Η συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έγινε σε μία κρίσιμη στιγμή κοινωνικά και πολιτικά. Η κοινωνία στενάζει υπό το βραχνά του μνημονίου για τρίτη χρονιά και η έλλειψη επαρκούς κινηματικής και πολιτικής διεξόδου είναι εμφανής. Η εργατική τάξη και ο λαός μας δίνουν όλες τις δυνάμεις τους σε ένα παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο με ανόδους και καμπές για την ανατροπή αυτής της πολιτικής, αλλά απέχουμε ακόμα από αυτή τη στιγμή. Η κρίση του πολιτικού συστήματος παραμένει ενεργή στο έδαφος της αδυναμίας συγκρότησης ηγεμονικής πρότασης από την πλευρά της αστικής τάξης. Και η κοινοβουλευτική αριστερά παραμένει εγκλωβισμένη είτε στις αυταπάτες του «αριστερού ευρωπαϊσμού» και του κυβερνητισμού είτε στον αναχωρητισμό από την πολιτική διαπάλη με την αναγωγή όλων στη «λαϊκή εξουσία».

Σε αυτό το φόντο, πραγματοποιήθηκε η 2η συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 1-2 Ιούνη. Οι Θέσεις της ΚΣΕ για τη συνδιάσκεψη ήταν ένα σαφώς πιο καλογραμμένο και συμπυκνωμένο κείμενο με μειωμένο το στοιχείο του συνήθους βερμπαλισμού του χώρου μας. Αποτύπωνε κρίσιμα προχωρήματα (π.χ. ανάλυση για την κρίση και την ΕΕ, χαρακτήρας μεταβατικού προγράμματος), αλλά και τα βασικά κενά και αντιφάσεις στην εσωτερική συζήτηση (αντιφατική αποτίμηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος και της εκτίμησης του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης, ζήτημα εξουσίας-κυβέρνησης, ελλιπής αυτοκριτική). Εξαιρετικά ελπιδοφόρο στοιχείο στην πορεία προς αυτή τη συνδιάσκεψη και συγκριτικά με την 1η είναι και ο πιο ουσιαστικός διάλογος σε πολλές τοπικές και κλαδικές επιτροπές με πιο οριζόντια επικοινωνία και ώσμωση των απόψεων και χωρίς τόσο έντονους παράλληλους μονολόγους στη βάση των οργανωμένων απόψεων. Ο δημόσιος προσυνδιασκεψιακός διάλογος, κάτι που έγινε για πρώτη φορά σε τέτοιο εύρος και βάθος στο χώρο μας,είχε σημαντικά ποιοτικά χαρακτηριστικά δείχνοντας ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει έναν αξιόλογο πλούτο αγωνιστών και απόψεων. Επεκτάθηκε σχεδόν σε όλα τα ζητήματα (οργάνωση λαού και επί μέρους κινήματα, μετωπικές συμμαχίες, ζήτημα εξουσίας-κυβέρνησης, αντιφασισμός, αποτίμηση, οργανωτικό ζήτημα κ.ά.) με έμφαση όμως στα ζητήματα του μετώπου και των συμμαχιών. Αυτό είναι θετικό λόγω της κρισιμότητας του ζητήματος και της περιόδου, αλλά και των κραυγαλέων ελλείψεων της πολιτικής κίνησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτά τα ζητήματα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι αυτό ενέχει και τον κίνδυνο της σχετικής υποτίμησης των άλλων πλευρών και ειδικά του ζητήματος της οργάνωσης του λαού στις δικές του δομές με την ελλιπή συζήτηση που διεξάγεται για αυτό.

Στα ζητήματα του κινήματος και της εκτίμησης της κατάστασης και των συσχετισμών κυριάρχησε η συζήτηση για το αν βρισκόμαστε σε μία καμπή σχετικής σταθεροποίησης του κοινωνικού και πολιτικού σκηνικού ή όχι. Κατά τη γνώμη μας, η συζήτηση ανέδειξε το πόσο μονοσήμαντες είναι οι δύο οριακές απαντήσεις στο ερώτημα αυτό. Η άποψη περί σχετικής σταθεροποίησης υποτιμά το βάθος της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης και την αδυναμία συγκρότησης ηγεμονικού προτάγματος από την αστική πλευρά που είναι η κύρια αιτία της εντεινόμενης ρευστοποίησης στο πολιτικό επίπεδο. Η μετεκλογική κινηματική νηνεμία δεν αποτυπώνει μία οριστική ήττα και καθήλωση του κινήματος, κάτι που αποδείχθηκε περίτρανα με το κινηματικό ξέσπασμα με αφορμή το κλείσιμο της ΕΡΤ. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, μία υπεραισιοδοξία για διαρκή κινηματικά ξεσπάσματα υπερτιμά τον κοινωνικό συσχετισμό και υποτιμά τα υλικά αποτελέσματα και τα αποτελέσματα στην κοινωνική συνείδηση που πετυχαίνει το προχώρημα της μνημονιακής πολιτικής ακόμα και αν δεν συγκροτεί πλατιά ηγεμονική πολιτική. Η πιο διαλεκτική αντίληψη για τον «παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο» με ανόδους και καμπές περιγράφει πιο ορθά τη σύνθετη πραγματικότητα των κινηματικών ξεσπασμάτων και υφέσεων εντός μίας εντεινόμενης πολιτικής κρίσης.

Ελλειμματική ήταν η συζήτηση στις μορφές οργάνωσης του λαού και τις αναγκαίες δομές της εν δυνάμει σύγχρονης δυαδικής εξουσίας. Στο συγκεκριμένο σημείο υπάρχει πραγματική αμηχανία όλων των δυνάμεων της αριστεράς και οι κοινωνικοί πειραματισμοί που γίνονται αυθόρμητα ή και από την πολιτική αριστερά (και από δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είναι ακόμα σε εμβρυακό στάδιο. Απαιτείται πιο συγκεκριμένη εμβάθυνση στο ζήτημα, κάτι που έχουμε επιχειρήσει σε αρχικό επίπεδο και στο πλαίσιο του περιοδικού και της λέσχης Εκτός Γραμμής. Το χειρότερο είναι ότι το συγκεκριμένο ζήτημα χρησιμοποιήθηκε ως υπεκφυγή για να μην υπάρξουν προχωρήματα σε άλλα ζητήματα (τακτική συμμαχιών, αντίληψη για το ζήτημα της εξουσίας και της κυβέρνησης) θεωρούμενο ως αναγκαία προϋπόθεση για αυτά. Εκτιμούμε, όμως, ότι αυτή η κριτική, παρόλο που έχει στοιχείο ορθότητας, αποτελούσε εν πολλοίς υπεκφυγή από πολιτικά ερωτήματα και ζητούμενα που τίθενται στο κίνημα και την αριστερά, ενώ και οι φορείς της κριτικής αυτής λίγο συνεισέφεραν στο βάθεμα της συζήτησης για την οργάνωση του λαού πέρα από μία γενικόλογη διακήρυξη.

Σημαντική ήταν η πλευρά της συζήτησης για το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής. Εκτιμήθηκε, τόσο στις θέσεις όσο και σε πολλές τοποθετήσεις, ότι αυτή η πρόταση παρέμεινε σε ένα επίπεδο καμπανιακό για την κοινή δράση στο κίνημα. Υποτιμήθηκε, δηλαδή, η πολιτική διάστασή του και στη βάση αυτή άνοιξε και η συζήτηση για τις μετωπικές πολιτικές συμμαχίες. Η πρόταση για την ανάγκη ενός ευρύτερου αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου στη βάση του αναγκαίου μεταβατικού προγράμματος είχε πιο διευρυμένη απήχηση από την 1η συνδιάσκεψη, όπου σχεδόν αποκλειστικά οι δυνάμεις της Αριστερής Ανασύνθεσης την είχαν θέσει, και χρωμάτισε τη συζήτηση της συνδιάσκεψης. Η ίδια η συγκυρία και η πίεση της πραγματικότητας έχει ωθήσει σε οριζόντιες συγκλίσεις στο κίνημα και στην αριστερά γύρω από τους άξονες του μεταβατικού προγράμματος. Αυτή η πραγματικότητα πιέζει για μετωπικά προχωρήματα τόσο στο επίπεδο της κινηματικής κοινής δράσης όσο και στο επίπεδο του πολιτικού μετώπου γύρω από αυτούς τους προγραμματικούς άξονες. Σε αυτή την ανάγκη προσπαθεί να απαντήσει πιο ολοκληρωμένα η κατεύθυνση για αγωνιστικό κοινωνικό μέτωπο και αριστερό ριζοσπαστικό πολιτικό μέτωπο, χωρίς κινηματισμό ή πολιτικισμό, αλλά με συνδυασμένη κίνηση στο κοινωνικό και το πολιτικό επίπεδο. Εκτιμούμε, λοιπόν, ότι ο λόγος που αυτή η πρόταση είχε πιο διευρυμένη απήχηση εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στράτευσε γύρω από αυτή ένα πιο διευρυμένο ανένταχτο δυναμικό και μετατόπισε τις απόψεις και οργανωμένων δυνάμεων είναι ακριβώς το ότι αποτελεί πιο ώριμη κινηματική και πολιτική ανάγκη, προκύπτει ως απτό υλικό ενδεχόμενο εντός του κινήματος και της αριστεράς.

Καρπός αυτής της συζήτησης και των μετατοπίσεων υπήρξε και η θέση για την αναγκαία μετωπική συμπόρευση των αντικαπιταλιστικών, αντιμπεριαλιστικών και αντιΕΕ δυνάμεων στη βάση του αναγκαίου αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος που υπήρχε και στις θέσεις που πρότεινε η ΚΣΕ. Αν δεν υπήρχε όλο το προηγούμενο διάστημα μία πίεση με συνέπεια και συνέχεια τόσο στην ΚΣΕ όσο και σε όλο το σώμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αυτή η πρόταση δεν θα υπήρχε καν στις Θέσεις. Αν δεν είχαν παρθεί και πρωτοβουλίες που να δείχνουν έμπρακτα, παρά τις υπαρκτές αγκυλώσεις άλλων δυνάμεων, τη δυνατότητα πραγματικών προχωρημάτων στο επίπεδο αυτό (όπως η «Πρωτοβουλία για τη συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών σε ένα άλλο δρόμο διεξόδου από την κρίση χωρίς χρέος, μνημόνια και ευρώ») δεν θα αποτελούσε τελικά θέση του συνόλου των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Και αυτό φάνηκε και εντός της διαδικασίας της συνδιάσκεψης όπου μέχρι την κατάθεση προσχεδίου πολιτικής απόφασης υπήρχε έκδηλη αμηχανία από άλλες δυνάμεις στο αν και πώς θα αποτυπωθεί σαφώς η βούληση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προχωρήσει άμεσα σε αυτή την κατεύθυνση χωρίς παλινωδίες και καθυστερήσεις. Η πίεση όμως που αποτυπώθηκε στον προσυνδιασκεψιακό διάλογο, στη συζήτηση του διημέρου και οι καταλυτικές τοποθετήσεις των περισσότερων ανένταχτων συντρόφων που μίλησαν έκανε σαφές ότι δεν μπορεί παρά να υπάρξει το αναγκαίο προχώρημα στο επίπεδο της πολιτικής απόφασης και κατεύθυνσης.

Σημαντική ήταν η συζήτηση που έγινε και γύρω από τα ζητήματα της εξουσίας και της κυβέρνησης. Και αυτό γιατί για πρώτη φορά έγινε με πιο ώριμο τρόπο αυτή η συζήτηση σε ένα χώρο που έχει καταστατικά άμυνες, αλλά και αγκυλώσεις, λόγω και της καταστροφικής για την αριστερά συγκυβέρνησης του ’89. Από την πλευρά μας, θέσαμε το ζήτημα της ολοκλήρωσης της άποψής μας για την εξουσία με αναγκαίες οριοθετήσεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο (ανάγκη δομών οργάνωσης λαού ως κρίσιμη κοινωνική προϋπόθεση, κυβέρνηση ως υποσύνολο της εξουσίας, ζήτημα διεκδίκησης κυβέρνησης από ένα προγραμματικό μέτωπο ως πολιτικό σύνθημα, ενδεχόμενο κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας σε στιγμή κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης και χρησιμοποίησή του ως πιθανή αφετηρία μίας επαναστατικής διαδικασίας). Εκτιμούσαμε ότι αυτή θα είναι μία δύσκολη κουβέντα για το χώρο μας, αλλά υπάρχει η ανάγκη να ανοίξει για την ωρίμανσή του και την κατάκτηση διαλεκτικών πολιτικών κριτηρίων για την παρέμβασή του. Δεν εκτιμούσαμε, ούτε φυσικά θέσαμε, το ζήτημα ως προαπαιτούμενο για όποια σύνθεση, αλλά επιδιώξαμε την καταρχάς κατοχύρωσή του ως σημαντικού θέματος στη συζήτηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Και αυτό έγινε και μάλιστα με πιο ώριμο τρόπο από ό,τι περιμέναμε, παρά την πλειοψηφική απόρριψή του ως πολιτικού στόχου και συνθήματος.

Τέλος, στα οργανωτικά ζητήματα υπήρξαν λίγα προχωρήματα παρά το μεγαλύτερο άνοιγμα της συζήτησης. Η απόκλιση των απόψεων φαινόταν ήδη από την καθυστέρηση εκπόνησης εισήγησης της ΚΣΕ και την αδυναμία συνθετικής κατάληξης σε αυτή. Αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές σε τυπικό επίπεδο, αφού πολλά ζητήματα που επανεπικυρώθηκαν ως απόφαση ήταν ήδη αποφάσεις από την 1η συνδιάσκεψη, που όμως δεν έγιναν πράξη. Και στα κρίσιμα ζητήματα (εκλογή ΠΣΟ μόνο από τη συνδιάσκεψη και ΚΣΕ από το ΠΣΟ και αλλαγή της διαδικασίας ψηφοφοριών με το σύστημα των πολιτικών πλατφορμών) δεν έγιναν προχωρήματα. Το ζήτημα της σχέσης ΚΣΕ-ΠΣΟ απορρίφθηκε για λίγες ψήφους, συγκεντρώνοντας κάτι λιγότερο από το αναγκαίο 66% του σώματος, και στο ζήτημα της αλλαγής της διαδικασίας των ψηφοφοριών δεν συγκεντρώθηκε απόλυτη πλειοψηφία. Από την πλευρά μας, αυτοκριτικά, αποτιμούμε ότι υπάρχει πλέον ανάγκη καθιέρωσης ενός μικτού συστήματος με την ύπαρξη δυνατότητας για κατάθεση πολιτικών πλατφορμών που θα συμβάλλει στη μορφοποίηση και την πολιτικοποίηση με καλύτερους όρους της συζήτησης εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Η 2η συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδειξε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ευρύτερα ο χώρος της αντικαπιταλιστικής, αντιμπεριαλιστικής και αντιΕΕ αριστεράς που μπορεί και πρέπει να συμπορευτεί μετωπικά στη βάση του αναγκαίου μεταβατικού προγράμματος έχει χώρο και ρόλο στο κίνημα και την πολιτική διαπάλη στην εποχή που ζούμε. Αρκεί να ωριμάζει και να κάνει εγκαίρως τις κρίσιμες πολιτικές και οργανωτικές τομές που θα του δίνουν διαρκώς τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται στο καθήκον της διάνοιξης ενός άλλου δρόμου χωρίς μνημόνια, χρέος ευρώ και ΕΕ. Έτσι μόνο μπορεί να ισχυροποιηθεί η αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική προοπτική, έτσι θα βαθαίνει και η συνοχή και η ενότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.