Αριστερή Ανασύνθεση

Σκέψεις για τα γεγονότα στο συνέδριο του ΕΚΑ

Στο συνέδριο του ΕΚΑ υπήρξε αρχικά μια πετυχημένη παρουσία των σχημάτων και των συνέδρων της ριζοσπαστικής αριστεράς, που έδειχνε τη δυναμική των αντιλήψεων που καταγράφηκαν στη σύσκεψη των εργασιακών σχημάτων στις 9 Μάη και έχουν τροφοδοτήσει πετυχημένες παρεμβάσεις σε χώρους.

Αυτή η δυναμική δεν μπόρεσε να καταγραφεί εκλογικά. Αιτία ήταν η επιμονή να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο ο Κ. Ευσταθίου, συνδικαλιστής από το χώρο των τραπεζών, οι πρακτικές του οποίου, πρακτικές ανοιχτής σύμπραξης με τον κυβερνητικό-εργοδοτικό συνδικαλισμό, καμιά σχέση με την αγωνιστική εργατική πάλη δεν έχουν. Μερίδα συνέδρων με τρόπο ετσιθελικό και εκβιαστικό απαίτησε την παρουσία του στο ψηφοδέλτιο και ανακοίνωσε την ούτως ή άλλως εκλογική κάθοδο μαζί του. Σημαντικό μερίδιο ευθύνης γι’ αυτή την εξέλιξη έχουν οι σύντροφοι του ΝΑΡ, καθώς επέμειναν στη συμμετοχή του και δε στήριξαν εναλλακτικές λύσεις που προτάθηκαν.

Η επιμονή να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο ένας άνθρωπος ξένο σώμα προς τα σχήματα και το μάχιμο συνδικαλισμό, παρότι υπήρξαν σαφείς εναλλακτικές προτάσεις (κάθοδος ψηφοδελτίου με πολύ μικρό αριθμό υποψηφίων, να μη συμμετέχουν στο ψηφοδέλτιο όλοι οι βασικοί συνδικαλιστές από το χώρο των τραπεζών), οδήγησε στην απόφαση σημαντικού αριθμού συνέδρων, είτε οργανωμένων είτε ανένταχτων να δηλώσουν ότι δεν θα στηρίξουν κανένα ψηφοδέλτιο στις αρχαιρεσίες του ΕΚΑ.

Το γεγονός ότι με δήλωσή τους σύνεδροι προερχόμενοι από το ΝΑΡ δεν στήριξαν το ψηφοδέλτιο που τελικά κατέβηκε δεν αναιρεί τη συνολική ευθύνη του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Αναρωτιόμαστε πώς γίνεται να ανοίγουν οξύτατες αντιπαραθέσεις για –κατά τη γνώμη μας θεμιτές– συγκυριακές και τακτικές συμπράξεις με δυνάμεις του ρεφορμισμού σε σωματεία και να πρέπει κανείς να δεχτεί αδιαμαρτύρητα την συμπόρευση με κάποιον που ανοιχτά συνεργάζεται με τμήμα της ΠΑΣΚΕ της ΟΤΟΕ και φιλοεργοδοτική παράταξη από την Τράπεζα Πειραιώς. Αναρωτιόμαστε πώς συνδυάζεται αυτή η επιμονή με τη λογική των διαχωρισμών σε κάθε επίπεδο (ακόμη και ‘χωροταξικό’) από το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα.

Η επιλογή των συνέδρων από το χώρο του ΜΛ-ΚΚΕ για αυτοτελή κάθοδο, έστω και στη βάση της αντίθεσης προς το συγκεκριμένο συνδικαλιστή, ήταν επίσης μια αδιέξοδη κίνηση. Γιατί η μάχη για να ηγεμονεύσει μια μάχιμη πολιτικοσυνδικαλιστική γραμμή πρέπει να γίνεται εντός των ενωτικών εγχειρημάτων (και των αντιφάσεών τους) και όχι από την ‘ασφάλεια’ της κομματικής καταγραφής.

Είναι σαφές ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ζητήματα προσώπων, αλλά με πραγματικά πολιτικά ερωτήματα:

·Η υπόθεση της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν είναι κάτι που ορίζεται σε επίπεδο γενικών διακηρύξεων και αυτοπροσδιορισμού, αλλά κρίνεται, κάθε στιγμή, στις πραγματικές κοινωνικές πρακτικές και στάσεις του καθενός. Σε μεγάλο βαθμό η μετάλλαξη της επίσημης αριστεράς ήταν και αποτέλεσμα της ανοχής που επέδειξε σε πρακτικές διαπλοκής στελεχών της με εργοδοτικούς, διευθυντικούς και κρατικούς μηχανισμούς. Μόνο που τέτοιες πρακτικές δεν χωρούν στη ριζοσπαστική αριστερά, ειδικά με τα χαρακτηριστικά που παίρνουν σήμερα οι δομές εξουσίας στους χώρους δουλειάς. Τα μετωπικά μορφώματα και οι συντονισμοί σχημάτων δεν απαιτούν μόνο πολυφωνία και ανοχή στη διαφορετική γνώμη. Χρειάζονται και ανεξαρτησία από το κράτος και την εργοδοσία.

·Η ορθή αντίληψη ότι τόσο στα σχήματα, όσο και στις μετωπικές ενότητες, δεν χωρούν αποκλεισμοί πολιτικών ρευμάτων, τάσεων και αντιλήψεων δε μπορεί να σημαίνει απουσία αυτοκαθορισμού. Πρέπει τα σχήματα και οι μετωπικές ενότητες να έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν ποιοι χωρούν στις γραμμές τους και ποιοι όχι. Διαφορετικά γίνονται συγκυριακές και αναποτελεσματικές συγκολλήσεις.

·Η ανασύνθεση μιας σύγχρονης επαναστατικής αριστεράς δεν χρειάζεται πρακτικές μικροηγεμονισμού και μικρομεγαλισμού, αλλά μια διαφορετική δημοκρατική μετωπική κουλτούρα. Ούτε βοηθούν ο παραγοντισμός και η μικροπολιτική.

·Τα ανοιχτά ερωτήματα για το σύγχρονο επαναστατικό κίνημα και οι αντιφάσεις. που διαπερνούν το σύνολο της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά και κάθε συλλογικότητα χωριστά, δεν πρέπει να γίνονται προσκόμματα στο συντονισμό και την κοινή δράση, αλλά αφορμές για ουσιαστική πολιτική συζήτηση.

Μπροστά στην κατάσταση που διαμορφώνεται ο καθένας πρέπει να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί.

·Θα επιμείνουμε σε λογικές που αναπαρήγαγαν για χρόνια τη λογική του μικρόκοσμου, την πολιτική της μικροκλίμακας, την αυτοαναφορική απογείωση από την πραγματικότητα, τον κατακερματισμό και την απογοήτευση;

·Ή θα δοκιμάσουμε την υπέρβασή τους; Αυτή που επέτρεψε τις μεγάλες στιγμές της ενωτικής δράσης της ριζοσπαστικής αριστεράς από τα εξεταστικά του 1998 έως τη Θεσσαλονίκη του 2003, αυτή που οδήγησε στη συγκρότηση των μεγάλων ενωτικών εγχειρημάτων όπως τα ΕΑΑΚ, οι παρεμβάσεις των εκπαιδευτικών, η Πρωτοβουλία Αγώνα, αυτή –και μόνο αυτή– που μπορεί να ξαναφέρει ενεργά στο προσκήνιο ένα ευρύτερο δυναμικό και να δώσει σχήμα στην ελπίδα!

Εμείς σε αυτή την κατεύθυνση θα δουλέψουμε. Αρνούμενοι την αναδίπλωση και τον εγκλεισμό στον εαυτό μας. Δίνοντας βάρος στο ξεδίπλωμα πολιτικών σχεδίων και ενωτικών βημάτων για μια άλλη αριστερά και όχι στη μικρόψυχη αναζήτηση του ενός ή του άλλου τεχνητού προβλήματος. Ανοίγοντας και όχι κλείνοντας τη συζήτηση σε όλα τα επίπεδα και σε όλα τα ερωτήματα. Επιμένοντας ότι η συντροφική κριτική και αντιπαράθεση είναι πολύ προτιμότερη από την αποσιώπηση και το ‘χειρισμό’.

Γιατί όλοι καλούμαστε να πάρουμε ξεκάθαρη θέση για πώς βλέπουμε –και έμπρακτα– το θέμα του πόλου, εάν δεχόμαστε μια πραγματικά δημοκρατική και ανοιχτή διαδικασία ή εάν αντίθετα επιμένουμε σε πρακτικές είτε αυτόκεντρης ‘κομματικής ανασυγκρότησης’ είτε οχύρωσης πίσω από αποτυχημένα ‘μετωπικά μοντέλα’.

Σε κάθε περίπτωση:

·Στηρίζουμε το ενωτικό εγχείρημα της Πρωτοβουλίας Αγώνα

·Στηρίζουμε με όλες μας τις δυνάμεις την υπόθεση του πανελλαδικού συντονισμού των παρεμβάσεων και των σχημάτων από εργασιακούς χώρους.

·Προσπαθούμε να συνεχιστεί με τρόπο ουσιαστικό η συζήτηση για τον πόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς: Η έξοδος από μια λογική συζήτησης επιτελείων και κορυφών, η προσπάθεια να συμμετέχουν στη συζήτηση εξ αρχής και ισότιμα οι ανεξάρτητοι αγωνιστές, η εμμονή σε μια δημοκρατική μετωπική συγκρότηση που θα κάνει τον πόλο υπόθεση των ίδιων των συντρόφων που θα συμμετέχουν στις διαδικασίες του και όχι μόνο των οργανώσεων, η συζήτηση χωρίς έτοιμες συνταγές και προκαταβολικά «βέτο», το άνοιγμα της κουβέντας για ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης που δε θα είναι άθροισμα συνθημάτων ούτε παράθεση γενικόλογων ‘οραμάτων αλλά πραγματική άρθρωση πολιτικών στόχων, η συνειδητοποίηση ότι ο πόλος θα κριθεί από την πραγματική συμβολή του στην ανάπτυξη κινημάτων, αυτά θα είναι η έμπρακτη απόδειξη ότι όλοι διαλέγουμε ένα διαφορετικό δρόμο.

Αθήνα 23/05/2004