Το δεύτερο κύμα της πανδημίας ήρθε να επιβεβαιώσει δύο διαπιστώσεις που ενδέχεται να μην έγιναν ξεκάθαρες από το πρώτο: α) Ότι τα δημόσια αγαθά της υγείας, της παιδείας, της προστασίας των αδυνάμων, των μεταφορών, είναι συρρικνωμένα και απαξιωμένα μετά από δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού και μετά τη μνημονιακή κατεδάφιση και β) ότι δεν πρόκειται απλά για πολιτική ανικανότητα της κυβέρνησης, αλλά για μια συνειδητή και ανοιχτά αντιλαϊκή πολιτική.
Όσον αφορά τα σχολεία, μετά το πρώτο λοκ ντάουν σε αυτές τις πολιτικές προστέθηκε η 7μηνη αδράνεια και αδιαφορία της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την τύχη της δημόσιας εκπαίδευσης εν μέσω πανδημίας. Καμία πρόσληψη προσωπικού, καμία προσπάθεια ανεύρεσης αιθουσών, καμία ουσιαστική ενίσχυση του τεχνολογικού εξοπλισμού. Το Υπουργείο έκανε μόνο τη σύμβαση με το σύστημα webex της πολυεθνικής Cisco (το οποίο είναι ακατάλληλο και δυσλειτουργεί – αλήθεια, ποιο είναι το «τίμημα» αυτής της σύμβασης; Μήπως τα δεδομένα 1,5 εκ. μαθητών και εκπαιδευτικών;) και όρισε υποχρεωτική την τηλεκπαίδευση, χωρίς όμως να μεριμνήσει για τις βασικές προϋποθέσεις για τη συμμετοχή των μαθητών. Το να ισχυρίζονται η Υπουργός και οι Υφυπουργοί ότι αυτό διασφαλίζεται, επειδή όλοι μπορούν να συνδέονται μέσω σταθερού τηλεφώνου, δείχνει, πέρα από τη φαιδρότητα, το θράσος τους να κοροϊδεύουν ευθέως τον ελληνικό λαό και τους μαθητές.
Στο ίδιο διάστημα είδαμε μια αντιπολίτευση που αντί να ζητάει από τον Μάιο μέτρα για ανοιχτά σχολεία, ζητούσε καλύτερη εφαρμογή της τηλεεκπαίδευσης (ΚΚΕ) ή, ακόμα χειρότερα, διαμαρτυρόταν διότι ανοίγουν τα σχολεία και χαλάει η τηλεκπαίδευση (ΣΥΡΙΖΑ). Δυστυχώς, καμία αγωνιστική πρωτοβουλία δεν πάρθηκε, για αιτήματα στην κατεύθυνση ”σπάσιμο τμημάτων-διορισμοί εκπαιδευτικών-περισσότερα τεστ”, μέχρι να βγουν στο προσκήνιο οι μαθητές τον Οκτώβριο.
Η κυβέρνηση, πιστή στην ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική της, υπονομεύει με κάθε τρόπο τη διασφάλιση της μαζικής δημόσιας παιδείας με ίσες ευκαιρίες για όλους, ένα θεμελιώδες και κατοχυρωμένο συνταγματικό δικαίωμα. Η τηλεκπαίδευση εντείνει τις υφιστάμενες ανισότητες, ενώ η σκόπιμη αχρήστευση του δημοσίου συστήματος εκπαίδευσης εν μέσω πανδημίας ενισχύειάμεσα την ιδιωτική εκπαίδευση (κέντρα μελέτης, φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία).
Τα δεδομένα για την τηλεκπαίδευση, πέρα από τα κυβερνητικά ψέματα, είναι τα εξής:
- Η τηλεκπαίδευση δεν είναι εκπαίδευση. Κάτι που αναγνωρίζει και το Υπουργείο, παρόλα αυτά την κάνει υποχρεωτική! Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση ήταν επιλογή για ενήλικους και την τριτοβάθμια εκπαίδευση πριν την πανδημία. Κυρίως με τη μορφή διάλεξης ή έρευνας και με δεδομένη τη συνειδητή επιλογή του ενήλικου. Τίποτε από αυτά δεν ισχύει για τα σχολεία και τους μαθητές. Κι όμως, για αυτή την ειδική διαδικασία για τους μαθητές το Υπουργείο δεν έχει ορίσει βασικά θέματα. Δεν υπάρχει αναλυτικό πρόγραμμα και νέοι διδακτικοί στόχοι. Δεν προβλέπεται μείωση της ύλης, ενώ είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να βγει η υπάρχουσα στην παρωδία της τηλεκπαίδευσης. Και το πιο ακραίο, αδιαφορούν επιδεικτικά –που δήθεν ακούν τους ειδικούς– για τις προειδοποιήσεις παιδοψυχολόγων, οφθαλμιάτρων και παιδαγωγών για τις ολέθριες συνέπειες της παρατεταμένης έκθεσης των παιδιών στην οθόνη και την ακτινοβολία του κινητού τηλεφώνου. Τα νήπια 2,5 ώρες! Τα 7χρονα 3 ώρες! Οι 15χρονοι, μαζί με τα φροντιστήρια, έως και 10 ώρες! Σε συνθήκες λοκ ντάουν, η τηλεκπαίδευση θα μπορούσε να δρα επικουρικά, όχι υποχρεωτικά, και μέσα σε αυστηρό πλαίσιο. Σε συντονισμό με την εκπαιδευτική τηλεόραση. Με διασφάλιση τεχνικών μέσων για όλα τα παιδιά. Με λιγότερες ώρες, ανάλογα την ηλικία. Με διαμόρφωση ειδικών παιδαγωγικών στόχων, με έμφαση στις επαναλήψεις και την εμπέδωση των διδαγμένων στην τάξη. Με μείωση της ύλης για να περιοριστεί το άγχος των μαθητών. Με σπάσιμο των τμημάτων. Με στήριξη στον εκπαιδευτικό. Όλα αυτά, τα γνωστά και σε έναν πρωτοετή του παιδαγωγικού τμήματος. Όμως, για την κυβέρνηση δύο πράγματα έχουν σημασία: Να δείξει ότι πιέζει τον a priori «τεμπέλη» εκπαιδευτικό – διότι δήθεν αυτός δεν δουλεύει φουλ ωράριο – και δεύτερον να παρκάρει τα παιδιά σε μια συσκευή, καθώς το σχολείο για αυτούς είναι κυρίως πάρκινγκ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σχολάρχες στα ιδιωτικά δημοτικά σχολεία διαμαρτύρονται για το – ήδη εξοντωτικό – 3ωρο των μαθητών του δημοτικού (14.00-17.00) και ζητούν ακόμα περισσότερες ώρες. Βεβαίως, οι σχολάρχες διαμαρτύρονται, διότι εξαιτίας του 3ωρου μαθήματος δέχονται πιέσεις από τους γονείς – πελάτες για μείωση διδάκτρων. Έτσι, αδιαφορώντας για το καλό των παιδιών, παλεύουν να επεκτείνουν το τηλεβασανιστήριο, για να μην χάσουν ούτε ευρώ.
- Η τηλεκπαίδευση αυξάνει τις ήδη υφιστάμενες ανισότητες. Πολλοί μαθητές, ειδικά στις πιο λαϊκές γειτονιές, συνδέονται μόνο μέσω κινητού τηλεφώνου. Άλλοι δεν έχουν την κατάλληλη σύνδεση. Σε απομακρυσμένα νησιά και χωριά δεν υπάρχει καν κατάλληλο διαδίκτυο. Οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες ουσιαστικά αποκλείονται, όπως και τα προσφυγόπουλα. Οι συνθήκες στο σπίτι δεν είναι κατάλληλες για τα πιο φτωχά παιδιά που ζουν 2-3 αδέρφια σε μικρά διαμερίσματα και έχουν ένα δωμάτιο. Η εκπαιδευτική διαδικασία στην τάξη ενέχει την παρότρυνση, το ενδιαφέρον, την ενασχόληση με τους πιο αδύναμους μαθητές. Όλα τα παραπάνω εγγράφονται ως αποτυχία και ματαίωση για εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, ειδικά τους πιο μικρούς. Για τα παραπάνω θεμελιώδη το Υπουργείο Παιδείας αδιαφόρησε, όχι από αβλεψία, αλλά γιατί είναι στο DNA τους ότι «το παιδί από το Περιστέρι προορίζεται για ψυκτικός», όπως είχε δηλώσει και ο κ. Μητσοτάκης.
- Η τηλεκπαίδευση θα αξιοποιηθεί ως μοχλός επίθεσης στα δικαιώματα του εργαζόμενου-εκπαιδευτικού. Η ελαστικοποίηση του ωραρίου είναι ήδη μια πραγματικότητα. Το ίδιο και η ελαστικοποίηση του χώρου εργασίας, καθώς τα σχολεία δεν έχουν τον εξοπλισμό για να παρέχουν οι εκπαιδευτικοί τηλεκπαίδευση από εκεί. Η δυνατότητα κάθε επίδοξου αξιολογητή να «παρακολουθεί» το μάθημα θα χρησιμοποιηθεί για την περιβόητη αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, τη διαμόρφωση ενός φοβισμένου εργαζόμενου χωρίς δικαιώματα, σε ένα σχολείο που θα αντιμετωπίζει τους γονείς σαν πελάτες.
Η ίδια η επιτροπή «ειδικών» και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έχουν ισχυρισθεί ότι τα σχολεία δεν είναι εστίες υπερμετάδοσης, ειδικά τα δημοτικά και νηπιαγωγεία. Το ίδιο ισχυρίζεται και ο ΠΟΥ. Ακόμα και με στοιβαγμένα τα παιδιά σε 25άρια τμήματα, ισχυρίζονται ότι η διασπορά είναι σχετικά μικρή. Άρα γιατί έκλεισαν τα σχολεία και μάλιστα πανελλαδικά; Το επιχείρημα ότι έκλεισαν τα σχολεία εξαιτίας του συνωστισμού των γονέων το πρωί και το μεσημέρι, είναι έωλο. Κάτι τέτοιο μπορεί να ελεγχθεί στο δημοτικό με κυλιόμενο ωράριο ανά τάξη, ώστε οι γονείς να μοιράζονται. Τα δε νήπια είναι πολύ λιγότερα και ήδη προσέρχονται σε σειρά με ασφαλείς αποστάσεις. Δεν έχουν κλείσει τα αεροδρόμια, δεν έχουν κλείσει τα υποκαταστήματα τραπεζών, δεν έχουν κλείσει τα δικαστήρια, αλλά έκλεισαν τα σχολεία.
Η κυβέρνηση δείχνει κάθε στιγμή τις προτεραιότητές της. Αδιαφορία για τη μόρφωση και την κοινωνικοποίηση των παιδιών του λαού, καμία επαφή με την πραγματικότητα των φτωχών και της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Με βάση ότι έχασε τον έλεγχο της πανδημίας, πήρε εκείνα τα μέτρα που ταιριάζουν στην ιδεολογία και πολιτική της. Η κυβέρνηση έκλεισε τα σχολεία πανελλαδικά γιατί είναι αλλεργική σε οποιοδήποτε μέτρο ενίσχυσης των δημόσιων κοινωνικών αγαθών, όπως προσλήψεις και δωρεάν τεστ. Έκλεισε τα σχολεία γιατί αδιαφορεί για τη δημόσια εκπαίδευση, τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών και τη μόρφωσή τους και θεωρεί ότι έτσι κι αλλιώς η ιδιωτική εκπαίδευση καλύπτει το κενό για όποιον αντέχει η τσέπη του. Γιατί με τις εμμονές της περί καινοτομίας, θεωρεί ότι εκπαίδευση είναι το πέταγμα των μαθητών μπροστά σε μια οθόνη. Η κυβέρνηση κλεισμένη στη γυάλα των «αρίστων» της κοινωνικής τάξης που εκπροσωπεί θεωρεί ότι η τηλεκπαίδευση είναι μια «κανονική» διαδικασία, όπως ίσως είναι στα ακριβά ιδιωτικά σχολεία, τουλάχιστον από άποψη εξοπλισμού.
Τα παραπάνω σημαίνουν αυξημένα καθήκοντα για το λαϊκό κίνημα. Αν η κυβέρνηση ακολουθήσει το μοντέλο του «ακορντεόν», δηλαδή των διαδοχικών λοκ ντάουν και ανοιγμάτων έως την άνοιξη, τότε γίνεται ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη να απαιτήσουμε μέτρα για ανοιχτά σχολεία, ώστε να μην χαθεί μια χρονιά (ή μια γενιά;) μαθησιακά και ψυχολογικά.
Ζητάμε μέτρα για να ανοίξουν τα σχολεία
- Έως 15 μαθητές ανά τμήμα – ένας μαθητής ανά θρανίο.
- Προσλήψεις εκπαιδευτικών – όχι στις εξευτελιστικές 3μηνες συμβάσεις.
- Ανεύρεση νέων αιθουσών / διπλή βάρδια απόγευμα-πρωί όπου δεν υπάρχουν.
- Δωρεάν μαζικά τεστ. Ο ΕΟΔΥ από τηλεφωνικό κέντρο να γίνει πραγματικός μηχανισμός ιχνηλάτησης.
- Να ανοίξουν οι ομάδες και οι ανοιχτοί χώροι άθλησης για τους μαθητές
Και σε κάθε περίπτωση για το εξελισσόμενο φιάσκο της τηλεκπαίδευσης είναι απαραίτητο εδώ και τώρα να απαιτηθεί ή και να επιβληθεί από τους Συλλόγους Διδασκόντων και τους Συλλόγους Γονέων:
- Μείωση ωραρίου για όλους τους μαθητές. Όχι στην εξοντωτική έκθεση στην οθόνη.
- Μείωση της ύλης – κανένα προχώρημα της ύλης. Όχι στην υποχρεωτικότητα.
Επιτροπή Εκπαιδευτικών Συντονισμού Κομμουνιστικών Δυνάμεων