Οι νέες δυνατότητες και δυναμικές που δείχνουν τα κινήματα πόλης, σε συνδυασμό με τους ιδιαίτερους όρους συγκρότησης των σχημάτων έχουν ως αποτέλεσμα πολλές και διαφορετικές προσπάθειες οργάνωσης πολιτικοποίησης και δράσης του κινήματος. Στην συγκυρία που διανύουμε και με τις πολύμορφες συγκροτήσειςπου λαμβάνουν χώρα θα ήταν τουλάχιστον απλουστευτικό να πούμε ότι μπορούμε να καθορίσουμε εμείς ως Αριστερή Ανασύνθεση τους τρόπους δράσης και οργάνωσης του κινήματος. Όμως είναι εξαιρετικά σημαντικό να δοθεί μία κατεύθυνση για το ποιες μορφές οργάνωσης εμείς προκρίνουμε μια που αυτές δεν αφορούν μόνο τις πολιτικές μας θέσεις για την συγκρότηση του κινήματος αλλά αφορούν και την αποτελεσματικότητα της δράσης μας.

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.1 Για την όξυνση των αντιθέσεων στον αστικό χώρο, ως πεδίο κοινωνικής αναπαραγωγής

Η ανάδειξη πεδίων, στα οποία εκφράζονται οι κοινωνικές αντιθέσεις, κυρίως πεδίων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, δε θα πρέπει να ιδωθεί ανεξάρτητα από την οικονομική και πολιτική συγκυρία που διαμορφώθηκε σταδιακά, κυρίως στο δυτικό κόσμο (καπιταλιστικό και μη) στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Αντίθετα, οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, η ανάταση των εθνικοαπελευθερωτικών και των επαναστατικών κινημάτων (με αποκορύφωμα τον πόλεμο του Βιετνάμ), η αμφισβήτηση του μεταπολεμικού «κοινωνικού συμβολαίου», που έθετε σαφή όρια στις λαϊκές διεκδικήσεις, από ριζοσπαστικοποιημένα κομμάτια νεολαίας και εργαζομένων και τα πρώτα σημάδια της οικονομικής στασιμότητας με αποκορύφωμα την οικονομική κρίση του 1973, που αποτέλεσε την αφετηρία της διαδικασίας της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης με τη σημερινή της μορφή, ανέδειξαν σημαντικές αγωνιστικές διαθέσεις των μαζών, οι οποίες εκφράστηκαν με διάφορες μορφές στις δεκαετίες του 1960 και 1970.

Τις προηγούμενες δεκαετίες στις Η.Π.Α. και στους ανεπτυγμένους καπιταλιστικά κοινωνικούς σχηματισμούς της δυτικής Ευρώπης αναπτύχθηκαν κοινωνικοί αγώνες σχετικά με ζητήματα της διαχείρισης και λειτουργίας της πόλης και του χώρου. Με έμφαση στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν το «κοινωνικό κράτος βρισκόταν ακόμα σε πλήρη ανάπτυξη, συναντάμε στις Η.Π.Α. τις μεγάλες υπερτοπικές Κοινοτικές Οργανώσεις (με πιο γνωστή την οργάνωση ACORN – Association of Community Organizations for Reform Now), οι οποίες διαμόρφωσαν σε πολλές αστικές περιοχές διαφυλετικές και διαταξικές συμμαχίες διεκδικώντας βελτιώσεις στις κοινωνικές υποδομές, στη Γερμανία πρωτοβουλίες αναδείκνυαν παρόμοιες ελλείψεις, στην Ιταλία το κίνημα «αυτο-μείωσης» των τιμολογίων στις συγκοινωνίες και τις βασικές παροχές ηλεκτρισμού και επικοινωνιών επιχείρησε να μεταφέρει στο κράτος ένα ποσοστό του κόστους της αναπαραγωγήςτης εργατικής τάξης, ενώ στην Ισπανία και τη Γαλλία οι διεκδικήσεις επικεντρώθηκαν στο ζήτμα της κοινωνικής κατοικίας.

Αυτή την περίοδο, με ανάλογο τρόπο, στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό αναπτύσσονται παρόμοιοι κοινωνικοί αγώνες, καθώς η διαδικασία της χωρικής αναδιάρθρωσης, σε σχέση με τη χωρική οργάνωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, την οργάνωση των μητροπολιτικών περιοχών και γενικά με τη διαχείριση του αστικού χώρου και του φυσικού περιβάλλοντος, αποτελεί μια εξαιρετικά επιθετική επιλογή της αστικής τάξης και του κεφαλαίου, έκφραση της ακραίας όψης του φιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης. Παράλληλα, επιδιώκει τη συγκρότηση για το κεφάλαιο μιας ικανής κοινωνικής συμμαχίας προώθησης των συμφερόντων του, ενώ την ίδια στιγμή παλαιότερες παραχωρήσεις ή μηχανισμοί ενσωμάτωσης των λαϊκών αναγκών και διεκδικήσεων αίρονται με πολύ ταχείς ρυθμούς.

Στον αντίποδα, αυξάνεται ο ρυθμός, η έκταση και η ένταση των λαϊκών κινητοποιήσεων που σαν αντικείμενο έχουν το «πλαίσιο ζωής», τις μορφές και τους ρυθμούς της καθημερινής ζωής, αναδεικνύοντας μια καινούργια μορφή κοινωνικής σύγκρουσης, τα «κοινωνικά κινήματα πόλης», σε άμεση σύνδεση με τη συλλογική οργάνωση του τρόπου ζωής και με αντιφατικές πρακτικές, οι οποίες αμφισβητούν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Τα ζητήματα αιχμής τους αφορούν την «καθημερινότητα», τον τρόπο δηλαδή που γίνεται αντιληπτή κυρίως η συνάρθρωση των υλικών όρων ζωής που επιφέρει η κοινωνική θέση του κάθε ατομικού υποκειμένου σε πεδία, που προοδευτικά, αναπτύσσονται τις τελευταίες δεκαετίες νέες κοινωνικές και πολιτικές αντιφάσεις λόγω των μορφών που λαμβάνει η καπιταλιστική ανάπτυξη.

Κωδικά, τα ζητήματα που αποτελούν αιχμές πάνω στις οποίες αναπτύσσονται τα κινήματα πόλης μπορούμε να πούμε ότι είναι :

·Ζητήματα χωροταξίας που άπτονται άμεσα της ποιότητας ζωής(συνθήκες στέγασης του πληθυ­σμού, όροι δόμησης,οι μεταφορές, η ποιότητα των περιβαλλοντικών συνθηκών σε σχέση με το αστικό και φυσικό περιβάλλον, μεγάλα τεχνικά έργα και παρεμβάσεις στο αστικό και φυσικό περιβάλλον)

·Ζητήματα που άπτονται της ανάγκης κοινωνικής συνεύρεσης των κατοίκων (χώροι πολιτισμού, στέκια νεολαίας, αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι)

·Ζητήματα πρόσβασης στον κοινωνικό εξοπλισμό (σχο­λεία, νοσοκομεία, βρεφικοί σταθμοί, κήποι, γήπεδα για αθλητισμό, πολιτιστικά κέντρα)

·Ζητήματα απομόνωσης ή/ και περιθωριοποίησης κοινωνικών και εθνοτικών ομάδων (γυναίκες, ηλικιωμένοι, οικονομικοί μετανάστες)

·Ζητήματα πολιτικών ελευθεριών που σχετίζονται με τη λειτουργία της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Επί της ουσίας, τα «κινήματα πόλης» εκφράζουν την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και αναδεικνύουν νέα επίπεδα έκφρασης του λαϊκού κινήματος και της ταξικής πάλης, τόσο σε πεδία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, όσο και στα νέα πεδία καπιταλιστικής κερδοφορίας, καθώς το βάθεμα της καπιταλιστικής κυριαρχίας και η ακόμα παραπέρα κοινωνικοποίηση των όρων παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου αναδεικνύουν νέα πεδία έκφρασης της ταξικής πάλης. Η ανάπτυξη τους αποτελεί αναπόφευκτη έκφραση του λαϊκού – ταξικού κινήματος, έστω και με ένα αντιφατικό τρόπο, εκτός του κλασικού πυρήνα της παραγωγικής διαδικασίας αλλά στη σφαίρα των αναπαραγωγικών διαδικασιών τόσο της εργατικής δύναμης αλλά και των αναγκαίων γενικών συνθηκών παραγωγής που εγγυώνται τους όρους της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

1.2 Για τους όρους κινηματικής συγκρότησης

Η έννοια «κίνημα» είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία των λαϊκών και των κοινωνικών διεκδικήσεων. Στη σύγχρονη πολιτική ιστορία, ο όρος έχει σηματοδοτηθεί από συνολικές (ή και μερικές) κοινωνικές διεκδικήσεις που σχετίζονται ή και απορρέουν από το αίτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού στο πλαίσιο της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας από τα κυριαρχούμενα κοινωνικά στρώματα.

Πέρα από τα ιστορικώς καταγεγραμμένα επαναστατικά κινήματα, τα οποία διεκδίκησαν ή και πέτυχαν την κατάκτηση τουλάχιστον της πολιτικής εξουσίας των κοινωνικών σχηματισμών εντός των οποίων πραγματοποιήθηκαν, αναπτύσσονται και «κινήματα», τα οποία αποτελούν εκφράσεις πολιτικών και οικονομικών διεκδικήσεων κοινωνικών κατηγοριών και κοινωνικών τάξεων (π.χ. νεολαία, εργαζόμενοι), αρθρώνονται στη βάση πολιτικο-συνδικαλιστικών δομών (φοιτητικοί σύλλογοι, σωματεία εργαζομένων αντιστοίχως) και το πολιτικό πλαίσιο διεκδικήσεων τους απορρέει, κατά κύριο λόγο, από τις ειδικές κοινωνικές αντιθέσεις που κάθε φορά αναδεικνύει ανά κοινωνικό χώρο (φοιτητικοί σύλλογοι, χώροι εργασίας αντιστοίχως) η εκάστοτε καπιταλιστική διαχείριση.

Γενικά με τον όρο κίνημα προσδιορίζεται μια «κίνηση μαζών» που βρίσκεται σε ποιοτική και ποσοτική αντιστοιχία με τον κοινωνικό χώρο στον οποίο αναφέρεται, προβάλλει πολιτικές και οικονομικές διεκδικήσεις, οι οποίες, τουλάχιστον, σχετίζονται με τις ειδικές αντιθέσεις του συγκεκριμένου κοινωνικού χώρου - καθώς σε περιόδους ευρύτερου κοινωνικού διεκδικητισμού είναι σύνηθες το πολιτικό περιεχόμενο να εμπλουτίζεται από γενικότερα κοινωνικά αιτήματα - και τέλος συγκροτείται στο πλαίσιο πολιτικο-συνδικαλιστικών δομών, τέτοιων που αντιστοιχούν στην εμπειρία, τα χαρακτηριστικά αλλά και στις πολιτικο-ιδεολογικές τοποθετήσεις των ατομικών πολιτικών υποκειμένων που τις συγκροτούν.

Επομένως, ως κίνημα πόλης μπορεί να θεωρηθούν πολιτικές ή/και οικονομικές διεκδικήσεις κατοίκων προσδιορισμένων σε γεωγραφικά ή/και διοικητικά όρια (γειτονιά, δήμος, περιοχή με κοινά χαρακτηριστικά – πολιτιστικά, κοινωνικά, γεωγραφικά), που σχετίζονται με τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που επιφέρει η διαδικασία της χωρικής αναδιάρθρωσης. Ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο, κάτοικοι συγκροτούνται στο πλαίσιο επιτροπών και λαϊκών συνελεύσεων ανά περιοχή δράσης τους και σπανιότερα στο πλαίσιο τοπικών – δημοτικών παρατάξεων, κινήσεων ή πρωτοβουλιών, ενώ συχνό είναι, και στην περίπτωση αυτή, το φαινόμενο της συγκρότησης επιτροπής κατοίκων.

Η όλο και συχνότερη εμφάνιση παρόμοιων κινηματικών διαδικασιών σε τοπικό επίπεδο αναδεικνύει σταδιακά τα «κινήματα πόλης» σε πολιτικό θέμα αιχμής και προσδίδει στην έκφραση «κίνημα πόλης» ιδιαίτερη βαρύτητα, σε επίπεδο αναφοράς, σε σχέση με άλλα (φοιτητικό κίνημα, εργατικό κίνημα κλπ). Παράλληλα, όμως, πέρα από μια κοινότητα διεκδικήσεων, η οποία συμπυκνώνεται ως ένα βαθμό στα πολιτικά μέτωπα που αναδεικνύει η συγκυρία, η χρήση του όρου «κίνημα πόλης» εμπεριέχει πολλές φορές διακριτές διατυπώσεις ως προς το περιεχόμενο του. Το κυριότερο πρόβλημα που εντοπίζεται αφορά τα «κινηματικά υποκείμενα», δηλαδή τους φορείς της κινηματικής διαδικασίας τόσο ως φυσικά πρόσωπα, όσο και ως πολιτικο-συνδικαλιστικές δομές. Στο βαθμό που οι συγκεκριμένες κινηματικές διαδικασίες (κινήματα πόλης) αφορούν συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες (κατοίκους – επιτροπές κατοίκων) αποτελεί κατάχρηση η απόδοση του όρου, τόσο σε οργανωμένες πολιτικές μορφές (δημοτικές παρατάξεις - κινήσεις κ.α.), όσο και σε μερίδες του κρατικού μηχανισμού (δήμοι που κάνουν κινήσεις διαμαρτυρίας για τα ζητήματα που αναφέραμε παραπάνω).

Και αυτό επειδή εξαντλούνται – στην καλύτερη περίπτωση - στην ενσωμάτωση των θεμάτων που διατυπώνουν τα κινήματα πόλης στο πολιτικό τους πλαίσιο και στην ενδεχόμενη ενεργή τους δράση με δράση αυτά (μια κατ’ αναλογία αντιστοίχηση θα αποτελούσε η θεώρηση π.χ. παρατάξεων εργαζομένων ή φοιτητών ως το εργατικό ή το φοιτητικό κίνημα). Άλλωστε, η οργανική ώσμωση παρόμοιων πολιτικών μορφωμάτων εντός πολιτικών διαδικασιών με τις δομές των κινημάτων πόλης, εκτός από το προφανές θέμα δημοκρατικών διαδικασιών που εγείρει, απορρέει από δύο λαναθασμένες εκτιμήσεις: από την αναγνώριση ενός αυτόνομου πολιτικού ρόλου της «πόλης», στο πλαίσιο του οποίου τα πολιτικά μορφώματα των «πολιτών» δύναται να δρουν από κοινού για την επίτευξη κοινών στόχων, και συνακόλουθα από την αναγνώριση στο μηχανισμό της τοπικής αυτοδιοίκησης ενός αυτόνομου πολιτικού ρόλου, «ουδέτερου», ή ακόμα και «ανταγωνιστικού» στον κεντρικό κρατικό μηχανισμό, εντός, και διά μέσω, του οποίου μπορούν να ικανοποιηθούν οι πολιτικές διεκδικήσεις των «πολιτών».

1.3 Μηχανισμοί πολιτικής εκπροσώπησης

α. Η τοπική αυτοδιοίκηση ως μηχανισμός πολιτικής εκπροσώπησης

Οι εκάστοτε διοικητικές διαιρέσεις που παρατηρούνται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό από την περίοδο σύστασης του ελληνικού κράτους, εκτός από την απόπειρα έκφρασης της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της οργάνωσης της παραγωγικής διαδιακασίας σε τοπικό επίπεδο, αποτελούν και μια απόπειρα συγκρότησης θεσμών πολιτικής εκπροσώπησης των κοινωνικών στρωμάτων που περιλαμβάνονται στα συγκεκριμένα κάθε φορά διοικητικά όρια, των ειδικών συμφερόντων αλλά και των κοινωνικών διεκδικήσεων που αρθρώνονται σε τοπικό επίπεδο, πάντα υπό την ηγεμονία των κυρίαρχων κοινωνικών στρωμάτων.

Οι διάφορες διοικητικές μεταρρυθμίσεις που επιτελούνται την μετεπαναστατική περίοδο, η διοικητική μεταρρύθμιση του Ι. Καποδίστρια το 1828 και η συγκρότηση των «βαυαρικών δήμων» επί διακυβέρνησης Όθωνα, αποτυπώνουν την απόπειρα του νεοσύστατου και εξελισσόμενου ελληνικού κράτους να ενισχύσει την κεντρική εξουσία εξαρθρώνοντας τα τοπικά συστήματα πολιτικής εξουσίας που είχαν συγκροτηθεί από την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (την ολιγαρχική διοίκηση των κοινοτήτων και τους τοπικούς «κοτζαμπάσηδες»), ενώ στη συνέχεια με την ευρεία εδαφική και διοικητική μεταρρύθμιση του Ε. Βενιζέλου με το Ν. ΔΝΖ/1912 «Περί συστάσεως δήμων και κοινοτήτων», εκφράζεται η ανάγκη εξυγίανσης του πολιτικού συστήματος από τη θεωρούμενη τότε «πληγή» των δημάρχων, λόγω του εύρους των εξουσιών που τους είχαν αποδωθεί, ως εκφραστών του τοπικού «κετεστημένου».

Φαίνεται ότι ο «αστικός εκσυγχρονισμός» που εξέφρασε σε αυτό το επίπεδο η βενιζελική μεταρρύθμιση ηγεμόνευσε επί των λαϊκών διεκδικήσεων ενσωματώνοντας τις στην αστική στρατηγική. Για μια περίοδο 70 ετών η τοπική αυτοδιοίκηση λειτούργησε με αμετάβλητα, τόσο το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της, όσο ως ένα βαθμό -εξαιρουμένων μιας σειράς νέων προσφυγικών δήμων- των γεωγραφικών της ορίων. Μέχρι το 1982, αφετηρία μιας νέας μεταρρυθμιστικής απόπειρας, ο ρόλος των Ο.Τ.Α. περιορίζεται σε αυτόν του συμπληρωματικού πολιτικού μηχανισμού της κεντρικής πολιτικής εξουσίας επιτελώντας στοιχειώδεις αναπαραγωγικές λειτουργίες της εργατικής δύναμης, χωρίς οι ευρύτερες λειτουργίες του να εντάσσονται σε ένα γενικότερο αναπτυξιακό σχεδιασμό, όπως αυτόν που σηματοδοτήθηκε από την περίοδο υλοποίησης του «Σχεδίου Καποδίστριας» (Ν.2539/97), το νέο ΚΔΚ (Ν.3463/06) και την πρόσφατη «σκιαγράφηση» του «Σχεδίου Καλλικράτης». Ειδικότερα, τη μεταπολεμική περίοδο η τοπική αυτοδιοίκηση αποτέλεσε πεδίο πολιτικής παρέμβασης και εκπροσώπησης των ηττημένων δυνάμεων της κομμουνιστικής αριστεράς, με την πολιτική κάλυψη της ΕΔΑ, κυρίως στους δήμους, οι οποίοι αποτέλεσαν τις πρώτες «προσφυγουπόλεις» και στη συνέχεια τους κατεξοχήν τόπους εγκατάστασης του εργατικού δυναμικού της εσωτερικής μετανάστευσης των δεκαετιών του ’60 και του ’70.

Την περίοδο αυτή οι κοινωνικές διεκδικήσεις στο πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης σχετίζονταν άμεσα με θέματα της αναπαραγωγικής διαδικασίας της εργατικής δύναμης (δημιουργία υποδομών στους χώρους εγκατάστασης, οδικό δίκτυο, σχολικές εγκαταστάσεις κ.α.) και εντάσσονταν στα όρια ενός πλαισίου που έθεταν κυρίως πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς, ενσωματώνοντας κοινωνικές διεκδικήσεις σε τοπικό επίπεδο, έστω και στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κοινωνικού διεκδικητισμού. Λόγω των πολιτικών συνθηκών εκείνης της περιόδου, η «κατάκτηση» της δημοτικής αρχής για την υλοποίηση αυτού του πλαισίου, λειτουργούσε ως αναγκαίο υποκατάστατο της αδυναμίας κεντρικής πολιτικής εκπροσώπησης των δυνάμεων της αριστεράς. Φυσικά, αυτό έγινε και στο έδαφος της ήττας του ΕΑΜικού μπλοκ και της προσπάθειας εκ νέου ένταξης της Αριστεράς στο πολιτικό σκηνικό. Απόρροια αυτού είναι η έντονη αναπτυξιολαγνεία της Αριστεράς στην αυτοδιοίκηση σε μια προσπάθεια να προβάλλει την πρότασή της στο εθνικό ακροατήριο ως τη μόνη ικανή να αναπτύξει τον τόπο κόντρα στις «ξενοκίνητες»,«υποτελείς» και «εξαρτημένες» αστικές πολιτικές δυνάμεις. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η έντονη εξιδανίκευση της αυτοδιοίκησης ως πιο δημοκρατικού και συμμετοχικού θεσμού σε αντιπαράθεση με το αντιδραστικό μετεμφυλιακό κράτος,

Η νέα μεταρρυθμιστική απόπειρα που ξεκινάει στα μέσα της δεκαετίας του ’80, συνδυάζεται τόσο με την κλιμακούμενη ενσωμάτωση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, καθώς και με ευρύτερες πολιτικές ανακατατάξεις, όσο και με την αναβάθμιση του αναπτυξιακού ρόλου των Ο.Τ.Α. και την πολιτική του θωράκιση από την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, καθιστώντας σταδιακά ανέφικτη τόσο την πολιτική εκπροσώπηση δυνάμεων της αριστεράς στο μηχανισμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, όσο και την προώθηση κοινωνικών διεκδικήσεων σε τοπικό επίπεδο, έστω και στο πλαίσιο της θεσμικής εκπροσώπησης, που λάμβανε χώρα την προηγούμενη περίοδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εκσυγχρονιστική μεταρρυθμιστική κίνηση εγκόλπωσε και τα στοιχεία της αναπτυξιολαγνείας και της δημοκρατικότητας της τοπικής αυτοδιοίκησης που είχε η Αριστερά στην πολιτική λογική της και έτσι ενσωμάτωσε πλατιά στρώματα λαού, αλλά και κομμάτια της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς στο σχέδιο της αναδιάρθρωσης (είναι χαρακτηριστικό ότι πληθώρα στελεχών της, ανανεωτικής κυρίως, Αριστεράς στην αυτοδιοίκηση στελέχωσαν και στελεχώνουν ακόμα τον τοπικό κρατικό μηχανισμό).

β. Συγκροτημένοι πολιτικοί φορείς μέσα στα κινήματα πόλης.

Λόγω της πολιτικής και οικονομικής βαρύτητας, αλλά και των επιπτώσεων τους στην «καθημερινότητα των πολίτων», τα ζητήματα που ανακύπτουν αναφορικά με τις αστικές συγκεντρώσεις και με τη διαχείριση του αστικού και φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν πεδίο παρέμβασης συγκροτημένων πολιτικών δυνάμεων, τόσο σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, όσο και σε τοπικό.

Στο πλαίσιο μιας αναγκαίας γενίκευσης, λόγω της πολυμορφίας και του εύρους των πολιτικών αποχρώσεων, αλλά και των διακριτών πρακτικών τους, οι δυνάμεις αυτές κυρίως τοποθετούνται στο πολιτικο-ιδεολογικό πλαίσιο του ευρύτερου πολιτικού χώρου της αριστεράς και δευτερευόντως στο πολιτικό ρεύμα της οικολογίας ή ακόμα και της αυτονομίας. Όσο για το εύρος της δράσης τους, είτε εξειδικεύουν την παρέμβαση τους ή παρεμβαίνουν εξολοκλήρου σε τοπικό επίπεδο.

Πιο συγκεκριμένα, μπορούν να αναφερθούν μια σειρά δημοτικών κινήσεων - παρατάξεων (είτε σε άμεση οργανωτική σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ, είτε πολιτικά ηγεμονευόμενες από αυτόν) που εντάσσονται στον ευρύτερο πολιτικό χώρο που ιστορικά προσδιορίζει το ρεύμα της «κομμουνιστικής ανανέωσης» το οποίο ανέκαθεν τοποθετούσε στην πολιτική του ατζέντα δευτερεύουσες όψεις της κυρίαρχης αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας (φεμινισμός, οικολογία κ.α.). Οι κινήσεις αυτές αποδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο ζήτημα της περιβαλλοντικής προστασίας, στη λειτουργία των ρυθμιστικών και ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους, αναδεικνύουν την αναγκαιότητα του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού για τη διασφάλιση της βιώσιμης ανάπτυξης, μάχονται για τη διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα των κοινωνικών υποδομών και κινητοποιούνται για την αναβάθμιση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης στο πλαίσιο της «κοινωνίας των πολιτών».

Παράλληλα, λόγω της κοινωνικής δυσαρέσκειας, την οποία προκαλεί η εντεινόμενη σε βάρος των εργαζομένων αναδιαρθρωτική διαδικασία, αλλά και της διάψευσης των προσδοκιών από τις δυνάμεις της «επίσημης» αριστεράς, σε αρκετούς δήμους και γειτονιές τα τελευταία χρόνια συγκροτούνται και παρεμβαίνουν τοπικές κινήσεις, οι οποίες κυρίως τοποθετούνται στον αντικαπιταλιστικό χώρο. Αποτελούν οργανωμένες πολιτικές συλλογικότητες κοινωνικής βάσης, «σχήματα κοινωνικού χώρου» (καλύτερα θα λέγαμε «ανεξάρητα αριστερά ριζοσπαστικά σχήματα γειτονιάς») και παρεμβαίνουν κατά τόπους ενάντια στο αναδιαρθρωτικό εγχείρημα και τα χωρικά μέτωπα που αναδεικνύει, ενώ παράλληλα προτάσσουν τη συγκρότηση επιτροπών κατοίκων ως την αναγκαία πολιτική δομή του κοινωνικού διεκδικητισμού σε τοπικό επίπεδο.

Επίσης, δραστηριοποιείται μια πλειάδα περιβαλλοντικών ομάδων (φυσιολατρικών, ορειβατικών, ΜΚΟ κ.α.), των οποίων η δράση εστιάζεται σε χώρους περιβαλλοντικής ευαισθησίας (κυρίως ορεινούς όγκους, αστικά πάρκα, ρέματα κ.α.), με στόχο κυρίως την ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας για τα θέματα ενδιαφέροντος της και την εθελοντική συμμετοχή για την προστασία τους. Επίσης, δραστηριοποιούνται και «θεματικές ομάδες πίεσης» για συγκεκριμένα θέματα που δεν εστιάζουν τη δράση τους σε τοπικό επίπεδο αλλά διεκδικούν την ικανοποίηση ενός συγκεκριμένου αιτήματος.

Επιπλέον, σε τοπικό επίπεδο επιλέγουν να δρουν και αναρχικές – αυτόνομες ομάδες, οι οποίες αναδεικνύουν – πέρα από ευρύτερα ζητήματα δημοκρατικών ελευθεριών – και τα χωρικά μέτωπα ως αντικείμενο παρέμβασης τους. Λόγω της πολιτικής τους αντίληψης για το κράτος και την αντίθεση τους στην αναγκαιότητα της πολιτικής πάλης για την ανατροπή του καπιταλισμού μέσω της κατάκτησης του, δεν διεκδικούν ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αντίθετα, με τη συγκρότηση διαφόρων ειδικών μορφωμάτων, τύπου «στεκιών», προτάσσουν ζητήματα κοινωνικής «απελευθέρωσης» και «αλληλεγγύης» των ατομικών υποκειμένων, επιδιώκουν την «επανοικειοποίηση» του δημόσιου χώρου της πόλης, στο πλαίσιο μιας αντίληψης που τον θεωρεί, ως χώρο «αξίας χρήσης» των πολιτών και όχι πεδίο δράσης των οικονομικών σχέσεων που του επιβάλλει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό, δίνουν έμφαση σε ζητήματα που σχετίζονται και με τους ελεύθερους χώρους και το φυσικό περιβάλλον.

Σε επίπεδο δήμων ή και ευρύτερων περιοχών, τις οποίες αφορούν συγκεκριμένα ζητήματα, συγκροτούνται συσπειρώσεις διαφόρων φορέων (δημοτικών αρχών, πολιτικών συλλογικοτήτων κ.α.), στις δράσεις των οποίων συμμετέχουν και κάτοικοι. Οι συσπειρώσεις αυτές αποτελούν ουσιαστικά μετωπικές μορφές παρέμβασης αποκλειστικά για ένα θέμα (π.χ. Ελαιώνας) και το πολιτικό τους πλαίσιο καθορίζεται από τα επιμέρους πολιτικά χαρακτηριστικά των φορέων που τις συγκροτούν. Όπως αναφέραμε ήδη σε αρκετές τέτοιες περιπτώσεις καταχρηστικά χρησιμοποιείται ο όρος κίνημα πόλης με βάση τα χαρακτηριστικά που τον ορίσαμε.

Η ένταση των κοινωνικών αντιθέσεων που προκαλούν οι χωρικές αναδιαρθρώσεις, αναδεικνύει τον ενιαίο και κεντρικό πολιτικό χαρακτήρα των αντίστοιχων διεκδικήσεων και διαμορφώνει όρους συγκρότησης ευρύτερων πολιτικών μετώπων στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Τα μέτωπα αυτά ξεπερνούν το στενό τοπικό επίπεδο και αναδεικνύουν αιτήματα, τα οποία συμπυκνώνουν συγκεκριμένα υλικά συμφέροντα των πληττόμενων κοινωνικών κατηγοριών και ενοποιούν τον πολιτικό αγώνα, στο βαθμό που τα μέτωπα παρέμβασης αποκτούν κοινά κινηματικά χαρακτηριστικά και πολιτικές διεκδικήσεις.


2. Οι επιτροπές κατοίκων ως δομή λαϊκής εκπροσώπησης στον αστικό χώρο

2.1 Επιτροπές κατοίκων – λαϊκές συνελεύσεις

Ο τρόπος εκπροσώπησης των λαϊκών διεκδικήσεων σε τοπικό επίπεδο, στο πλαίσιο των ορίων της πόλης, του δήμου ή ακόμα και της γειτονιάς, καθορίστηκε είτε από την ηγεμονία αστικών στρατηγικών που σχετίζονταν με διοικητικές μεταρρυθμίσεις, είτε από την ενσωμάτωση τους στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κοινωνικού διεκδικητισμού, ο οποίος σε τοπικό επίπεδο εδράστηκε αποκλειστικά στο πλαίσιο του μηχανισμού της τοπικής αυτοδιοίκησης και της «κατάκτησης» του και οδήγησε, σε αναντιστοιχία με άλλους κοινωνικούς χώρους, στη μη συγκρότηση πολιτικο-συνδικαλιστικών δομών εκπροσώπησης των πολιτικών διεκδικήσεων των κατοίκων, των υποκειμένων δηλαδή της χωρικότητας μιας σειράς κοινωνικών σχέσεων. Αντίθετα, συνέβαλε στην κυριαρχία αντιλήψεων περί «ουδετερότητας» των μηχανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης ή δυνατότητας «αριστερής διαχείρισης», κυρίως λόγω της πολιτικής στρατηγικής της αριστεράς της προηγούμενης περιόδου και λιγότερο σε σχέση με μια θεωρητική τοποθέτηση για έναν παρόμοιο ρόλο της.

Τα τελευταία χρόνια η εξειδίκευση της αναδιαρθρωτικής στρατηγικής στα πεδία του χώρου και του περιβάλλοντος οδήγησε στην ένταση των κοινωνικών αντιθέσεων σε επίπεδο πόλης και σε όξυνση των αντιφάσεων όσον αφορά την αστική στρατηγική ενσωμάτωσης κυριαρχούμενων στρωμάτων (με την άρση μιας σειράς κοινωνικών παροχών στα πεδία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης). Στο πλαίσιο αυτό διαφαίνεται σταδιακά η οικοδόμηση πολιτικο-συνδικαλιστικών μορφών εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων σε τοπικό επίπεδο, που κυρίως συμπυκνώνεται με τη συγκρότηση «επιτροπών κατοίκων» και «λαϊκών συνελεύσεων», κυρίως σε διάφορες περιοχές των αστικών κέντρων και όχι μόνο.

2.2 Μορφή, οργάνωση και πολιτικά χαρακτηριστικά των επιτροπών κατοίκων

Οι επιτροπές κατοίκων συγκροτούν ένα πλαίσιο κοινωνικής διεκδίκησης κοινωνικών κατηγοριών, που κατοικούν στα γεωγραφικά, διοικητικά ή ιστορικά – πολιτιστικά όρια της εκάστοτε επιτροπής. Οι κοινωνικές αυτές κατηγορίες ενοποιούνται στο πλαίσιο πολιτικών αιτημάτων που συμπυκνώνουν συγκεκριμένα κάθε φορά άμεσα διαταξικά συμφέροντα τόσο στο επίπεδο της κοινωνικής αναπαραγωγής (όπως ελεύθεροι χώροι, τροφεία κοινωνικών υπηρεσιών) όσο και έμμεσα, σε σχέση με ευρύτερους αναπτυξιακούς σχεδιασμούς.

Οι επιτροπές κατοίκων αποτελούν μια ανταγωνιστική πολιτική μορφή και συνδικαλιστική πρακτική ως προς τις συγκροτημένες δομές της τοπικής αυτοδιοίκησης, τόσο ως προς τη δομική λειτουργία της δεύτερης ως μέρος ενός κραταιού κρατικού μηχανισμού καθώς αποτελεί σπερματική μορφή λαϊκής εξουσίας, όσο και ως προς τη λειτουργία της ως μηχανισμού πολιτικής ενσωμάτωσης και εκπροσώπησης των κυριαρχούμενων στρωμάτων, καθώς αποτελεί ακριβώς τον πολιτικό μηχανισμό των κυριαρχούμενων στρωμάτων.

Οι πολιτικές τους διεκδικήσεις στοχεύουν στην υλοποίηση πολιτικών πρακτικών που σε μεγάλο βαθμό αντιστρατεύονται αντικειμενικά το σχέδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης (με την έννοια αυτή έχουν αντικαπιταλιστικό πρόσημο ή αποτέλεσμα), καθώς συγκεκριμένες αναδιαρθρώσεις που συντελούνται σε χωρικό επίπεδο συμβάλλουν στην όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, αποτελώντας ακριβώς τις αιτίες συγκρότησης των επιτροπών κατοίκων.

Έτσι, η συγκρότηση τους αλλά και οι πολιτικές τους πρακτικές αποτελούν μια απόπειρα έμπρακτης αμφισβήτησης της ιδεολογικής ηγεμονίας των κυρίαρχων κοινωνικά τάξεων και συγκρότησης μιας ιδεολογικής «αντι-ηγεμονίας» των λαϊκών τάξεων, σε κυρίαρχα ιδεολογικά υποσύνολα, όπως αυτά της «ανάπτυξης», της «πράσινης επιχειρηματικότητας», του ρόλου και της λειτουργίας των Ο.Τ.Α. κ.α.

Επίσης, σε σχέση με τα οργανωτικά χαρακτηριστικά τους, στηρίζονται στην ισοτιμία των συμμετεχόντων και λειτουργούν με διαδικασίες «άμεσης δημοκρατίας», οι οποίες αποτυπώνονται τόσο στη διεξαγωγή λαϊκών συνελεύσεων, όσο και στην «κυκλικότητα» ως προς την ανάθεση των αρμοδιοτήτων.

Οι επιτροπές κατοίκων είναι συνήθως «μονοθεματικές» υπό την έννοια ότι συγκεκριμένες αντιθέσεις συμπυκνώνουν τόσο τη γεννουσιουργό αιτία τους, όσο και το διεκδικητικό τους περιεχόμενο, υπάρχουν όμως και «πολυθεματικές» ιδιαίτερα στις κεντρικότερες περιοχές των αστικών κέντρων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από συσσώρευση προβλημάτων και κοινωνικών αντιθέσεων. Επίσης, η μέχρι στιγμής εμπειρία, δείχνει ότι υπάρχουν επιτροπές κατοίκων με μόνιμη και σταθερή λειτουργία, οι οποίες και χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερο βάθος πολιτικοποίησης και συνήθως πρόκειται για «πολυθεματικές» επιτροπές, ενώ υπάρχουν και αυτές που η ύπαρξη τους συνδυάζεται με ένα συγκεκριμένο ζήτημα και για το χρονικό διάστημα που διαρκεί η διεκδίκηση σε σχέση με αυτό (π.χ. κεραίες).

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι οι επιτροπές κατοίκων και οι γενικές συνελεύσεις αποτελούν τον ιδανικό μέσο για την συγκρότηση και την πολιτικοποίηση του κινήματος. Οι δομές τους εξασφαλίζουν την πλατύτερη δυνατή κοινωνική συμμαχία την κατά το δυνατόν πιο δημοκρατική έκφραση και λειτουργία με εντυπωσιακά αποτελέσματα όσο αφορά την αποτελεσματικότητά τους. Εμείς θέλουμε να αναπτυχθούν επιτροπές-συνελεύσεις που θα οργανώνουν τις αντιστάσεις, πολιτισμικά δρώμενα, θα γνωρίζονται οι κάτοικοι. Να ξαναγίνει πεδίο καθημερινότητας η πλατεία, ο δρόμος, οι τοίχοι, τα σχολεία, τα γήπεδα!Τις βλέπουμε ως όχημα αντίστασης και πιστεύουμε στην δυνατότητά τους να επιφέρουν νίκες. Για να πετύχει μια τέτοια προσπάθεια όμως πρέπει να διαφυλάξουμε το κοινωνικό χαρακτήρα των επιτροπών, την δυνατότητα συμμετοχής όλων των κατοίκων σε αυτές. Να τις υπερασπίσουμε από λογικές διαπαραταξιακών ή δημοκρατικών μετώπων, του διαχωρισμού κάτοικου και δημότη, του παραγοντισμού και της ηττοπάθειας. Δεν πρέπει να συμβιβαζόμαστε με μια λογική εκπροσώπων φορέων καιαγώνων δια αντιπροσώπων (δηλαδή απλά θεσμικής διεκδίκησης). Κινούμενες σε μια τέτοια λογική, σε πολλές περιπτώσεις, οι επιτροπές κατοίκων χάνουν την επαφή με τον κόσμο, δεν τον ενεργοποιούν και στο τέλοςαπονεκρώνονται.

Στρατηγικός μας στόχος είναι η ύπαρξη συνοικιακών αμεσοδημοκρατικών συνελεύσεων ως μιας άλλης δομής λειτουργίας των δήμων και των γειτονιών, μια άλλη δομή οργάνωσης του λαού δίπλα και υπό την σωματειακή οργάνωση. Επίσης, η ύπαρξη πλατιών κινηματικών μετώπων που θα καθυστερούν πλευρές και όψεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε επίπεδο δήμου αλλά και περαιτέρω. Γι’ αυτό, πιστεύουμε ότι οι επιτροπές κατοίκων πρέπει να έχουν ολοένα και περισσότερο τα παρακάτω χαρακτηριστικά: μαζική αναγνώριση από την συνοικία, μαζική συμμετοχή κατοίκων, συνολική ενασχόληση με τα θέματα της συνοικίας, θεωρητικό και οργανωτικό οπλοστάσιο, ριζοσπαστική δράση, ποσότητα για την κάλυψη όλων των συνοικιών του Δήμου, συντονισμό για την κάλυψη υπερσυνοικιακών θεμάτων, παναττική και πανελλαδική επέκταση της κουλτούρας των επιτροπών και δημοκρατικό συντονισμό αυτών.

Οι αιτίες συγκρότησης των επιτροπών παρότι εξασφαλίζουν αφετηριακά μια ευνοϊκή κατεύθυνση ουσιαστικής εναντίωσης στις κινήσεις του κεφαλαίου είναι επίδικο για τις δυνάμεις του αντικαπιταλισμού, που συχνά πρωτοστατούν για την συγκρότηση τους, να πολιτικοποιούν την επιτροπή και να προσπαθούν οι τακτικές επιλογές να υπηρετούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον τελικό στόχο.

Σημαντικά προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν όταν οι επιτροπές δεν εναντιώνονται σε μία απλή διευθέτηση μιας πλατείας ή μιας κεραίας αλλά όταν εναντιώνονται σε στρατηγικές επιλογές του αναδιαρθρωτικού εγχειρήματος. Τα προβλήματα είναι δύο. Το πρώτο είναι η διευρυμένη γεωγραφική χωρική παρέμβαση απ’την μεριά του κράτους άρα μπαίνει το ζήτημα του συντονισμού των επιμέρους αντιστάσεων. Όσον αφορά σε αυτό, πρέπει να διαχωρίζουμε τα επίπεδα του πολιτικού συντονισμού με τον κοινωνικό συντονισμό και να μην τα διαπλέκουμε οργανωτικά. Ζητούμενο είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δυνατότητα συντονισμού των επιτροπών κατοίκων με δικές τους ζωντανές διαδικασίες και αποφάσεις. Αντιπαράδειγμα για αυτό είναι το Παναττικό Δίκτυο όπου συνυπήρχαν επιτροπές, πρωτοβουλίες, παράγοντες και δημοτικές κινήσεις ταυτόχρονα αποστεώνοντας όλη τη διαδικασία και έχοντας ως αποτέλεσμα τον εκφυλισμό του σε πολιτική πρωτοβουλία του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ. Το δεύτερο είναι ότι για την ουσιαστική εναντίωση χρειάζεται η μέγιστη κοινωνική συμμαχία με ταυτόχρονη πάλη για ηγεμονία μιας αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης. (Πολύ συχνές είναι οι προσπάθειες απ’ την μεριά του κράτους δίνοντας δευτερεύουσες παραχωρήσεις να ενσωματώσει διαχειριστικής λογικής αιτήματα). Σε σχέση με αυτό πρέπει να αναδεικνύονται, σε κάθε θέμα, οι κρίσιμες πολιτικές οριοθετήσεις ώστε να γίνονται αυτές κτήμα των επιτροπών.

Η συνεισφορά των συντρόφων της Αριστερής Ανασύνθεσης ήταν σε πολλές περιπτώσεις καθοριστική μέσα από πετυχημένες παρεμβάσεις τους τόσο σε μεμονωμένες επιτροπές όσο και σε διαδικασίες συντονισμού επιτροπών. Οι εμπειρίες αυτές μπορούν να αποτελέσουν ένα πρώτο οδηγό στις δύσκολες διαδικασίες οργανωτικής και πολιτικής συγκρότησης αυτού που ονομάζουμε κίνημα πόλης. Το σίγουρο είναι ότι σε αυτό το πεδίο πρέπει να πειραματιστούμε, να τολμήσουμε και σε κάθε περίπτωση να υλοποιούμε αν θέλουμε να αναμετρηθούμε με τα πραγματικά ερωτήματα που η ίδια η πραγματικότητα βάζει, μια που έτοιμες απαντήσεις δεν υπάρχουν.


3. Για την αντικαπιταλιστική παρέμβαση στο τοπικό επίπεδο

3.1 Ιστορικό

Η παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε επίπεδο πόλης παρότι δεν έχει αποτυπωθεί ως τέτοια και δεν έχει καταφέρει να ενοποιήσει την δράση της πολιτικά, έχει μια πλούσια ιστορία και παρέμβαση τόσο κοινωνικά όσο και πολιτικά μέσα από τα σχήματα κοινωνικών χώρων που παρεμβαίνει. Σχήματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράςμε επιτυχημένηπολύχρονη παρέμβαση έχουν ριζώσει στις τοπικές κοινωνίες συμβάλλοντας καθοριστικά στο να οικοδομούνται αντιστάσεις να επιτυγχάνονται νίκες σε μέτωπα που αφορούν τα τοπικά κινήματα. Επίσης η παρέμβαση στο πολιτικό επίπεδο κατάφερε να καταγράψει (και εκλογικά) μια πολιτική δυναμική της αντικαπιταλιστικής αριστεράςπολύ πλατύτερη απ’ τα όρια των πολιτικών οργανώσεων που την αποτελούν. Ταυτόχρονα είναι πολλά τα παραδείγματα σχημάτων που αποτύπωναν όλες της παθογένειες του χώρου του προηγούμενου διαστήματος (σεχταρισμός, πρόσκαιρες εκλογικές συγκολλήσεις κτλ)

Ιστορικά η ύπαρξη πάμπολλων παρεμβάσεων, συσπειρώσεων, σχημάτων, πρωτοβουλιών, επιτροπών, αποτυπώνει και σε επίπεδο πόλης την αγωνιώδη, σκληρή και ταυτόχρονα εξαιρετικά σημαντική προσπάθεια πολλών αγωνιστών και πολιτικών συλλογικοτήτων να δώσουν στο μέτρο που τους αναλογεί και υπό το βάρος δυσμενών αντικειμενικών συνθηκών απαντήσεις, να οικοδομήσουν αντιστάσεις και να διεκδικήσουν νίκες απέναντι στη διαρκή προσπάθεια του κεφαλαίου και του κράτους να κατακτούν έδαφος απέναντι στις λαϊκές–εργατικές ανάγκες και διεκδικήσεις. Αυτές οι μορφές λοιπόν επανοργάνωσης της πολιτικής μέσασε καθεστώς ήττας του λαϊκού κινήματος και απουσίας μιας διαδικασίας πολιτικής ενοποίησης και συντονισμού λαμβάνουν χώρα με πολλές διαφορετικές μορφές και χαρακτηριστικά, σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Οι ειδικές μορφές που προσλαμβάνουν ως προς τη μορφή, το περιεχόμενο και την παρέμβασή τους ποικίλει και έχει δημιουργήσει ένα σύνθετο μωσαϊκό στο επίπεδο της πολιτικής συγκρότησης των σχημάτων γειτονιάς.

3.2 Τα πολιτικά χαρακτηριστικά της συγκυρίας

Σήμερα, η χάραξη μιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής και παρέμβασης και η διεκδίκηση μιας ιδεολογικής «αντι-ηγεμονίας» στο κοινωνικό μέτωπο της πόλης αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για μια σειρά πολιτικών δυνάμεων της επαναστατικής αριστεράς αλλά και πλήθους τοπικών κινήσεων και σχημάτων. Ζήτημα, που σε καμιά περίπτωση, δε μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από τα ευρύτερα επίδικα που σχετίζονται με τις διαδικασίες ανασύνθεσης της επαναστατικής αριστεράς και το στρατηγικό στόχο της συγκρότησης αντικαπιταλιστικού πόλου.


Είναι εμφανές, ότι τα τελευταία χρόνια διαμορφώνεται ένα ικανό υπόβαθρο κοινωνικών εκρήξεων, που σε κάθε ευκαιρία ξεδιπλώνει τη δυναμική και τις διεκδικήσεις του αμφισβητώντας την κυρίαρχη πολιτική και εκφράζεται με διάφορες μορφές και περιεχόμενο, ειδικά σε θέματα που σχετίζονται με τη διαχείριση του αστικού και φυσικού περιβάλλοντος. Η ιδιαίτερη ένταση με την οποία επιχειρείται η αναδιάρθρωση των χωρικών δομών, προκαλεί ρήξεις και συγκρούσεις με την μέχρι πρότινος συμμαχία του αστισμού με ευρύτερα κομμάτια τοπικών κοινωνιών και αναδεικνύει ένα πλατύ μέτωπο λαϊκής έκφρασης, διαμαρτυρίας και διεκδίκησης, που ασφυκτιά από τους όρους εργασίας και τις καθημερινές συνθήκες ζωής, που αναζητά λαϊκές μορφές πολιτικής έκφρασης και οργάνωσης σε κάθε γειτονιά, μετατρέποντας τα κινήματα πόλης σε προνομιακό πεδίο παρέμβασης.

Αυτή την περίοδο, η ταξική πάλη όπως εκφράζεται μέσα από τα «κινήματα πόλης» δεν διεκδικεί απλά καλυτέρευση των όρων αναπαραγωγής της εργασίας (κατοικία, μεταφορές, υγεία, εκπαίδευση κλπ) αντιτασσόμενη απλά στην άρση της επιθετικής κίνησης του κεφαλαίου στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης διαχείρισης (περιορισμός κοινωνικών δαπανών κλπ), αλλά διεκδικεί να παρέμβει με πραγματικούς όρους στον πυρήνα του αναδιαρθρωτικού εγχειρήματος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι συχνά τα κινήματα πόλης δεν εξαντλούνται σε αμυντικού τύπου διεκδικήσεις στα πλαίσια της προάσπισης αλλά με όρους νίκης οικοδομούν επιθετικά αιτήματα κυρίως γύρω απ’ τα ζητήματα επανοικοιοποίησης των δημόσιων χώρων.

Η κεντρικότητα των πολιτικών σχεδιασμών στις παρεμβάσεις που γίνονται σε επίπεδο πόλης, οι πολύ σημαντικές θεσμικές τομές, τα ειδικά χαρακτηριστικά που αποκτά ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης δημιουργούν προϋποθέσεις συνολικότερης πολιτικοποίησης με όρους μαζικής απεύθυνσης των σχημάτων πόλης. Η άμεση διαπλοκή του κεντρικού επιπέδου με το τοπικό μέσα από τις ειδικές μορφές που παίρνουν ζητήματα κεντρικού πολιτικού ενδιαφέροντος σε συνδυασμό με την γείωση του σχήματος με την τοπική κοινωνία δημιουργεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις απεύθυνσης της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε κοινωνικές κατηγορίες που δεν έχει παραδοσιακά δεσμούς (μαθητές, μη φοιτητική νεολαία, εργαζόμενοι σε δήμους, εμποροϋπάλληλους, μετανάστες κ.α.).

Δημιουργούνται, παράλληλα, και όροι δικτύωσης, κοινής δράσης και παρέμβασης των συλλογικοτήτων πόληςαπό τη γειτονιά μέχρι το κεντρικό πολιτικό, όχι στη βάση γενικόλογων ιδεολογικών και πολιτικών αναφορών, ούτε στο πλαίσιο πολιτικών μετώπων διαμαρτυρίας, αλλά στο πλαίσιο συγκεκριμένων μετώπων παρέμβασης (οδικοί άξονες, ελεύθεροι χώροι, ορεινοί όγκοι, ρόλος Τ.Α. κ.α.), όπως επίσης και ικανοί όροι συγκρότησης πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών (επιτροπές κατοίκων) με κοινά κινηματικά χαρακτηριστικά και πολιτικές διεκδικήσεις, εκπροσωπώντας αλλά και συμπυκνώνοντας συγκεκριμένα υλικά συμφέροντα των πληττόμενων κοινωνικών κατηγοριών, τόσο σε τοπικό επίπεδο αλλά και ευρύτερα, σε σχέση με συγκεκριμένα χωρικά μέτωπα (π.χ. Πρωτοβουλία Αγώνα).

Υπάρχουν πλέον οι όροι για επιτυχημένη αντικαπιταλιστική παρέμβαση στον αστικό χώρο:

·που θα προασπίζει τους υλικούς όρους ζωής της εργατικής τάξης και της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας και τους όρους αναπαραγωγής της, το αστικό και φυσικό περιβάλλον, όχι υπό το ενσωματώσιμο και διαχειριστικό πλαίσιο της οικολογίας, της εύρυθμης λειτουργίας του αστικού χώρου και της βιωσιμότητας, που αποτελούν άλλωστε και ειδικές όψεις της αστικής πολιτικής για να διασφαλίζει τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου, αλλά υπό το πλαίσιο της ταξικής πάλης που απόλυτα ανταγωνιστικά θα παράγει αναχώματα στην κυρίαρχη πολιτική και παράλληλα θα διαμορφώνει τους κατάλληλους πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους για να επανέλθουν στο επίπεδο της πόλης οι λαϊκές ανάγκες και διεκδικήσεις και θα αντιπαρατίθεται σε οικονομίστικες λογικές «ανάπτυξης», όπως επίσης σε τεχνοκρατικές και «επιστημονικίστικες» προσεγγίσεις

·που θα οικοδομεί ανταγωνιστικές μορφές άσκησης πολιτικής και κινηματικής συγκρότησης μέσα από επιτροπές κατοίκων και λαϊκές συνελεύσεις, χωρίς να θεωρεί τους Ο.Τ.Α. πεδίο προώθησης των λαϊκών συμφερόντων απαντώντας σε λογικές ουδετερότητας ή ακόμα και σε ανιστόρητες αναφορές περί «παραδοσιακά λαϊκών θεσμών τοπικής αυτοδιοίκησης

·που θα πρωτοστατεί όχι μόνο στο να συγκροτεί κινηματικές διαδικασίες αλλά και στο να οικοδομεί τις πιο πλατιές κοινωνικές συμμαχίες ώστε να δημιουργεί πολιτικά και κοινωνικά πραγματικές συνθήκες νικηφόρας προοπτικής.

3.3 Για το ρόλο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Η αντανάκλαση κεντρικών πολιτικών γεγονότων στο τοπικό επίπεδο, οι διαφορετικού τύπου και βαθμού πολιτικές συγκροτήσεις των σχημάτων γειτονιάς, η συγκρότηση και λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΙΑ στο επίπεδο των τοπικών επιτροπών, στο πλαίσιο της προσπάθειας πολιτικής ενοποίησης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, οι διαφορετικές τακτικές επιλογές και αμφιταλαντεύσεις δυνάμεων που αναφέρονται στην αντικαπιταλιστική αριστερά και γενικά οι εξελίξεις συνολικά στην Αριστερά, δημιουργούν ποιοτικά αναβαθμισμένες αντιφάσεις και προκλήσεις τόσο γύρω από τα επίδικα τις πολιτικής συγκρότησης των σχημάτων γειτονιάς, όσο και από την αυτόνομη παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε τοπικό επίπεδο, μέσω των τοπικών επιτροπών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που απαιτούν τόσο συγκεκριμένες οριοθετήσεις αλλά και έναν τακτικό σχεδιασμό που θα απορρέει απ’ τις στρατηγικές μας τοποθετήσεις.

Η διαδικασία των τοπικών επιτροπών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί μια πολύ σημαντική διαδικασία. Θα εξασφαλίσει σε βάθος χρόνου την πλατειά και δημοκρατική λειτουργία του εγχειρήματος, την παραγωγή, ζύμωση και δοκιμασία πολιτικών θέσεων με διαδικασίες βάσης. Μπορεί να λειτουργήσει ως μία ζωντανήπολιτική διαδικασία που θα μπορεί να εξειδικεύει την κεντρική πολιτική γραμμή σε τοπικό επίπεδο αλλά και να την τροφοδοτεί. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες, η διαπλοκή και γείωση με την τοπική κοινωνία, η απεύθυνση σε κοινωνικά στρώματα που η αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν έχει δεσμούς θα πλουτίσει την διαδικασία συγκρότησης του πόλου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και θα την βάλει να αναμετρηθεί με πιο πραγματικά ερωτήματα και προκλήσεις. Για την Αριστερή Ανασύνθεση πρέπει να αποτελέσει σημαντική προτεραιότητα η στήριξη των τοπικών επιτροπών και η διασφάλιση της πολιτικής τους λειτουργίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η οργάνωσή μας σε πολλά κείμενα.

Με δεδομένο ότι σε διαφορετικά επίπεδα πολιτικής οργάνωσης αντιστοιχούν διαφορετικά οργανωτικά, ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, προκύπτει ότι πρέπει να κατακτηθεί μια δύσκολη αλλά απαραίτητη ισορροπία μεταξύ τοπικού σχήματος και τοπικής επιτροπής. Καταρχήν οι τοπικές επιτροπές πρέπει να έχουν θέση για όλα τα ζητήματα που απασχολούν την τοπική κοινωνία. Η κύρια μορφή παρέμβασης για αυτά τα ζητήματα όμως πρέπει να γίνεται απ’ τα σχήματα κοινωνικών χώρων για όλους τους λόγους που έχουμε περιγράψει. Οι αποφάσεις της τοπικής επιτροπής σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να λειτουργούν με ανταγωνιστικό τρόπο στις θέσεις και την πρακτική των σχημάτων μπορούν όμως λόγω της βαθύτερης πολιτικής συμφωνίας που έχουν να πολιτικοποιούν στο επίπεδο που αυτό λειτουργεί βοηθητικά. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να δίνεται βάρος από τους συντρόφους τόσο στην ενεργοποίηση του συνόλου του δυναμικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα σχήματα γειτονιάς όσο και στη δημιουργία νέων σχημάτων εκεί που δεν υπάρχουν. Οι τοπικές επιτροπές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε κάθε περίπτωση μπορούν να παρεμβαίνουν αυτόνομα σε ζητήματα κεντρικού πολιτικού ενδιαφέροντος εξειδικεύοντας την παρέμβαση τους και αναδεικνύοντας θέματαμε βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο και προαπαιτούμενο για τη συγκρότηση ενός σχήματος γειτονιάς, ή τη συμμετοχή σε αυτό, το συνολικό κεκτημένο μιας τοπικής επιτροπής ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αφού οι αναγκαίοι άξονες για τη συγκρότηση και οριοθέτηση του σχήματος γειτονιάς που θέλουμε δεν αντιστοιχεί να είναι τόσο αναβαθμισμένοι.

3.4 Για τα χαρακτηριστικά του σχήματος γειτονιάς

Οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε τους πολιτικά αναγκαίους άξονες για τη συγκρότηση ενός σχήματος γειτονιάς για να συνολικοποιείται η εμπειρία και η μεθοδολογία δημιουργίας τοπικών σχημάτων και να κωδικοποιείται σε στοιχεία πολιτικής φυσιογνωμίας και στρατηγικής της παρέμβασής μας. Στο βαθμό, μάλιστα, πουυλοποιείται σταδιακά η συγκρότηση των τοπικών επιτροπών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον η αποσαφήνιση αυτών των χαρακτηριστικώνκαι αυτό τόσο σε σχέση με την τοποθέτηση της συμβολής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην οικοδόμηση ή στήριξη τοπικών σχημάτων, όσο και σε σχέση με τον ειδικό τρόπο που συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντιλαμβάνονται αυτή τη συγκρότηση (δημοτικές παρατάξεις ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή απλά εκλογικά σχήματα).

Πρέπει στο πλαίσιο αυτό, να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στο ότι σε συνθήκες απουσίας «συλλογικού διανοούμενου» το «συσπειρωσιακό» μοντέλο σχήματος είναι η πιο ικανή απάντηση, που μπορεί να δοθεί σε επίπεδο κοινωνικού χώρου, ως προς την ανάγκη ανασυγκρότησης της πολιτικής διαδικασίας σε επίπεδο βάσης και οικοδόμησης αντιστάσεων και κινηματικών διαδικασιών. Έρχεται να συμβάλλει στην κατανόηση και ερμηνεία της πραγματικότητας σε συνθήκες υποχώρησης του λαϊκού κινήματος. Έχει καθήκον να ερμηνεύει τις αντιφάσεις και αντιθέσεις του κοινωνικού χώρου που παρεμβαίνει, να παίρνει θέσεις υπεράσπισης και προώθησης των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας με γνώμονα τα συμφέροντα της εργασίας.

Επί της ουσίας πρέπει να ανοίξει μια συζήτηση για την αναγκαιότητα ορισμένων χαρακτηριστικών που πρέπει να έχει ένα σχήμα γειτονιάς, τη στιγμή που η συγκυρία γεννά τους όρους δημιουργίας ενός εκτεταμένου πεδίου δράσης στην πόλη και δυνατότητες δικτύωσης πολλών διαφορετικών παρεμβάσεων.

Δεδομένου τώρα του διαταξικού χαρακτήρα που έχει η παρέμβαση στην πόλη και του έμμεσου, ως επί το πλείστον, τρόπου που εκφράζονται οι ταξικές αντιθέσεις σε αυτό το πεδίο παρέμβασης, αλλά και δεδομένης της πραγματικής έλλειψης εμπειριών και μακροχρόνιας παρέμβασης συνολικά στην πόλη,αποτελεί απαραίτητο στόχο για τα τοπικά σχήματα η συγκρότηση της μέγιστης πολιτικής συμμαχίας στον οργανωτικό τους πυρήνα και αυτό στο πλαίσιο των ελάχιστων πολιτικών αξόνων που μας εξασφαλίζουν όμως τη δυνατότητα της αναγκαίας πολιτικής ανάλυσης και της αντικαπιταλιστικής παρέμβασης.

Τίθενται λοιπόν δύο ζητήματα:

α. Ποιοι είναι αυτοί οι πολιτικοί άξονες που αντιστοιχούν σε μια συλλογικότητα πόλης και της εξασφαλίζουν παρέμβαση με αντικαπιταλιστική ηγεμονία στη σημερινή συγκυρία και

β. Ποιο είναι το εύρος των πολιτικοϊδεολογικών ρευμάτων που μπορούν και οφείλουν να συμμετέχουν στον οργανωτικό πυρήνα μιας τέτοιας συλλογικότητας και είναι ικανά να αξονίσουν τη δράση τους σε σχέση με το πρώτο.

α. Οι αναγκαίοι πολιτικοί άξονες

Η αναγκαία πολική οριοθέτηση είναι η εναντίωση στην καπιταλιστική ανάπτυξη και η αντιθεσμικότητα, η εχθρότητα ως προς το κράτος και τους μηχανισμούς του όλων των επιπέδων, δηλαδή αυτό που θα μπορούσαμε να κωδικοποιήσουμε ως αντιαναπτυξιακή-αντισυνδιαχειριστική φυσιογνωμία στο πλαίσιο μιας πλειοψηφικής παρέμβασης. Επιδιώκουμε, δηλαδή, το άνοιγμα της πολιτικής μας αντίληψης όχι μόνο σε ειδικές ριζοσπαστικοποιημένες μερίδες του πληθυσμού, αλλά τον προσανατολισμό στην κοινωνική πλειοψηφία που πλήττεται από τους αστικούς σχεδιασμούς. Κωδικά, μπορεί να ειπωθεί πως είναι αναγκαία η προσήλωση της δράσης και ο αξονισμός της παρέμβασης της στη «γραμμή μαζών». Ο αντικαπιταλισμός δεν μπορεί να είναι διακηρυκτικός αλλά επί της ουσίας να ιεραρχεί ως πρωτεύουσα αντίθεση την αντίθεση κεφάλαιο - εργασία ή αν θέλουμε να το δούμε απλουστευτικά στο επίπεδο πόλης απ’ την μία υπάρχουν τα συμφέροντα της πλατιάς κοινωνικής πλειοψηφίας που ζει στις πόλεις, τα οποία στρατεύονται με τα συμφέροντατης εργασίας και απ’ την άλλη υπάρχουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου έτσι όπως αυτά εκφράζονται στο επίπεδο πόλης. Για να επιτυγχάνεται η πλειοψηφική παρέμβαση πρέπει και οι άξονες αυτοί (αντιαναπτυξιακό-αντισυνδιαχειριστικό) να μη μένουν στο επίπεδο της γενικόλογης διακήρυξης,αλλά να εξάγονται από το περιεχόμενο και τη μορφή της παρέμβασης στην πόλη. Είναι ζητούμενο, για παράδειγμα, να εξάγεται το αντισυνδιαχειριστικό στίγμα από την τοποθέτηση απέναντι στη δομή του Δήμου και τις αντίστοιχες πρακτικές που αυτή επάγει ή να εξάγεται το αντιαναπτυξιακό στίγμα από την τοποθέτηση για μια άλλη πόλη και την θεωρητική και πρακτική εναντίωση στους σημερινούς αστικούς αναπτυξιακούς σχεδιασμούς.

β. Το εύρος δυνάμεων

Ένα σχήμα γειτονιάς πρέπει να επιδιώκει τη μέγιστη συσπείρωση αγωνιστών, άσχετα απ’ την ιδεολογικοπολιτική τους αναφορά, που αντιλαμβάνονται ως καθοριστικές τις παραπάνω οριοθετήσεις. Προφανώς, διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές αναγνώσεις υπάρχουν πολλές. Ανταγωνιστικές και ασύμβατες όμως καθίστανται πολιτικές και ιδεολογικές αναγνώσεις υπό το πρίσμα των στρατηγικών τους πολιτικών επιδιώξεων και των πρακτικών τους απολήξεων. Συνεπώς, ανταγωνιστικά και ασύμβατα πολιτικοϊδεολογικά ρεύματα πρέπει να θεωρούνται αυτά που είναι ανταγωνιστικά και ασύμβατα ως προς τις στρατηγικές πολιτικές επιδιώξεις και την πρακτική δράση των συλλογικοτήτων πόλης, όπως αυτά έχουν περιγραφεί μέχρι τώρα (προφανώς, για μια συλλογικότητα πόλης δεν μπορεί να αποτελεί στρατηγική πολιτική επιδίωξη η κοινωνική ανατροπή και ούτε θα κληθεί να επιλύσει ζητήματα που άπτονται της συγκρότησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, του κοινωνικού σχηματισμού, του ιμπεριαλισμού, της σοσιαλιστικής μετάβασης, του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κ.ο.κ.). Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ξεκάθαρο πως πολιτικοϊδεολογικά ρεύματα που σε ανώτερες μορφές πολιτικής οργάνωσης και παρέμβασης δε μπορούν να συνυπάρξουν ούτε οργανωτικά, ούτε πολιτικά, είναι δυνατό να ωσμωθούν και να λειτουργήσουν στο πολιτικό επίπεδο του κοινωνικού σχήματος και ιδιαίτερα σε αυτό του σχήματος πόλης.

Πιο συγκεκριμένα, με βάση την σημερινή πολιτική γεωγραφία θεωρούμε πώς ένα σχήμα πόλης , στη βάση της παραπάνω συμφωνίας,μπορεί να συστεγάζει δυναμικό που έχει περάσει από την παραδοσιακή-επίσημη αριστερά στο παρελθόν, από το σύνολο των οργανώσεων της ριζοσπαστικής-επαναστατικής αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΡΙΖΑ, μ-λ & τροτσκιστικό ρεύμα), από το χώρο της πολιτικής αυτονομίας και φυσικά και ανθρώπους που ανακαλύπτουν την πολιτική μέσα από την τοπική παρέμβαση. Αυτό είναι καταρχήν το δυναμικό που θεωρούμε ότι μπορεί να συμφωνήσει στους παραπάνω άξονες και την αντίστοιχη δράση (κινηματική, εκλογική κτλ.). Εύλογο είναι ότι ενταγμένο δυναμικό από το χώρο της επίσημης Αριστεράς (πόσο μάλλον οι κομματικοί φορείς επίσημα) και της αναρχίας είναι γενικά δύσκολο να μπει (έστω και υπό ηγεμονία) στην παραπάνω κατεύθυνση τόσο λόγω της γενικής τακτικής συμμαχιών του (αναρχία, ΚΚΕ, Ανανεωτική Πτέρυγα), όσο και για πολιτικούς λόγους. Η κάθε φορά ειδική τοπική κατάσταση που διαμορφώνεται μπορεί να αφήνει περιθώρια ελιγμών, όμως αυτοί πρέπει να γίνονται με κριτήριο την ύπαρξη ή τη σοβαρή δυνατότητα ηγεμονίας της κατεύθυνσης που περιγράψαμε παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση, με το σύνολο των παραπάνω δυνάμεων (αλλά και με κόσμο της βάσης των αστικών κομμάτων) μπορεί και θέλουμε να συνυπάρξουμε σε ζωντανές και μαζικές επιτροπές κατοίκων.


4. Για τις πολιτικές πρωτοβουλίες του επόμενου διαστήματος

4.1 Κινηματικά καθήκοντα και κινηματικός συντονισμός

Είναι προφανές ότι βασικός στόχος των συντρόφων που δραστηριοποιούνται τοπικά πρέπει να είναι η κατά τόπους ανάπτυξη κινητοποιήσεων γύρω από σημαντικά προβλήματα των γειτονιών. Κι αυτό είτε στο επίπεδο της αντίστασης στο προχώρημα όψεων του γενικού σχεδιασμού της χωρικής αναδιάρθρωσης (που είναι πιο συνηθισμένο μέχρι στιγμής, βλ. αντιστάσεις σε δρόμους, οικοδόμηση ελεύθερων χώρων κτλ.) είτε και επιθετικά (επανοικειοποίηση χώρων, πολιτιστικά στέκια & στέκια νεολαίας, κινήσεις για επανακατοχύρωση όψεων κοινωνικής πολιτικής από τους Δήμους-βελτίωση υποδομών εκπαίδευσης, υγείας, άθλησης κτλ.). Τέτοιες κινητοποιήσεις ήδη εξελίσσονται σε πολλές γειτονιές και στόχος μας είναι η συνέχισή τους μέχρι την επίτευξη νικών που θα τονώνουν την αυτοπεποίθηση των κατοίκων και θα κατοχυρώνουν την αξία των συλλογικών αγώνων και δομών. Στο πλαίσιο αυτού του κειμένου δεν μπορεί να γίνει αναφορά σε όλο το γαλαξία τέτοιων κινητοποιήσεων που αναδύονται κατά καιρούς ούτε ειδικοί σχεδιασμοί, αλλά μόνο μια αναφορά στη γενική κατεύθυνσή μας για συμβολή στη δημιουργία, όξυνση και ριζοσπαστικοποίηση τέτοιων αγώνων με τη λογική των επιτροπών κατοίκων που περιγράψαμε.

Αυτό που οφείλουμε να συζητήσουμε περαιτέρω όμως είναι το πώς μπορούν να συντονίζονται επί μέρους κινητοποιήσεις σε υπερτοπικά θέματα για να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή πίεση και αποτελεσματικότητα. Η εμπειρία έως τώρα έχει δείξει ότι το μέγεθος των μητροπολιτικών πόλεων είναι αποτρεπτικό για τη συγκρότηση συνολικών κινήσεων συντονισμού τόσο επειδή δύσκολα ένα πρόβλημα αγγίζει το σύνολο της μητρόπολης, όσο και για πρακτικούς λόγους που δυσκολεύουν τη συνεύρεση και το συντονισμό επιτροπών από απομακρυσμένες περιοχές. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτυγχάνεται στο επίπεδο μικρότερων πόλεων, όπου επίσης συχνά το μικρό μέγεθος δίνει τη δυνατότητα συγκρότησης επιτροπής που καλύπτει χωρικά όλη την πόλη (που συχνά είναι μικρότερη ή ίση από ένα μέσο δήμο της Αθήνας). Το παράδειγμα τέτοιων κινήσεων στην Πάτρα και σε άλλες επαρχιακές πόλεις είναι χαρακτηριστικό. Στην Αθήνα, το πιο χρήσιμο πείραμα σε μια τέτοια κατεύθυνση είναι η Επιτροπή ενάντια στους νέους αυτοκινητοδρόμους που προσπάθησε να συνενώσει κινήσεις κατοίκων από τους δήμους της Ανατολικής Αθήνας, οι κάτοικοι των οποίων θίγονταν άμεσα από την χάραξη των νέων αυτοκινητοδρόμων. Η δική μας προσπάθεια πρέπει να εστιαστεί σε προσπάθειες συντονισμού επιτροπών κατοίκων που έχουν ήδη δικές τους ζωντανές διαδικασίες και αποφάσεις.

Αν η συγκρότηση επιτροπών και διασυντονιστικών τους προχωρήσει, μονιμοποιηθεί και είναι αναγνωρίσιμη στη συνείδηση αρκετών κατοίκων θα μπορούσαμε να δούμε εγχειρήματα σε επίπεδο μητροπόλεων που συνενώνουν διάφορα κινήματα πόλης. Κάτι τέτοιο στη σημερινή περίοδο φαντάζει μακρινό και ο κίνδυνος της συγκρότησης κάτι τέτοιου ουσιαστικά από τα πάνω ως πολιτική πρωτοβουλία (π.χ. Παναττικό Δίκτυο) είναι αποτρεπτικός για μια τέτοια προσπάθεια στις σημερινές συνθήκες.

4.2 Ο πολιτικός συντονισμός των αντικαπιταλιστικών κινήσεων πόλης

Η διαδικασία πολιτικού συντονισμού έχει δύο άμεσες και ουσιαστικές όψεις:

Πρώτον, τη συμβολή αυτής της διαδικασίας στην προσπάθεια ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Δεύτερον, η ηγεμονία της αντικαπιταλιστικής λογικής, και των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, οι οριοθετήσεις, οι όροι συγκρότησης του κινήματος και των κοινωνικών συμμαχιών που αυτήθέτει και υλοποιεί αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για την απάντηση των σχεδιασμών κράτους και κεφαλαίου στο επίπεδο του αστικού χώρου και του φυσικού περιβάλλοντος. Επιμέρους αντιδράσεις και αποτελέσματα θα φανούν πολύ λίγα όταν θα κληθούν να αντιπαρατεθούν με στρατηγικές όψεις του αναδιαρθρωτικού εγχειρήματος.

Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα του συντονισμού των σχημάτων της επαναστατικής αριστεράς αποτελεί κομβικό στοιχείο της δραστηριότητας μας. Η διεξαγωγή του διημέρου των «αντικαπιταλιστικών κινήσεων πόλης» αλλά και η προπαρασκευαστικές διαδικασίες αποτέλεσαν ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός που έμεινε όμως μετέωρο χωρίς συνέχεια. Κατέγραψε ενδιαφέρουσες εξελίξεις για τον τρόπο με τον οποίο δυνάμεις του χώρου (έστω οι ηγεμονεύουσες τάσεις) αντιλαμβάνονται την παρέμβαση στο επίπεδο της πόλης και του χώρου, ενώ παράλληλα αποτελεί μια θετική καταγραφή σε όλες τις διαδικασίες ανασύνθεσης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Εξίσου θετική με εξαιρετικά αποτελέσματα ήταν και η διαδικασία του πολιτικού συντονισμού στην νοτιοανατολική Αθήνα όπου υλοποιώντας ένα συγκεκριμένο βηματισμό κατάφερε να συμβάλει με καθοριστικό τρόπο στα τοπικά κινήματα (συγκρότηση επιτροπών αγώνα - Πρωτοβουλίας Αγώνα). Παράλληλα, η διαδικασία πολιτικού συντονισμού των σχημάτων της νοτιο-ανατολικής Αθήνας συνέβαλε στην ανάδειξη των πραγματικών δυνατοτήτων συνεύρεσης δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς (ΚΚΕ-μλ, ανεξάρτητες κινήσεις) με σαφή αντικαπιταλιστική ηγεμονία, στο πλαίσιο συγκεκριμένων πολιτικών μετώπων, γεγονός που αποτελεί μια πολύ θετική καταγραφή στο συνολικό σχέδιο ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Οι διαδικασίες αυτές είχαν συγκεκριμένο βηματισμό, ευρύ πολιτικό περιεχόμενο, ανοιχτό χαρακτήρα ως προς τις οργανωτικές μορφές και το καταληκτικό περιεχόμενο. Η καθεαυτή διαδικασία, ανέδειξε την πολιτική και θεωρητική επάρκεια αλλά και την κινηματική εμπειρία των σχημάτων γειτονιάς.

Η δημιουργία ενός επιπέδου δικτύωσης, συντονισμού και παρέμβασης του μέγιστου δυνατού των δυνάμεων που κινούνται σε μια αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, δεν πρέπει να ιδωθεί σαν συγκρότηση με ιδεολογικούς και οργανωτικούς όρους ενός «αντιδικτύου», αλλά ως εκφορά ενός ανταγωνιστικού πολιτικού σχεδιασμού με πολιτικούς όρους και κινηματική κατεύθυνση, το οποίο ως αποτέλεσμα καταγράφει ιδεολογικές, πολιτικές και οργανωτικές οριοθετήσεις, τόσο προφανώς από τους πολιτικούς σχεδιασμούς του αστικού συνασπισμού εξουσίας, όσο και σε σχέση με πολιτικά σχέδια με ρεφορμιστικό και διαχειριστικό χαρακτήρα (τύπου Παναττικού Δικτύου). Με αυτή την έννοια, το επόμενο διάστημα τόσο λόγω σχετικής ανάτασης κινηματικών γεγονότων τον τελευταίο χρόνο σε πολλές περιοχές (νότια, Ζωγράφου, Ν.Σμύρνη) που εμπλέκονται σχήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς όσο και λόγω σοβαρών πολιτικών εξελίξεων στο επίπεδο της πόλης (Καλλικράτης, δημοτικές εκλογές) ίσως είναι ευνοϊκή περίοδος για μια πρωτοβουλία για τη συνεύρεση και τη συζήτηση των σχημάτων γειτονιάς της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Το επόμενο διάστημα θα πρέπει:

·Να διασφαλισθούν οι συγκεκριμένοι πολιτικοί και οργανωτικοί όροι ώστε να επαναλειτουργήσει ο συντονισμός σχημάτων γειτονιάς της ριζοσπαστικής αριστεράς. Να γίνει ειδικός σχεδιασμός για τον εμπλουτισμό της διαδικασίας και με όσο το δυνατόν περισσότερα σχήματα γειτονιάς που κινούνται σε μια ριζοσπαστική κατεύθυνση.

·Να διερευνηθούν οι ειδικές θεματικές σε σχέση κυρίως με πραγματικά πολιτικά μέτωπα, επί των οποίων με πιο εξειδικευμένο τρόπο να προχωρήσει η διαδικασία.

·Να αποτελέσει έναυσμα για υπερτοπικούς συντονισμούς σε επίπεδο χωρικών μετώπων (συγκροτώντας έτσι παράλληλες και συμπληρωματικές διαδικασίες συντονισμού και κοινής δράσης – συντονισμός νοτίων, Αθήνας κλπ) που θα δικαιώνουν και θα εμπλουτίζουν σε επίπεδο κινηματικής παρέμβασης την όλη διαδικασία του συντονισμού. Στο σημείο αυτό πρέπει να διερευνηθούν μορφώματα τύπου «Πρωτοβουλίας Αγώνα», αντίστοιχα με αυτήν που έγινε για τους νέους αυτοκινητόδρομους και το νέο προεδρικό διάταγμα για όλα τα χωρικά μέτωπα που θεωρούμε κρίσιμα.

4.3 Σχήματα γειτονιάς – τοπικές κινήσεις – επιτροπές κατοίκων

Να αναληφθούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες επαναλειτουργίας αλλά και συγκρότησης τοπικών παρεμβάσεων καθώς και στήριξης επιτροπών κατοίκων τόσο σε σχέση με την παρέμβαση των αντίστοιχων τοπικών επιτροπών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όσο και σε σχέση με πολιτικές πρωτοβουλίες της Αριστερής Ανασύνθεσης (ενισχυτικά με τη λειτουργία των τοπικών επιτροπών). Ιδιαίτερα κρίσιμη είναι η δημιουργία σχημάτων στις γειτονιές της Αθήνας (π.χ. Πατήσια), όπως και στις περιοχές όπου θεωρούμε ότι θα υπάρχει όξυνση των αντιθέσεων – ειδικά το τελευταίο σχετίζεται άμεσα και με την οργανωτική ανασυγκρότηση του τομέα, την ενασχόληση των μελών της οργάνωσης, έστω και σε επίπεδο διπλής ένταξης, την επαναδραστηριοποίηση ανενεργών μελών και ευρύτερων επαφών.

4.4 Συγκρότηση τοπικών πυρήνων

Η συγκρότηση τοπικών πυρήνων ανά γεωγραφική περιοχή (με στενή ή ευρύτερη γεωγραφική αναφορά) παρέμβασης τοπικής επιτροπής ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή/και τοπικού σχήματος, εκτός του ότι αποτελεί στοίχημα για την ίδια τη λειτουργία του τομέα, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξειδίκευση της πολιτικής μας στρατηγικής το επόμενο διάστημα σε τοπικό επίπεδο. Η θετική εμπειρία από τη συγκρότηση άτυπου πυρήνα στου Ζωγράφου ενισχύει τα επιχειρήματα υπέρ μιας τετοιας κατεύθυνσης. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα πρέπει να ιδωθεί πιο συνολικά και συλλογικά στο επίπεδο της οργάνωσης και εν όψει της φετεινής Συνδιάσκεψής της.

4.5 Εκλογές τοπικής – νομαρχιακής αυτοδιοίκησης

Είναι απαραίτητη η χάραξη μιας ευέλικτης πολιτικής τακτικής εκλογικής καθόδου που θα προωθεί τον πολιτικό μας σχεδιασμό τόσο στο επίπεδο των τοπικών επιτροπών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όσο και στο επίπεδο των σχημάτων πόλης. Τα βασικά χαρακτηριστικά και η φυσιογνωμία των σχημάτων γειτονιάς κάθως και η σχέση τους με τις τοπικές επιτροπές ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν αναφερθεί παραπάνω. Πέραν αυτών, τα βασικά ερωτήματα που θα κληθούμε να απαντήσουμε και πρέπει να συζητηθούν άμεσα σε επόμενη διαδικασία είναι:

·Τα αναγκαία στοιχεία της εκλογικής διακήρυξης και της προεκλογικής καμπάνιας.

·Το ζήτημα των συμμαχιών με δυνάμεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και κομμάτια της αυτονομίας. Πότε το βλέπουμε (αν το βλέπουμε) και με ποιούς όρους.

·Ζητήματα που αφορούν την εκλογή δημοτικού συμβούλου (εναλλαγή, σχέση με σχήμα κτλ.)