ΑΠΟΦΑΣH

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣΤΟΜΕΑ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΑΚΑΣ

Οκτώβρης 2003


Α. Πολιτική συγκυρία

1. Διεθνής συγκυρία

Η διαφαινόμενη αποτυχία της αμερικανοβρετανικής συμμαχίας στην ολοκλήρωση του σχεδίου «ειρήνευσης» και «απελευθέρωσης» του Ιράκ είναι το κομβικό στοιχείο σε διεθνές επίπεδο. Η σημασία της για το αντιιμπεριαλιστικό αντιπολεμικό κίνημα θα φανεί μακροπρόθεσμα και είναι προφανώς διακύβευμα το αν και κατά πόσο η επαναστατική Αριστερά θα καταφέρει να την εκμεταλλευτεί για να συμβάλλει στη δημιουργία μιας αριστερής πολιτικοποίησης με πιο ριζοσπαστικά και μόνιμα στοιχεία ή αν τελικά θα ενσωματωθεί σε ενδεχόμενες εναλλαγές των πολιτικών εκπροσώπων (χαρακτηριστική η υπονόμευση της κυβέρνησης Μπλερ από το βρετανικό τύπο και η σχετική πτώση της δημοτικότητας του Μπους). Αυτή η αποτυχία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ηρωική αντίσταση του ιρακινού λαού, το ανέβασμα της οποίας χτυπάει ευθέως τη εικόνα της ιμπεριαλιστικής υπεροπλίας και παντοδυναμίας που ήταν ένα από τα βασικά ιδεολογικά επίδικα της εκστρατείας στο Ιράκ.

Παράλληλα εντείνεται η επιθετικότητα του Ισραηλινού κράτους έναντι των Παλαιστινίων. Η κυβέρνηση Σαρόν επιλέγει ένα σχέδιο άγριας καταστολής όλων των παλαιστινιακών δυνάμεων που αντιτάσσονται σθεναρά και έμπρακτα στην ισραηλινή κατοχή. Αυτή η επιλογή γίνεται στο φόντο της «διεθνούς εκστρατείας κατά της τρομοκρατίας» και υπό την ανοχή των ΗΠΑ (βλ. το βέτο που έθεσαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας για την έκδοση απόφασης κατά της επιδιωκόμενης απέλασης του Αραφάτ). Παρ’ όλα αυτά η παλαιστινιακή αντίσταση δεν κάμπτεται δημιουργώντας ένα εκρηκτικό πεδίο στο χώρο της Μέσης Ανατολής μαζί με την ιρακινή αντίσταση στην αμερικανοβρετανική κατοχή.

Ταυτόχρονα ξανανοίγει η κουβέντα για εμπλοκή του ΟΗΕ στη διαχείριση της κατάστασης στο Ιράκ. Το αποτέλεσμά της φυσικά δεν είναι προδιαγεγραμμένο, αφού η πλευρά των ΗΠΑ πιέζει προς μια κατεύθυνση αποδοχής της ηγεμονίας τους υπό τη σκέπη του ΟΗΕ, ενώ οι υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Γερμανία, Γαλλία, Ρωσία) επιδιώκουν την επιστροφή στην παλιά ισορροπία δυνάμεων εντός του ΟΗΕ. Είναι σαφές όμως ότι, σε κάθε περίπτωση, αν νομιμοποιηθεί η κατοχή του Ιράκ από τον ΟΗΕ αυξάνεται η πιθανότητα να σταλούν στρατεύματα και από χώρες που τυπικά αντέδρασαν στη μονομερή ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Ιράκ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα (βλ. τις πρόσφατες δηλώσεις Παπαντωνίου), αν και αυτό σε πρώτη φάση το αρνούνται.

Κομβικά στοιχεία για την παρέμβασή μας στο αντιιμπεριαλιστικό-αντιπολεμικό κίνημα λοιπόν, βάσει των παραπάνω, είναι:

·Η καταδίκη της κατοχής του Ιράκ και της ισραηλινής επιθετικότητας στην Παλαιστίνη.

·Η ανάδειξη της ιρακινής και παλαιστινιακής αντίστασης, αλλά και του περσινού πρωτοφανούς διεθνούς αντιπολεμικού κινήματος στην εμπλοκή των ιμπεριαλιστικών σχεδίων και τη διαφαινόμενη αδυναμία τους να αποτυπώσουν μια σαφή ηγεμονία.

·Η απονομιμοποίηση του ρόλου του ΟΗΕ στην περιοχή που αποτελεί εναλλακτικό ιμπεριαλιστικό σχέδιο και έχει μια σχετική αποδοχή σε κομμάτια της κοινωνίας, αλλά δυστυχώς και σε κομμάτια της Αριστεράς (π.χ. δεξιά πτέρυγα του Φόρουμ).

·Η άρνηση σε κάθε ενδεχόμενο εμπλοκής της Ελλάδας μέσω της αποστολής στρατευμάτων στο Ιράκ υπό τη σκέπη του ΟΗΕ. Να μην ξεχνάμε ότι το να εμποδίσουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αποτελεί έμπρακτη υλική αλληλεγγύη στην ιρακινή αντίσταση καθώς και βασικό διεθνιστικό μας καθήκον απέναντι στον ιρακινό λαό, ένας στόχος που προυποθέτει, όμως, ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συσπείρωση και όχι κάποιου είδους ακτιβισμούς ή βολονταρισμούς.

·Το αίτημα για δημιουργία ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους και για άμεση απελευθέρωση του Ιράκ από τις δυνάμεις κατοχής.

2. Συγκυρία στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό

Η κίνηση του κυβερνητικού κέντρου στη φετινή προεκλογική χρονιά χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία. Από τη μία το προχώρημα της αναδιάρθρωσης σε όλους τους τομείς (βλ. Ολυμπιακή, εκπαίδευση, Ολυμπιάδα κ.τ.λ.). Από την άλλη η προσπάθεια αναστήλωσης του κοινωνικού προφίλ του ΠΑΣΟΚ με μια σειρά παροχών, μικρού εύρους όμως, σε στρώματα που υστερεί εκλογικά (αγροτικά, κλασικά μικροαστικά) προκειμένου να δομήσει συμμαχίες με αυτά. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να επισημαίνουμε ότι αυτές οι παροχές δεν έχουν την γνωστή μορφή της απλής αναδιανομής, αλλά γίνονται με κριτήρια ανταποδοτικότητας (π.χ. τα 1.000 ευρώ για φοιτητές στην επαρχία μόνο αν δεν χρωστούν κανένα μάθημα). Αυτό το ποιοτικό στοιχείο είναι δείκτης μίας τάσης μεταλλαγής συνολικά του χαρακτήρα των κοινωνικών δαπανών. Με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι η κυβέρνηση ακόμα και με τις προεκλογικές παροχές της φροντίζει όχι απλώς να μη θίξει τον πυρήνα της στρατηγικής της αναδιάρθρωσης, αλλά απεναντίας να βαθύνει την εφαρμογή της κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Απέναντι σε αυτό οφείλουμε να εναντιωθούμε τόσο στρατηγικά όσο και στην προεκλογική συγκυρία, όπου η απόσπαση προεκλογικών δεσμεύσεων από τους πιθανούς αυριανούς κυβερνήτες μέσω κοινωνικών κινητοποιήσεων όσο φυσικά και οι υλικές νίκες τέτοιων κινητοποιήσεων είναι κομβικής σημασίας.

Β. Εκπαιδευτική συγκυρία και στοιχεία για την παρέμβασή μας στο Πανεπιστήμιο.

1. Χαρακτηριστικά της σημερινής φοιτητικής & μαθητικής νεολαίας.

Σκόπιμο είναι να γίνει μία κωδική ανάλυση των χαρακτηριστικών της σημερινής νεολαίας στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια που να μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την παρέμβασή μας στους κοινωνικούς αυτούς χώρους. Μια πιο ολοκληρωμένη τέτοια επεξεργασία επιδιώκουμε να έχουμε μέχρι το Δεκέμβρη, συνεπώς η παρούσα ανάλυση αποτελεί απλώς μια βάση γι’ αυτή την επεξεργασία, χωρίς αυτό όμως να της αφαιρεί τη χρηστική αξία.

Η γενιά αυτή δεν έχει βιώσει τις ήττες της αριστεράς του παρελθόντος και αποτελεί ένα νέο και, κατά την άποψή μας, γόνιμο έδαφος για νέες ιδέες, προτάσεις και τομές. Είναι μια γενιά η οποία επιπλέον έχει ζήσει μια δεκαετία όπου το κίνημα άρχισε σιγά σιγά να αναπτύσσεται τόσο στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο (αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις) πάνω στο υπόστρωμα του ιδεολογικού ρήγματος στην ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, ειδικά μάλιστα στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όσο και σε επιμέρους νεολαιίστικους κοινωνικούς χώρους όπου υπήρξαν κινητοποιήσεις που έβαλαν εμπόδια στην αναδιάρθρωση (’90-’91, ’95, ’98, 2001). Ταυτόχρονα όμως είναι μια γενιά που έχει βιώσει τις αλλαγές στο σχολείο από το νόμο Αρσένη. Έχει βιώσει δηλαδή έννοιες όπως η ανταποδοτικότητα, η εντατικοποίηση και πειθάρχηση, η απαξίωση των πτυχίων σχολών με αρκετά εξειδικευμένο αντικείμενο που δημιουργήθηκαν στην κίνηση του κράτους για μαζικοποίηση του Πανεπιστημίου, κ.τ.λ. Η υλική αυτή πραγματικότητα έχει παράξει συγκεκριμένα αποτελέσματα τόσο στη συνείδηση αυτής της γενιάς (ένταση λογικών ανάθεσης, επιστημονισμού κ.τ.λ.) όσο και σε πρακτικές της (π.χ. η προφανής επιστροφή των φοιτητών στα αμφιθέατρα συγκριτικά με προηγούμενα χρόνια). Αυτά μάλιστα ισχύουν και για νέους που έχουν μια αριστερή πολιτικοποίηση. Όλα αυτά οφείλουμε να τα λάβουμε υπόψη στην παρέμβασή μας, αφού απ’ ότι φαίνεται τα καύσιμα της ριζοσπαστικοποίησης του ’89-’91 φαίνεται να εξαντλούνται σε κάποιο βαθμό και ερχόμαστε πλέον σε επαφή με μια νεολαία στο εσωτερικό της οποίας υπάρχει μεν μια επιστροφή της πολιτικής (βλ. την άνοδο της συμμετοχής στις φοιτητικές εκλογές με παράλληλη ενίσχυση ή διατήρηση των αριστερών πολιτικών μορφωμάτων), μια επιστροφή όμως με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να συνεκτιμήσουμε.

2. Αλλαγές στο Πανεπιστήμιο & τάσεις της αναδιάρθρωσης

Το Πανεπιστήμιο ως ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους οφείλει να εκπληρώνει τις βασικές λειτουργίες του, τον ιδεολογικό και τον κατανεμητικό ρόλο. Ειδικά μάλιστα σε συνθήκες αναδιάρθρωσης στο πεδίο της εργασίας οφείλει να προσαρμόζεται στις νέες ανάγκες του καπιταλισμού που προκύπτουν στο πεδίο αυτό. Έτσι, στη συγκυρία της αναδιάρθρωσης του ελληνικού κεφαλαίου προκειμένου να καταστεί ανταγωνιστικό στα πλαίσια της Ε.Ε. και ηγεμονικό στο χώρο των Βαλκανίων προκύπτουν νέες ανάγκες για την εκπαίδευση των νέων εργαζομένων. Η ανάγκη για κινητικότητα εργασιακού δυναμικού μεταξύ διαφορετικών θέσεων εργασίας, αλλά και εναλλαγή της εργασίας με ανεργία, καθώς και η ανάγκη ποιοτικής ανόδου των δεξιοτήτων του σημερινού εργαζομένου (για την άνοδο της παραγωγικότητάς του) με παράλληλη μείωση των δικαιωμάτων και προσδοκιών του είναι κομβικής σημασίας ανάγκες του ελληνικού κεφαλαίου σήμερα.

Στα πλαίσια αυτά, το κράτος προκειμένου να χειριστεί την κατανεμητική αστάθεια, την αδυναμία του δηλαδή να κατανείμει τους αποφοίτους σε αντίστοιχες θέσεις εργασίας, είχε γενικά δύο επιλογές. Τη μείωση των αποφοίτων ή τη μαζικοποίηση του Πανεπιστημίου με παράλληλη απαξίωση των πτυχίων (άρα και μείωση των τυπικών εργασιακών-επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων, των πραγματικών του δεξιοτήτων και επομένως των προσδοκιών του). Η πολιτική που επιλέχθηκε είναι η δεύτερη, αφού η μαζικοποίηση του Πανεπιστημίου μπορεί να συμβάλλει στην άνοδο των δεξιοτήτων περισσότερων νέων εργαζομένων και, μαζί με την απαξίωση της εργασιακής προοπτικής, να δημιουργήσει το αναγκαίο φτηνό, ευέλικτο και παραγωγικό εργασιακό δυναμικό. Για αυτό το λόγο μετά το νόμο Αρσένη παρατηρούμε μια μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (κίνηση που ενσωματώνει και το αντίστοιχο πάγιο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας), ενώ ταυτόχρονα έχουμε τη δημιουργία πολλών νέων τμημάτων σε εξειδικευμένα αντικείμενα και με εξαιρετικά αμφίβολη εργασιακή προοπτική για τους αποφοίτους τους που απορροφούν τους περισσότερους από τους επιπλέον φοιτητές. Οι ενεργοί φοιτητές, σύμφωνα με το ΥΠΕΠΘ, εκτιμούνται 360.000 (200.000 σε ΑΕΙ και 160.000 σε ΤΕΙ), αριθμός διπλάσιος συγκριτικά με τον αντίστοιχο του 1996. Παράλληλα, υπάρχει και μια προσπάθεια από την πλευρά του κράτους για μείωση των εργασιακών και επαγγελματικών δικαιωμάτων όλων των αποφοίτων μέσω μεταρρυθμίσεων που επιχειρούν να μεταλλάξουν και να διασπάσουν τα πτυχία.

Σε αυτό το πλαίσιο, καθώς και στην επιδίωξη εξομοίωσης των σπουδών στις χώρες της Ε.Ε., βασίστηκαν η οδηγία 89/48 και οι αποφάσεις των Συνόδων των Υπ. Παιδείας της Ε.Ε. της Bologna, της Πράγας, της Λισσαβόνας και, πρόσφατα, του Βερολίνου. Στην τελευταία και πιο πρόσφατη (Σεπτέμβρης 2003) αποφασίστηκε η προώθηση της εφαρμογής ενός συστήματος πιστωτικών μονάδων και του ατομικού φακέλου δεξιοτήτων. Στην παρέμβαση του ΥΠΕΠΘ αναφέρεται η επιδίωξη της κυβέρνησης να δημιουργήσει ένα νέο νομικό πλαίσιο για την «ορθολογικοποίηση» και την «αποτελεσματικότητα» των διαδικασιών αναγνώρισης των πτυχίων όλων των βαθμίδων καθώς και την εισαγωγή του Συμπληρώματος Διπλώματος (Diploma Supplement) στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Όλα αυτά στις κατευθύνσεις της Σύμβασης τηςBologna.

3. Αξιολόγηση

Κομβική τομή για την εφαρμογή των παραπάνω κατευθύνσεων είναι η αξιολόγηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η πρόσφατη κατάθεση του νέου πολυνομοσχεδίου στη Βουλή δείχνει την πρόθεση του κράτους να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση, κάτι που είναι ήδη γνωστό από την εποχή της ανωτατοποίησης των ΤΕΙ. Πρακτικά, μπορούμε να πούμε ότι το Πανεπιστήμιο από τότε και έπειτα βρίσκεται στην εποχή της αξιολόγησης.

Η αξιολόγηση είναι η τομή που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη μοχλών και μηχανισμών άσκησης πολιτικής και ιδεολογικής πίεσης στα Πανεπιστήμια για να προσαρμοστούν στις προτεραιότητες της αναδιάρθρωσης. Εφόσον ο κύριος όγκος της χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων παραμένει κρατικός όπως κρατική είναι και η επικύρωση των κάθε είδους τίτλων, χρειάζονται αναγκαίοι ρυθμιστικοί φορείς που θα αναλαμβάνουν να ασκούν πίεση στα ΑΕΙ&ΤΕΙ για συμμόρφωση σε αναγκαίες απαιτήσεις αποδοτικότητας εξαρτώντας από αυτές την, κυρίως κρατική, χρηματοδότηση, θα επικυρώνουν τίτλους και δεξιότητες, αλλά και θα δίνουν μια νομιμοποιημένη υπόσταση στην κατηγοριοποίηση τμημάτων και ιδρυμάτων. Προφανώς, υπάρχουν αντιφάσεις σε αυτή τη διαδικασία, είτε στην αποδοχή των συστημάτων είτε στο ερώτημα των κριτηρίων και τη σύγκρουση ανάμεσα σε εξωτερικές (αγορά) και εσωτερικές (ακαδημαϊκές αξίες) παραμέτρους της αξιολόγησης, όπως και ερωτήματα περί των κρίσιμων ποσοτικών ή άλλων δεικτών που θα χρησιμοποιούνται σε αυτές τις αξιολογήσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως, η αξιολόγηση είναι μια κατεξοχήν επιθετική κίνηση προσαρμογής των Πανεπιστημίων που προσπαθεί να επιτείνει και να παγιώσει κρίσιμες τάσεις και πολιτικές, και γι’αυτό οφείλουμε να την αντικρούσουμε συνολικά.

Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και το νέο πολυνομοσχέδιο του ΥΠΕΠΘ που αποτελείται από 4 μέρη. Το πρώτο αναφέρεται στην αξιολόγηση, το δεύτερο στα Ινστιτούτα Δια Βίου Εκπαίδευσης (ΙΔΒΕ), το τρίτο στο Διεθνές Ελληνικό Πανεπιστήμιο και το τέταρτο στα Διεθνή Μεταπτυχιακά. Η ύπαρξηδιδάκτρων σε αυτά δημιουργεί προοπτικά μια έμμεση πίεση στο δωρεάν χαρακτήρα των σπουδών σε ΑΕΙ&ΤΕΙ.Παράλληλα, το καθεστώς των Διεθνών Μεταπτυχιακων που προβλέπει συνεργασία ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων εισάγει το καθεστώς των 3+2 χρόνων δια της πλαγίας οδού.Απόφοιτοι με bachelor από το εξωτερικό θα μπορούν να κάνουν ένα μεταπτυχιακο στην Ελλαδα στα πλαίσια της νέας ρύθμισης και να αναγνωριστεί το πτυχίο τους. Εξυπακούεται ότι αυτή η de facto αναγνώριση του 3+2 με σπούδες σε ελληνικά Α.Ε.Ι.και ΤΈΊ εισάγει το αγγλοσαξωνικό μοντέλο από την πίσω πόρτα και γι’ αυτό οφείλουμε να την αντικρούσουμε.

Το πρώτο μέρος προβλέπει την ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου Διασφάλισης&Αξιολόγησης Ποιότητας (ΕΣΔΑΠ) που αποτελείται από 7 καθηγητές ΑΕΙ και 3 καθηγητές ΤΕΙ από όλους τους κλάδους καθώς και ένα φοιτητή ΑΕΙ&ΤΕΙ και τον Πρόεδρο που επιλέγεται από τη Βουλή. Τυπικά το ΕΣΔΑΠ είναι ανεξάρτητη αρχή, παρ’ όλα αυτά σχεδόν το σύνολο των επιτροπών και των αξιολογητών που υπάγονται σε αυτό ελέγχονται από το ΥΠΕΠΘ (κάτι που αποτελεί σημείο τριβής με το καθηγητικό μπλοκ). Στόχος του ΕΣΔΑΠ είναι η κατάρτιση τετραετούς επιχειρησιακού προγράμματος για την αξιολόγηση, καθώς και ετήσιων εντός αυτού. Το νομοσχέδιο προβλέπει εσωτερική αξιολόγηση των ιδρυμάτων και εξωτερική από ειδικούς αξιολογητές. Τα κριτήρια μένουν ασαφή, όμως διατυπώνεται η πρόθεση η διαδικασία να ακολουθήσει ήδη εφαρμοσμένες ευρωπαϊκές μεθόδους. Το νομοσχέδιο δεν προβλέπει την άμεση σύνδεση της αξιολόγησης με τη χρηματοδότηση και την κατηγοριοποίση (κάτι άλλωστε που συνεχώς επισημαίνει και ο Ευθυμίου για να μη διαρηχθεί η συμμαχία με κάποια στρώματα των καθηγητών).

Γενικά, το νομοσχέδιο αποτυπώνει τη βούληση της κυβέρνησης να δημιουργήσει το θεσμικό πλαίσιο για την αξιολόγηση, χωρίς κατ’ανάγκη να το θέσει άμεσα σε εφαρμογή, και παράλληλα να νομιμοποιήσει ιδεολογικά την όλη διαδικασία στη συνείδηση της κοινωνίας (χαρακτηριστικά τα ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας για την ανάγκη της αξιολόγησης από φοιτητές).

Όσον αφορά το δεύτερο μέρος του νομοσχεδίου για τα ΙΔΒΕ, αυτό αναφέρεται στην υλοποίηση του σχεδίου του κράτους για δια βίου κατάρτιση. Η δια βίου κατάρτιση προβάλλεται ως ανάγκη από τη στιγμή που οι σπουδές κατευθύνονται σε μεγαλύτερη ειδίκευση και οι ανάγκες της αγοράς εργασίας μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου. Προκειμένου λοιπόν να μην απαξιώνονται οι δεξιότητες του εργασιακού δυναμικού, για να μπορούν να ανταποκρίνονται και στην ανάγκη της κινητικότητας στην αγορά εργασίας, εισάγεται η δια βίου κατάρτιση. Πρόσθετος λόγος είναι επίσης η μετακύλιση του κόστους επανεκπαίδευσης από τις επιχειρήσεις – εργοδότες στο κράτος και προοπτικά στους ίδιους τους εργαζόμενους που αποδέχονται κάτι τέτοιο υπό το φόβο της μελλοντικής ανεργίας. Οφείλουμε λοιπόν να αντιταχθούμε στα ΙΔΒΕ από την σκοπιά της υπεράσπισης του γενικού χαρακτήρα των πτυχίων και, συνακόλουθα, της υπεράσπισης της ενιαιότητας των εργασιακών δικαιωμάτων, καθώς και του αιτήματος της μόνιμης δουλειάς για όλους.

Να μην ξεχνάμε ότι με τα Π.Σ.Ε. (που ήταν επί της ουσίας ίδια με τα Ι.Δ.Β.Ε.) ως προμετωπίδα κάναμε 3 χρόνια καταλήψεις στα Πανεπιστήμια ενάντια στο νόμο Αρσένη, πετυχαίνοντας τελικά την καταργησή τους. Η απόκρουση κάθε κίνησης του κράτους για εισαγωγή της δια βίου κατάρτισης είναι κομβικής σημασίας και με προμετωπίδα την εναντίωση σε αυτή μπορούμε να κάνουμε πλειοψηφική παρέμβαση και μαζικές κινητοποιήσεις.

4. Φοιτητική Μέριμνα

Για να αντιληφθούμε τις αλλαγές που δρομολογούνται στη φοιτητική μέριμνα και τις εξελίξεις που παρουσιάστηκαν με την ανακοίνωση των παροχών προς τους φοιτητές από την κυβέρνηση, πρέπει να έχουμε ξεκάθαρη την πολιτική που ακολουθεί το κράτος στο ζήτημα της φοιτητικής μέριμνας και των αναδιανεμητικών δαπανών γενικά.

Στο φόντο της διαμόρφωσης των νέων οικονομικών των ΑΕΙτο κράτος ακολουθεί μια πολιτική με ζητούμενο τη ριζική αναδιάρθρωση των κρατικών χρηματοδοτήσεων για τη λειτουργία (εκπαιδευτική και ερευνητική)των ΑΕΙ, αλλά και τη δραστική μείωση των αναδιανεμητικών δαπανών προς τους φοιτητές. Στα πλαίσια αυτά δρομολογείται η διαδικασία μετάλλαξης της λογικής και των κριτηρίων για την απόδοση των όποιων παροχών προς τους φοιτητές, προς την κατεύθυνση της ανταποδοτικότητας, αλλά και της πειθάρχησης.

Στο ιδεολογικό επίπεδο κυρίαρχη κίνηση είναι να απονομιμοποιηθεί η έννοια του δημόσιου και δωρεάν, ταυτίζοντάς το με το χαμηλής ποιότητας (βλ. τους δυσμενείς όρους διαβίωσης στις φοιτητικές εστίες λόγω έλλειψης συντήρησης), παρουσιάζοντας ως αντικειμενική πραγματικότητα και όχι ως πολιτική επιλογή την έλλειψη παροχών προς τους φοιτητές. Με τον τρόπο αυτό προλειαίνεται το έδαφος για την εισαγωγή όρων ανταποδοτικότητας στις παροχές (πχ ενοίκιο στις φοιτητικές εστίες), δάνεια σε φοιτητές κτλ. Αυτό είναι ουσιαστικά και το σκηνικό που προσπάθησε να αποκρύψει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τις καλοκαιρινές της εξαγγελίες για παροχές προς τις οικογένειες των φοιτητών (1000ευρώ/χρόνο), ενώ ταυτόχρονα εισήγαγε το κριτήριο του καλού φοιτητή για την απόδοση της όποιας παροχής, επιχειρώντας να εισάγει έναν ακόμα τρόπο πειθάρχησης για τους φοιτητές, και κυρίως να βαθύνει την εμπέδωση ιδεολογημάτων στα πλαίσια του ανταγωνισμού, του καρριερισμού, κλπ.

Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραγνωρίσουμε ότι το θέμα της διεκδίκησης αναδιανεμητικών δαπανών για τις φοιτητικές ανάγκες είναι εξόχως πολιτικό, αφού η δωρεάν σίτιση και στέγαση καθώς και οι υπόλοιπες παροχές (συγγράμματα, εισιτήρια κτλ), αποτέλεσαν κατακτήσεις του φοιτητικού κινήματος και αντανακλούν ένα πολιτικό συσχετισμό στο εσωτερικό του πανεπιστημιακού μηχανισμού.

Η δική μας κίνηση οφείλει κατ’ αρχάς να αποκαλύπτει ότι η προσπάθεια για κατάργηση των όποιων φοιτητικών παροχών αποτελεί πολιτική επιλογή και όχι απλά μια οικονομική πραγματικότητα, αναδεικνύοντας την κατεύθυνση των χρηματοδοτήσεων μέσα στο πανεπιστήμιο. Να αναδεικνύει την κοροϊδία των 1000ευρώ/χρόνο και των κριτηρίων που τα συνοδεύουν, ζητώντας πραγματικές αναδιανεμητικές δαπάνες προς όφελος των φοιτητών (χτίσιμο νέων εστιών, δωρεάν συγγράμματα, μειωμένα εισιτήρια στα μέσα μεταφοράς, κτλ). Σε ότι αφορά τη συγκεκριμένη παροχή να εξασφαλίσουμε ότι δε θα συνδεθεί με την απόδοση των φοιτητών και ότι όσοι πληρούν τα κοινωνικά κριτήρια θα την πάρουν. Ταυτόχρονα πρέπει να αποκαλύψουμε τη συνενοχή των καθεστωτικών φοιτητικών παρατάξεων στο θέμα του κλεισίματος των εστιών, που σπεύδουν σε πολλά πανεπιστήμια να ιδρύσουν γραφεία εύρεσης στέγης, ώστε να βοηθήσουν τους φοιτητές να βρουν ευκολότερα σπίτι! Να εξασφαλίσουμε ότι οι ξενώνες που χτίζονται για να στεγάσουν τους δημοσιογράφους την περίοδο των ολυμπιακών αγώνων θα δοθούν στους φοιτητές χωρίς όρους, ενοίκιο και εσωτερικούς κανονισμούς.

Γ. Για τη δράση μας το επόμενο διάστημα

Μια πολιτική δύναμη που θέλει να αλλάξει τους συσχετισμούς που το κράτος προσπαθεί να διαμορφώσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσα από την αναδιάρθρωση οφείλει να λαμβάνει υπόψη της το σύνολο των αντιθέσεων που διαπερνούν τον πανεπιστημιακό μηχανισμό και αφορούν όλα τα υποκείμενα που συγκροτούνται στο εσωτερικό του (φοιτητές, μεταπτυχιακοί, Δ.Ε.Π.). Είναι σαφές, ότι από τα τρία υποκείμενα αυτά, το μόνο που έχει υλικά συμφέροντα αντιθετικά με το προχώρημα της αναδιάρθρωσης (στη συγκεκριμένη φάση της) είναι οι φοιτητές. Γι αυτό το λόγο, το φοιτητικό κίνημα είναι σχετικά ριζοσπαστικοποιημένο και τοποθετείται ενάντια στην υλοποίηση της αναδιαρθρωτικής κίνησης (ενίοτε και συνολικά) σε αντίθεση με τους μεταπτυχιακούς και τα μέλη Δ.Ε.Π., τα συμφέροντα των οποίων πολώνονται πλειοψηφικά προς την πλευρά του κράτους. Γι αυτό το λόγο επιμένουμε στη δυνατότητα ύπαρξης ενός ανεξάρτητου (από το κράτος και τους μηχανισμούς του) φοιτητικού κινήματος που να μπλοκάρει την αναδιάρθρωση και να αλλάξει συσχετισμούς. Ενός φοιτητικού κινήματος που να μπορεί να οξύνει τις αντιθέσεις στο εσωτερικό του πανεπιστημιακού μηχανισμού και να τις εκμεταλλευτεί προς όφελός του.

Από τη σκοπιά αυτή, ιεραρχούμε ως πρώτη προτεραιότητα τη συγκρότηση ενός τέτοιου φοιτητικού κινήματος που να αποτυπώνει την ηγεμονία του στο εσωτερικό του πανεπιστημίου και, προοπτικά, να δίνει το στίγμα του στην κοινωνία παρεμβαίνοντας στο πλευρό του λαϊκού και εργατικού κινήματος. Για να γίνει αυτό οφείλουμε να συσσωρεύσουμε τους αναγκαίους όρους εν όψει αξιολόγησης και να συγκροτήσουμε τις αναγκαίες συμμαχίες με στρώματα φοιτητών.

Αναγκαίο, σε αυτή την κατεύθυνση, είναι να απευθυνθούμε ως ΕΑΑΚ σε ανεξάρτητα σχήματα και αγωνιστές που παρεμβαίνουν στις σχολές επιδιώκοντας τη συμπόρευση ενάντια στην αναδιάρθρωση. Οφείλουμε να ξαναβρούμε όλο το δυναμικό που ξεσηκώθηκε ενάντια στην «ανωτατοποίηση» και με το οποίο χάσαμε την επαφή. Η μάχη ενάντια στην αξιολόγηση θα είναι δύσκολη και δεν είναι σίγουρο ότι αυτό το δυναμικό θα είναι a priori ενάντια σε κάθε αξιολόγηση. Δυστυχώς λόγω και της δικής μας ολιγωρίας ειδικά στα περιφερειακά πανεπιστήμια μεγάλο κομμάτι φοιτητών πολώνεται σε λογικές ενιαίας ακαδημαϊκής κοινότητας για την υπεράσπιση του τοπικού πανεπιστημίου και ρέπει σε λογικές αξιοκρατίας και οικονομίστικα αιτήματα για αύξηση της χρηματοδότησης των περιφερειακών πανεπιστημίων γενικά. Αυτό οφείλουμε να το σπάσουμε και να αποκτήσουμε μόνιμη επαφή και επικοινωνία προκειμένου να συσσωρεύσουμε τους αναγκαίους όρους εν όψει της μάχης ενάντια στην αξιολόγηση.

Αναλογεί στα ΕΑΑΚ, επίσης, στο βαθμό που είναι στην πρωτοπορία του φοιτητικού κινήματος την τελευταία δεκαετία, να απευθυνθούν ενωτικά μέσα στο κίνημα προς τις υπόλοιπες δυνάμεις της αριστεράς στο πανεπιστήμιο (ρεφορμιστικές και μη). Αναδεικνύοντας το περιεχόμενο που είναι ηγεμονικό στο φοιτητικό κίνημα και παράλληλα πιέζοντας ενωτικά τέτοιες δυνάμεις θα καταφέρουμε να οξύνουμε τις αντιθέσεις στο εσωτερικό τους και να παράξουμε μετατοπίσεις σε θετική κατεύθυνση. Σε τελική ανάλυση, στο εσωτερικό τέτοιων δυνάμεων (ΠΚΣ, Αριστερά Σχήματα, Αγωνιστικές Κινήσεις, σχήματα Φόρουμ) υπάρχει και κόσμος που θέλει να αγωνιστεί και συχνά εγκλωβίζεται στο πλαίσιο του σχεδιασμού των παραπάνω οργανώσεων. Αυτόν τον κόσμο οφείλουμε να τον καλέσουμε σε κοινό αγώνα στο φοιτητικό κίνημα. Μας αντιστοιχεί, λοιπόν, μια ενωτική επίθεση, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε σχολής.

Όσον αναφορά το κομμάτι των μελών ΔΕΠ, είναι αυτό που καλείται να υλοποιήσει την πολιτική του κράτους μέσα από τα τμήματα και τις συγκλήτους. Τακτικά και στρατηγικά τα υλικά συμφέροντά του πολώνονται προς την πλευρά του κράτους, γι’ αυτό και παραδοσιακά στηρίζει τις αναδιαρθρωτικές επιλογές. Για το λόγο αυτό δεν μπορούμε να κινηθούμε σε μια κατεύθυνση συγκρότησης τακτικής ή μόνιμης συμμαχίας με αυτό το κομμάτι, αφού κάτι τέτοιο προαπαιτεί μια έστω minimum αναγνώριση κοινότητας συμφερόντων. Παρ΄ όλα αυτά, οφείλουμε να δούμε ότι προοπτικά ένα μειοψηφικό στρώμα ΔΕΠ (αποκλειστικής απασχόλησης, 407) ενδεχομένως να πληγεί μέσω της αξιολόγησης. Αυτό, όμως, δε συμβαίνει ακόμα ακριβώς επειδή δεν προεπικυρώνουμε αποτελέσματα της αναδιάρθρωσης, σε αυτή τη φάση αποκλείουμε κάθε συμμαχία με κομμάτι του ΔΕΠ.

Τις τελευταίες εβδομάδες, μέρος του ΔΕΠ κινητοποιήθηκε διεκδικώντας μισθολογικά αιτήματα και δευτερευόντως, υπεράσπιση του δημοσίου χαρακτήρα του πανεπιστημίου και την απόσυρση του νέου πολυνομοσχεδίου το ΥΠΕΠΘ. Τα ΕΑΑΚ οφείλουννα τοποθετηθούν πολιτικά απέναντι στο ζήτημα των κινητοποιήσεων των μελών ΔΕΠ. Εξυπακούεται ότι από θέση αρχής δεν τασσόμαστε κατά των κινητοποιήσεων οποιουδήποτε κλάδου. Ειδικά μάλιστα στην προεκλογική συγκυρία που οι κινητοποιήσεις αποκτούν ένα ειδικό βάρος, αφού η κάθε υλική νίκη ενισχύει την αυτοπεποίθηση και άλλων κλάδων για να προβούν σε κινητοποιήσεις. Πέρα από αυτό, οφείλουμε να εκμεταλλευτούμε την τακτική αντίθεση του ΔΕΠ στο νέο πολυνομοσχέδιο, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει σύναψη οποιουδήποτε είδους συμμαχίας. Οφείλουμε να οξύνουμε τις αντιθέσεις στο εσωτερικό του ΔΕΠ και να πιέζουμε παντού να δεσμευτούν ότι στο επόμενο διάστημα δε θα στραφούν ενάντια στα αιτήματα των φοιτητών τόσο κεντρικά, όσο και σε επί μέρους τμήματα (αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, νέα ΜΔΕ, εντατικοποίηση, αυτοαξιολόγηση).Προφανώς, μια τέτοια παρέμβαση για όξυνση των αντιθέσεων του ΔΕΠ θα είναι πραγματικά αποτελεσματική στο βαθμό που θα καταφέρουμε να κινητοποιήσουμε, έστω και στοιχειωδώς, το φοιτητικό σώμα. Στο επόμενο διάστημα, λοιπόν, πρέπει να έχουμε ένα σχεδιασμό για γενικές συνελεύσεις, παραστάσεις διαμαρτυρίας σε τμήματα και συγκλήτους, αποφάσεις ΔΣ στην παραπάνω κατεύθυνση, κ.τ.λ.

·Σε ό,τι αφορά τους μεταπτυχιακούς, είναι εμφανής η μαζικοποίησητου κομματιού αυτού μέσα στα πανεπιστήμια όλο και περισσότερο το τελευταίο διάστημα, μετά και την ψήφιση του νόμου Αρσένη. Το γεγονός ότι η εργασιακή ανασφάλεια οδηγεί όλο και περισσότερους προπτυχιακούς, όχι στο διδακτορικό, αλλά στα μεταπτυχιακά διπλώματα ειδίκευσης (ΜΔΕ), τα οποία αντιλαμβάνονται ως επαγγελματικούς τίτλους και τα οποία όλο και περισσότερο νομιμοποιούνται στη συνείδηση των φοιτητών, δημιουργεί την ανάγκη για χάραξη πολιτικής κατεύθυνσης που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της την παραπάνω πραγματικότητα. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην πραγματικότητα της διπλής καταπίεσης που βιώνουν οι μεταπτυχιακοί φοιτητές από τους καθηγητές,

αφού μεταξύ τους αναπτύσσονται τόσο σχέσεις εκπαιδευόμενου – εκπαιδευτή(οι οποίες είναι και οι κυρίαρχες) όσο και εργαζόμενου – εργοδότη(κυρίως στα διδακτορικά). Οφείλουμε,λοιπόν, να δούμε αναλυτικά τα στοιχεία της πραγματικότητας στο μεταπτυχιακό κύκλο(πληθυσμό,πλήθος Μ.Δ.Ε.,το περιεχόμενό τους κ.τ.λ.)

Εκτός από τις συμμαχίες και τη δυνατότητα σύναψής τους που πρέπει να είμαστε ικανοί να διακρίνουμε, προκειμένου να κάνουμε αποτελεσματική πολιτική στο εσωτερικό του πανεπιστημίου αλλά και ευρύτερα, κάποια - κάπως πιο αφαιρετικά - χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει η δική μας παρέμβαση προκειμένου να είναι αποτελεσματική αφενός, αφετέρου να παράγει πιέσεις, μετατοπίσεις και διορθώσεις στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ ώστε να συμβάλλει και σε μια πορεία επανίδρυσής τους

·Από τη πλευρά του κράτους, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, παρατηρούμε μια προσπάθεια να προχωρήσει απρόσκοπτα την αναδιάρθρωση αποφεύγοντας μια τακτική μέσα από την οποία θα ανοίξει μέτωπα με μια σειρά κοινωνικών ομάδων που θα πλήττονται άμεσα από αυτή. Κάτι τέτοιο είχε επιλέξει ο αστισμός το ’90-’91, την εποχή που ο Μητσοτάκης προσπαθούσε να δημιουργήσει βαθιές τομές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά και ευρύτερα μέσα σε μια νύχτα. Η πολιτική αυτή έφερε μεγάλες κινητοποιήσεις ιδιαίτερα στο χώρο της εκπαίδευσης και τελικά αποδείχτηκε αναποτελεσματική. Σ’ αυτή τη φάση το κράτος και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιλέγουν μια τακτική διαχείρισης των αντιφάσεων και αποφυγής των κρίσεωνμέσα από προσεκτικά αναδιαρθρωτικά βήματα, έχοντας πρώτα εξασφαλίσει ισορροπίες και συμμαχίες με ορισμένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Σ’ αυτή τη συγκυρία είναι απαραίτητο τόσο από τη δική μας πλευρά όσο και από τα ΕΑΑΚ να καταφέρουν να κρατήσουν τις ισορροπίες που χρειάζεται η αντιφατική συνύπαρξη μιας αντικαπιταλιστικής στόχευσης και ρητορείας και των ρεφορμιστικών και αστικά ηγεμονευόμενων αντανακλαστικών και ιδεολογικών σχημάτων των μαζών. Σε μια ριζοσπαστική πρακτική δεν αντιστοιχεί να γίνεται περιθώριο προκειμένου να αποδείξει (στο εσωτερικό της και πουθενά αλλού) ότι αποτελεί πρωτοπορία, μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική πρακτική υπάρχει «παρουσία» πραγματικών μαζών. Η αλληλεπίδρασή της με τις αγωνιζόμενες μάζες και η αποτελεσματικότητα (οι νίκες στον αντίπαλο και οι μετατοπίσεις) είναι τα κριτήρια που αποδεικνύουν πως μια αντίληψη μπορεί να αποτελέσει πολιτική πρωτοπορία.

·Είναι σαφές, όμως, ότι θα πρέπει να αποδεχτούμε την πολιτική και ιδεολογική αντιπαλότητα που αναπτύσσεται μεταξύ της αντικαπιταλιστικής στόχευσης, με την οποία εμείς θέλουμε να μπολιάσουμε τη νεολαία στην οποία παρεμβαίνουμε, και των πολιτικών και ιδεολογικών αντανακλαστικών των μαζών. Αυτήν την αντιπαλότητα δεν θα πρέπει να προσπαθούμε να την αποφύγουμε, ούτε να τη φοβόμαστε, πολύ περισσότερο δεν θα πρέπει πιεζόμαστε σε συνεχείς υπαναχωρήσειςαλλά θα πρέπει να συγκρουόμαστε μαζί της, άλλωστε μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική πρακτική γίνεται και υπάρχει «εναντίον» πραγματικών μαζών.

Με βάση τα παραπάνω απέναντι στις αλλαγές και το νέο πολυνομοσχέδιο για την «Αξιολόγηση» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που ετοιμάζεται να προωθήσειη κυβέρνηση και το υπουργείο θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να δώσουμε απάντηση στην νέα πρόκληση που ανοίγεται. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να απαντήσουμε στο συνολικότερο ιδεολόγημα που προσπαθεί να δημιουργηθεί μέσα από τη συγκεκριμένη ρύθμιση. Αν και η έννοια της αξιοκρατίας είναι μια από τις βασικές έννοιες της αστικής ιδεολογίας η αδυναμία από την πλευρά του κράτους να παρουσιάσει μια σειρά «αντικειμενικών» κριτηρίων με βάση των οποίων θα γίνεται η αξιολόγηση των ιδρυμάτων δίνει τη δυνατότητα να απονομιμοποιηθεί μια τέτοια διαδικασία επί της αρχής. Επίσης το γεγονός ότι η αξιολόγηση και η κατάταξη των σχολών που θα υπάρχει στη συνέχεια, τυπικά ή άτυπα, θα οδηγήσει στη μείωση προοπτικά της χρηματοδότησης και στην υποβάθμιση του κύρους και της ποιότητας αρκετών σχολών, έχει κινητοποιήσει τα αντανακλαστικά τόσο των φοιτητών όσο και κομματιών του καθηγητικού στρώματος τα οποία κινούνται ενάντια στην κατεύθυνση της αξιολόγησης.

·Το σπάσιμο, της επιχειρούμενης από το κράτος, ιδεολογικής νομιμοποίησης της αξιολόγησης. Αυτή η νομιμοποίηση στηρίζεται στο ιδεολόγημα της αξιοκρατίας και στη θεωρητική συμμετοχή των φοιτητών στην αξιολόγηση, σύμφωνα με το τελευταίο άρθρο του πρώτου μέρους του νομοσχεδίου. Προβλέπεται αξιολόγηση μέσω ερωτηματολογίων η οποία λαμβάνεται υπόψη από τους καθηγητές (π.χ. στις κρίσεις) χωρίς φυσικά να είναι δεσμευτική. Αυτό ίσχυε ήδη από το νόμο-πλαίσιο, απλά γινόταν έμμεσα από τους εκλεγμένους φοιτητικούς εκπροσώπους και με ερωτηματολόγια που μοιράζονταν σε μαθήματα και τα οποία δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ. Άρα δεν αλλάζει κάτι επί της ουσίας. Αντιθέτως μάλιστα η εγκαθίδρυση ενός συστήματος αξιολόγησης μειώνει τις δυνατότητες φοιτητικών παρεμβάσεων (π.χ. για προγράμματα σπουδών) αφού πλέον θα υπάρχει και ένας εξωπανεπιστημιακός ρυθμιστικός μηχανισμός διαμόρφωσης των κινήσεων εντός του Πανεπιστημίου, ο οποίος πιο δύσκολα υπόκειται στον έλεγχο και την πίεση των φοιτητών.

·Η σύνδεση της χρηματοδότησης και της κατηγοριοποίησης των Σχολών με την αξιολόγηση θα υπάρξει έστω κι αν αυτό δεν αναφέρεται ρητά στο νομοσχέδιο. Άλλωστε και στο εξωτερικό οι γνωστές λίστες κατάταξης των Πανεπιστημίων δεν είναι επίσημες, αλλά καταρτίζονται από τον Τύπο βάσει των στοιχείων των αξιολογήσεων που δημοσιεύονται υποχρεωτικά. Συνεπώς τέτοιες δημοσιεύσεις θα λειτουργούν σα μοχλός πίεσης για την αναδιάρθρωση των Πανεπιστημίων προκειμένου να μην καταταγούν χαμηλά και να μην υποχρηματοδοτηθούν.

·Το νομοσχέδιο προβλέπει ως αρμοδιότητα του ΕΣΔΑΠ την αξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών (ΠΣ) κάθε σχολής, ομοειδών σχολών, αλλά και την συγκριτική αξιολόγηση με Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Κριτήριο φυσικά θα είναι η ύπαρξη ειδικευμένων μαθημάτων σύμφωνα με τις ανάγκες του κεφαλαίου, η ύπαρξη ροών, ειδικεύσεων, κύκλων κ.τ.λ. στο πνεύμα της Bologna. Συνεπώς, η αξιολόγηση θα λειτουργεί ως μοχλός πίεσης για την αναδιάρθρωση των ΠΣ.

·Υπάρχει νύξη στο νομοσχέδιο για δικαίωμα του ΕΣΔΑΠ να εκφέρει λόγο για τα εργασιακά δικαιώματα των πτυχιούχων. Προφανώς, αυτό είναι απορριπτέο, αφού μεταθέτει μέρος της αρμοδιότητας των συλλόγων και των σωματείων στη διαπραγμάτευσή τους με το κράτος σε μια εξωτερική «ανεξάρτητη» αρχή.

·Οφείλουμε να ενημερώσουμε τους φοιτητές για τις συνέπειες της αξιολόγησης όπου εφαρμόζεται (π.χ. Βρετανία) με συγκεκριμένα στοιχεία προκειμένου να αντικρούσουμε επιχειρήματα εξιδανίκευσης τέτοιων εφαρμογών από την πλευρά των καθεστωτικών παρατάξεων (κυρίως της ΔΑΠ).

Συνεπώς, το επόμενο διάστημα θα πρέπει να έχουμε ως προοπτική τη δημιουργία ενός φοιτητικού κινήματος, παρά το γεγονός ότι το πρόσφατο ν/σ δεν θα είναι αυτό που θα αλλάξει δραματικά την κατάσταση, αφού ακριβώς για να αποφευχθεί η δημιουργία φοιτητικού κινήματος ο ορισμός των αξιολογητικών κριτηρίων έχουν αφεθεί στο ΕΣΔΑΠ. Επιμένουμε, όμως, πως η απόπειρα δημιουργίας ενός φοιτητικού κινήματος θα πρέπει να γίνει στα πλαίσια ουσιαστικής απονομιμοποίησης της λογικής της αξιολόγησης από το στρώμα των φοιτητών και μακριά από βολονταρισμούς που θα αποτυπώνουν τη διάθεση μόνο της Ρ.Α. και όχι του πραγματικού φοιτητικού κινήματος.

Απ’ ό,τι φαίνεται από τα πρώτα σημάδια που έχουμε και από τα σχήματα των ΕΑΑΚ, υπάρχει διάθεση να ξεκινήσει προσπάθεια από το σύνολο των σχημάτων να κεντρικοποιήσουν το ζήτημα της αξιολόγησης. Σίγουρα, όμως, εκτός από τη στοχοθεσία θα πρέπει να δούμε τη μεθοδολογία και την τακτική που τα ΕΑΑΚ ανοίγουν ορισμένα ζητήματα και αυτό είναι σημαντικό για να δούμε την αποτελεσματικότητα της δράσης των ΕΑΑΚ συνολικάκαι ποιες παρακαταθήκες και σε ποια κατεύθυνση θέλουμε να αφήσουμε για το μέλλον.

Η σκοπιά από την οποία εμείς θα ανοίγουμε το ζήτημα δεν θα πρέπει να κάνει με μια αντίληψη που αναδεικνύει ως κυρίαρχο τα επαγγελματικά δικαιώματα και μόνο. Μια τέτοια αντίληψη μπορεί να φέρει αποτελέσματα, και αυτά μερικώς, σε σχολές που διατηρούν ακόμα ισχυρά επαγγελματικά δικαιώματα, όπως Πολυτεχνία, Ιατρικές και ίσως Νομικές και αυτά με έναν συντεχνιακό τρόπο. Αντίθετα, σε σχολές που το προηγούμενο διάστημα τα επαγγελματικά δικαιώματα έχουν δεχθεί πλήγματα, όπως καθηγητικές, αλλά και τα νέα τμήματα αλλά και τα ΤΕΙ που ποτέ δεν τους δόθηκαν τέτοια, μια τέτοια αντίληψη όχι απλώς δεν θα καταφέρει να βγάλει μια πραγματικά πλειοψηφική γραμμή μαζών η οποία θα εκπροσωπεί πραγματικά συμφέροντα αλλά θα φέρει πολλαπλάσια αρνητικά αποτελέσματα. Στην προσπάθεια να υπάρχει μια τύπου «αναγνώριση» αυτών των σχολών οι φοιτητές θα ολισθαίνουν επικίνδυνα σε αντιλήψεις που θα πιέζουν να τηρηθούν τα αξιολογητικά κριτήρια προκειμένου η βαθμολογία να είναι υψηλή. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ρίξει νερό στο μύλο της αναδιάρθρωσης αφού σε τέτοιες σχολές τα ΕΑΑΚ δεν υπάρχουν αλλά και όπου πιθανόν υπάρχουν δεν θα μπορούν να απαντήσουν ουσιαστικά.

Εξίσου ελλιπής είναι η μεθοδολογία που θα ανοίγει το ζήτημα της αξιολόγησης μέσα από το πρίσμα της εντατικοποίησης ή της μετατροπής των πανεπιστημίων σε επιχειρήσεις εξαιτίας των διδάκτρων που θα επιβληθούν σε όλους τους φοιτητές, μια αντίληψη που εμφανίζεται στα ΕΑΑΚ αλλά που τελευταία χρόνια δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Αυτό που αντιστοιχεί σε μια νεολαία που θέλει να φέρει σημαντικά αποτελέσματα στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης απέναντι στην πολιτική του κράτους αλλά και μια πολιτική που θα δομεί ουσιαστικές συμμαχίες και θα δημιουργεί παρακαταθήκες και κεκτημένα είναι μια γραμμή η οποία να αναδεικνύει ότι η αξιολόγηση έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο για τους προπτυχιακούς, εντατικοποίηση των ρυθμών σπουδών, απομείωση του περιεχομένου, κατακερματισμός των πτυχίων και κατ’ επέκταση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, όσο και για τα μέλη ΔΕΠ και τους μεταπτυχιακούς, εντατικοποίηση, πειθάρχηση, έλεγχος της έρευνας και της διδασκαλίας, πολυδιαστρωμάτωση και απαξίωση του ρόλου τους. Η ηγεμονία μια τέτοιας γραμμής μέσα στα ΕΑΑΚ πέρα από την αποτελεσματικότητα που θα φέρει στο σταμάτημα της αναδιάρθρωσης, θα λειτουργήσει και στην κατεύθυνση της επανίδρυσης των ΕΑΑΚ αφού αποτελεί πραγματική απάντηση σε αντιλήψεις που αντιλαμβάνονται την πολιτική είτε ως γκρίνια και καταγγελιολογία, είτε ως μιζέρια και περιθωριοποίηση, είτε ως «σύγκρουση» με τους καθηγητές.

Επομένως, θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να απαντήσουμε σε απόπειρες, από το εσωτερικό των ΕΑΑΚ, για αποσπασματικές, περιθωριακές και αναποτελεσματικές κινητοποιήσεις, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να συρθούμε σε μια τέτοιου είδους συζήτηση και πολύ περισσότερο σε τέτοιου είδους πρακτικές. Αντιθέτως, οι κινητοποιήσεις θα πρέπει να αποτελούν κοινωνικό εξαγόμενο, όχι τηλεφωνικές συνεννοήσεις και ραντεβού 50 αριστεριστών έξω από τη Βουλή, και να εκφράζουν την εναντίωση των φοιτητών στις επερχόμενες αλλαγές. Θα πρέπει να μπει ένας φραγμός στο γεγονός ότι πολλές φορές τα ΕΑΑΚ μετράνε τον εαυτό τους από τον ίσκιο τους και όχι από το πραγματικό τους μπόι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να βλέπουμε τις δυνατότητες που αναδεικνύονται στη συγκυρία. Και αυτό γινόταν με τη δικιά μας ανοχή. Θα πρέπει λοιπόν να συμπεριλάβουμε στο σχεδιασμό για την επόμενη χρονιά τον τρόπο με τον οποίο θα υπάρχει κλιμάκωση των κινητοποιήσεων με συνέχεια, συνέπεια και συγκεκριμένα αποτελέσματα τόσο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση όσο και για το εσωτερικό των ΕΑΑΚ. Σημαντικό για την αποτελεσματικότητα των κινητοποιήσεων αλλά και δείκτης αποφυγής περιθωριακών και σεχταριστικών κινητοποιήσεων θα αποτελέσει το κατά πόσο στις κινηματικές διαδικασίες θα καταφέρουμε να εμπλέξουμε μεγάλο κομμάτι φοιτητών, το σύνολο της αριστεράς στα Πανεπιστήμια. Δείκτης της αποτελεσματικότητας των φοιτητικών κινητοποιήσεων είναι και το κατά πόσο θα οξύνουμε τις αντιθέσεις στο σύνολο του Πανεπιστημιακού μηχανισμού (Δ.Ε.Π.,μεταπτυχιακοί).

Πέρα, όμως, από την απάντηση που πρέπει να δώσουμε συνολικά, και ως ΕΑΑΚ, στο νέο ν/σ θα πρέπει να ξεκινήσουμε και μια προσπάθεια πολιτικής συγκρότησης των επιμέρους σχημάτων προκειμένου να είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε ουσιαστικά στην προσπάθεια από την πλευρά του κράτους να συσσωρεύσει όρους για το προχώρημα της αναδιάρθρωσης μέσα από τα τμήματα των επιμέρους σχολών. Πρόκειται για μια αποκεντρωμένη προσπάθεια και μια τακτική που έχει υιοθετηθεί το τελευταίο διάστημα στην προσπάθεια αποφυγής μαζικών κινητοποιήσεων.

Η αξιολόγηση στα Πολυτεχνεία θα πρέπει να συνδεθεί με τα νέα πιο εξειδικευμένα προγράμματα σπουδών που θα επιχειρηθεί να περάσουν τη φετινή χρονιά, με την κατηγοριοποίησή τους, με τα νέα ιδεολογήματα που επιχειρείται να περάσουν περί άμεσα αξιοποιήσιμων εργαζομένων.

Στις καθηγητικές τα αποτελέσματα θα είναι επιπλέον απαξίωση των πτυχίων, μεγαλύτερη νομιμοποίηση των Μ.Δ.Ε. στους φοιτητές, αλλά και τέτοιες αλλαγές στα προγράμματων σπουδών που ουσιαστικά θα θεσμοθετούν τους 2 κύκλους σπουδών, ενώ θα εντατικοποιούν πλήρως τους ρυθμούς σπουδών.

Σε ό,τι αφορά τα νέα τμήματα η όποια αξιολόγηση δεν θα βελτιώσει την υπάρχουσα κατάσταση των εξειδικευμένων και εντατικοποιημένων προγραμμάτων σπουδών, αντιθέτως θα την οξύνει. Αυτό που αντιστοιχεί σε μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική παρέμβαση στις σχολές αυτές είναι η προσπάθεια για διεύρυνση του αντικειμένου σπουδών με προοπτική την ενσωμάτωσή τους στις σχολές που το πρόγραμμα σπουδών αποτελεί υπερσύνολο αυτών των κατακερματισμένων τμημάτων. Σε καμιά περίπτωση δεν αντιστοιχεί μια γραμμή απευθείας κατάργησης των τμημάτων αυτών, αφού μια τέτοια αντίληψη δεν μπορεί να κατανοήσει ότι το προχώρημα της αναδιάρθρωσης από το κράτος πατάει πάνω σε ιδεολογήματα που έχουν παρεμβληθεί στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, όπως είναι αυτό της εισαγωγής μεγάλου κομματιού της νεολαίας στα ελληνικά πανεπιστήμια ακόμα και σε σχολές με χαμηλό επίπεδο σπουδών.

Για τα ΤΕΙ η παρέμβαση πρέπει να έχει κοινά στοιχεία με αυτή των νέων τμημάτων. Η αξιολόγηση εντάσσεται στην ίδια πολιτική με το ν/σ για την ανωτατοποίησή τους που τελικά δεν επέφερε καμιά αλλαγή στην κατάσταση που επικρατεί τόσο για τους φοιτητές όσο και για τους καθηγητές, που περίμεναν οφέλη που θα τους καθιστούσαν ισάξιους των μελών ΔΕΠ.Η αξιολόγηση θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση αφού πιθανότατα τα ΤΕΙ θα είναι προς το τέλος του πίνακα διαβάθμισης. Θα πρέπει να ζητήσουν επαγγελματικά δικαιώματα και συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αντιστοίχηση μαθημάτων και περιεχομένου σπουδών με αυτά του πανεπιστημίου με στόχο την ενοποίηση, ενιαίο κορμό μαθημάτων, αύξηση των ετών των σπουδών, άσυλο και μια σειρά άλλων ακαδημαϊκών ελευθεριών (κατάργηση υποχρεωτικών παρακολουθήσεων), κατάργηση πρακτικής. Ειδικά η κατάργηση της πρακτικής είναι κρίσιμο ζήτημα μιας και από τη μια μεριά εκπαιδεύει τους σπουδαστές να δουλεύουν με αυτούς τους άσχημους όρους και από την άλλη με τις συνεχόμενες επαναλαμβανόμενες πρακτικές αντικαθίστανται μόνομες θέσεις εργασίας. Από τη σκοπιά αυτή λογικές βελτίωσης των πρακτικών εργασιακά (αύξηση αποδοχών, ασφάλιση, κλπ) είναι πολλαπλά λάθος εκδοχές.

Με βάση ένα τέτοιο πρόγραμμα πάλης το οποίο θα διατηρεί το συνολικό ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο που έχουμε για κεκτημένο ως συλλογικότητα για Ενιαία Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση- Δημόσια και δωρεάν παιδεία για ελεύθερη πρόσβαση σε όλους, ένα πτυχίο ανά γνωστικό αντικείμενο κατάργηση των ΜΔΕ και των master ενιαίος κύκλος σπουδών κατάργηση αλυσίδων και προαπαιτούμενων, μετατροπή σε σεμιναριακά χωρίς εξετάσεις πεδίων που αποτελούν απλώς εφαρμογή τεχνικών και τρέχουσας τεχνολογίας

Λίγα λόγια για παρέμβαση στα σχολεία

Για το μαθητικό, εξαιτίας των αλλαγών από το νόμο Αρσένη μάχιμα πολιτικά είναι τα αιτήματα για περισσότερο ελεύθερο χρόνο, κατάργηση του εξεταστικού γολγοθά, κατάργηση του εσωτερικού κανονισμού των σχολείων, πιο πλατιές γνώσεις τουλάχιστον στο επίπεδο που ήταν πριν το πέρασμα της μεταρρύθμισης. Αυτά αποτελούν την πεμπτουσία του ν.Αρσένη αφού από το σχολείο διαμορφώνουν μαθητές εντατικοποιημένους και πειθαρχήσιμους.Συγχρόνως, θα ήταν χρήσιμο να κάνει κανεις μια κριτική στα νέα βιβλία σε σχέση με το είδος της παρεχόμενης σκέψης και πώς αυτή έχει ως αποτέλεσμα την ιδεολογική πειθάρχειση των μαθητών Επιπλέον,το αίτημα για ενιαίο 12χρονο σχολείο είναι αίτημα που μπορεί σ’ αυτή τη φάση να αποτελέσει αιχμή ιδιαίτερα για μια παρέμβαση στα ΤΕΕ που πλέον έχουν φανεί τα ελλείμματα τους και που χρησιμοποιούνται σαν αποθήκη δεύτερης ποιότητας μαθητών που θα βγουν άμεσα στην παραγωγή, πλήρως πειθαρχημένοι, παραγωγικοποιημένοι, ευέλικτοι και χωρίς πολλές απαιτήσεις.Θα ήταν καλό να προχωρήσουμε και σε μια κριτική στο ολοήμερο σχολείο(το οποίο φαίνεται να επεκτείνεται και στο γυμνάσιο) και στην εντατικοποιήση που βιώνουν οι μαθητές από μικρή ηλικία. Τέλος το αίτημα για βελτίωση της υλικοτεχνικής υποδομής ώστε τα μαθήματα να γίνονται στο χώρο του σχολείου και όχι σε άλλα σχολείααλλά και η αύξηση των οικονομικών παροχών ώστε να καλυφθούν οι πραγματικές ανάγκες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αντί να δίνονται στα νεοεισερχόμενα μαθήματα Ολυμπιακής παιδείας, μπορεί να αποτελέσει αιχμή για μια ουσιαστική παρέμβαση στο μαθητικό. Το ζήτημα του πολέμου και η ανάπτυξη του αντιπολεμικού κινήματος αναμφίβολα έχει δημιουργήσει ένα γόνιμο έδαφος για μια τέτοιου είδους παρέμβαση, αφού οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις ήταν οι πρώτες κινητοποιήσεις που ξανακατέβασαν χιλιάδες μαθητές στους δρόμους μετά τις κινητοποιήσεις που είχαν γίνει για τον ν. Αρσένη. Σε μια τέτοια συγκυρία πιστεύουμε ότι αξίζει η προσπάθεια από τη δική μας πλευρά παρέμβασης στα σχολεία, έστω σε πρώτη φάση και με περιορισμένο χώρο παρέμβασης.

Δ. Ευρύτερη δράση του Τομέα Νεολαίας για την επόμενη χρονιά.

Η φετινή χρονιά θα είναι μια πλούσια χρονιά κατά την οποία θα ανοιχτούν μια σειρά ζητημάτων και θα υπάρχουν ορισμένοι κόμβοι στους οποίους θα συμπυκνωθεί και θα μετρηθεί η αποτελεσματικότητα της πολιτικής κατεύθυνσης της συλλογικότητας. Θα είναι μια χρονιά που λόγω των εξελίξεων που είχαμε τη χρονιά που πέρασε, μέσα από το αντιπολεμικό κίνημα που αναπτύχθηκε, εξαιτίας της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ, της θετικής παρακαταθήκης που άφησε η Πρωτοβουλία Αγώνα αλλά και εξαιτίας των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών, της ολυμπιάδας αλλά και του ζητήματος που ανοίγει για το πως προχωράει η Πρωτοβουλία Αγώνα στην οποία η συλλογικότητα γενικότερα, αλλά και ο τομέας νεολαίας συγκεκριμένα θα κληθεί να μετρήσει αποτελέσματα και να συσσωρεύσει όρους στην κατεύθυνση του σχεδίου για την ανασυγκρότηση της ΡΑ. Αυτή περνάει μέσα από την επανίδρυση των ΕΑΑΚ, το προχώρημα της Πρωτοβουλίας, το προχώρημα της γραμμής για τα εργασιακά σχήματα και την Πανελλαδική Εργασιακή Συσπείρωση και το άνοιγμα ξανά της συζήτησης για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς και τη συγκρότηση ενός πολιτικού μετώπου της.

Στα πλαίσια και του σχεδιασμού της ομάδας για αναβάθμιση της συμμετοχής και της εμπλοκής των σχημάτων στις λειτουργίες της Π.Α. προκειμένου να αυξηθεί η πολιτική αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος, οφείλουμε να κινηθούμε σε μια κατεύθυνση συγκρότησης μόνιμων σχέσεων των σχημάτων με την Π.Α. Οφείλουμε να ανοίγουμε τη συζήτηση που διεξάγεται σε επίπεδο Π.Α. στα σχήματα και να την εμπλουτίζουμε. Μόνο έτσι θα δημιουργηθεί μια στενότερη σχέση με τα σχήματα και οι σύντροφοι των σχημάτων θα ωθούνται να συμμετέχουν στα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της Π.Α.Τα σχήματα πρέπει να έχουν τακτική επικοινωνία με την Π.Α. και οφείλουμε να συμβάλλουμε σε αυτό. Η εμπλοκή των σχημάτων με την κουβέντα και τις διαδικασίες της Π.Α. θα τονώσει την Π.Α.και θα συμβάλει στην αναβάθμιση της πολιτικοποίησης των σχημάτων, ενώ ταυτόχρονα θα προσανατολίσει και την ΠΑ σε ορθότερες επιλογές.

Οι κόμβοι στους οποίους ο τομέας νεολαίας θα κληθεί να χαράξει και να υλοποιήσει ένα σχεδιασμό που θα προχωράει την παραπάνω στοχοθεσία είναιτο Πολυτεχνείο, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 και η παρέμβαση στο αντιπολεμικό κίνημα που έχει ήδη ξεκινήσει να αναπτύσσεται:

·Τριήμερος εορτασμός του Πολυτεχνείου

Η φετινή επέτειος του Πολυτεχνείου σημαδεύεται από την συμπλήρωση 30 χρόνων από την εξέγερση στις 17 Νοέμβρη του ’73. Είναι μια συμβολική επέτειος στην οποία τόσο το κράτος όσο και η ρεφορμιστική αριστερά θα προσπαθήσουν για την προώθηση της δικής τους πολιτικής. Αυτήν τη μάχη η Ρ.Α. δεν πρέπει να τη χαρίσει αλλά να βάλει μπροστά τα δικά της πολιτικά αιτήματα.

Αν αυτό που στην περσινή χρονιά χρωμάτιζε ιδιαίτερα το Πολυτεχνείο ήταν η εξάρθρωση της «τρομοκρατίας» και η επιθετική κίνηση που είχαμε από την πλευρά του κράτους, φέτος η Ρ.Α. πρέπει να είναι αυτή που θα πρέπει να βγει επιθετικά και να αρχίσει να βάζει αιτήματα που να φέρνουν το κράτος σε δύσκολη θέση. Αν πέρυσι η επαναστατική αριστερά έμοιαζε να είναι με την πλάτη στον τοίχο και άλλα σχέδια που είχαν να κάνουν είτε με μια αριστερά υποταγμένη και εντελώς περιορισμένη στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, είτε με μια αριστερά περιθωριοποιημένη χωρίς καμιά γείωση με τις μάζες είχαν φαινομενικά το προβάδισμα, φέτος είναι ανάγκη η Ρ.Α. και η Πρωτοβουλία Αγώνα να προβάλλουν με ξεκάθαρο τρόπο την απάντηση που έχουν στο ερώτημα «ποια Αριστερά αντιστοιχεί στις μέρες μας».Η απάντηση αυτή σε καμιά, όμως, περίπτωση δεν πρόκειται να είναι πειστική αν μείνει σ’ ένα επίπεδο εκφοράς.

Συνεπώς, στη μάχη του Πολυτεχνείου θα πρέπει να πάμε με το πλαίσιο της Πρωτοβουλίας Αγώνα αλλά έχοντας συσσωρεύσει τους καλύτερους δυνατούς όρους προκειμένου να δώσουμε τη μάχη αυτή από την καλύτερη δυνατή θέση. Θα πρέπει να έχουμε φροντίσει να έχουμε όσο το δυνατόν περισσότερες αποφάσεις φοιτητικών συλλόγων, σωματείων και μαζικών φορέων στους οποίους παρεμβαίνουμε προκειμένου να δώσουμε στην επέτειο του Πολυτεχνείου το χαρακτήρα που της αντιστοιχεί και που εμείς θέλουμε. Είναι μια επέτειος η οποία δεν αφορά μόνο την αριστερά, πόσο μάλλον μόνο τη Ρ.Α., αλλά έχει σχέση συνολικότερα με τις μάχες του κινήματος καταρχάς του νεολαϊστικου, που ήταν και αυτό που έριξε τη σπίθα, και κατ’ επέκταση του εργατικού, που τη μετέτρεψε σε φωτιά. Αντίστοιχα η δικιά μας πρόταση για την ανασύνθεση της Ρ.Α. δεν αφορά μόνο τους μυημένους αλλά προσπαθεί να εκπροσωπήσει συμφέροντα πραγματικών μαζών. Επομένως η πολιτική κατεύθυνση που πρέπει να έχουμε για το Πολυτεχνείο πρέπει να συμπεριλαμβάνει πολιτικά αιτήματα που επικαιροποιούν το νόημά του στις μέρες μας, όπως είναι η κατοχή στην Παλαιστίνη και το Ιράκ, η αναδιάρθρωση στην εργασία και την παιδεία που επιχειρείται να ενταθεί το τελευταίο διάστημα, μέσα από την αξιολόγηση αλλά και μέσα από το πρόσχημα των Ολυμπιακών Αγώνων και με το δόλωμα των κυβερνητικών παροχών. Σε ό,τι έχει να κάνει με τους κατειλημμένους χώρους, όπως είναι το Πολυτεχνείο στην Αθήνα, το Παράρτημα στην Πάτρα, τον κύριο λόγο θα πρέπει να έχουν οι φοιτητικοί σύλλογοι αφού αυτοί είναι που θα πραγματοποιούν και την κατάληψη. Οι φοιτητικοί σύλλογοι θα είναι αυτοί που θα καλέσουν και άλλους φορείς να συμμετάσχουν στην τριήμερη κατάληψη. Όσοι άλλοι φορείς, κόμματα, οργανώσεις, σχήματαή πρωτοβουλίες θέλουν να συμμετάσχουν στην κατάληψη θα πρέπει καταρχάς να συμμετέχουν στο συντονιστικό κατάληψης των φοιτητικών συλλόγων και αυτό να αποτελεί βασική επιδίωξή μας. Σε κάθε περίπτωση εμείς νομιμοποιούμε ως μόνο αρμόδιο για τις πολιτικές αποφάσεις στο τριήμερο του εορτασμού το συντονοστικό των φοιτητικών συλλόγων.

Ο κόμβος του Πολυτεχνείου είναι μια ευκαιρία να προτάξουμε το σχέδιο που έχουμε για την Ρ.Α., μια αριστερά που δεν θα είναι κατοικίδιο στα κυβερνητικά σαλόνια και που στο δρόμο προσπαθεί να αποστεώσει το κίνημα από οποιοδήποτε πολιτικό σύνθημα και πρόταγμα που εναντιώνεται στην κυβερνητική πολιτική, μέσα από το περιτύλιγμα του καινούργιου και του διαφορετικού και ταυτόχρονα ανεξάρτητου. Μια αριστερά που θα είναι ζωντανή και θα πιάνει τον παλμό της κοινωνίας. Έτσι πρέπει να είναι και η κατάληψη του «Πολυτεχνείου». Θα πρέπει να διοργανώσουμε διαδικασίες συζητήσεων μέσα στους χώρους κατάληψης, συναυλίες και άλλου είδους εκδηλώσεις ώστε ο χώρος να ανοίξει τόσο στη νεολαία όσο και στους εργαζόμενους. Είναι προφανές ότι μια τέτοια επιδίωξη θα βρει αντίθετο του ΚΚΕ, που όσο περισσότερο εμπλέκεται με τις μάζες τόσο πιο άβολα νιώθει ιδιαίτερα σε μια προεκλογική περίοδο. Με τέτοιες λογικές που αναπτύσσονται και στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ και της Πρωτοβουλίας Αγώνα θα πρέπει να συγκρουστούμε, ώστε να δώσουμε στα ΕΑΑΚ το ρόλο του πολιτικού χώρου που απαντάει με γειωμένο και υλικό τρόπο στους προβληματισμούς της νεολαίας και των εργαζομένων. Θα πρέπει, επίσης, να επιλέξουμε σε κάθε περίπτωση να συγκρουστούμε καταρχάς πολιτικά με την αντίληψη που βάζει το ΚΚΕ, αλλά αν χρειαστεί και οργανωτικά, εκτιμώντας τη συγκυρία και το συσχετισμό έτσι όπως αυτά διαμορφώνονται σε κάθε πόλη.

Για να υλοποιηθεί ο παραπάνω σχεδιασμός σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να έχει γίνει ουσιαστική δουλειά στα σχήματα και να έχουμε προσπαθήσει να κερδίσουμε όσον το δυνατόν περισσότερες γενικές συνελεύσεις σε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Αν ο παραπάνω σχεδιασμός προχωρήσει με επιτυχία ούτε το κράτος αλλά ούτε και το ΚΚΕ θα επιλέξει να συγκρουστεί με τους φοιτητικούς συλλόγους και τους μαζικούς φορείς και επιπλέον η πρωτοβουλία Αγώνα θα έχει καταφέρει να αποκτήσει έναν πραγματικά πλειοψηφικό τρόπο απεύθυνσης.

·Ολυμπιακοί Αγώνες

Πρωτεύοντα ρόλο στο ζήτημα της Ολυμπιάδας παίζει το οικονομικό επίπεδο, όχι από μια οικονομίστικη σκοπιά που προσπαθεί να καταγγείλει τη διαφθορά στους κρατικούς μηχανισμούς και να αποκαλύψει τις μίζες, αλλά από μια σκοπιά που δίνει ιδιαίτερη σημασία στην αναδιάρθρωση που επιχειρείται να προχωρήσει (ασφαλιστικό, απελευθέρωση ωραρίων, ελαστικές εργασιακές σχέσεις). To ιδεολόγημα της νέας «Μεγάλης Ιδέας» είναι αυτό που χρησιμοποιείται προκειμένου να αποσπαστεί συναίνεση από ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και επομένως είναι το σημείο στο οποίο θα πρέπει να εστιάσουμε. Για στρώμα της νεολαίας ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δώσουμε στο ζήτημα του εθελοντισμού που έρχεται να χαράξει στη συνείδηση το ιδεολόγημα του κοινού εθνικού συμφέροντος για το οποίο όλοι από κοινού θα πρέπει να αγωνιζόμαστε ακόμα και χωρίς να έχουμε καμιά απολύτως απαίτηση.

Συνεπώς, η προσέγγιση του ζητήματος της Ολυμπιάδας θα πρέπει να γίνει από ταξική σκοπιά και για αυτό το λόγο θα πρέπει να πιέσουμε και εμείς από τη σκοπιά μας να πάρουν πρωτοβουλίες τα σχήματα εργαζομένων της Π.Α. Σημαντικό από αυτή όμως την ταξική σκοπιά είναι να τεθούν και τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την αύξηση της καταστολής και την καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων.Άλλες οπτικές γωνίες όπως η καταστροφή του περιβάλλοντος, η χρήση των αναβολικών είναι δευτερεύουσες πτυχές, που από μόνες τους οδηγούν στην ηγεμονία μιας μικροαστικής κατά βάση αντίληψης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τις υποτιμούμε,.απλά πρέπει να τεθουν εντός του συνολικού πλαισίου των αναδιαρθρώσεων με αφορμή την Ολυμπιάδα. Τόσο τα ΕΑΑΚ όσο και η Π.Α. θα πρέπει να μείνουν μακριά από αντιλήψεις που ολισθαίνουν προς τον ανθρωπισμό. Με μια τέτοια πολιτική κατεύθυνση και βάζοντας στο σχεδιασμό τη δημιουργία αντίστοιχων επιτροπών από την ΠΑ ταυτόχρονα και με την αυτοτελή δράση της, ή με συμμετοχή σε ήδη υπάρχουσες τέτοιες επιτροπές, π.χ: καμπάνια αντί – 2004 δημιουργείται η δυνατότητα να διεμβολίσουμε τόσο το εσωτερικό του ΦΟΡΟΥΜ που εξαιτίας του ΣΥΝ φτάνει στα όρια της ανοικτής στήριξης και επικρότησης των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και το εσωτερικό του ΚΚΕ που από τη σκοπιά της εθνικής ανάπτυξης προσπαθεί να σκεπάσει οποιαδήποτε φωνή ακόμα και από το εσωτερικό του που αντιδρά στην διεξαγωγή της Ολυμπιάδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΠΑΜΕ δεν έχει κηρύξει ούτε μια ώρα απεργία στα ολυμπιακά έργα παρά τις συνθήκες εργασίας και τα δεκάδες ατυχήματα.

·Το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα

Οι περσινές αντιπολεμικές κινητοποιήσεις με τη μαζικότητά τους, τη δυναμική τους αλλά και το πολιτικό τους περιεχόμενο έδειξαν την ιδεολογική απονομιμοποίηση στο μονόδρομο του νεοφιλευθερισμού από την πλευρά της νεολαίας και των εργαζόμενων μαζών. Το γεγονός ότι τόσο ο Ιρακινός λαός αλλά και η Ιντιφάντα αντιστέκονται στις δυνάμεις κατοχής, που τουλάχιστον σε στρατιωτικό επίπεδο υπερέχουν ξεκάθαρα, ενισχύει τη δημιουργία ρήγματος στην κοινωνική μεθοδολογία του κεφαλαίου. Το αντιπολεμικό κίνημα που αναπτύχθηκε σε καμιά περίπτωση δεν ήταν μια αναλαμπή του κινήματος, πολύ περισσότερο δεν ήταν κάτι σαν «κύκνειο άσμα» του νεολαϊστικου και εργατικού κινήματος. Αντιθέτως, τέτοιες κινητοποιήσεις θα δούμε πολύ πιο έντονες στο μέλλον, αφού αυτά τα γεγονότα δεν είναι τα απομεινάρια ενός κινήματος που φεύγει αλλά ενός κινήματος που τα τελευταία χρόνια έχει μπει δυναμικά στο προσκήνιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε στιγμή και επειδή η αριστερά θα το επιθυμούσε ότι το κίνημα θα βγει στο δρόμο να διαδηλώσει. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των κινητοποιήσεων στις 27 Σεπτέμβρη που ήταν μουδιασμένες και σχετικά άμαζες. Αν η Ρ.Α. δεν επιδιώξει να βρει αιχμές οι οποίες να συνδέουν τις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις στη Μέση Ανατολή και το Ιράκ με την πολιτική που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση, τότε η κινητικότητα και η ανησυχία που φαίνεται να υπάρχει δεν θα καταφέρει να βγει στο δρόμο να διαδηλώσει και να διεκδικήσει. Αυτό είναι και το καθήκον που έχουμε ως συλλογικότητα αλλά και ως τομέας νεολαίας. Μόνο η ύπαρξη μάχιμων, γειωμένων πολιτικά αιτημάτων και αιχμών, που να στοχεύουν στη μετατροπή της Ελλάδας σε αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων μπορεί να δώσει την προοπτική νίκης και υλικού αποτελέσματος στο κίνημα. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να κινηθούν και τα ΕΑΑΚ και η Π.Α. και να ξεφύγουν από τη σφαίρα ενός ουτοπικού διεθνισμού που οποιαδήποτε νίκη περιορίζεται στην αντίσταση των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων και που θεωρεί πως το μοναδικό καθήκον της Ρ.Α. είναι να περιγράψει όσο το δυνατόν καλύτερα τη βαρβαρότητα. Μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική που φιλοδοξεί να μπολιάσει το κίνημα με αντικυβερνητικά, αντιμπεριαλιστικά, αντιΕΕ και εν τέλει αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά θα πρέπει να μην ψάχνει να βρει το μαύρο,αλλά το κόκκινο μέσα στη γκρίζο. Δεν θα πρέπει τα ΕΑΑΚ να έχουν ως αίτημα την έξοδο της Ελλάδας από τη συμμαχία του πολέμου, αφού πολιτικά και στρατιωτικά ποτέ δεν συμμετείχε, αλλά να βάζουν αιτήματα που έχουν να κάνουν με το α) να κλείσουν οι βάσεις, β) να γυρίσουν όλοι οι έλληνες φαντάροι από το Αφγανιστάν και τα Βαλκάνια, γ) να καταδικάσει η ελληνική κυβέρνηση της ιμπεριαλιστικές επιθέσεις και τις κατοχικές κυβερνήσεις, δ) να βγει η Ελλάδα από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς ΕΕ-ΝΑΤΟ και να διαλυθούν αυτοί και τέλος ε) λευτεριά σε Ιράκ και Παλαιστίνη, ανεξάρτητο Παλαιστινιακό κράτος.

Μια τέτοια προσπάθεια αντιστοιχεί στο τομέα νεολαίας και στα ΕΑΑΚ αφού το αντιπολεμικό κίνημα άφησε σημαντικές παρακαταθήκες, τις οποίες πρέπει να εκμεταλλευτούμε, και έφερε συνολικά το κίνημα σε καλύτερη θέση απ΄ αυτή που ήταν το προηγούμενο διάστημα. Συνεπώς και από τη δική μας πλευρά θα πρέπει να υπάρχει προσπάθεια για συνέχεια και να μην ολισθήσουμε σε μια διαδικασία εγκλεισμού μόνο σε εκπαιδευτικοκεντρικά ζητήματα, αλλά να ανοίγουμε όλα τα ζητήματα που αφορούν τους κοινωνικούς μας χώρους ως τμήματα του κοινωνικού σχηματισμού με τις ιδιαιτερότητές τους.

Ε. Για την επανίδρυση των ΕΑΑΚ

Οι βασικές αδυναμίες των ΕΑΑΚ σήμερα, οι οποίες είναι στενά συναρμοσμένες αφορούν από τη μια μεριά τη λάθος ανάγνωση της διαδικασίας της αναδιάρθρωσης, των στόχων και των αποτελεσμάτων της και από την άλλη τη λάθος γραμμή για την αντιμετώπισή της. Η μια εκδοχή λάθος ανάγνωσης έχει ταυτόχρονα στοιχεία οικονομισμού, ανθρωπισμού και επιστημονισμού, στενά συναρμοσμένη με την τριτοδιεθνιστική αντίληψη στις διάφορες εκδοχές της και βλέπει στην κίνηση του κεφαλαίου την κατάργηση του εποικοδομήματος και την ενσωμάτωσή του στη βάση, στην παραγωγή. Αδυνατεί να δει τις διάφορες λειτουργίες και μεταβολές που συντελούνται με το πέρασμα της αναδιάρθρωσης, την πολυδιαστρωμάτωση και την αναδιάταξη συμμαχιών από την πλευρά του κεφαλαίου στην τριτοβάθμια και επομένως καταλήγει σε μια ολοκληρωτική και γραμμική αντίληψη της αντίστασης στην αναδιάρθρωση με την εκφορά ενός «προγράμματος» και μόνο χωρίς να μπορεί να δει κρίσιμες αντιφάσεις και την όξυνσή τους. Η αντίληψη αυτή στο επίπεδο της γραμμής και των κοινωνικών – πολιτικών πραχτικών τείνει σε ένα δομικό αριστερισμό εφόσον από τη μια βλέπει κρίση και σήψη του συστήματος και από την άλλη προλεταριοποίηση κάθε κατηγορίας αποφοίτων, κάθε κατηγορίας εργαζομένων.

Από την άλλη υπάρχει μια αντίληψη η οποία κάνει ένα διπλό λάθος. Από τη μια αναφέρεται στην υπεράσπιση του εποικοδομήματος των σπουδών που είναι τα δικαιώματα (κυρίως τα επαγγελματικά) χωρίς να αντιλαμβάνεται την πολύπλοκη διαδικασία με την οποία η ταξική πάλη παρεμβαίνει σε αυτά και κυρίως στο χώρο της εργασίας και από την άλλη δεν αντιλαμβάνεται την ουσία των γνώσεων και των δεξιοτήτων που αποκτούν οι απόφοιτοι και τη σύνδεσή τους με τα δικαιώματα αυτά. Κυρίως έχει να κάνει με μια οπορτουνιστική αντίληψη η οποία αφού κλείστηκε σε ένα περιορισμένο εύρος σχολών (αριθμητικά, αλλά και όσον αφορά το εύρος της αλληλεπίδρασης) αντί να προσπαθήσει να δει πιο σφαιρικά τα ζητήματα αναπαράγει με το χειρότερο τρόπο αυτόν ακριβώς τον εγκλεισμό και επομένως μπορεί να πει και να κάνει οτιδήποτε προκειμένου να αναπαραχθεί ως τέτοια. Η αντίληψη αυτή δεν είναι οπορτουνιστική μόνο στο πανεπιστήμιο αλλά σε κάθε χώρο που προβάλλεται και δοκιμάζεται και μάλιστα με μεγάλες αποκλίσεις (από τη μια ξύλα στο πολυτεχνείο και τσαμπουκάδες και από την άλλη οικολογικές ευαισθησίες με την Α/συνέχεια).

Οι δύο αυτές αντιλήψεις είναι κυρίως αυτές που παράγουν πολιτικά αποτελέσματα στα ΕΑΑΚ και αυτές που διαμορφώνουν το συσχετισμό και την ηγεμονία με τέτοιο τρόπο ώστε για τη δική μας τάση να είναι δύσκολο να παρέμβει καταλυτικά.

Για τη μεταβολή της κατάστασης αυτής πρέπει να γίνουν ορισμένες παραδοχές και οι αντίστοιχες τομές από την πλευρά μας. Αν το πρώτο πρόβλημα των ΕΑΑΚ είναι η λάθος ανάλυσή τους για το πανεπιστήμιο και την αναδιάρθρωση, η απάντηση δεν μπορεί να είναι μια κριτική και μόνο. Απαιτείται από τη μια μεριά μια ολοκληρωμένη ανάλυση που να συγκροτηθεί, να διακινηθεί και να αποτελεί το σύνολο της λογικής μας και της ανάλυσής μας και η οποία να μπορεί να εξειδικευτεί ανά χώρο και ανά συγκυρία και από την άλλη απαιτούνται οι αντίστοιχες κινήσεις και νίκες μέσα στις σχολές και απέναντι στην αναδιάρθρωση με την αντίστοιχη κριτική στις τάσεις που δεν το κάνουν αυτό. Και αυτό είναι μια τομή που πρέπει να γίνει στον τρόπο που παρεμβαίνουμε και στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ. Το δεύτερο που πρέπει να γίνει είναι να αντιληφθούμε ότι η πολιτική στηρίζεται στις έννοιες του συσχετισμού δύναμης και της ηγεμονίας. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται τέτοιες πρωτοβουλίες που να αλλάζουν τα δεδομένα στο φοιτητικό κίνημα και στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ και να αλλάζουν το πεδίο της συζήτησης και τους όρους με τους οποίους αυτή γίνεται. Και για να είμαστε καθαροί στο τι εννοούμε, ότι και να λέμε για το φοιτητικό συνδικαλισμό και την ΕΦΕΕ, όταν η θέση των ΕΑΑΚ είναι όχι ΕΦΕΕ και «καραγκιοζιλίκια» στην ΕΦΕΕ, αυτή είναι η ηγεμονία στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ. Η πρωτοβουλία που πρέπει να παρθεί αφορά την υλοποίηση της αντίληψής μας μαζί με τις ανάλογες συγκρούσεις στο εσωτερικό μας. Η δημιουργία, δηλαδή, τετελεσμένων στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος που αλλάζει και τα δεδομένα στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ και όπου οι άλλοι είναι πλέον αναγκασμένοι να τοποθετηθούν πάνω στην νέα κατάσταση και όχι εμείς πάνω στη δική τους.

Ένα ακόμη στοιχείο που αφορά τη μεταβολή της κατάστασης στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ αφορά την εσωτερική τους λειτουργία. Αυτή μέχρι τώρα βασίζεται στις σχέσεις μεταξύ των τάσεων που υπάρχουν στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ και πολύ λιγότερο ως καθόλου στη λειτουργία των σχημάτων. Όπως επίσης αποτυπώνει και μια δική μας υπαναχώρηση σε οργανωτικά ζητήματα ή σε μάχες που θα έπρεπε να δίνουμε προκειμένου να διαφυλαχθεί η «ενότητα» των ΕΑΑΚ. Μια ενότητα όμως που τελικά αυτό που εξασφαλίζει είναι η δυνατότητα των άλλων να υλοποιούν τη γραμμή τους ανεμπόδιστα. Από τη σκοπιά αυτή είναι αναγκαίο επίσης να γίνουν τομές. Τομές που να αφορούν τόσο τον τρόπο που εμείς βλέπουμε τα σχήματα και ο οποίος μπορεί να ποικίλλει από την εκδοχή του ιμάντα μεταβίβασης κομματικής γραμμής ως και την αποθέωση της «ανεξαρτησίας» των σχημάτων, ακόμη και από τη δική μας πολιτική. Όσο αναγκαίο είναι να σεβόμαστε τις ιδιαιτερότητες των σχημάτων άλλο τόσο θα πρέπει να προσπαθούμε να ενοποιούμε την αντίληψή τους κάτω από τη δική μας πολιτική ηγεμονία και όχι οργανωτική κυριαρχία ή χειρισμό. Αυτό αφορά πρωτοβουλίες από σχήματα ή συντονιστικά πόλεων όπου μπορούμε να κατοχυρώνουμε αποφάσεις και μεταφορά αυτής της δυναμικής πανελλαδικά. Εξειδικεύοντας για την προετοιμασία του διημέρου, θα πρέπει τα ΕΑΑΚ πόλεων να συζητήσουν και να καταλήξουν σε αφίσα, που θα κολληθεί σε κάθε σε σχολή που τα ΕΑΑΚ παρεμβαίνουν αλλά και εκεί που δεν υπάρχουν σχήματα, και η οποία θα αναφέρει την ημερομηνία του διημέρου και τη θεματολογία του. Μια δουλειά στην οποία πρέπει να εμπλακούν επί της ουσίας τα σχήματα και όχι μόνο η συλλογικότητά μας. Να κάνουμε μια τομή με την πολιτικοποίηση του «σχήματός μου» ή της «πόλης μου» και να σκεφτούμε σε άλλη κλίμακα.

Επιδιώκουμε στα ΕΑΑΚ να μεταβληθεί ριζικά ο συσχετισμός δύναμης και η ηγεμονία τους, να μεταβληθεί και όχι γενικώς να αυξηθεί το πολιτικό τους κεκτημένο, να μεταβληθεί και όχι απλώς να βαθύνει η ιδεολογική τους συμφωνία. Για το λόγο αυτό δε βλέπουμε τα ΕΑΑΚ ως το καλύτερο μόρφωμα ενότητας και πολιτικής αποτελεσματικότητας της ριζοσπαστικής αριστεράς αλλά ως ένα προβληματικό μόρφωμα που μας ενδιαφέρει να το διορθώσουμε. Δεν είμαστε με τα σημερινά ΕΑΑΚ αλλά με τα ΕΑΑΚ που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες της συγκυρίας στο Πανεπιστήμιο, που θα οξύνουν τις αντιφάσεις στην κίνηση του κράτους , που θα πετυχαίνουν πραγματικές υλικές νίκες και θα αλλάζουν τους συσχετισμούς.

ΣΤ. Φοιτητικός Συνδικαλισμός

Τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός ότι ο φοιτητικός συνδικαλισμός έχει περάσει σε πιο πίσω θέσεις τόσο στον τρόπο που αντιμετωπίζεται από την κοινωνία όσο και από τους φοιτητές. Στο σημείο αυτό ορισμένες παραδοχές είναι αναγκαίες. Ο φοιτητικός συνδικαλισμός και οι δομές του είναι αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό του φοιτητικού κινήματος, του συσχετισμού και της ηγεμονίας στο εσωτερικό του. Αναφέρονται οι δομές αυτές σε έναν καλύτερο συσχετισμό και με την έννοια αυτή είναι πιο ευνοϊκός από αυτόν που θα μπορούσαμε να έχουμε σήμερα. Η απαξίωση του φοιτητικού συνδικαλισμού έχει να κάνει με την υποβάθμιση του φοιτητικού κινήματος πολιτικά και κοινωνικά και στην αναγνωρισιμότητα και την αποδοχή που είχε από την ελληνική κοινωνία. Όμως δεν μπορούμε να πάμε με μια αντιδιαλεκτική αντίληψη που την προτεραιότητα του φοιτητικού κινήματος πάνω στον φοιτητικό συνδικαλισμό θα τη μετέτρεπε σε κυριαρχία ή μοναδικότητα. Η βασική μας προσπάθεια θα πρέπει να αφορά τη μεταβολή του συσχετισμού στο φοιτητικό κίνημα όπως περιγράφηκε και παραπάνω αλλά ταυτόχρονα να κινούμαστε με ένα διπλό τρόπο. Από τη μια μεριά στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ να έχουμε σοβαρές και γειωμένες τοποθετήσεις γύρω από το ζήτημα της ΕΦΕΕ και να περιφρουρούμε την πολιτική στάση των ΕΑΑΚ σε τέτοιες κεντρικές διαδικασίες. Από την άλλη να πάρουμε πρωτοβουλίες όπου είναι δυνατό και μας το επιτρέπει ο συσχετισμός δύναμηςστο εσωτερικό του κινήματος να δημιουργήσουμε τοπικές φοιτητικές ενώσεις (όπως στην Πάτρα) ή να συμμετάσχουμε σε όσες υπάρχουν ήδη (Θεσσαλονίκη).

Σε όλα τα επίπεδα απ’ τους συλλόγους μέχρι την πανελλαδική δικτύωση σε επίπεδο ΕΦΕΕ, η δομή του φοιτητικού συνδικαλισμού διασφαλίζει την ενιαιότητα και τη συλλογική έκφραση των συμφερόντων της φοιτητικής νεολαίας. Διαπνέεται από μια αμεσοδημοκρατική λογική (πρωτοκαθεδρία των γενικών συνελεύσεων) διασφαλίζει τον πολιτικό χαρακτήρα των φοιτητικών εκλογών (δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι φοιτητικές εκλογές γίνονται με απλή αναλογική κι ότι κατεβαίνουν πολιτικές παρατάξεις με θέσεις και όχι πρόσωπα).

Είναι σαφές ότι η δομή του φοιτητικού συνδικαλισμού, η εκπροσώπηση ενιαίων συλλογικών συμφερόντων βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την κατεύθυνση της πολυδιάσπασης και του κατακερματισμού που προωθεί το κράτος. Η προσπάθεια είναι να αποδιαρθρωθούν συλλογικές αναπαραστάσεις και πρακτικές (το να νιώθει ο φοιτητής τμήμα της συλλογικότητας των φοιτητών και του κινήματός τους κι αυτό να αποτυπώνεται στις πολιτικές τους πρακτικές, να είναι στο σύλλογο ή σε παράταξη, να συμμετέχει σε συνελεύσεις κινητοποιήσεις, εκλογές) και να επιταθούν στοιχεία εξατομίκευσης, πολιτικής και κοινωνικής απομόρφωσης, «εκπροσώπησης» σ’ αυτή τη βάση απ’ τον ίδιο τον εκπαιδευτικό μηχανισμό.

Παράλληλη αλλά συμπληρωματική κίνηση είναι η μετατόπιση του λόγου των φοιτητικών παρατάξεων σε συντεχνιακές λογικές, ενίσχυση ανταγωνισμού ανάμεσα σε συγκροτήματα σχολών αλλά και μέσα στις ίδιες τις σχολές, κάτι που έρχεται σε αντιπαράθεση με την ενιαιότητα και την πανελλαδικότητα που αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά των συλλόγων και της ΕΦΕΕ σήμερα.

Γι’ αυτό το κράτος τα τελευταία χρόνια κάνει επίμονες προσπάθειες χρησιμοποιώντας και τις επίσημες φοιτητικές νεολαίες να αναμορφώσει, είτε ακόμη και να διαλύσει το φοιτητικό συνδικαλισμό σε όλα τα επίπεδα. Από την αποτυχημένη προσπάθεια γραφειοκρατικοποίησης της ΕΦΕΕ, μέσω καταστατικών αλλαγών το ΄95 μέχρι και την αποτυχημένη προσπάθεια ίδρυσης του ΕΣΥΝ, οι προθέσεις του κράτους είναι σαφείς. Οι αλλαγές στη δομή του φοιτητικού συνδικαλισμού αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της αναδιαρθρωτικής κίνησης στα πανεπιστήμια και μέσα από το πρίσμα αυτό οι δυνάμεις της φοιτητικής ριζοσπαστικής αριστεράς πρέπει να τις αναγνώσουν και να τις αποτρέψουν. Μια άποψη που εμμένει στο ότι το κράτος επιθυμεί την a priori συγκρότηση του ΚΣ της ΕΦΕΕ, προκειμένου να στήσει ένα επίσημο συνομιλητή, σέρνοντας το φοιτητικό κίνημα στο τραπέζι του κοινωνικού διαλόγου, διαψεύδεται πλέον απ΄ την ίδια τη ζωή.

Στην πραγματικότητα ο σχεδιασμός του κράτους απ’ ό,τι φαίνεται όχι μόνο δεν είναι η ανασυγκρότηση της φοιτητικής ΓΣΕΕ ως επίσημου συνομιλητή του Υπ. Παιδείας που θα «καπελώνει» το κίνημα αλλά αντίθετα η συνολική απαξίωση του φοιτητικού κινήματος και του φοιτητικού συνδικαλισμού. Γιατί η αστική κίνηση είναι επιθετική, στόχος της είναι η αποδιάρθρωση μορφών εκπροσώπησης, η διάλυση συλλογικοτήτων, η άρνηση να αναγνωρίσουν με οποιονδήποτε τρόπο το φοιτητικό σώμα ως συνομιλητή. Δεν είναι τυχαία η αντίληψη που γίνεται προσπάθεια να περάσει ότι στο πανεπιστήμιο δεν υπάρχουν αντιθετικά συμφέροντα, ότι υπάρχει μια ενιαία ακαδημαϊκή κοινότητα που εκπρόσωποί της είναι οι ίδιοι οι καθηγητές. Κάτι τέτοιο αποδεικνύεται από την άτυπη θεσμοθέτηση της Συνόδου των Πρυτάνεων ως «εκπροσώπων πανεπιστημίων» στον κοινωνικό διάλογο με το υπουργείο, και του θεσμού της αξιολόγησης ως ουδέτερου και «ανεξάρτητου» μηχανισμού που θα εκφράζει τις ανάγκες της κοινωνίας και του πανεπιστημίου. Ο συμβολικός και ιδεολογικός στόχος είναι ότι τα κινήματα δεν μπορούν να έχουν λόγο.

Τα τελευταία χρόνιαμόνιμο πεδίο αντιπαράθεσης στα ΕΑΑΚ αποτελεί το ζήτημα του φοιτητικού συνδικαλισμού. Η συζήτηση έχει μείνει σ’ ένα επιφανειακό δίπολο παλιού και νέου φοιτητικού κινήματος, που καταλήγει σε ψευτοδιλλήματα ποιος είναι με τα Δ.Σ. και ποιος με τις γεινικές συνελεύσεις. Στην πραγματικότητα τα συντονιστικά των καταλήψεων και των συνελεύσεων είναι αναγκαία σε περιόδους όξυνσης του κινήματος καθώς αποτυπώνουν τους νέους συσχετισμούς που διαμορφώνονται σε τέτοιες περιόδους και τη δυναμική του κόσμου. Σε περιόδους ύφεσης όπου δεν υπάρχουν συνελεύσεις και καταλήψεις δεν εκφράζουν παρά ριζοσπαστικοποιημένες μειοψηφίες και καταντούν πιο γραφειοκρατικά από κάθε Δ.Σ. ή ΕΦΕΕ, ενώ παράλληλα αποτυπώνουν μια ηττοπαθή αντίληψη που δεν αντιλαμβάνεται τη δυνατότητα των σχημάτων να οξύνουν τις αντιφάσεις των άλλων παρατάξεων και να εκπροσωπούν ακόμη και τότε πλειοψηφικά συμφέροντα φοιτητών.

Συμβάλλει στη διεύρυνση του δικτύου των ΕΑΑΚ με την επαφή και την ένταξη νέων σχημάτων, που βρίσκονται στο γαλαξία της ανεξάρτητης αριστεράς στα πανεπιστήμια. Πόσο μάλλον που η αλλαγή του γεωγραφικού χάρτη και η μαζικοποίηση των σχολών (με νέες πόλεις και τμήματα) καθιστούν επιτακτική την ανάγκη των ΕΑΑΚ για επέκταση.

Με βάση τα παραπάνω στόχος δικός μας για τα ΕΑΑΚ πρέπει να είναι σήμερα ένα συνολικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση του φοιτητικού συνδικαλισμού που θα περνάει από τρεις κόμβους:

ØΖωντάνεμα των διαδικασιών των φοιτητικών συλλόγων μέσα από συνεχή προσπάθεια για πολιτικοποίησή τους με πίεση στις υπόλοιπες παρατάξεις να τοποθετούνται πολιτικά, τη διαρκή προσπάθεια για γενικές συνελεύσεις και συντονιστικές επιτροπές, την αντιπαράθεση με τις επιστημονικές ενώσεις και τα λόμπι, τη συγκρότηση και άλλων συλλογικών μορφών δράσης(π.χ. θεατρικές ομάδες, κινηματογραφικές, κυλικεία, φοιτητικά στέκια κτλ)

ØΗ αναζωογόνηση της ΕΦΕΕ με την τέλεση του επόμενου πανσπουδαστικού συνεδρίου και την εκλογή νέου ΚΣ κόντρα σε κάθε λογική διάλυσης ή γραφειοκρατικοποίησης με καταστατικές αλλαγές. Θέλουμε ένα πανσπουδαστικό συνέδριο με πολιτικό διάλογο και όχι μια απλή διαδικασία ψηφοφορίας.

ØΣύγκρουση με τη σύνοδο των πρυτάνεων και με κάθε άλλη προσπάθεια συγκρότησης μηχανισμών αποστειρωμένων από το φοιτητικό κίνημα, τις διαδικασίες του και τα αιτήματά του.

Ζ. Οργανωτικό

Το ζήτημα του οργανωτικού σχήματος της νεολαίας της ομάδας δεν είναι ένα ζήτημα που έρχεται για να συζητηθεί εν κενώ. Η αντίστοιχη κουβέντα έγινε στη συνδιάσκεψη και πιο πριν για το γενικό πλαίσιο που κινούμαστε και θα ήταν λάθος να επαναληφθεί με αφορμή την ολομέλεια του τομέα νεολαίας. Όμως ο τομέας νεολαίας έχει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με την υπόλοιπη ομάδα: ότι πολιτικά λειτουργεί καλύτερα και οι πολιτικοί δεσμοί μεταξύ των συντρόφων είναι πιο ισχυροί με αποτέλεσμα να υπάρχουν πραγματικά εχέγγυα ότι και τώρα με το νέο πλαίσιο της ομάδας θα λειτουργήσουμε επαρκώς. Σε κάθε περίπτωση, το κρίσιμο ζήτημα είναι η λειτουργία των πυρήνων με τέτοιο τρόπο ώστε και η κουβέντα στο εσωτερικό τους να γίνεται σοβαρά, να υπάρχει οριζόντια επικοινωνία μεταξύ τους, να εξασφαλίζεται η πολιτική αποτελεσματικότητα και η συνέχιση του διαλόγου πάνω σε ζητήματα που υπάρχουν και είναι ανοιχτά. Επομένως το κύριο βάρος πρέπει να δοθεί εκεί και η μέριμνα αυτή να αφορά και τα συντονιστικά όργανα της νεολαίας.

Στα πλαίσια μιας πολιτικής λογικής που αναγνωρίζει την πρωταρχικότητα της λειτουργίας των πυρήνων προκειμένου να είναι πιο αποτελεσματικός ο εσωτερικός διάλογος, αλλά και οι πολιτικές πρακτικές μας και παράλληλα, λαμβάνοντας υπ’ όψη το σύνολο της κουβέντας στη Συνδιάσκεψη, επιλέγουμε την εξής οργανωτική διάρθρωση:

Το Στν απαρτίζεται από τους υπευθύνους και εκπροσώπους των πυρήνων (με αναλογία 1:10 σε επίπεδο πυρήνα) και από 6 άτομα που εκλέγονται στην πρώτη πανελλαδική ολομέλεια του Τομέα Νεολαίας. Το Στν εκλέγει τον πολιτικό υπεύθυνο του τομέα και αποφασίζει για υπευθυνότητες που κρίνονται απαραίτητες με βάση τις ανάγκες του Τομέα στη συγκυρία. Τα συντονιστικά πόλης συγκροτούνται από τα μέλη του πανελλαδικού Στν σε κάθε πόλη. Το πανελλαδικό Στν εκλέγει τετραμελές γραφείο, που απαρτίζεται από: τον πολιτικό υπεύθυνο του Τομέα, άλλο ένα μέλος του Στν από την Αθήνα, τον πολιτικό υπεύθυνο νεολαίας Πάτρας και τον πολιτικό υπεύθυνο νεολαίας Θεσσαλονίκης. Το πανελλαδικό Στν συνεδριάζει τακτικά το 1ο Σάββατο κάθε μήνα (μια μέρα πριν την αντίστοιχη συνεδρίαση του ΚΣΟ). Η περίπτωση έκτακτης συνεδρίασης κρίνεται με βάση την ανάγκη που προκύπτει, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το καταστατικό.

Θεωρούμε πως η παραπάνω οργανωτική διάρθρωση μπορεί να συμβάλλει στην όσμωση των απόψεων και την ομογενοποίηση του πολιτικού δυναμικού του Τομέα Νεολαίας και να εξασφαλίσει μια ενιαιότητα στον τρόπο λειτουργίας των πυρήνων και των τομεακών οργάνων.


ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΟΛΑΙΑ

Ενότητες:

(Α) Πανεπιστήμιο & Αναδιάρθρωση

i.Γενική κίνηση της αναδιάρθρωσης(κωδικά) & ο ρόλος που παίζει το Πανεπιστήμιο εντός αυτής. Χαρακτήρας του Πανεπιστημίου. Αντιθέσεις στο Πανεπιστήμιο.

ii.Επίδραση αναδιαρθρωτικών αλλαγών (νόμος-πλαίσιο, Αρσένης κ.τ.λ.)

iii.Οικονομικά των ΑΕΙ & Έρευνα, Μεταπτυχιακά

iv.Αξιολόγηση(θεωρητικά και συγκεκριμένα για το νομοσχέδιο)

v.Φοιτητική μέριμνα (εστίες, σίτιση κ.τ.λ.)

vi.Επιμέρους αναδιαρθρωτικές αλλαγές και σημασία απόκρουσης τους:Εντατικοποίηση, Πρόοδοι Αλλαγές σε ΠΣ (σκόπιμο ίσως να προηγείται σύντομο κομμάτι κριτικής της γνώσης & της επιστήμης)

vii.Ζητήματα επιμέρους σχολών (ΠΠΔΕ ,Ιατρική, ΤΕΕ, εστίες, Λογιστές)

viii.Κριτική σε άλλες απόψεις για το Πανεπιστήμιο(Πανεπιστήμιο-Επιχείρηση)

(Β) Χαρακτηριστικά σύγχρονης νεολαίας

Αλλαγές στη γενιά Αρσένη κ.τ.λ.

(Γ) Φοιτητικό κίνημα

i.Αποτίμηση κινητοποιήσεων

ii.Αποτίμηση (α)ΑΣΦ στη δεκαετία’80,μοντέλο σχήματος

(β)ΕΑΑΚ στη δεκαετία’90,σημασία εγχειρήματος, αντιφάσεις(αριστερισμός, οπορτουνισμός, έλλειψη πολιτικού σχεδίου) και κρίση τους, ανάγκη επανίδρυσης

iii.Κριτική σε άλλα πολιτικά μορφώματα(τι εκφράζουν, τι εκπροσωπούν)

-ΔΑΠ & ΠΑΣΠ

-ΠΚΣ (ειδίκευση, γραφειοκρατία, λογική φοιτητικού κινήματος μόνο αν υπάρχει ισχυρό λαϊκό και ως υποβοήθημα, οργάνωση-σχολείο)

-ΔΑΡΑΣ

-ανεξάρτητα δεξιά σχήματα

-ανεξάρτητα αριστερά σχήματα

-άλλες παρατάξεις της Επαναστατικής Αριστεράς(Αγ.Κινήσεις, Αρ.Σχήματα, ΕΣΟΦ, σχήματα Φόρουμ)

αριστερισμός, σεχταρισμός, στήριξη κεντρικών πολιτικών επιλογών των οργανώσεων τους.

iv.Σημάδια δομών φοιτητικού κινήματος και κίνηση κράτους(ΕΦΕΕ κ.τ.λ.)

-αναφορά ιστορική στην ΕΦΕΕ, αποτίμηση

-κίνηση κράτους στη συγκυρία

-σχέση ΕΦΕΕ-κινήματος, φοιτητικός συνδικαλισμός

(Δ) Πρόγραμμα πάλης & σχέδιο

-Αναγκαίο στυλ και περιεχόμενο απεύθυνσης για μαζική δουλειά

-Εκτατική ανάπτυξη, διεύρυνση ΕΑΑΚ με άλλες τάσεις για την υπηρέτηση στόχου δημοκρατικής μετωπικής μορφής ενότητας στη νεολαία, περιοδικό& δελτίο, φεστιβάλ, αναγκαία πολιτική φυσιογνωμία

-Αιτηματολογία κ.τ.λ.