Τοποθέτηση στο διήμερο εκδηλώσεων 13-14/05/2005 εκ μέρους της Αριστερής Ανασύνθεσης
Παναγιώτης Σωτήρης
Μια συζήτηση για τον ελληνικό καπιταλισμό είναι ουσιωδώς πολιτική, αφού διαφορετικές εκτιμήσεις μπορούν να έχουν διαφορετικά αποτελέσματα.
Για παράδειγμα, ο τρόπος που η αριστερά συχνά επέμεινε στην καθυστέρηση του ελληνικού καπιταλισμού και στο ανολοκλήρωτο του καπιταλιστικού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων οδηγούσε στην διεκδίκηση εκ μέρους της μιας ορθής εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης και αποτελούσε δείκτη ηγεμόνευσης από την αστική ιδεολογία. Αντίστοιχα, το γεγονός ότι η αριστερά περιέγραψε την ένταξη της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα ως «εξάρτηση» παρέβλεπε το βάθεμα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, παρουσίαζε τον ελληνικό αστισμό ως απλό εντολοδόχο των ιμπεριαλιστικών κέντρων, μετατόπιζε την ταξική σύγκρουση από την αντίθεση ανάμεσα στη λαϊκή συμμαχία και το αστικό μπλοκ σε μια ασαφή αντιπαράθεση ανάμεσα στο λαό ή το έθνος και τον ιμπεριαλισμό, και υποκαθιστούσε την επαναστατική ρήξη με ένα ενδιάμεσο στάδιο αυτοδύναμης εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Γι’ αυτό θα πρέπει να ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό έχουν λάβει χώρα σημαντικότατες αναδιαρθρώσεις σε αντιστοιχία με τους γενικότερους μετασχηματισμούς που πραγματοποιήθηκαν εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας –απότοκο της δομικής κρίσης υπερσυσσώρευσης των αρχών της δεκαετίας του 1970. Έχουμε εισέλθει σε μια νέα φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού που χαρακτηρίζεται από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση στην παραγωγή (ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, τα μεταφορντικά ευλύγιστα συστήματα παραγωγής, νέες τεχνολογίες), τη νεοφιλελεύθερη ρύθμιση (λιτότητα, περιορισμός του κοινωνικού κράτους, ιδιωτικοποιήσεις, νέα ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου), την ένταση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και τη συγκρότηση των μεγάλων ιμπεριαλιστικώνολοκληρώσεων, την προσπάθεια «αποστείρωσης» του πολιτικού επιπέδου απέναντι στις λαϊκές τάξεις, την αυταρχική πολιτική και ιδεολογική θωράκιση.
Συνολικά έχουμε να κάνουμε με μια συνολική οικονομική, πολιτική και ιδεολογική κίνηση που στόχο έχει την αναίρεση προηγούμενων συμβιβασμών προς τις λαϊκές τάξεις, την ενεργοποίηση αντίρροπων τάσεων προς την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, το βάθεμα της εκμετάλλευσης, την ενίσχυση της εξουσίας της αστικής τάξης.
Είναι σαφές ότι πρόκειται για σημαντικές ποιοτικές μεταβολές και νέα χαρακτηριστικά και βεβαίως δεν αρκεί μια «θεολογική» προσέγγιση ότι για όλα αυτά όλα έχουν ειπωθεί στις κλασσικές μαρξιστικές «γραφές». Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι θα πρέπει να σπεύσουμε να αναγνώσουμε είτε την υπέρβαση του καπιταλισμού προς όφελος μιας «αυτοκρατορικής» απομύζησης των δημιουργικών δυνατοτήτων του «πλήθους», όπως κάνουν διάφορες τάσεις της νεοαυτονομίας, είτε την ανάδυση ενός ενοποιημένου παγκόσμιου συστήματος και την υπέρβαση του εθνικού κράτους, όπως κάνουν οι θεωρίες της παγκοσμιοποίησης, είτε την ευκαιρία να αρνηθούμε βασικές παραμέτρους της κομμουνιστικής πολιτικής (όπως η γραμμή μαζών, η ανάγκη πολιτικής συγκρότησης, η διαλεκτική κοινωνικού και πολιτικού αγώνα, ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της επανάστασης) δια της τεθλασμένης οδού ενός υποτιθέμενου νέου σταδίου που θα αναιρούσε προηγούμενες στρατηγικές οριοθετήσεις
Στην Ελλάδα οι τάσεις αυτές οδήγησαν σε ένταση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, στη διαμόρφωση ισχυρών ομίλων με διεθνοποιημένο και πολυκλαδικό χαρακτήρα, στην εισαγωγή τεχνολογικών και οργανωτικών καινοτομιών στην παραγωγή, στην καταγραφή αναπτυξιακών ρυθμών, στην επιτυχή αναμέτρηση με προκλήσεις όπως η ΟΝΕ ή οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Δεσπόζουσα πλευρά των αναδιαρθρώσεων ήταν οι τομές που αφορούσαν την παραγωγικότητα της εργασίας και του επενδυμένου κεφαλαίου των ηγεμονικών μερίδων του κεφαλαίου. Επικαθορίζουσα πλευρά η συμπίεση του κόστους εργασίας, μέσα από τη λιτότητα και την εκτεταμένη χρήση φτηνής μεταναστευτικής εργασίας.
Συνολικά, ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός είναι ένας σχηματισμός του αναπτυγμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, ενταγμένος στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, στις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου, στους μηχανισμούς του σύγχρονου πολιτικοστρατιωτικού ιμπεριαλιστικού παρεμβατισμού. Ειδική βαρύτητα έχει η πρόσδεση στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, καθώς η έκθεση σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον (μέσα και από την συντονισμένη μερική απεμπόληση στοιχείων εθνικής κυριαρχία όπως το νόμισμα ή όψεις της συνταγματικής συγκρότησης και λειτουργίας) επέτεινε αναδιαρθρωτικές τάσεις, ενίσχυσε μερίδες του κεφαλαίου και νομιμοποίησε αντιλαϊκές πολιτικές στο όνομα έξωθεν επιβαλλόμενων περιορισμών. Δεν αποτέλεσε μηχανισμό εξάρτησης ή «καθυστέρησης» του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά θωράκισης των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης, ενίσχυσης του αστικού μπλοκ και βίαιης επίθεσης ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα. Ως πραγματική διαδικασία καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού σήμαινε αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού.
Βέβαια, ο ελληνικός καπιταλισμός ως προς το οικονομικό μέγεθος και την πολιτική ισχύ παραμένει ηγεμονευόμενος από σχηματισμούς που βρίσκονται υψηλότερα στην ιεραρχία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Η διαρκής έκθεση στον ανταγωνισμό από κεφάλαια και σχηματισμούς αυξημένης παραγωγικότητας και η ταυτόχρονη αποδιάρθρωση παραγωγικών κλάδων, η μεγαλύτερη εξάρτηση από τη διεθνή οικονομική συγκυρία, οι πιέσεις από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή και κυρίως από την επιθετική διαχείριση της αποσταθεροποίησης που προκρίνουν οι ΗΠΑ στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, αποτελούν πραγματικές αντιφάσεις που εσωτερικεύονται στον συνασπισμό εξουσίας μέσα και από τα διεθνοποιημένα κεφάλαια.
Οι δευτερεύουσες ιμπεριαλιστικές πρακτικές, που αναπτύσσονται, μέσω της εξαγωγής κεφαλαίων, κυρίως προς τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη στη δεκαετία του 1990, αποτελούν δείκτη οικονομικής ισχύος και εξηγούν γιατί ο ελληνικός καπιταλισμός έχει ένα αντικειμενικό συμφέρον να συμπαρατάσσεται με όψεις της ιμπεριαλιστικής εξαγωγής «δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς», εντός μιας γενικότερης επιδίωξης πολιτικής κατοχύρωσης και διαπραγμάτευσης εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Καθορίζονται, όμως, από την ευρύτερη οικονομική συγκυρία και διακυβεύονται όταν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί τείνουν προς την αποσταθεροποίηση περιοχών. Αυτό διαψεύδει την εικόνα ενός «παμφάγου» ελληνικού ιμπεριαλισμού. Εάν είναι εσφαλμένη η υποτίμηση της ισχύος του ελληνικού καπιταλισμού από τις θεωρίες εξάρτησης, εξίσου εσφαλμένη είναι και η μεγέθυνση της ισχύος του.
Στο πολιτικό επίπεδο έχουμε αυξανόμενη πολιτική και ιδεολογική θωράκιση του κράτους απέναντι στα λαϊκά συμφέροντα, ένταση αυταρχικών τάσεων, συντονισμό με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», και μια τάση ομογενοποίησης των κομμάτων εξουσίας. Στο ιδεολογικό επίπεδο έχουμε την ηγεμονία του εκσυγχρονισμού ως βασικού ιδεολογικού υποσυνόλου, συναρθρωμένου με τον ευρωπαϊσμό, ως συγκεκριμένη μορφή του κοσμοπολιτισμού του ελληνικού κεφαλαίου και τις τάσεις εξατομίκευσης ως υπονόμευση προηγούμενων συλλογικών ταυτοτήτων των λαϊκών τάξεων. Δευτερεύουσα πλευρά των ιδεολογικών μετασχηματισμών είναι η αναπαραγωγή στοιχείων του ρατσιστικού υποσυνόλου, ως αυθόρμητη αναπαράσταση είτε μικροαστικών είτε εργατικών στρωμάτων. Όσο για τον εθνικισμό, παρά την εμφάνιση όψεών του στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δεν πρέπει να υπερτονίζεται, γιατί η εθνικιστική ρητορεία προσκρούει στις κυρίαρχες πλευρές της αστικής στρατηγικής που είναι η ευρωπαϊκή προοπτική και η «κατευναστική» διαχείριση του ανταγωνισμού με τον Τουρκικό καπιταλισμό.
Ως προς το συνασπισμό εξουσίας καταγράφεται η ηγεμονία των πιο επιθετικών και διεθνοποιημένων μερίδων του μονοπωλιακού βιομηχανικού κεφαλαίου και του εφοπλισμού, που μπόρεσαν να αναδιαρθρωθούν και να αντέξουν το διεθνή ανταγωνισμό, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του τραπεζικού και ευρύτερα χρηματιστικού κεφαλαίου. Η ηγεμονία αυτών των μερίδων πολιτικά και ιδεολογικά αναπαράγεται από τα ανώτερα στρώματα του κρατικού μηχανισμού και των Ιδεολογικών μηχανισμών, κάνοντας τις ανώτερες μερίδες της νέας μικροαστικής τάξης βασικό τμήμα της κοινωνικής συμμαχίας του συνασπισμού εξουσίας. Παράλληλα, τα μη μονοπωλιακά τμήματα της αστικής τάξης (αλλά και μέρος των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων), ενισχυμένα από την πολιτική συμπίεσης του κόστους εργασίας και τη μαζική εισροή φτηνής μεταναστευτικής εργασίας, διατηρούν όρους αναπαραγωγής.
Το αναδιαρθρωτικό κεκτημένο δεν συνεπάγεται πλήρη επίλυση των αντιφάσεων του ελληνικού καπιταλισμού:
Παρά την ύπαρξη κλάδων αυξημένης παραγωγικότητας υπάρχουν αρκετοί κλάδοι που αδυνατούν να ανταποκριθούν στην πίεση από το διεθνή ανταγωνισμό και υπάρχουν ανοιχτά ερωτήματα για την «αναπτυξιακή» στρατηγική.
Παρά τις ήττες του εργατικού κινήματος υπάρχει ένας αναπαλλοτρίωτος πυρήνας συλλογικών προσδοκιών για την εργασία, την εκπαίδευση, την ασφάλιση, την υγεία, που οριακά πυροδοτεί κοινωνικές εκρήξεις, καθυστερεί το πλήρες ξεδίπλωμα αναδιαρθρώσεων στις εργασιακές σχέσεις, αναπαράγει αγωνιστικές διαθέσεις στη νεολαία.
Παρά την απαξίωση μεγάλου μέρους των αγροτικών στρωμάτων, η βαρύτητά τους είναι τέτοια που δεν επιτρέπει την επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας.
Παρά την αποστείρωση του επίσημου πολιτικού σκηνικού, η κοινωνική δυσαρέσκεια σφραγίζει τις κυβερνητικές εναλλαγές, έστω και από «υπόγειες διαδρομές».
Σε αυτό το φόντο, η τρέχουσα κυβερνητική πολιτική δείχνει περισσότερο ως μια «φυγή προς τα εμπρός» απέναντι σε αυτές τις αντιφάσεις: Νέος γύρος λιτότητας. Προσφορά νέων πεδίων κερδοφορίας στο κεφάλαιο. Ανατροπή των όποιων εργασιακών κατακτήσεων ως προς τις εργασιακές σχέσεις, είχαν μείνει σε κομμάτια εργαζόμενων. Προεργασία για ανατροπές στο ασφαλιστικό και συνολικά προσπάθεια για αναίρεση των όποιων αναδιανεμητικών μηχανισμών είχαν μείνει. Πίεση στις επιχειρήσεις για ακόμη πιο έντονες αναδιαρθρώσεις και μέσα από την «ορθολογικότερη» διαχείριση της κρατικής και ευρωπαϊκής χρηματοδότησης και την άρνηση μιας λογικής «εικονικής ανάπτυξης» μέσω επιδοτήσεων.
Οι συνολικές μεταλλαγές που περιγράφηκαν οδηγούν και σε αλλαγές σε ό,τι αφορά τα λαϊκά στρώματα:
α. Αυξάνεται ο συνολικός αριθμός των μισθωτών και εντός αυτού και ο συνολικός όγκος της εργατικής τάξης, τόσο τα κομμάτια που χαρακτηρίζονται από τις αυξημένες δεξιότητας και την πολυλειτουργικότητα όσο και οι σύγχρονες μορφές αποειδίκευσης. Αυτό προκύπτει από την ανάπτυξη νέων πεδίων παραγωγής καπιταλιστικών εμπορευμάτων και υπηρεσιών και από το βάθεμα του καταμερισμού εργασίας στους χώρους και της παραγωγής και της κυκλοφορίας. Από την άλλη, η κατάληψη μεγάλου μέρους των προλεταριακών θέσεων από μετανάστες αναπαράγει νέους διαχωρισμούς και διαιρέσεις και διαμορφώνει νέες προκλήσεις.
β. Καταγράφεται εντεινόμενη μισθωτοποίηση των νέων μικροαστικών στρωμάτων, πόλωσή σημαντικού τμήματός τους σε θέσεις εκτελεστικές μέσα στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, επιδείνωση των όρων πρόσβασής τους στην αγορά εργασίας, μορφές εκμετάλλευσής τους στα πλαίσια της συνολικής επίθεσης ενάντια στην εργασία.
γ. Οι τάσεις αυτές επιτρέπουν σήμερα να μιλάμε για τη μισθωτή εργασία ή τις δυνάμεις της εργασίας ως μια εν δυνάμει κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στην εργατική τάξη και μεγάλο μέρος των νέων μικροαστικών στρωμάτων και της μισθωτής διανόησης.
δ. Η συνεχής πίεση στα αγροτικά κομμάτια από τις αλλαγές στις επιδοτήσεις, τις αναδιαρθρώσεις στο διεθνές εμπόριο, τη λειτουργία του κεφαλαίου στο κύκλωμα εμπορίας και διανομής, αντικειμενικά τα πολώνουν σε μια κατεύθυνση σύγκρουσης με τις πολιτικές του κεφαλαίου.
Όλα αυτά διαμορφώνουν νέους όρους για τη διαμόρφωση μιας πλατιάς λαϊκής συμμαχίας σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι τα ακόλουθα:
Πρώτον, δεν είναι δυνατή κάποια «αντιμονοπωλική» συμμαχία με κομμάτια του αστικού μπλοκ, στο όνομα μιας διαφορετικής κοινωνικής ανάπτυξης ή ενός άλλου διεθνούς προσανατολισμού. Αντίθετα, το σύνολο της αστικής τάξης συγκλίνει σε μια ιδιαίτερα επιθετική πολιτική και πολιτικά αποδέχεται τους όρους ένταξης στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Δεύτερον, παρά τις αντιφάσεις που διαπερνούν τον ελληνικό καπιταλισμό, δεν αναδεικνύεται μια εναλλακτική στρατηγική η οποία να αφίσταται από το συνδυασμό ανάμεσα στις παραγωγικές αναδιαρθρώσεις, τη συμπίεση του κόστους εργασίας, την ελαστική εργασία και το βάθεμα της ενσωμάτωσης στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Αυτό καθιστά ανεδαφική οποιαδήποτε εκδοχή αντινεοφιλελεύθερης συμμαχίας για μια διαφορετική κυβερνητική πολιτική και δείχνει ότι δεν έχει νόημα η προβολή ενός πολιτικού στόχου «αριστερής κυβέρνησης». Οποιαδήποτε εκδοχή κυβερνητικής διαχείρισης, ανεξαρτήτως προθέσεων, θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις αντικειμενικές πιέσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και θα αναγκαστεί να συμμορφωθεί προς αυτές.
Τρίτον, μια αριστερή τοποθέτηση θα πρέπει να αυτοπροσδιορίζεται ως πρόταση μαχητικής κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης. Επομένως, δεν έχει νόημα το σύνθημα «κάτω η κυβέρνηση του/της...» γιατί κάτι τέτοιο είτε δημιουργεί σύγχυση (αφού δεν προτείνουμε κάποια εναλλακτική κυβερνητική εκδοχή), είτε μπορεί να οδηγήσει σε μετατοπίσεις και να νομιμοποιήσει πλατιές «αντιδεξιές» ή «αντινεοφιλελεύθερες» ενότητες στο όνομα του «όλοι μαζί να φύγει ο....».
Τέταρτον, στο βαθμό που η ένταξη της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς θωρακίζει τις αστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης, οι αντιιμπεριαλιστικοί στόχοι αποδέσμευσης από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ αποτελούν βασική πλευρά της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής, χαράσσουν μία βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ενσωμάτωση και τη ρήξη με την αστική στρατηγική, αποτελώντας, όμως, αυτοτελή στόχο που δεν πρέπει να παραπέμπεται σε ένα ασαφές διεθνές σοσιαλιστικό μέλλον.
Πέμπτον, η στρατηγική μιας επαναστατικής αριστεράς δεν μπορεί παρά να είναι η συγκρότηση μιας λαϊκής συμμαχίας σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, η πάλη για την εργατική ηγεμονία στο εσωτερικό της, η διαμόρφωσης όρων για την πολιτική έκφρασή της και η επεξεργασία ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης. Αυτή η στρατηγική διαφέρει από μια αντίληψη που θα έλεγε ότι η ριζοσπαστική αριστερά κυρίως πρέπει να επεξεργαστεί ένα πολιτικό περιεχόμενο και εν συνέχεια, με βάση αυτό, να απευθυνθεί στα κόμματα του ρεφορμισμού που θα προσέφεραν την αναγκαία κοινωνική βάση.
Αυτή η κατεύθυνση εξειδικεύεται ως εξής:
α. Επίμονη προσπάθεια για την ανασυγκρότηση συνδικαλιστικών μορφών την ανάπτυξη πρακτικών αντίστασης, αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας, το ξεδίπλωμανικηφόρων αγώνων και κινημάτων, συνολικά την ύπαρξη πραγματικών προσκομμάτων στην αστική κίνηση και την αναπαραγωγή συλλογικών διεκδικήσεων και αναπαραστάσεων. Επειδή οι ήττες στο κοινωνικό πεδίο μετατρέπονται και σε πολιτικές υποχωρήσεις, είναι ανεπαρκής μια λογική απλής εκπροσώπησης της κοινωνικής «δυσαρέσκειας» και δυσπραγίας. Χωρίς τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού δύναμης δεν μπορεί να υπάρξουν πολιτικές τομές. Να ξεφύγουμε από μια αντίληψη που θέλει «την ελπίδα να γεννιέται από τους απελπισμένους» και να αναλογιστούμε ότι πρωτοπόρα κομμάτια της τάξης είναι αυτά που έχουν μεγαλύτερες δεξιότητες, μεγαλύτερη εποπτεία της συνολικής διαδικασίας και μεγαλύτερες κατακτήσεις. Αυτό ορίζει και ορισμένες προτεραιότητες: Αφενός, τη μάχη για να διατηρήσουν (και να διευρύνουν) κατακτήσεις τα κομμάτια των εργαζόμενων που διατήρησαν «κεκτημένα» το προηγούμενο διάστημα (Δημόσιο, ΔΕΚΟ κ.λπ.). Αφετέρου, τη μάχη ώστε να αναπτυχθούν εκ νέου συνδικαλιστικές - ταξικές πρακτικές σε κομμάτια εργαζόμενων που βρίσκονται σε κλάδους που στηρίζονται στην αναδιάρθρωση της παραγωγής, την ένταση κεφαλαίου, τις αυξημένες εργασιακές δεξιότητες. Με βάση αυτά τα πρωτοπόρα κομμάτια θα μπορούσαν αλλάξουν τα πράγματα και στις σύγχρονες εκδοχές της ελαστικής και ανασφαλούς «ανειδίκευτης» εργασίας. Γι’ αυτό και έχει στρατηγικό χαρακτήρα η προσπάθεια για ένα αγωνιστικό ταξικό ρεύμα που να επεξεργαστεί ένα σύγχρονο πρότυπο ταξικού συνδικαλισμού.
β. Επεξεργασία ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης, όχι ως εγκεφαλική κατασκευή, αλλά ως προέκταση των αγωνιστικών τάσεων που αναπτύσσονται και σήμερα, για να αποτελέσει όχι «εισαγωγή της ταξικής συνείδησης απ’ έξω», αλλά μια διαδικασία εσωτερική προς την εν δυνάμει λαϊκή αντικαπιταλιστική συμμαχία, τις πρακτικές και τις αναπαραστάσεις των ίδιων των πρωτοπόρων αγωνιστών. Άλλωστε, πιστεύουμε ότι η σύγχρονη εργατική δύναμη, η μισθωτή εργασία της εποχής μας, δεν είναι μόνο πιο εντατικοποιημένη και πιο κατακερματισμένη, αλλά ταυτόχρονα και πιο επιδέξια, πιο «πολυλειτουργική», πιο μορφωμένη (παρά την προσπάθεια κοινωνικής και πολιτικής απομόρφωσής της), άρα πιο ικανή να συνειδητοποιήσει το ρόλο της ως παραγωγός του κοινωνικού πλούτου.
γ. Ανασύνθεση συλλογικών πολιτικών μορφών που θα επιτρέψουν τη συγκρότηση μιας τέτοιας λαϊκής αντικαπιταλιστικής συμμαχίας και την αυτοτελή παρέμβαση της στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, αναγκαία προϋπόθεση ώστε το ζήτημα της κοινωνικής ανατροπής και της σοσιαλιστικής επανάστασης να μπορέσει κάποτε να τεθεί με πραγματικούς όρους. Στο βαθμό που σήμερα το υλικό για ένα αντικαπιταλιστικό ρεύμα βρίσκεται «διάχυτο» σε διαφορετικές πολιτικές συλλογικότητες και πρακτικές, το ζήτημα μιας δημοκρατικής μετωπικής ενότητας αποκτά στρατηγικό χαρακτήρα: Δεν θα ενοποιήσει μόνο δυνάμεις και θα διευκολύνει το ξεδίπλωμα μεγαλύτερων πρωτοβουλιών. Πάνω από όλα, θα επιτρέψει το διάλογο και τη δημιουργική αντιπαράθεση διαφορετικών απόψεων, είτε προέρχονται από οργανωμένες τάσεις είτε από ανεξάρτητους αγωνιστές, θα συνταιριάξει και θα προεκτείνει εμπειρίες και πειραματισμούς, θα διευκολύνει νέες πολιτικές συνθέσεις και πρωτότυπες απαντήσεις στα πρωτότυπα προβλήματα που είναι μπροστά μας. Η συζήτηση για τον πόλο μπορεί να συμβάλει, αρκεί να υπερβούμε τη λογική του μικρόκοσμου και της ιδεοληψίας, να διαμορφώσουμε μια διαδικασία που θα είναι πραγματικά υπόθεση αυτών που θα συμμετέχουν, να αποφύγουμε τους παράλληλους μονολόγους και την «κοπτοραπτική» συνθημάτων.
Επομένως, αυτή η συζήτηση πρέπει να συνεχιστεί, γιατί, όπως θα έλεγε και ο Μπρεχτ, «μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς την πραγματικότητα να αλλάξουμε».
Αρκεί, βέβαια, να θυμόμαστε ότι για μπορούν οι ιδέες να γίνονται υλική δύναμη θα πρέπει να συναντηθούν με πραγματικές υλικές διεργασίες και κινήματα. Άρα, όσο σημαντική και εάν είναι αυτή η συζήτηση, η πραγματική πρόκληση παραμένει έξω από αυτή την αίθουσα, στα πραγματικά κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα.
Γιατί, σε πείσμα όσων προσπαθούν να μας πείσουν ότι η «φαντασμαγορία των εμπορευμάτων» αποτελεί έναν ανυπέρβλητο ιστορικό ορίζοντα, εμείς επιμένουμε ότι η πραγματική ιστορικότητα του κομμουνισμού δεν είναι το παρελθόν της ήττας, αλλά το μέλλον της ανατροπής.