναντήσεις των ομοσπονδιών όλων των εργαζομένων στην εκπαίδευση με τους Φοιτητικούς Συλλόγους (με τις πρώτες αποφάσεις Γ.Σ.), ανά πόλεις και στην Αθήνα με πιο κεντρικό χαρακτήρα. Θέμα συζήτησης η κοινή πολιτική και κινηματική ‘ατζέντα’.

D.Στις συναντήσεις αυτές ασκούμε προσεκτικά και κριτική: Είτε για τις ιεραρχήσεις των κλάδων (πχ θα είναι για τους πα/κους το επόμενο διάστημα οι μισθοί, ανεξάρτητα από την τελική έκβαση της υπόθεσης του ν/σ για το νόμο – πλαίσιο;), είτε ακόμα και σε συγκεκριμένα ζητήματα πολιτικής τακτικής (πχ δεν συμφωνούμε με τη λογική για ‘διάλογο από μηδενική βάση με την κυβέρνηση’).

E.Επιδιώκουμε συμφωνία σε βασικά ζητήματα της χρονιάς που μας αφορούν. Την πάλη ενάντια στην εφαρμογή των νόμων, ενάντια στην ψήφιση του νέου νόμου πλαισίου, ενάντια στην Αναθεώρηση του Συντάγματος, για αύξηση των κονδυλίων για την Παιδεία. Αλλά και σε ζητήματα που δεν είναι του ‘άμεσου ενδιαφέροντος’. Τι θα γίνει με τις αλλαγές στις πανελλαδικές. Με τα ΕΠΑΛ κλπ. Επιδιώκουμε να διαμορφώσουμε κοινή στάση, ανεξάρτητα από το αν θα βγούμε σε καταλήψεις ή όχι.

6)Για τις δομές του Φοιτητικού Συνδικαλισμού

Οι εσωτερικές διαδικασίες του φοιτητικού κινήματος συγκροτούνται στη βάση της προσπάθειας υπεράσπισης των συμφερόντων του φοιτητικού στρώματος και ακολουθούν την λογική των σωματείων. Στο πρωτοβάθμιο επίπεδο υλοποιείται η πρωταρχική και βασική λειτουργία του φοιτητικού κινήματος. Ο φοιτητικός σύλλογος συγκροτείται ενιαία ανά κοινωνικό χώρο ακριβώς λόγω της ενιαιότητας των φοιτητικών συμφερόντων. Οι διαδικασίες του φοιτητικού

συλλόγου, από τις γενικές συνελεύσεις μέχρι τα ΔΣ και τις φοιτητικές εκλογές στόχο έχουν να καταγράψουν τις ιδιαίτερες δυναμικές απόψεων για το σύλλογο είτε πιο στατικά (εκλογές) είτε πιο συγκυριακά (γενικές συνελεύσεις). Με αυτή την έννοια και σε αντιπαράθεση με κάθε άλλη λογική αντιλαμβανόμαστε κάθε λειτουργία του φοιτητικού συλλόγου ως καθ’ εαυτή πολιτική και δεν αποκλείουμε ούτε καταγγέλλουμε κάποια στο βαθμό που παραμένει τέτοια. Είναι βέβαια προφανές ότι παρόλο τον αντικειμενικό ρόλο των συλλόγων και των διαδικασιών τους το γεγονός ότι στην πράξη αυτοί συγκροτούνται με βάση τη δράση και την αποδοχή οργανωμένων και γενικά με βάση τους συσχετισμούς δίνεται η δυνατότητα εκφυλισμού των λειτουργιών τους (γενικές συνελεύσεις που αναφέρονται στα πολιτικά μπλοκ, ΔΣ που λειτουργούν ως collegiums παρατάξεων, μη πολιτικές φοιτητικές εκλογές) με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ίδια την συγκρότηση αντιδραστικών καταστατικών από τη ΔΑΠ τα τελευταία 5 χρόνια.

Στο δευτεροβάθμιο επίπεδο επιχειρείται η συνολικοποίηση της έκφρασης του φοιτητικού κινήματος μέσα από την καταγραφή της μέση πολιτικής του συνιστώσας. Με δεδομένο ότι τα συμφέροντα του φοιτητικού στρώματος είναι προφανές ότι η ορθή μορφή δευτεροβάθμιου φοιτητικού συνδικαλισμού είναι η ανάπτυξη ενιαίων οργάνων σε αντιπαράθεση με τη γραμμή των παραταξιακών κέντρων που λειτουργούν εν γένει ως παράλληλα και συχνά αντίρροπα κέντρα συντονισμού διασπώντας τελικά το ίδιο το φοιτητικό κίνημα. Η ιστορική απάντηση για τη δομή του φοιτητικού συνδικαλισμού (σε μόνιμη κατάσταση) σε δευτεροβάθμια επίπεδο είναι η ΕΦΕΕ και τα τοπικά της όργανα. Αντικειμενικός στόχος αυτής της δομής είναι η καταγραφή και έκφραση των συμφερόντων του φοιτητικού στρώματος σε συνολικό επίπεδο. Είναι βέβαια καθαρό ότι η λειτουργία της επικαθορίζεται από τους ίδιους τους πολιτικούς συσχετισμούς και της δυνατότητας των αντιδραστικών δυνάμεων να διαφθείρουν τη λειτουργία της (και για αυτό το λόγο την περίοδο της μεγάλης ισχυροποίησης της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ έπαψε να λειτουργεί η ΕΦΕΕ). Υποστηρίζουμε την δομή της ΕΦΕΕ ακριβώς γιατί επιθυμούμε τη συγκρότηση του φοιτητικού συνδικαλισμού και υποστηρίζουμε εκείνη τη λειτουργία της ΕΦΕΕ η οποία θα κατοχυρώνει ότι οι αποφάσεις της θα λαμβάνονται στη βάση των βασικών συμφερόντων του φοιτητικού στρώματος. Η ΕΦΕΕ που θα δίνει βάρος στις αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων και με το αντι-αναδιαρθρωτικό καταστατικό είναι ακριβώς εκείνη η λειτουργία την οποία και θα επιθυμούσαμε σήμερα. Παρόλο που είναι προφανές ότι καμία λειτουργία δεν μπορεί να εγγυηθεί την λήψη εκείνων των αποφάσεων που αντικειμενικά διασφαλίζουν την υπεράσπιση των αποφάσεων του φοιτητικού στρώματος στο βαθμό που και οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν καταγράφουν μια απόλυτη ηγεμονία των δυνάμεων που υπερασπίζονται τα συμφέροντα του φοιτητικού στρώματος, ο τρόπος που λειτουργούσε η ΕΦΕΕ ήταν προωθητικός ακριβώς γιατί κατάγραφε με πραγματικό τρόπο να καταγράφει τη δυναμική του κινήματος. Τελικά οι αποφάσεις του ΚΣ της ΕΦΕΕ λαμβάνονταν με βάση του συνολικούς πολιτικούς συσχετισμούς και το πώς αυτοί τροποποιούνταν με βάση τη συγκυρία και τη δυνατότητα των διαφόρων δυνάμεων να κερδίζουν στις γενικές συνελεύσεις και να τροποποιούν συγκυριακά τους συσχετισμούς, ενώ σε κάθε περίπτωση το ίδιο το καταστατικό διασφάλιζε μια ελάχιστη εναντίωση με την αναδιάρθρωση (υπεράσπιση πτυχίων, οργάνωσης του κινήματος, δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης).

6.1)Δομές του φοιτητικού συνδικαλισμού σε μόνιμη κατάσταση και δομές στην φάση όξυνσης του κινήματος – μια διαλεκτική σύνδεση

Στη φάση της όξυνσης του φοιτητικού κινήματος επιθυμούμε την ανάπτυξη εκείνων των εσωτερικών διαδικασιών και δομών οι οποίες θα εξυπηρετούν την ανάπτυξη του κινήματος με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με αυτή την έννοια οι δομές των Συντονιστικών Επιτροπών και του Συντονιστικού των Συνελεύσεων και Καταλήψεων στόχο έχουν την προώθηση της κουβέντας για το κίνημα στο εσωτερικό τους, τον συντονισμό του κινήματος στην όξυνση του όχι με βάση τους μόνιμους και διαρκείς συσχετισμούς (οι οποίοι δεν τροποποιούνται καθολικά λόγω του κινήματος) αλλά με βάση τους ιδιαίτερους συσχετισμούς που διαμορφώνονται στο κίνημα. Ως εκ τούτου στη φάση όξυνσης του κινήματος προνομιμοποιούμε τις δομές «πιο άμεσης» οργάνωσης του κινήματος. Αυτές οι δομές μάλιστα μπορούν να πιέσουν και όλα τα άλλα όργανα του φοιτητικού συνδικαλισμού (και την ΕΦΕΕ) να συνυπογράψουν ένα πιο προωθητικό πλαίσιο κάτι που όχι μόνο κατοχυρώνει μια τέτοια άποψη και από αυτά τα όργανα (τα οποία λειτουργούν και σε πιο μόνιμο επίπεδο) αλλά παράλληλα αναγκάζει το σύνολο των δυνάμεων (ΔΑΠ, ΠΑΣΠ κλπ) να τοποθετηθούν για το κίνημα κάτι που δυνητικά βοηθάει την άσκηση της πολιτικής και την πίεση των αναδιαρθρωτικών δυνάμεων. Σε αντίθετη περίπτωση (σε περίπτωση μη ύπαρξης της ΕΦΕΕ) οι αναδιαρθρωτικές δυνάμεις καταφέρνουν να αποφεύγουν τα ερωτήματα και δεν δεσμεύονται να τοποθετηθούν κατά την περίοδο του κινήματος κάτι που αναγκαστικά θα τις επηρέαζε.

6.2)Για την κατάσταση του φοιτητικού συνδικαλισμού σήμερα

Από τις αρχές της δεκαετίας του 90 οι αναδιαρθρωτικές δυνάμεις του πανεπιστημίου προσπάθησαν σταδιακά να αποδιαρθρώσουν τις δομές του φοιτητικού συνδικαλισμού. Αυτό έχει να κάνει είτε από τη μία με το πρωτοβάθμιο φοιτητικό συνδικαλισμό είτε με την πετυχημένη εν τέλει αποδιάρθρωση της ΕΦΕΕ και του δευτεροβάθμιου φοιτητικού συνδικαλισμού. Απόρροια της συγκεκριμένης κίνησης των αναδιαρθρωτικών δυνάμεων και της ελλειμματικής απάντησης της αριστεράς ήταν η κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο φοιτητικός συνδικαλισμός την περσινή χρονιά, δηλαδή από τη μία σε ένα μεγάλο μέρος των συλλόγων να μην γίνονται μαζικές διαδικασίες και να μην υπάρχει τρόπος να εκφραστεί η δυναμική του φοιτητικού κινήματος.

6.3)Για τις ποιοτικές βελτιώσεις λόγω του κινήματος

Στη φάση ανάπτυξης του φοιτητικού κινήματος σε όξυνση σημειώθηκαν ποιοτικές βελτιώσεις ως προς το ζήτημα της συγκρότησης του φοιτητικού συνδικαλισμού. Συγκεκριμένα έχουμε τα παρακάτω σημαντικά και ανώτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά:

§Την ανάπτυξη μαζικών διαδικασιών και συνελεύσεων σε όλους τους συλλόγους και μάλιστα σε όσους συλλόγους δεν υπήρχαν διαδικασίες (ακόμα και σε ολόκληρα πανεπιστήμια). Ως εκ τούτου σήμερα μπορούμε να μιλάμε για τη δυνατότητα συγκρότησης σε όλο το εύρος του μαζικοποιημένου πανεπιστημίου δομών πρωτοβάθμιου φοιτητικού συνδικαλισμού, στοιχείο που ήταν έλλειμμα τα προηγούμενα χρόνια

§Την ανάπτυξη δομών συντονισμού του φοιτητικού κινήματος και της μαζικής επιβεβαίωσης για ενιαιότητα των φοιτητικών συμφερόντων σε αντιπαράθεση με κάθε άλλο σχέδιο που παίχθηκε τα τελευταία χρόνια (από τις αναδιαρθρωτικές δυνάμεις μέχρι την ΚΝΕ).

§Την αποδοχή εκ μέρους των φοιτητών της δυνατότητας εκπροσώπησης των πραγματικών τους συμφερόντων σε αντίθεση με την μέχρι τώρα πρακτική των παραταξιακών διαχωρισμών.

§Η συνολική μετατόπιση του λόγου στο εσωτερικό των κοινωνικών χώρων και η εγγραφή νέων αναπαραστάσεων στο φοιτητικό στρώμα, ποιοτικά ανώτερων, και ως εκ τούτου η ύπαρξη νέων δυνατοτήτων για όσες δυνάμεις έχουν μια άποψη που κοιτά την ισχυροποίηση των διαδικασιών του κινήματος και εν γένει του φοιτητικού συνδικαλισμού.

6.4)Για τις απόψεις των άλλων δυνάμεων

Πάνω στο ανοιχτό ερώτημα της δομής του φοιτητικού συνδικαλισμού το σύνολο των δυνάμεων επιχειρούν να παίξουν τη γραμμή τους. Είναι χαρακτηριστική η κίνηση της ΔΑΠ η οποία εκμεταλλεύεται το κενό έκφρασης του κινήματος και επιχειρεί να το καλύψει αυτό το κενό προβάλλοντας τον εαυτό της ως τον πιο μαζικό πόλο μέσα στους φοιτητές, ενώ παράλληλα χτυπά τις αντιαναδιαρθρωτικές δυνάμεις προτείνοντας ακριβώς τη συγκρότηση της ΕΦΕΕ με βάση συνέδριο κάλπης και πατώντας στην ίδια την αδυναμία μας να δώσουμε ουσιαστική απάντηση. Ως προς την στάση την ΠΑΣΠ αυτή τη στιγμή διαφαίνεται η δυνατότητα έκφρασης από μεριάς της μιας άποψης για συγκρότηση της ΕΦΕΕ στο βαθμό που υπάρξει από μεριάς μας σοβαρή πίεση. Ιδιαίτερα για την στάση της ΠΚΣ αν και γενικά δεν διαφωνεί με μια γραμμή ΕΦΕΕ, η εκτίμηση της για τις δυνατότητες ανάπτυξης του φοιτητικού κινήματος και οργάνωσης του και η ίδια η επιλογή της για το Συντονιστικό ΑΕΙ – ΤΕΙ δεν την αφήνουν να υποστηρίξει μια γραμμή για συγκρότηση ΕΦΕΕ.

Εντός ΕΑΑΚ υπάρχουν δύο βασικές και λάθος τοποθετήσεις για το ζήτημα του φοιτητικού συνδικαλισμού. Από τη μια υπάρχουν αντιλήψεις οι οποίες παρόλη την συμφωνία της με την λειτουργία της ΕΦΕΕ δεν αντιλαμβάνονται ότι η πολιτική γίνεται στο πεδίο της σύγκρουσης και της αλλαγής των συσχετισμών και όχι της απόκρυψης αυτών και ως εκ τούτου αντιτίθεται με μια γραμμή συγκρότησης της ΕΦΕΕ στο βαθμό που αυτή δεν μπορεί να εκφράζει τελικά αυτούσια τα πλαίσια των δυνάμεων της ρ.α. Μια άλλη αντίληψη ένεκα των μεγάλων μετατοπίσεων των τελευταίων χρόνων και της αντίληψης της πλέον ότι τα φοιτητικά συμφέροντα δεν συγκροτούνται σε ενιαία βάση διαχωρίζεται από μια γραμμή συγκρότησης της ΕΦΕΕ και συγκλίνει σε μια γραμμή συγκρότησης ενός ξεχωριστού κέντρου το οποίο θα συντονίζει εκείνες τις δυνάμεις τις οποίες μπορεί να συσπειρώνουν τα ΕΑΑΚ (ακόμα και στη φάση ύφεσης).

6.5)Μια πρόταση για την ανασύσταση των δομών του φοιτητικού συνδικαλισμού

Το κενό έκφρασης του φοιτητικού κινήματος, το έλλειμμα συγκρότησης και συντονισμού του κινήματος οφείλει να καλυφθεί στη βάση ενός σχεδίου το οποίο θα προχωράει από σήμερα την κατάσταση. Αυτή τη στιγμή η ρ.α. στα πανεπιστήμια και τα ΕΑΑΚ μπορούν να παίξουν μια γραμμή η οποία θα κωδικοποιείται στους εξής άξονες:

§Την προώθηση της συγκρότησης του φοιτητικού συνδικαλισμού σε πρωτοβάθμιο επίπεδο μέσα από την συγκρότηση συλλόγων σε όσες σχολές δεν υπάρχουν και την ενίσχυση των μαζικών διαδικασιών σε όλους τους συλλόγους. Στόχος μας να είναι ένα πανεπιστήμιο που θα κάνει στο σύνολο του συνελεύσεις, θα έχει πολιτικά ΔΣ και θα διενεργεί πολιτικές φοιτητικές εκλογές σε καθολικό επίπεδο.

§Την προώθηση της κουβέντας στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ για το ζήτημα των Συντονιστικών Επιτροπών και του Συντονιστικού των Συνελεύσεων και Καταλήψεων, μέσα από την ίδια την διαδικασία της αποτίμησης θετικών και αρνητικών συμπερασμάτων. Στόχος να είναι η διαμόρφωση πλήρους πρότασης από τα ΕΑΑΚ η οποία θα μιλάει για όρους συγκρότησης των ΣΕΚ, θα τις συνδέει με τον ίδιο το φοιτητικό σύλλογο και θα περιγράφει το μοντέλο λειτουργίας τους (μέλη, μοντέλο αιρετών και ανακλητών εκπροσώπων κλπ)

§Την μετατόπιση της κουβέντας στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ για το ζήτημα του φοιτητικού συνδικαλισμού σε δευτεροβάθμιο επίπεδο και το κεντράρισμα της γύρω από τα πραγματικά ανοιχτά ερωτήματα. Στόχος μας να είναι η προώθηση ενός σχεδίου για την ανασυγκρότηση του φοιτητικού συνδικαλισμού ενώ για φέτος θα κεντράρει στην προώθηση αυτού του σχεδίου σε συγκεκριμένους κόμβους: στην σημαντική βελτίωση της τοποθέτησης και της πρακτικής των ΕΑΑΚ, στην ανάπτυξη και παρουσίαση μιας τέτοιας γραμμής στους κοινωνικούς χώρους, και στο προχώρημα της στη πράξη.

7) Για την Επαναστατική Αριστερά στο πανεπιστήμιο – Για την Επανίδρυση των σχημάτων της ΕΑΑΚ

Το φοιτητικό κίνημα μέσα από τη τεράστια δυναμική του, κατάφερε να αναδείξει μια σειρά από συμπεράσματα, τα οποία ήταν επίδικα του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, και να ξαναφέρει τόσο τα ΕΑΑΚ, όσο και άλλα τμήματα της ΡΑ σε επαφή με μεγάλα τμήματα του φοιτητόκοσμου. Η νικηφόρα έκβασή του δημιουργεί μια συλλογική αισιοδοξία για την ΡΑ στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Κάθε μεγάλη κινηματική αναμέτρηση αποτυπώνει, ή πρέπει να αποτυπώνει και μια νέα κατάσταση για την πολιτική συγκρότηση της ΡΑ (ίδρυση ΕΑΑΚ μετά το ’91, ’92). Σήμερα με πρωτοπόρο κομμάτι τα ΕΑΑΚ, είναι αναγκαίο να ανοίξει μια ολόκληρη συζήτηση για την συνολική ανασύνθεση της ΡΑ στο ελληνικό πανεπιστήμιο, με το κάλεσμα και πολιτικών δυνάμεων (αριστερά σχήματα, αγωνιστικές κινήσεις κτλ), αλλά και των ανεξάρτητων σχημάτων που φτιάχτηκαν κατά το κίνημα. Αυτός ο στόχος βέβαια είναι στρατηγικός και περνά και μέσα από την αναβάθμιση της σχέσης των ΕΑΑΚ με αυτούς τους χώρους, ενώ σήμερα η ανασύνθεση της ΡΑ μέσα στο ελληνικό πανεπιστήμιο, περνά κυρίαρχα μέσα από την επανίδρυση των ΕΑΑΚ.

Το ζήτημα της επανίδρυσης των ΕΑΑΚ, από την μεριά του τομέα νεολαίας της Αριστερής Ανασύνθεσης, έχει ανοιχτεί ένα ολόκληρο χρονικό διάστημα πριν και ποτέ δεν αποτελούσε ένα «λαγό από το καπέλο» για συζήτηση στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, ούτε κάποιου τύπου ταύτιση των θέσεων των ΕΑΑΚ με αυτές της Αριστερής Ανασύνθεσης. Άλλωστε και οι ίδιοι βλέπαμε και συνεχίζουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας σαν κομμάτι της συνολικής διαδικασίας επανίδρυσης των ΕΑΑΚ. Η κωδικοποίηση «επανίδρυση» εκφράζει την ανάγκη ανασύνθεσης των χαρακτηρηστικών των ΕΑΑΚ σε ένα πλαίσιο τέτοιο που να ανταποκρίνεται, με όρους ριζοσπαστικής αριστερής ηγεμονίας, στις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες του φοιτητικού κινήματος, με ταυτόχρονη οριοθέτηση από αστικές και οικονομίστικες ιδεολογικές αναφορές.

Στα πλαίσια της πολιτικής κεφαλαιοποίησης του φοιτητικού κινήματος, της αποτελεσματικής αντιπαράθεσης με την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, αλλά και της συνολικής παρέμβασης στην κοινωνική κατηγορία της νεολαίας, το προχώρημα της ανασύνθεσης της ΡΑ στο ελληνικό πανεπιστήμιο, και κυρίως της επανίδρυσης των ΕΑΑΚ, είναι επιτακτικότερο από ποτέ. Στην πραγματικότητα η κινηματική αναβάπτιση των ΕΑΑΚ, και η ευεργετική επίδραση των μαζών έχει ήδη επιταχύνει συνολικά όλη την παραπάνω διαδικασία, αφού κατέστησε ως κεκτημένα μια σειρά από ζητούμενα του προηγούμενου διαστήματος. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί αντικειμενικά την δυνατότητα εμβάθυνσης της πολιτικής συμφωνίας των ανεξάρτητων αριστερών σχημάτων των ΕΑΑΚ, όχι σαν μια βεβιασμένη συμφωνία από τα πάνω, αλλά με βάση την πραγματική τους εμπειρία.

Η προσπάθεια του προηγούμενου διαστήματος για συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, η μαζικότητα στην απεύθυνση, η πολιτική συμμαχιών γύρω από το απαραίτητο πολιτικό πλαίσιο για την αντιπαράθεση με την αναδιάρθρωση (χωρίς αυτό να σημαίνει πως τα ΕΑΑΚ δεν βάζουν το σύνολο της πολιτικής τους πρότασης στις μάζες), ο ριζοσπαστισμός στις πρακτικές και στις μορφές πάλης, και η συνέπεια και η σοβαρότητα των σχημάτων είναι κεκτημένα του φοιτητικού κινήματος, τα οποία τα ΕΑΑΚ πρέπει να ενσωματώσουν με πιο μόνιμο τρόπο.

Η πολιτική συμμαχιών δεν πρέπει να είναι συγκυριακή για τα ΕΑΑΚ, αλλά να αφορά μια μόνιμη πρόταση των ΕΑΑΚ σαν πολιτικό χώρο απέναντι στο φοιτητικό και πανεκπαιδευτικό κίνημα, αλλά και στο συντονισμό τους με τους εργαζόμενους γενικότερα.

Από την άλλη είναι αναγκαίο το να βαθύνει η συζήτηση για ένα σύγχρονο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης για τα ΕΑΑΚ, τόσο στο εσωτερικό τους, όσο και μέσα στις ίδιες τις φοιτητικές μάζες. Τα τακτικά, τα μεσοπρόθεσμα, αλλά και τα στρατηγικά αιτήματα των ΕΑΑΚ πρέπει να συζητηθούν αναλυτικότερα σε όλα τα επίπεδα.

Η πολιτική ενότητα των ΕΑΑΚ και η απαραίτητη τομή στην πολιτικοποίηση των σχημάτων, είναι αναγκαίο να οδηγήσει τα ΕΑΑΚ στην παρουσία τους σαν το όχημα παρέμβασης σε όλη τη νεολαία. Αυτό δεν αναιρεί την φυσιογνωμία των ΕΑΑΚ σαν σχήματα κοινωνικού χώρου, αλλά αυτή η διαδικασία εντάσσεται στα πλαίσια της προσπάθειας συγκρότησης αντίστοιχων μορφωμάτων και σε άλλα νεολαιίστικα τμήματα, όπως οι μαθητές. Εδώ πρέπει να ξεκινήσει η συζήτηση και με τις άλλες τάσεις της ΡΑ για συγκρότηση ανεξάρτητου αριστερού ριζοσπαστικού χώρου και στους μεταπτυχιακούς και υποψήφιους διδάκτορες.

Η προσπάθεια αυτή βέβαια είναι αναγκαίο να στηριχτεί και από την διοργάνωση φεστιβάλ των ΕΑΑΚ σε όλες τις πόλεις κατά τη διάρκεια της χρονιάς, αλλά και από την καλύτερη πολιτική και οργανωτική προετοιμασία του πανελλαδικού διημέρου των ΕΑΑΚ. Σε αυτή την διαδικασία πρέπει να καλεστούν άμεσα όλα τα ανεξάρτητα αριστερά σχήματα ανά την Ελλάδα, αλλά και να χρησιμοποιηθούν όλες οι επαφές για την δημιουργία νέων σχημάτων των ΕΑΑΚ.

Σε ό,τι αφορά στον τρόπο διεξαγωγής τωνδιαδικασιώντων ΕΑΑΚ, τόσο σε επίπεδο πόλης, όσο και των πανελλαδικών διημέρων, από καιρό έχει διατυπωθεί η πρόταση πως πρέπει να υπάρξουν συγκεκριμένες τομές. Η συγκροτημένη ύπαρξη προ-διημερικού διαλόγου μεταξύ των σχημάτων της ΕΑΑΚ, αλλά και ανεξάρτητων σχημάτων, η πρωτοκαθεδρία των τοποθετήσεων σχημάτων (και όχι η μονοκαθεδρία), η διεξαγωγή του διημέρου με δυνατότητα ύπαρξηςθεματολογίας ανά μέρα, το μαζικό ενωτικό κάλεσμα ανεξάρτητων αριστερών σχημάτων και αγωνιστών (με αφίσσα και κείμενο), η πιθανή κατάργηση των «καταληκτικών»τοποθετήσεων, ήταν ο σκελετός της πρότασης για την αλλαγή της διαδικασίας του διημέρου. Η συζήτηση αυτή έχει ανοίξει πλέον σε μια σειρά από σχήματα και η δυνατότητα πιο αποφασιστικών κινήσεων με συμφωνία όλων των σχημάτων είναι ορατή για το άμεσο μέλλον.

8)Για τη Νεολαία σαν κοινωνική κατηγορία

Έχουμε πολλές φορές (από τις θέσεις του τομέα στην 3η πανελλαδική συνδιάσκεψη, τις προηγούμενες εισηγήσεις, και το παραπάνω κείμενο) αναφέρει την αντίληψή μας για την νεολαία σαν κοινωνική κατηγορία, αλλά και την κεντρικότητα την οποία αποκτά η κατηγορία αυτή κατά την διαδικασία της αναδιάρθρωσης, μιας και αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της αναδιαρθρωτικής διαδικασίας.

Η Γαλλική εξέγερση και οι κινητοποιήσεις της νεολαίας σε σειρά χωρών δείχνουν την κατάσταση σε αυτή τηνκοινωνική κατηγορία. Στο σύνολο της ΕΕ, αλλά και στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, με βάση τη σύνοδο της Λισσαβόνας και τους στόχους που μπήκαν σε αυτή (η ΕΕ να είναι η πιο ανταγωνιστική οικονομία του πλανήτη μέχρι το τέλος της δεκαετίας) η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό, αποτελεί τον βασικό στόχο. Επένδυση βέβαια στο ανθρώπινο δυναμικό εννοείται η συγκρότηση ενός συλλογικού εργαζόμενου με υψηλές δεξιότητες, πολιτικά και ιδεολογικά πειθαρχημένο, ο οποίος θα δουλεύει υπό καθεστώς ελαστικών εργασιακών σχέσεων με χαμηλές απολαβές, ώστε να είναι αποδοτικός για την αγορά εργασίας. Στα πλαίσια αυτά επιχειρείται η συγκρότηση της γενιάς των 800 ε και συνολική πίεση προς τα κάτω στρωμάτων με προοπτική την κάλυψη θέσεων μέσης και ανώτερης κατανομής στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Η διαδικασία αυτή της μισθωτοποίησης είναι μια συνολική τάση, κατά την οποία βέβαια συγκροτούνται συμμαχίες ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας με κάποια κομμάτια, αλλά αυτό δεν αναιρεί την συνολική κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης. Βέβαια η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν προλεταριοποίηση (διαδικασία η οποία πραγματοποιείται για τμήματα της κοινωνίας, όπως είναι τα αγροτικά στρώματα) αφού τα μικροαστικά στρώματα διατηρούν τον έλεγχο σε μεγάλο βαθμό της παραγωγικής διαδικασίας και έχουν σχετικά επιτελικό ρόλο στην παραγωγή. Η πραγματικότητα αυτή λοιπόν αγκαλιάζει όλα τα κομμάτια της νεολαίας και συγκροτεί ενότητα συμφερόντων και διαπερατότητα στόχων και αιτημάτων. Για τους παραπάνω λόγους δεν αντιστοιχεί στην ΡΑ, ούτε στην ΑΡ.ΑΝ. να μην σηκώνουν τον πήχη στο ύψος της αναγκαιότητας παρέμβασης σε όλα τα τμήματα της νεολαίας και στους μηχανισμούς που την αναπαράγουν σαν κοινωνική κατηγορία.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε πως οι θέσεις του τομέα νεολαίας, όπως αυτές αποφασίστηκαν στην 3η πανελλαδική συνδιάσκεψη, δίνουν μια γενική κατεύθυνση για την άποψή μας, αλλά δεν επαρκούν για τα σημερινά δεδομένα και τις απαιτήσεις του τομέα. Είναι αναγκαίο κατά τη διάρκεια της χρονιάς, να προχωρήσουμε σε συζήτηση πάνω στις θέσεις για την νεολαία, ενώ μια Συνδιάσκεψη του Τομέα Νεολαίας που θα αποφασίσει θέσεις και στρατηγικές πρέπει να μπει στην οπτική μας .

9)Για την παρέμβαση στους Μεταπτυχιακούς

Η μαζικοποίηση των μεταπτυχιακών τα τελευταία χρόνια, ο βαθμός στον οποίο αναδιαρθρώνονται λειτουργώντας σαν μοχλοί πίεσης και για τις προπτυχιακές σπουδές, αντικειμενικά ερωτήματα σε σχέση με τις μεταπτυχιακές σπουδές εν γένει, αλλά και ζητήματα όπως η έρευνα (η οποία είναι στο στόχαστρο της αναδιάρθρωσης), και η εμπλοκή μεγάλου μέρους συντρόφων σε μεταπτυχιακές σπουδές, καθιστά αναγκαία και δυνατή την παρέμβαση και σε αυτό το επίπεδο του εκπαιδευτικού μηχανισμού. Βασικοί στόχοι για το επόμενο διάστημα είναι η καταγραφή της κατάστασης στο χώρο των μεταπτυχιακών, η κατανομή και η μαζικότητά τους, η ανάλυση της αναδιαρθρωτικής διαδικασίας ειδικά στο επίδικο (από προγράμματα σπουδών μέχρι και χρηματοδότηση: δίδακτρα, ΕΠΕΑΕΚ, αν κατοχυρώνουν ή όχι επαγγελματικά δικαιώματα), η επεξεργασία των βασικών αιτημάτων και του προγράμματος πάλης για τους μεταπτυχιακούς, και φυσικά η πάλη για δημιουργία και λειτουργία συλλόγων μεταπτυχιακών και διδακτόρων, καθώς και η συγκρότηση μιας πρότασης για δημιουργία ανεξάρτητου αριστερού ριζοσπαστικού χώρου στους μεταπτυχιακούς.

10)Για την παρέμβαση στους μαθητές

Η παρέμβαση της ΡΑ στη μαθητιώσα νεολαία, στα πλαίσια και του βαθέματος της αναδιάρθρωσηςστην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κρίνεται επιτακτικότερη από ποτέ. Ούτως ή άλλως είναι σαφή τα πλεονεκτήματα που μπορούμε να έχουμε ως ΡΑ με την απεύθυνση σε μαθητές που προέρχονται από πολύ πιο λαϊκά στρώματα από ό,τι οι φοιτητές, ως ΕΑΑΚ με την τροφοδότηση των σχημάτων από το σχολείο και τη δυνατότητα εκτατικής ανάπτυξης, αλλά και τις δυνατότητες ανάπτυξης μαζικότερων και δυναμικότερων κινητοποιήσεων.

Για να μιλήσουμε σήμερα για μια αριστερή ριζοσπαστική παρέμβαση στη μαθητική νεολαία, πρέπει να κάνουμε κάποιες βασικές παραδοχές και εκτιμήσεις όσον αφορά την ένταξή της στους ιδεολογικούς μηχανισμούς και τις αντιθέσεις που αναπτύσσονται σε αυτούς (βασικές θέσεις μας έχουν καταγραφεί στις θέσεις της οργάνωσης στην Γ΄ Π.Σ.). Βασικό επίσης είναι να δούμε σε έναν πρώτο βαθμό την παρέμβαση και τις πρακτικές που μπορεί να αναπτύξει η ίδια η μαθητική νεολαία, τις μορφές οργάνωσής της κλπ.

Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπως έχει αποδειχτεί πολλές φορές την τελευταία δεκαετία (1992 ,1998, 2006), όχι μόνο είναι στην αιχμή του δόρατος της αναδιαρθρωτικής πολιτικής, αλλά αποτελεί και αστάθμητο παράγοντα για τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, λόγω της δυναμικής, της μαζικότητας, αλλά και της κοινωνικής απήχησης που έχει το μαθητικό κίνημα, κάθε φορά που βγαίνει στο δρόμο. Όπως αναπτύχθηκε και παραπάνω στην περίοδο που διανύουμε οι αναδιαρθρώσεις στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση γίνονται στα πλαίσια της «ορθολογικοποίησης» της ροής προς την δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση, την πίεση σε μεγάλα τμήματα μαθητών να στραφούν προς την ιδιωτική μεταδευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, και την συγκρότηση περαιτέρω της τεχνολογικής εκπαίδευσης στα πλαίσια μιας γενικής κατάρτισης και στροφής προς την συγκρότηση ενός πλατύτερου σώματος ανειδίκευτης εργασίας. Η αναδιαρθρωτική αυτή διαδικασία, θίγει απροκάλυπτα τους μαθητές, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί όρους για βάθεμα της αναδιάρθρωσης σε όλες τις βαθμίδες (δημιουργία πελατείας για ιδιωτικά, νομιμοποίηση αναθεώρησης του 16, ιδεολογική πειθάρχηση με της λογική της «βάσης» κτλ). Το μαθητικό κίνημα το επόμενο διάστημα πρέπει να είναι μια από τις βασικές συνιστώσες του πανεκπαιδευτικού κινήματος ενάντια στην «μεταρρύθμιση».

Ταυτόχρονα, η ένταξη της μαθητικής νεολαίας σε αυτό που αποκαλούμε πολιτιστικό ιδεολογικό μηχανισμό με πολύ σκληρούς όρους, δημιουργεί δυνατότητες παρέμβασης πολύ ευρύτερες από τη συνδικαλιστική παρέμβαση. Η δημιουργία νεολαιίστικων στεκιών, νεολαιίστικης κουλτούρας που είναι κατά βάση η αρνητική αντανάκλαση της κυρίαρχης αισθητικής και μια προσπάθεια κομμάτια νεολαίας να οριοθετηθούν από αυτή, είναι στοιχεία που μπορούν να προσανατολίσουν μια ριζοσπαστική παρέμβαση σε αυτό το επίπεδο, δεδομένου κιόλας ότι η ριζοσπαστική παρέμβαση έχει (ή θα έπρεπε να έχει) και αυτή τη χροιά.

Τρίτο στοιχείο μιας αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής πρέπει να είναι η παρέμβαση γύρω από ευρύτερα ζητήματα που αφορούν την κοινωνία ή την κοινωνική κατηγορία νεολαία, όπως μπορεί να είναι η αντιιμπεριαλιστική πάλη, η εκφορά άποψης για προβλήματα της νεολαίας (ναρκωτικά), μια κίνηση υπεράσπισης ελεύθερων χώρων κλπ.

Σημαντική είναι εδώ μια παρατήρηση, όσον αφορά αντιφάσεις που μπορεί να προκύψουν. Όταν μιλάμε για συνδικαλιστική ή άλλου τύπου παρέμβαση δεν πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, μια παρέμβαση τύπου ΕΑΑΚ, κάνω σχήμα, βγάζω προκήρυξη, κατεβάζω πλαίσιο. Αφ’ ενός γιατί δεν υπάρχει συνδικαλισμός όπως στο παν/μιο, δεν υπάρχουν δηλαδή όργανα και διαδικασίες, αφ’ ετέρου γιατί το επίπεδο της πολιτικής πάλης είναι σεπολύ πιο πίσω από ότι στο παν/μιο. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να απομακρυνθούμε από μια λογική σχήματος. Ειδικά αν υπάρχει τέτοια ανισομετρία, όπως περιγράφουμε, τότε αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία να επιλέξουμε αυτή τη μορφή οργάνωσης. Σημαίνει όμως την προσπάθεια η παρέμβαση στο σχολείο να μην είναι μια λογική αναπαραγωγής της κλασικής παρέμβασης των ΕΑΑΚ. Σημαντική είναι εδώ πέρα η εμπειρία νεολαιίστικων μορφωμάτων που συγκροτούνταν γύρω από τη λειτουργία στεκιών ή την έκδοση εντύπων ή ακόμα και με τη διοργάνωση εκδηλώσεων ή συζητήσεων, ακριβώς γιατί τα όποια μορφώματα υπάρξουν πρέπει να συγκροτούνται και γύρω από συγκεκριμένες πρακτικές. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι παράλληλα δεν πρέπει να υπάρχει προσπάθεια για να γίνονται συνελεύσεις ή για να υπάρχει πολιτική παρέμβαση στις εκλογές των δεκαπενταμελών.

Για όλους τους παραπάνω λόγους απαιτείται ένας πολυεπίπεδος σχεδιασμός που να μπορεί να απαντά σε όλες αυτές τις αντιθέσεις. Καταρχήν, δουλειά από τα σχήματα των ΕΑΑΚ με κείμενο που να πιάνει πιο συνδικαλιστικά ζητήματα: βάση 10, τεχνική εκπαίδευση, ζητήματα ενάντια στην εντατικοποίηση, ψήγματα της λογικής μας για αναδιάρθρωση. Μαζική προπαγάνδιση του Φεστιβάλ σε σχολεία με κείμενα και αφίσα. Κάλεσμα στους μαθητές να βγουν σε κινητοποιήσεις στο βαθμό που υπάρξει και φέτος έξαρση παρόμοια με την περσινή. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι αν προχωρήσει η λογική μας για το πανεκπαιδευτικό μέτωπο και την καμπάνια ενάντια στην ΑτΣ, θα μπορούσαμε να μιλάμε με πολύ καλύτερους όρους όσον αφορά την εμπλοκή μαθητών με αυτά.

Κατά δεύτερο πρέπει σιγά σιγά να οργανώσουμε την παρέμβαση του ΤΝ η οποία να θίγει ευρύτερα ζητήματα. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με θεματικές εκδηλώσεις του Τομέα, είτε με τη λειτουργία της πολιτικής πολιτιστικής λέσχης στην Αθήνα ή στεκιών στην επαρχία (Πάτρα, Θες/κη κλπ).

Ιδιαίτερη δουλειά θα πρέπει να γίνει με τη βοήθεια των δύο παραπάνω μεθοδολογιών παρέμβασης, για να μονιμοποιηθεί μια επαφή με μαθητές και να υπάρξει μια προσπάθεια συγκρότησης σχημάτων – προσπάθεια πρώτης μαζικής συνάντησης με σκοπό να βγει κείμενο που θα μοιράζεται στα σχολεία από τους μαθητές και θα καλεί σε συγκρότηση μετωπικού μορφώματος. Επίσης για τοαμέσως επόμενο διάστημα δεν πρέπει να υποτιμηθεί η ανάγκη και πιο ολοκληρωμένης αυτοτελούς παρέμβασης και παρουσίας του τομέα νεολαίας με τους μαθητές. Η ιεράρχηση δεν είναι χρονική, αλλά καταδεικνύει την διαλεκτική της ανάγκης για συγκρότηση αυτοτελούς παρέμβασηςμε την δημιουργία μαζικού ενωτικού μορφώματος και την συμμετοχή των μαθητών στο πανεκπαιδευτικό μέτωπο.

ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ

Τομέας νεολαίας