Αριστερή Ανασύνθεση

Για την κατάσταση και τις προοπτικές της ριζοσπαστικής αριστεράς

Η φετινή καταιγίδα κυβερνητικών μέτρων αποτελεί μια μεγάλη κοινωνική και πολιτική πρόκληση. Συμπυκνώνει τη μετάβαση σε ένα πρότυπο για την εργασία που θα χαρακτηρίζεται από τη μερική αποπτώχευση, τη γενίκευση της ελαστικότητας και της ανασφάλειας, τη ριζική περιστολή δικαιωμάτων και κατακτήσεων, τη συμπίεση των προσδοκιών των εργαζομένων, την εναγώνια προσπάθεια για ατομική επιβίωση. Προφανώς και δεν θα σημάνει το τέλος της ταξικής πάλης, όμως, εάν περάσουν αυτά τα μέτρα, οι εργατικοί αγώνες θα διεξάγονται σε ένα πολύ δυσμενέστερο έδαφος.

Η στάση που θα κρατήσουν οι δυνάμεις της Αριστεράς απέναντι σε αυτή την πρόκληση θα κρίνει και το μέλλον των σχέσεών τους με τις λαϊκές μάζες. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη καταγράφονται τα όρια και οι αντιφάσεις της στρατηγικής των κομμάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς. Οι αντινεοφιλελεύθερες εκκλήσεις του Συνασπισμού και συμβολικές χειρονομίες, όπως η άρνηση της υποψηφιότητας Παπαγιαννάκη, δεν αναιρούν την απουσία συνολικής προγραμματικής αντιπαράθεσης με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, την απήχηση του αιτήματος του εκσυγχρονισμού σε μεγάλο μέρος της κοινωνικής βάσης του ΣΥΝ, τις πολυεπίπεδες συναλλαγές με το ΠΑΣΟΚ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και το συνδικαλισμό. Αντίστοιχα, η στροφή του ΚΚΕ προς μια αντικαπιταλιστική ρητορική και η γενική καταγγελία όλων των τάσεων του επίσημου πολιτικού σκηνικού, πάνε χέρι-χέρι με μια βαθιά συντηρητική και ηττοπαθή πρακτική στους κοινωνικούς χώρους, με την προκαταβολική προεξόφληση ότι κανένας αγώνας δεν μπορεί να φέρει αποτέλεσμα, την αντιμετώπιση των μαζικών χώρων ως δεξαμενών άντλησης ψηφοφόρων. Τέτοιες πρακτικές και στάσεις αντικειμενικά υπονομεύουν τη δυνατότητα μιας πραγματικής ανάτασης των λαϊκών αγώνων και εμφάνισης μαζικών κινημάτων που θα άνοιγαν και νέους δρόμους για τη σχέση ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και την Αριστερά. Πόσο μάλλον που υπάρχουν και τα προβλήματα όχι μόνο από την κυριαρχία του υποταγμένου συνδικαλισμού, αλλά και από τα αποτελέσματα ήττας που έχουν εγγράψει οι ίδιες οι αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα θα περίμενε κανείς ότι οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, αντιλαμβανόμενες τόσο τις δυσκολίες της περιόδου, όσο και τις πραγματικές πολιτικές δυνατότητες που αναδεικνύονται, θα προχωρούσαν σε συντονισμένες ενωτικές πρωτοβουλίες και στο πολιτικό επίπεδο και στα κοινωνικά μέτωπα. Δυστυχώς, όμως, αυτό που κυριαρχεί σήμερα στη ριζοσπαστική αριστερά είναι η υποχώρηση του πολιτικού διαλόγου, η αναδίπλωση στις πολιτικές και ιδεολογικές εμμονές κάθε τάσης, οι δυσκολίες στην κοινή παρέμβαση απέναντι στην κυβερνητική επίθεση, η αδυναμία να ανακοπούν τόσο οι τάσεις δορυφοριοποίησης γύρω από το ρεφορμισμό, όσο και οι τάσεις απομόνωσης και σεχταρισμού.

Και η αίσθηση ενός αρνητικού απολογισμού γίνεται πιο έντονη, εάν συγκρίνει κανείς τη σημερινή κατάσταση στη ριζοσπαστική αριστερά με την ελπίδα που είχε γεννήσει η μαζική δράση της Πρωτοβουλίας Αγώνα στο αντιπολεμικό κίνημα και τις κινητοποιήσεις ενάντια στην Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στη Θεσσαλονίκη, ή ακόμη και με τις ελπίδες που γέννησε το άνοιγμα της συζήτησης για τον πόλο και η πεποίθηση ότι η ριζοσπαστική αριστερά θα αποφύγει τη λογική του μικρόκοσμου και την εναλλαγή σεχταρισμών και βιαστικών συγκολλήσεων.

Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα στη συζήτηση της ριζοσπαστικής αριστεράς υπάρχουν αντιπαραθέσεις σε σχέση με την παρέμβαση στο εργατικό κίνημα αλλά και άλλα κομβικά ζητήματα, ακριβώς γιατί αναδεικνύονται κρίσιμα ερωτήματα με τα οποία όλοι καλούμαστε να αναμετρηθούμε: Η ριζοσπαστική αριστερά θα συνεισφέρει όντως στην ανάπτυξη κινημάτων; Μπορεί να συνδυαστεί η ξεκάθαρη αντικαπιταλιστική τοποθέτηση με την ενωτική μαζική δράση στο κίνημα; Μπορούν να αναπτυχθούν κινήματα στα οποία όσοι συμμετέχουν δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνούν και πολιτικά; Αναλογεί στη ριζοσπαστική αριστερά να διατυπώνει προτάσεις ευρύτερων συμμαχιών πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και με σκοπό την ανάπτυξη κινημάτων; Υπάρχει η σχετική αυτοτέλεια του μαζικού χώρου, ή αντίθετα το μαζικό κίνημα πρέπει να κατακερματίζεται ανάλογα με τις πολιτικές τάσεις;

Ούτε είναι τυχαίο ότι υπάρχει το ερώτημα εάν θα δούμε το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ ως μια πρόκληση για να προβάλουμε επιθετικά τη λογική του πόλου της ριζοσπαστικής αριστεράς απέναντι στις διάφορες παραλλαγές των αντινεοφιλελεύθερων «παναριστερών» μετώπων ή εάν, αντίθετα, θα διαλέξουμε το δρόμο του χωροταξικού διαχωρισμού.

Είναι σαφές ότι η σημερινή κατάσταση, εάν συνεχιστεί με αυτούς τους όρους, δεν δημιουργεί μεγάλες ελπίδες. Αντίθετα, απειλεί να μας εγκλωβίσει σε μια πολιτική της μικροκλίμακας και του μικρόκοσμου, των γενικών εξαγγελιών χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα, της απογείωσης από τα πραγματικά ερωτήματα. Επιπλέον, μια τέτοια κατάσταση θα επιτείνει την απογοήτευση ενός ευρύτερου δυναμικού και θα ενισχύσει άλλα πολιτικά σχέδια, είτε του ΣΥΡΙΖΑ, είτε του ΚΚΕ.

Εκτιμούμε ότι απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα ο καθένας οφείλει να δώσει ειλικρινείς απαντήσεις. Η συζήτηση και η διαδικασία που έχει ανοίξει για τον πόλο σίγουρα είναι σημαντική και γι’ αυτό επιμένουμε να τη στηρίζουμε. Θα ήταν λάθος, όμως, να πούμε ότι σήμερα η συζήτηση έχει καταφέρει να δώσει τις βασικές απαντήσεις, να συμπεριλάβει όλους όσους αφορά, να διαμορφώσει ένα περίγραμμα πολιτικής παρέμβασης και το μόνο που μένει είναι η ολοκλήρωση του προγράμματος και η απεύθυνση προς την κοινωνία. Αυτό θα διαμόρφωνε ένα μέτωπο κορυφής, ένα μειοψηφικό μόρφωμα που θα αναπαρήγαγε και θα επέτεινε τις αντιφάσεις τις οποίες καλείται να ξεπεράσει η ριζοσπαστική αριστερά: την απουσία κοινωνικής γείωσης, τη γενική και γενικόλογη πολιτική απεύθυνση, την καταφυγή σε σεχταριστικές πρακτικές.

Χωρίς μια αποφασιστική στροφή προς τις μάζες, χωρίς την πραγματική καθημερινή τριβή με τους κοινωνικού χώρους, χωρίς μια μαζική κοινή δράση μέσα στους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες, ο πόλος κινδυνεύει να μείνει ένα κενό πολιτικό κέλυφος. Γι’ αυτό και πρέπει να αρνηθούμε την σύγχυση ανάμεσα στην αναγκαία πολιτική αυτοτέλεια της ριζοσπαστικής αριστεράς και την πολεμική απέναντι στο ρεφορμισμό από τη μια, και από την άλλη το σεχταρισμό στο κίνημα, το μαξιμαλισμό στα αιτήματα, την απογείωση από τις πραγματικές προκλήσεις, την απόσταση από τις ίδιες τις αγωνιζόμενες μάζες.

Εξακολουθούμε να αγωνιζόμαστε για μια ευρύτερη δημοκρατική μετωπική ενότητα τάσεων, αγωνιστών και σχημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς που δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο σε αυτούς που σήμερα συμμετέχουν στη σχετική διαδικασία, αλλά πρέπει να φιλοδοξεί να εμπλέξει και άλλες τάσεις και αγωνιστές. Βλέπουμε τον πόλο ως μια διαδικασία δυναμική και ανοιχτή, γι’ αυτό και διαφωνούμε με μια λογική που πρακτικά θεωρεί ότι όποιος εισέρχεται στη σχετική συζήτηση δεν είναι υποχρεωμένος σε μετατοπίσεις.

Δεν βοηθά τον πόλο η λογική «λιγότεροι αλλά καλύτεροι», η εκβιαστική προβολή του όποιου υποκειμενισμού, η αδυναμία προγραμματικής σύνθεσης. Σε τελική ανάλυση, όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι τόσο οι προκλήσεις της περιόδου όσο και η απαίτηση όλων των αγωνιστών που αναφέρονται στην υπόθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά και η πραγματική διαλεκτική υπέρβαση των σημερινών αντιθέσεων σημαίνουν ότι δεν έχει νόημα ούτε η επανάληψη μιας τετριμμένης λογικής «μετώπων κορυφής» και προεκλογικών συγκολλήσεων, ούτε η πεπατημένη των αυτόκεντρων αναδιπλώσεων.

Αντίθετα, περισσότερο παρά ποτέ πρέπει να συμβάλλουμε σε μια διαφορετική ενωτική δυναμική μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά.

·Για να ξεφύγει η κουβέντα για τον πόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς από τη λογική του κλειστού κύκλου, του τέλματος και της πεπατημένης και να απευθυνθεί ενωτικά σε άλλους αγωνιστές και τάσεις, να οξύνει τις αντιφάσεις άλλων πολιτικών σχεδίων, να είναι σαφής και ξεκάθαρη και ως προς τις δεσμεύσεις και ως προς τους ρυθμούς.

·Για να μπορέσουν τα ανεξάρτητα αριστερά σχήματα στους εργαζόμενους και τη νεολαία να έχουν πρωτοπόρο ρόλο και πραγματική συμβολή στην ανάπτυξη μαζικών και νικηφόρων αγώνων και να μην εγκλωβιστούν σε ένα μειοψηφικό ρόλο αριστερής καταγγελίας.

·Για να υπάρξουν κοινές πολιτικές πρωτοβουλίες πάνω στα κρίσιμα μέτωπα της περιόδου και να αρθρωθεί, με τρόπο εύληπτο και αριστερή λαϊκότητα, ένα σύνολο βασικών θέσεων και αιτημάτων που ορίζουν την υπεράσπιση των συμφερόντων και των αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου.

·Για να συνδιαμορφωθούν μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες και μέσα από διαδικασίες βάσης ενωτικά ριζοσπαστικά αριστερά ψηφοδέλτια για τις νομαρχιακές εκλογές γύρω από τους βασικούς άξονες: μαζικοί αντίσταση στην κυβερνητική πολιτική – υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας – ανάδειξη της ανάγκης για μια άλλη ανεξάρτητη και αντικαπιταλιστική αριστερά.

Δεκέμβρης 2005