1. Γενικό πλαίσιο

1.1Χώρος, πόλη και καπιταλιστική ανάπτυξη

Η εξέλιξη των πόλεων αποτελεί περιοδολόγηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της ανθρωπότητας υπό το καθεστώς των παραγωγικών σχέσεων που τις κατευθύνουν σε σχέση με τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, από τη χαραυγή της ανθρώπινης ιστορίας μέχρι το επίπεδου του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού σε καθεστώς υπερεθνικών οικονομικών ολοκληρώσεων και πλήρους διεθνούς κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού.

Οι πόλεις αποτελούν τη «μέγιστη δυνατή» χωρική συμπύκνωση των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και οι οικονομικές τους λειτουργίες, η πολιτική – θεσμική οργάνωση και η ιδεολογική τους λειτουργία, με όλες ενδεχομένως τις ειδικές όψεις που ανά ιστορική περίοδο και συγκυρία λάμβανε η υπερδομή, επικαθορίζονται από την κυρίαρχη αντίθεση του εκάστοτε κοινωνικού συστήματος παραγωγής. Η σχετική αυτονομία της υπερδομής κάθε φορά «υποκλινόταν» στις κυρίαρχες παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις που σε τελικό επίπεδο καθορίζουν τις ειδικές μορφές που αυτές λαμβάνουν στη χωρική τους έκφραση.

Με άλλα λόγια, ο χώρος και συνακόλουθα οι αστικές συγκεντρώσεις, ως κοινωνικό προϊόν, καθορίζεται πάντα από τη συγκεκριμένη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στις τρεις βασικές δομές ενός κοινωνικού σχηματισμού, οικονομική, πολιτική, ιδεολογική, και στη συγκυρία που απορρέει από την ειδική τους συνάρθρωση. Έτσι, ο χώρος πρέπει να λογίζε­ται ως ιστορική συγκυρία και κοινωνική μορφή που προσλαμβάνει το περιεχόμε­νο της από τις κοινωνικές αντιθέσεις που διαπερνούν τόσο τη συγκεκριμένη πε­ριοχή που περικλείει, όσο και το ευρύτερο εδαφικό πλαίσιο που περι­λαμβάνει ο δεδομένος κοινωνικός σχηματισμός.

Ειδικότερα, η μορφή, ο χαρακτήρας και η λειτουργία του χώρου και των αστικών συγκεντρώσεων στην περίοδο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής πρέπει να ιδωθεί διαλεκτικά ως αναγκαία προϋπόθεση αλλά και ως αποτέλεσμα της πόλωσης της κεφαλαιακής συσσώρευσης σε περιοχές που είναι πιο προσοδοφόρες για την επίτευξη υψηλών ποσοστών κεφαλαιακής κερδοφορίας και από το γεγονός πως το σύνολο του εδάφους μπορεί να μετατραπεί σε υποδοχέα παραγωγικών δραστηριοτήτων και ι­κανό να αποφέρει γαιοπρόσοδο. Επίσης, οι πόλεις δε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται απλά ως χώροι όπου συντελούνται οι σχέσεις εκμετάλλευσης και η απόσπαση υπεραξίας αλλά και ως χώροι όπου συγκροτούνται οι σχέσεις κυριαρχίας και ενσωμάτωσης των κυριαρχούμενων στρωμάτων στην εξουσία του κεφαλαίου. Επίσης, η ανάληψη από το καπιταλιστικό κράτος της εκτέλεσης αναπαραγωγικών δαπανών (στους τομείς των μεταφορών, της υγείας, της εκπαίδευσης, του αθλητισμού, της κατοικίας, των πολιτιστικών δραστηριοτήτων κλπ.) - με την αφαίρεση ενός συνεχώς αυξανόμενου ποσοστού από το κοινωνικό προϊόν, στο μέτρο που η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας το επιτρέπει - οδήγησε στη βελτίωση των γενικών κοινωνικών συνθηκών αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, αλλά κυρίως τροφοδοτεί το κεφάλαιο με μια εργασιακή δύναμη καλύτερης ποιότητας, δηλαδή υψηλότερης παραγωγικότητας.

1.2Γενική συγκυρία

Η σημασία των κοινωνικών και πολιτικών συγκυριών στην εξέλιξη της κεφαλαιακής συσσώρευσης είναι εξαιρετικά σημαντική στην εξέλιξη και τη μορφή των πόλεων. Από την πλήρη υποταγή, στο στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού της πόλης από τη βιομηχανία διαδέχτηκε, στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, η ολοένα αυξανόμενη εξάρτηση των παραγωγικών δραστηριότητων από τη μητροπολιτική περιοχή.

Η διεθνής οικονομία από τις αρχές του 1970 εισήλθε σε μια παρατεταμένη κρίση υπερσυσσώρευσης, με φαινόμενα αποπληθωρισμού, «αποβιομηχάνισης» και «τριτογενοποίησης» (δυναμική ανάπτυξη κλάδων όπως πληροφορική, τηλεπικοινωνίες, παροχή υπηρεσιών κ.α.), αδυνατώντας να εξασφαλίσει τη διευρυμένη αναπαραγωγή της κεφαλαιακής συσσώρευσης, με αποκορύφωμα την κατάρρευση του συστήματος ελέγχου των νομισματικών ισοτιμιών Bretton Woods» την πετρελαϊκή κρίση, οδηγώντας στην ανάγκη ευρύτερων διαρθρωτικών αλλαγών στην παραγωγική διαδιακασία (τεχνολογική καινοτομία, αναδιοργάνωση των παραγωγικών δομών και των εργασιακών σχέσεων, ιδεολογική συμπίεση παραδοσιακών τμημάτων της εργατικής τάξης και των κατώτερων μικροαστικών στρωμάτων...).

Επί της ουσίας, σηματοδότησε την έναρξη της στρατηγικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που επέδρασε καθοριστικά στην εξέλιξη των χωρικών δομών, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου ήδη μπορούν να περιγραφούν τέσσερις φάσεις εξέλιξης των αστικών συγκεντρώσεων, από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης έως σήμερα, δείχνοντας πως οι αλλαγές στις παραγωγικές δομές των οικονομιών αντανακλώνται σε γενικές γραμμές και στις αλλαγές στη χωρική δομή των πόλεων που σε μεγάλο βαθμό τις φιλοξενούν.

Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση έπαιξε η τεχνολογική εξέλιξη, που λόγω του αυξανόμενου ρόλου της στη βιομηχανική παραγωγή, με αποτέλεσμα η τελευταία να έχει όλο και περισσότερο ανάγκη το αστικό περιβάλλον ως κοινωνικό περιβάλλον και σαν εστία τεχνολογικής έρευνας και επινόησης και ως σχηματισμός τεραστίων αγορών κατανάλωσης και αγορών εργασίας, επιτρέποντας τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Παράλληλα, η μητρόπολη σαν νέα μορφή αστικής συγκέντρωσης, υπήρξε προϊόν της νέας συνάρθρωσης των μέσων παραγωγής, της συγκέντρωσης των μηχανισμών παραγωγής και διοίκησης, η οποία εκφράζει με τη σειρά της τη συγκέντρωση του μονοπωλιακού κεφαλαίου την περίοδο του ιμπεριαλιστικού σταδίου (του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής).

Ειδικά σήμερα, η ανάπτυξη μητροπολιτικών αστικών κέντρων και περιοχών διεθνούς εμβέλειας αποτελεί τη χωρική έκφραση της διαδικασίας διεθνοποίησης του κεφαλαιακού ανταγωνισμού, που οδηγεί τις διαδικασίες κεφαλαιακής συσσώρευσης να παρουσιάζουν ολοένα και μεγαλύτερη ένταση με ισχυρές τάσεις συγκέντρωσης σε ορισμένες περιοχές, στις οποίες συγκεντρώνονται οι οικονομικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί όροι, που εξασφαλίζουν την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Δηλαδή, από το βαθμό ενσωμάτωσης συγκεκριμένων διαρθρωτικών αλλαγών στις τοπικές παραγωγικές διαδικασίες (με την αναδιάρθρωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων με εκσυγχρονισμό των βασικών βιομηχανικών κλάδων μαζικής παραγωγής), την εξειδίκευση του παραγωγικού χαρακτήρα των αστικών κέντρων αλλά και ευρύτερων περιοχών, σε δραστηριότητες όπου παρουσιάζονται συγκριτικά πλεονεκτήματα στις νέες συνθήκες διεθνούς ανταγωνισμού (π.χ. εκθεσιακές δραστηριότητες, αθλητική βιομηχανία, πολιτιστικές εκδηλώσεις, τουρισμός εξειδικευμένης κατεύθυνσης κλπ), την εξασφάλιση των αναγκαίων υποδομών (πολυτελή γραφεία, συγκοινωνιακοί κόμβοι, τηλεπικοινωνίες), την αναπροσαρμογή των εργασιακών σχέσεων και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (αναπροσαρμογή των εργασιακών σχέσεων) που θα ικανοποιούν τις νέες απαιτήσεις της κεφαλαιακής συσσώρευσης και γενικότερα τη διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών διαθέσιμων ως παραγόντων καπιταλιστικής αξιοποίησης.

Ως συνέπεια, η αναδιάρθρωση, των παραγωγικών συστημάτων και των γενικών συνθηκών παραγωγής, των μητροπολιτικών αστικών κέντρων – περιοχών αποκτά κρίσιμη σημασία για τη συνολικότερη αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας, την αύξηση της κεφαλαιακής κερδοφορίας και την ένταση της κεφαλαιακής συσσώρευσης, τόσο σε επίπεδο κοινωνικού σχηματισμού, όσο και σε επίπεδο υπερεθνικών οικονομικών ολοκληρώσεων, όπως αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και σε ευρύτερο διεθνές. Συνεπώς, η ύπαρξη διεθνών μητροπόλεων που λειτουργούν ως πόλοι μονοπωλιακών κεφαλαίων αποτελεί απαραίτητο στοιχείο μιας ενεργού παρουσίας στο διεθνή οικονομικό χώρο, αποτελούν βασική προϋπόθεση αλλά και δείκτη για την τοποθέτηση ενός κοινωνικού σχηματισμού στις υψηλές βαθμίδες του διεθνή καταμερισμού εργασίας και την τοποθέτηση του σε συγκεκριμένη βαθμίδα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, στο πλαίσιο ευρύτερων οικονομικών και ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων.

Ειδικότερα, η διαδικασία της οικονομικής ολοκλήρωσης όπως εκ­φράζεται μέσα από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά και την ευρωπαϊκή χωροταξική στρατηγική, όπως διαφαίνεται μέσα από βασικά κείμενα πολιτικής (σε ευρωπαϊκό αλλά και σε εθνικό επίπεδο – ΣΑΚΧ, ΓΠΧΣΑΑ – Ειδικά χωροταξικά σχέδια τομεακού χαρακτήρα) αλλά και την κατεύθυνση των κοινοτικών πλαισίων στήριξης ενισχύει τη θέση των μεγάλων αστικών μητροπολιτικών κέντρων - περιοχών στην Ευρώπη και αναδεικνύει αυτές τις περιοχές ως τους χώρους όπου κυρίαρχα διεξάγεται και λαμβάνει χωρική έκφραση ο κεφαλαιακός ανταγωνισμός σε επίπεδο μονοπωλιακών κεφαλαίων.

1.3Χωρική αναδιάρθρωση και ελληνικό κεφάλαιο

Στο πλαίσιο αυτό, την τελευταία και πλέον δεκαετία και με εξαιρετική ένταση, συντελείται στη χώρα μια γενικότερη αναδιάρθρωση σε σχέση με τη χωρική οργάνωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων και αντίστοιχα την οργάνωση του χώρου, των αστικών συγκεντρώσεων και ειδικότερα των αστικών – μητροπολιτικών περιοχών. Επί της ουσίας, πρόκειται για μια απόπειρα διαμόρφωσης μακροπρόθεσμων όρων κερδοφορίας του ελληνικού κεφαλαίου, η οποία αποκρυσταλλώνεται αφενός στην τριτογενοποίηση της οικονομίας και αφετέρου στη διαπλοκή με τις διαδικασίες καπιταλιστικής διεθνοποίησης και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Υπό αυτό πρίσμα, καθίσταται αναγκαία η δημιουργία κόμβων κεφαλαιακής συσσώρευσης σε συγκεκριμένες περιοχές. Κι αυτό γιατί η συνεχιζόμενη διεθνοποίηση του κεφαλαίου απαιτεί εκσυγχρονισμό υποδομών, μείωση των εξόδων κυκλοφορίας, συγκέντρωση των υπηρεσιών, δημιουργώντας ευνοϊκό περιβάλλον για επενδύσεις στην τουριστική βιομηχανία, τις υπηρεσίες και την τεχνολογία.

Παράλληλα, η διαδικασία αυτή δεν είναι ανεξάρτητη από τη μετατόπιση των πολιτικών και χωρικών προτεραιοτήτων της ΕΕ που εκ των πραγμάτων ενισχύει το ρόλο του ελληνικού κεφαλαίου, το οποίο διεκδικεί να λειτουργήσει ως προνομιακός φορέας διείσδυσης των μονοπωλιακών μερίδων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης.

Την περίοδο που διανύουμε, με αφετηρία την περίοδο προετοιμασίας για τους ολυμπιακούς αγώνες, η στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου, μπορεί να συμπυκνωθεί στους ακόλουθους άξονες:

1.Στην υλοποίηση ενός ευρύτερου αναπτυξιακού σχεδιασμού στον ευρύτερο χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου, που απορρέει κατευθείαν από την Ε.Ε. και ικανοποιεί τις πλέον ισχυρές μερίδες ευρωπαϊκών μονοπωλιακών κεφαλαίων, στοχεύοντας στη διαμόρφωση των όρων για εδραίωση της χώρας ως πύλης εισόδου της ΕΕ σε επίπεδο μεταφορών κεφαλαίου, εργατικού δυναμικού, εμπορευμάτων και ενέργειας (φυσικού αερίου και πετρελαίου).

2.Στην ισχυροποίηση της διαδικασίας διείσδυσης μερίδων μονοπωλιακών εθνικών και διεθνών κεφαλαίων στις «νέες» αγορές της βαλκανικής (κατασκευαστικά-τηλεπικοινωνιακά έργα, εξαγορές επιχειρήσεων κλπ).

3.Στην εύρεση διεξόδων και νέων πεδίων κερδοφορίας μιας εκ των ισχυρότερων μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου, του κατασκευαστικού, το οποίο τη δεκαετία του ΄90 πραγματοποίησε ραγδαία άνοδο των κερδών του. Με αφετηρία τα μεγάλης κλίμακας έργα υποδομής καθώς και την ολυμπιακή προετοιμασία και με μοχλό τα ποσά που έχουν ήδη διατεθεί από τα κοινοτικά πακέτα, την απορρόφηση πόρων από το Γ΄ και Δ΄ ΚΠΣ, μια σειρά επιχειρήσεις είτε ελληνικής είτε ξένης κυριότητας, είτε αμιγώς κατασκευαστικές, είτε δραστηριοποιούμενες σε κλάδους που τροφοδοτούν τα μεγάλα έργα (τηλεπικοινωνιακού υλικού κ.λ.π.) γνώρισαν τεράστια κέρδη και ισχυροποίησαν τη μονοπωλιακή τους παρουσία.

4.Στη διαμόρφωση των αναγκαίων όρων στους χωρικούς υποδοχείς των οικονομικών δραστηριοτήτων, μέσω της αναδιάρθρωσης των τοπικών παραγωγικών συστημάτων.

5.Στην ισχυροποίηση των τάσεων τριτογενοποίησης της ελληνικής οικονομίας και συγκεκριμένα της τουριστικής βιομηχανίας (επενδύσεις μεγάλης κλίμακας – τουριστικά συγκροτήματα (Π.Ο.Τ.Α – γήπεδα γκολφ – καζίνο).

6.Στην παροχή ανταγωνιστικών όρων κερδοφορίας σε μονοπωλιακές μερίδες του εμπορικού κεφαλαίου (επενδύσεις τύπου mall).

7.Στην τόνωση του ενδιαφέροντος των επενδύσεων στη γη (real estate). Το συγκεκριμένο σημείο έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς από τη μια προσφέρει τη δυνατότητα επενδύσεων μεγάλης κλίμακας, είτε στον αστικό χώρο, είτε σε περιοχές της τουριστικής βιομηχανίας, σε συσσωρευμένα κέρδη άλλων μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου (συγκρότηση θεσμικών επενδυτών).

Τέλος, αναβαθμίζεται ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους τόσο στο επίπεδο της εξειδίκευσης της παραπάνω στρατηγικής με τον εκσυγχρονισμό της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας (ΓΠΧΣΑΑ, Ειδικά χωροταξικά, ΡΣΑ, ΓΠΣ-ΣΧΟΟΑΠ, Άρθρο 24Σ, Νέος ΚΔΚ, ΣΔΙΤ) αλλά και τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας πλευρών του κρατικού μηχανισμού, όσο και στο επίπεδο της καθεαυτό αναδιάρθρωσης του (Καποδίστριας Ι & Καλλικράτης), με στόχο τη διευθέτηση τυχόν ανταγωνισμών και ασυνεχειών μιας προηγούμενης περιόδου καπιταλιστικής συσσώρευσης αλλά και διαμόρφωση των αναγκαίων όρων προώθησης της κεφαλαιακής κερδοφορίας, με την απόδοση πλευρών της αναπαραγωγικής λειτουργίας του κράτους στην κεφαλαιακή κερδοφορία αλλά και τη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δράσης σε τοπικό επίπεδο (Νέος ΚΔΚ, ΣΔΙΤ).

Ειδικότερα, ο ρόλος της Αθήνας στη διαδικασία της αναδιάρθρωσης είναι στρατηγικός, καθώς η θεώρηση της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας ως μητροπολιτικής περιοχής προφανώς εμπεριέχει ευθείες αναλογίες τόσο με τη θέση που καταλαμβάνει το ελληνικό κεφάλαιο στις διαμορφούμενες συνθήκες ανταγωνισμού, όσο και σε σχέση με τους συνολικότερους όρους κεφαλαιακής κερδοφορίας που συγκεντρώνονται στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας αλλά και τις προοπτικές που αναδεικνύει η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η προβλεπόμενη μάλιστα διαχείριση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων και υποδομών είναι προσανατολισμένη στο νέο μοντέλο ανάπτυξης και την αναπροσαρμογή των οικονομικών, κοινωνικών και χωρικών δομών, που προωθούνται για το ρόλο που καλείται να διαδραματίσει η μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας και ευρύτερα η περιοχή της Αττικής, στο πλαίσιο μετατροπής της σε έναν πόλο ανάπτυξης σημαίνουσας σημασίας για τον νοτιοανατολικό χώρο της Μεσογείου (τουρισμός, εμπόριο υπηρεσίες), αλλά και η διαμόρφωση επιμέρους στο εσωτερικό του αστικού συγκροτήματος πόλων (Σπάτα, Ελαιώνας, Ελληνικό) και αξόνων ανάπτυξης (λ. Κηφισίας, Αττική οδός) επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, στην κατεύθυνση των νέων αναγκών συσσώρευσης συγκεκριμένων μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου.

α. Ο ειδικός ρόλος της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας

Η αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος της Αθήνας δε στοχεύει κυρίως στην κατεύθυνση διεύρυνσης της παραγωγικής της βάσης με παραγωγή νέων, υψηλής τεχνολογίας προϊόντων (ο οποίος θα ήταν ανέφικτος στόχος λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού και της προνομιακής θέσης άλλων περιοχών), αλλά στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας κυρίως κλάδων, στους οποίους υπήρχε παράδοση και εξειδίκευση του κατασκευαστικού, εμπορικού και τουριστικού κεφαλαίου, αλλά και κεφαλαιακών μερίδων στους κλάδους των τηλεπικοινωνιών και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Παράλληλα, επιχειρείται με τη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου υποδομών με έμφαση στα δίκτυα μεταφοράς ανθρώπινου δυναμικού και εμπορευμάτων, η ένταξη της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας στα διεθνή δίκτυα μεταφορών και η μετατροπή της σε έναν πόλο ανάπτυξης σημαίνουσας σημασίας για τον νοτιοανατολικό χώρο της Μεσογείου, όπως έχει ήδη μέχρι τώρα περιγραφεί, αλλά και η διαμόρφωση στο εσωτερικό του αστικού συγκροτήματος πόλων και αξόνων ανάπτυξης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (εμπορίου και τουρισμού).

Τα μεγάλα έργα κυκλοφοριακής υποδομής (Αττική Οδός, Δ. Περιφερειακή Υμηττού, Αεροδρόμιο Σπάτων, προαστιακός σιδηρόδρομος), η δημιουργία του νέου Διεθνούς Αεροδρομίου στα Σπάτα, τα υπό ανάπτυξη λιμάνια (κυρίως της Ραφήνας αλλά και του Λαυρίου), και τα ολυμπιακά έργα κυριολεκτικά άλλαξαν τη γεωγραφία της Αττικής, αφού για πρώτη φορά στην ιστορία τους οι τρεις φυσικές ενότητες (Λεκανοπέδιο, Θριάσιο και Μεσόγεια) συνδέθηκαν άμεσα, συμβάλλοντας σε μια εκτατική ενσωμάτωση περιοχών, αγροτικής, περιαστικής ή άλλης συναφούς χρήσης, στο άνοιγμα δηλαδή «νέων εδαφών» προς εκμετάλλευση. Η διαδικασία αυτή επέτεινε τη διάχυση της αστικοποίησης ουσιαστικά στο μεγαλύτερο μέρος της Αττικής με τη συγκρότηση διάσπαρτων πολεοδομικών μορφωμάτων, ως αποτέλεσμα της παράληλης διάχυσης των οικονομικών δραστηριοτήτων. Εκτεταμένες περιοχές εντάσσονται σταδιακά στο υπό διαμόρφωση αστικό σύστημα της μητροπολιτικής περιοχής. Έτσι, περιοχές παραθεριστικής κατοικίας, κυρίως στην ανατολική Αττική, μετατρέπονται σε περιοχές μόνιμης κατοικίας, ενώ μέχρι πρότινος αγροτικές περιοχές, κυρίως στα Μεσόγεια αλλά και στο Θριάσιο Πεδίο, μετατρέπονται σε «απόθεμα γης». Ειδικά οι δεύτερες σηματοδοτούν την ένταξη στην αγορά ακινήτων ιδιοκτησιών με μικρότερο βαθμό κατάτμησης και χαμηλότερες τιμές και - σε συνδυασμό με τα έργα υποδομής -μετατρέπονται σε προνομιακές περιοχές χωροθέτησης των νέων επενδυτικών δραστηριοτήτων.

Η ευρύτερη περιοχή των Μεσογείων, λόγω της εγκατάστασης του νέου διεθνούς αεροδρομίου, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα υπό διαμόρφωση πόλου ανάπτυξης, καθώς ήδη έχουν κάνει την εμφάνιση τους ξενοδοχεία υψηλών προδιαγραφών (Holiday Inn) και μεγάλα πολυκαταστήματα (IKEA, Mega-Κωτσόβολος, Factory Outlet, Telengmann κ.α.). Επίσης, στην ευρύτερη περιοχή έχουν εγκατασταθεί επιχειρήσεις πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, ενώ δρομολογείται και η ανάπτυξη μονάδων χονδρεμπορίου και νέων μεγάλων αποθηκευτικών χώρων. Παρόμοιες, επιχειρηματικές δραστηριότητες αναπτύσσονται κατά κανόνα κατά μήκος υπερτοπικής σημασίας οδικών αξόνων, τόσο στην Αττική Οδό και των δευτερευόντων οδικών αξόνων των ανισόπεδων κόμβων, όσο και σε προϋπάρχοντες οδικούς άξονες που είτε αναβαθμίζουν το ρόλο τους (π.χ. Λ. Κηφισίας ως περιοχή εγκατάστασης επιτελικών γραφείων επιχειρήσεων), είτε αναδεικνύονται(π.χ. Λ. Βουλιαγμένης ενόψει της μελλοντικής χρήσης του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού).

Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό του λεκανοπεδίου, στους κεντρικούς δήμους και περιοχές του, οι νέοι οδικοί άξονες, το μετρό και τα άλλα έργα υποδομής, οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις, οι αναπλάσεις του ιστορικού κέντρου, των αρχαιολογικών χώρων κ.ο.κ., λειτούργησαν ως καταλύτες- μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς και τις αλλαγές στις χρήσεις γης -, για την «αναβάθμιση» συγκεκριμένων περιοχών προσελκύοντας υποκαταστήματα τραπεζών, γραφεία επιχειρήσεων, κλάδους τροφίμων, ένδυσης, υπόδησης, ειδών πολυτελείας κ.ο.κ., παράλληλα φυσικά, με τη σταδιακή «κάθαρση» τους από συγκεκριμένους κλάδους μεταποίησης και εμπορίου και την κατοικία χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων. Επίσης, απελευθερώθηκαν σημαντικότατες εκτάσεις στο εσωτερικό του αστικού ιστού (πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού, παράλιο μέτωπο Σαρωνικού (Αγ. Κοσμάς, Φάληρο), Ελαιώνας, παλιό εργοστάσιο λιπασμάτων στη Δραπετσώνα κ.α.), που όπως και οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις αποδίδονται σταδιακά σε μερίδες του κατασκευαστικού, εμπορικού και τουριστικού κεφαλαίου, με την προοπτική να μετατραπούν σε σημαντικούς πόλους ανάπτυξης των αντίστοιχων επιχειρηματικών δράσεων που επιλέγονται.

β. Ο ειδικός ρόλος του κατασκευαστικού κεφαλαίου

Οι οικονομικές διαστάσεις του αστικού χώρου σε σχέση με το νέο απόθεμα γης που δημιουργείται σε αυτόν, αλλά και ο αναπτυξιακός σχεδιασμός και η προοπτική επενδύσεων κεφαλαίων είτε με την κλασική μορφή της «αγοράς γης», είτε με επικέντρωση στην επιχειρηματική – επενδυτικήλειτουργία του χώρου στους τομείς του εμπορίου και τουρισμού και λιγότερο στην κατοικία, οδηγούν σε μια διεύρυνση των πεδίων κερδοφορίας του κεφαλαίου σε τομείς που σχετίζονται με τη διαχείριση και την «παραγωγή» του χώρου (κατοικία, τουρισμός, παλαιές βιομηχανικές περιοχές, ιστορικά κέντρα πόλεων), τομείς που σχετίζονται άμεσα με δραστηριότητες του κατασκευαστικού κεφαλαίου.

Η δράση του κατασκευαστικού κεφαλαίου έχει κυρίαρχο ρόλο στην αναδιάρθρωση των χωρικών δομών και τη διαμόρφωση αναγκαίων όρων για την αξιοποίηση του νέου αποθέματος γης και τις νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες στο χώρο, στους τομείς του εμπορίου και τουρισμού και γενικά για την αύξηση της κεφαλαιακής κερδοφορίας σε επίπεδο κοινωνικού σχηματισμού (άλλοτε έχει ρόλο ανάδρασης και ισορροπίας σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και άλλοτε ρόλο αναπτυξιακού «μοχλού» σε περιόδους οικονομικής μεγέθυνσης, αξιοποιώντας τις θεσμοποιημένες, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ατομικές σχέσεις ιδιοκτησίας επί του εδάφους, που επιτρέπουν τη «ρευστοποίηση του χώρου, την οικονομική του αποτίμηση και την ευρύτερη εμπορευματοποίηση του).

Στο βαθμό μάλιστα που η διαρκής εκτατική αστική ανάπτυξη δημιούργησε και συνεχίζει να δημιουργεί ιδιαίτερα στην ανατολική Αττική (όπως προβλέπεται και σε σχέση με το νέο ΡΣΑ) παρατεταμένες ανισορροπίες στην προσφορά γης και ακινήτων, το διαθέσιμο απόθεμα εξαντλείται γρήγορα ακόμα και σε σχετικά πρό­σφατα ανεπτυγμένες περιοχές. Έτσι, δημιουργείται μια δυναμική στην κτηματαγορά που «επιβάλλει» ακόμα και σε τομείς όπως το εμπόριο και τη βιομη­χανία την αγορά ιδιόκτητης στέγης, γεγονός που περιορίζει την ευελιξία τους στη μεταβαλλόμενη οικονομία και γεωγραφία της πόλης (ένδειξη της προσπάθειας του λιανι­κού εμπορίου -αλλά και άλλων κλάδων- να μην περιορίζεται η ενεργοποίηση του στον αστικό χώρο από ιδιοκτησιακές δεσμεύσεις είναι σήμερα η δυναμική που αποκτά η μέθοδος «sale and lease back» στo πλαίσιο του θεσμού της χρηματοδοτικής μίσθωσης – leasing. Επίσης, χαρακτηριστική είναι και η τάση της «προ-μεταβίβασης» των ακινήτων που ανήκουν σε εταιρείες super market σε επι­χειρήσεις διαχείρισης αποθεμάτων) και αυξάνει δραστικά τα πάγια κόστη λειτουργίας, μειώνοντας την κερδοφορία ή/και απαξιώνοντας τα επενδυμένα κεφάλαια (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί ο μαρασμός μιας σειράς εμπορικών κέντρων τις τελευταίες δύο δεκαετίες).

Το κρισιμότερο στοιχείο της συγκεκριμένης διαδικασίας είναι η σταδιακή απόκτηση/συγκέντρωση γης από ισχυρές κεφαλαιακές μερίδες διαφόρων κλάδων (τράπεζες, κατασκευαστικές εταιρείες, κτηματομεσιτικές εταιρείες, εταιρείες λιανικού εμπορίου, εταιρείες αναψυχής-πολυκινηματογράφων, κ.α. εθνικού και/ή μονοπωλιακού χαρακτήρα) που υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό στρατηγικές χωροθέτησης και εμπλέκονται συστηματικά στην κτηματαγορά κυρίως στον τομέα της ανάπτυξης και εκμετάλλευσης εμπορικών ακινήτων, αποκτώντας μεγάλες ως επί το πλείστον εκτάσεις σε πλεονεκτικές περιοχές (συμβολή της Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας με την Π. Ράλλη, περιοχή γύρω από το Ολυμπιακό Στάδιο και τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις στο Δήμο Αμαρουσίου). Παρόμοιου τύπου επιχειρηματικά σχήματα αναλαμβάνουν την κατασκευή των ολυμπιακών εγκαταστάσεων αλλά και υποδομών, συγκροτώντας ένα «νέο» σύστημα γης και οικοδομής, που λειτουργεί παράλληλα με το παλιό «παραδοσιακό» ή «συμβατικό» της αντιπαροχής, της μικρής έγγειας ιδιοκτη­σίας και των μικρών κεφαλαίων, διαμορφώνοντας έτσι ένα ικανό επίπεδο συμβιβασμού και συμμαχιών με υπολειπόμενες μερίδες του κεφαλαίου, μικρομεσαίες τεχνικές εταιρίες, εργολάβους, ιδιοκτήτες γης, οικοδομικούς συνεταιρισμούς κοκ και συντηρεί ένα πολύτιμο για το κεφάλαιο πλέγμα οικονομικών δραστηριοτήτων, που όπως και στο παρελθόν, ελαχιστοποιεί τους κινδύνους επιμέρους υφέσεων, ανεργίας κ.ο.κ. στους τομείς που συγκλίνουν προς τις κατασκευές.

Επί της ουσίας, η επένδυση κεφαλαίων στον κατασκευαστικό τομέα αποτελεί και μια απόπειρα διαμόρφωσης και ανάπτυξης πιο σύγχρονων (καπιταλιστικών) δομών στο πεδίο διαχείρισης του χώρου, αλλά και σύστασης «θεσμικών επενδυτών» που σήμερα μετεξελίσσονται σε πιο οργανωμένες επιχειρηματικές οντότητες (τεχνικές εταιρείες οδηγήθηκαν σε συγχωνεύσεις και σε συμμετοχή σε νέα επιχειρηματικά σχήματα με το τραπεζικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο, με ασφαλιστικές εταιρείες και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα κ.α., καθώς και σειρά νομικών ρυθμίσεων, κυρίως δημοσιονομικού χαρακτήρα ευνοούν αυτή την εξέλιξη, προσδίδοντας τους μονοπωλιακά χαρακτηριστικά).

Είναι προφανές, ότι οι διαδικασίες, όπου κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει το κατασκευαστικό κεφάλαιο, απόσπασης γαιοπρόσοδου λαμβάνει στην περίοδο αναβαθμισμένα ποιοτικά αλλά και ποσοτικά χαρακτηριστικά συγκριτικά με προηγούμενες περιόδους αστικής και οικονομικής «ανάπτυξης» της Αθήνας. Είναι ενδεικτικό, τόσο η προβλεπόμενη επέκταση της πόλης στο σύνολο ουσιαστικά της ανατολικής Αττικής – και σε θεσμικό επίπεδο – από το νέο ΡΣΑ, όσο και το ότι η κερδοφορία που προκύπτει από τις διαδικασίας αυτές συσσωρεύεται σε όλο και λιγότερα χέρια σε αντιδιαστολή με τις διαδικασίες της «αυθαίρετης» οικοδόμησης και της αντιπαροχής του παρελθόντος, που έμμεσα η γαιοπρόσοδος μοιραζόταν σε μεγαλύτερα ποσοστά του ελληνικού πληθυσμού.

Αυτού του τύπου η αστική «ανάπτυξη» απολαμβάνει ξεχωριστή θέση στα πλαίσια της ευρύτερης προσπάθειας του εγχώριου (και μερίδας του διεθνούς) κεφαλαίου να καταστήσει την Αθήνα «μητρόπολη διεθνούς εμβέλειας» με στρατηγικό ρόλο σε Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειο.

Αναλυτικότερα, όσον αφορά τη γη και τα ακίνητα, το κεφάλαιο καταφέρνει σήμερα να αποσπά γαιοπρόσοδο από:

·την αγοραπωλησία, το «χρηματιστήριο» της γης και των ακινήτων (real estate)

·τις επεκτάσεις του σχεδίου πόλεως, την αύξηση των συντελεστών δόμησης, και την άρση των περιορισμών σε χρήσεις γης.

·την εκμετάλλευση ιδιωτικών χώρων που βρίσκονται σε προνομιακές «θέσεις» στην πόλη, σημειώνοντας υψηλά επίπεδα κερδοφορίας που προκύπτουν από τη χρήση του δημόσιου χώρου που περιβάλλει τα χρησιμοποιούμενα ακίνητα (δρόμοι, πλατείες, ροή αυτοκινήτων και πεζών κ.λπ.),

·τις αστικές αναπλάσεις που αλλάζουν το χάρτη της πόλης και αναπροσαρμόζουν τις αξίες γης, πάντα προς τα πάνω (Πλάκα, Ψυρρή, Γκάζι, Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων)

·την κατασκευή μεγάλων δημόσιων υποδομών (Αεροδρόμιο Σπάτων, Αττική Οδός, Μετρό, Προαστιακός κ.ά.) που όχι μόνο αναδιανέμουν αξίες γης και λειτουργίες, αλλά αλλάζουν τα όρια και το μέγεθος της πόλης και διευρύνουν την οικοδομήσιμη γη, σημειώνοντας ριζικές και μη αναστρέψιμες αλλαγές στην πόλη και τις παρυφές της

·την κρατική οικοδόμηση νέων τμημάτων πόλεων (π.χ. ολυμπιακό χωριό)

·την άμεση εκμετάλλευση του δημόσιου χώρου (τραπεζάκια σε πλατείες, ενοικίαση χώρων για εμπορικές εκθέσεις και διαφήμιση κλπ.)

·την παράνομη χρήση/οικοδόμηση χώρου ή τη σκανδαλώδη αλλαγή χρήσης και την αύξηση των όρων δόμησης με τη σφραγίδα του κράτους (π.χ. The Mall)

·την ενοικίαση ακινήτων του δημοσίου σε εξευτελιστικές τιμές (π.χ. αμερικάνικη πρεσβεία)

·την καταπάτηση/αυθαίρετη δόμηση δημοσίων/ιδιωτικών εκτάσεων εντός προνομιακών περιοχών περιβαλλοντικής σημασίας (θαλάσσιο μέτωπο Αθήνας, Υμηττός, Πάρνηθα, Σχινιάς κ..)

·τις συμβάσεις παραχώρησης ή την εκ των υστέρων παραχώρηση δημόσιων υποδομών για εκμετάλλευση από ιδιώτες (μεγάλα έργα, ολυμπιακές εγκαταστάσεις),

·Την είσοδο ιδιωτικών κεφαλαίων στις δημοτικές επιχειρήσεις σύμφωνα με το νέο κώδικα δήμων και κοινοτήτων

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι ο προωθούμενος ρόλος της Αθήνας ως κόμβος μεταφορών, πόλος τουρισμού, «πολιτισμού» και εμπορίου και κέντρο χρηματοπιστωτικών και εν γένει υπηρεσιών, επιβάλει μια σειρά έργων και πολιτικών, που ορίζουν τον πυρήνα του αναδιαρθρωτικού εγχειρήματος στο επίπεδο της πόλης.

1.4Διοικητική αναδιάρθρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης

Το τοπικό επίπεδο αποτελεί προνομιακό χώρο για το σχεδιασμό και την εμπέδωση συγκεκριμένων αναδιαρθρώσεων που αφορούν τόσο οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού, όσο και την παραγωγική διαδικασία, με την παράλληλη διαμόρφωση των γενικών συνθηκών παραγωγής, οι οποίες εξασφαλίζουν τους αναγκαίους όρους της κεφαλαιακής συσσώρευσης – γεγονός που δεν αναιρεί όμως ότι η βασική και δομική λειτουργία των Δήμων παραμένει η διασφάλιση του μακροπρόθεσμου συμφέροντος της αστικής εξουσίας και όχι η άμεση πραγματοποίηση και αποκομιδή κερδών.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες συντελείται μια ευρύτερη αναδιάρθρωση της διοικητικής δομής της χώρας, τόσο σε γεωγραφικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο, που σηματοδοτεί ένα διευρυμένο ρόλο στην πολιτική και ιδεολογική λειτουργία πλευρών του κρατικού μηχανισμού που αφορούν την «Τοπική Αυτοδιοίκηση», την χωρική οργάνωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων και αντίστοιχα την οργάνωση του χώρου, των αστικών συγκεντρώσεων και ειδικότερα των αστικών – μητροπολιτικών περιοχών.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους, αναβαθμίζεται τόσο στο επίπεδο της εξειδίκευσης της παραπάνω στρατηγικής με τον εκσυγχρονισμό της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο (εργαλεία άσκησης χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού ΓΠΣ-ΣΧΟΟΑΠ, κ.α.), αλλά και με τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας πλευρών του κρατικού μηχανισμού, όσο και στο επίπεδο της καθεαυτό αναδιάρθρωσης του, τόσο με την υλοποίηση του σχεδίου Καποδίστριας Ι, που είχε εφαρμογή στις περιφερειακές περιοχές, όσο και με την εξαιρετικά κρίσιμη ολοκλήρωση της διαδικασίας διοικητικής αναδιάρθρωσης των μηχανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης 1ου και 2ου βαθμού, ιδιαίτερα στις μητροπολιτικές περιοχές με την καθιέρωση μητροπολιτικών αυτοδιοικήσεων και στις μεγάλες αστικές συγκεντρώσεις με την υλοποίηση του Καλλικράτη.

Στόχο αποτελεί, με τη δημιουργία ικανών διοικητικών και αναπτυξιακών ενοτήτων, η αναβάθμιση του ρυθμιστικού ρόλου των μηχανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης, όσον αφορά την εξειδίκευση της αναδιαρθρωτικής στρατηγικής στο τοπικό επίπεδο, τις ειδικές παραγωγικές συνθήκες, τις ανάγκες των τοπικών κεφαλαίων κατά τόπους, τον ισχύοντα συσχετισμό δύναμης. Άλλωστε, η καθεαυτό αναδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού σε αυτό το επίπεδο, στοχεύει στην διευθέτηση τυχόν ανταγωνισμών και ασυνεχειών μιας προηγούμενης περιόδου καπιταλιστικής συσσώρευσης αλλά και στην διαμόρφωση των αναγκαίων όρων προώθησης της κεφαλαιακής κερδοφορίας στις νέες συνθήκες που αρθρώνονται σταδιακά στο πλαίσιο των νέων αναπτυξιακών κατευθύνσεων.

Οι κύριες όψεις της διαδικασίας αναδιάρθρωσης πλευρών του κρατικού μηχανισμού, που εκφράζεται με διοικητικούς και θεσμικούς μετασχηματισμούς στο επίπεδο των τοπικών λειτουργιών του μπορούν να συμπυκνωθούν στους ακόλουθους άξονες:

α. Αναβάθμιση οικονομικών λειτουργιών

Νομοθετικές ρυθμίσεις όπως ο «Νέος Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων» και η θέσπιση των «Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα» (ΣΔΙΤ), διαμορφώνουν το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο, ώστε να καταστεί δυνατή η απόδοση πλευρών της αναπαραγωγικής λειτουργίας του κράτους στην κεφαλαιακή κερδοφορία και να διευκολύνεται η επιχειρηματική δράση σε τοπικό επίπεδο, τόσο τοπικών, όσο και μονοπωλιακών κεφαλαίων, ιδίως στην περίπτωση που πρόκειται για τεχνικά έργα, καθώς αίρονται μια σειρά από προϋπάρχοντα διοικητικά και θεσμικά προσκόμματα.

Ειδικότερα, η ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, ακόμα και για μερίδες του μονοπωλιακού κεφαλαίου, προϋποθέτει τη χωρική εξειδίκευση της αναπτυξιακής στρατηγικής αλλά και την υλοποίηση σημαντικών παρεμβάσεων, κυρίως σε επίπεδο υποδομών, σχετικών με μεταφορές, συγκοινωνιακούς κόμβους, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, οργάνωση περιοχών τουριστικής ανάπτυξης (π.χ. Π.Ο.Τ.Α.) και βιομηχανικών περιοχών, τεχνολογικών πάρκων κλπ.

Παράλληλα, με τον έλεγχο και τον περιορισμό της κρατικής χρηματοδότησης, την εκπόνηση «επιχειρησιακών προγραμμάτων» και τη σύσταση νέων δημοτικών επιχειρήσεων, διαμορφώνεται ένα δόγμα «ανταποδοτικότητας και «επιχειρηματικότητας» που διέπει όλες τις λειτουργίες της τοπικής αυτοδιοίκησης, αποδεσμεύοντας σε μεγάλο βαθμό το κράτος από τη χρηματοδότηση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.

Το γεγονός αυτό έχει συγκεκριμένα αποτελέσματα, καθώς επιμερίζονται τα «αναπτυξιακά» κονδύλια ανάλογα με τις κρατικές προ­τεραιότητες και τις ιεραρχήσεις των πιο δυναμικών μερίδων του κεφαλαίου, την ίδια στιγμή που οι ΟΤΑ, ως διαχειριστές σημαντικών εθνικών και κοινοτικών κονδυλίων, εμπεριέχουν και μια κατεύθυνση ανοιχτής επιδότησης μερίδων του κεφαλαίου, και ό­χι ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες που παρουσιάζει η κάθε περιοχή ξεχωριστά.

Τελικά, η βασική προτεραιότητα που είναι η επίτευξη σημαντικών ρυθμών καπιταλιστικής ανάπτυξης ανά περιοχή, υποθάλπει φαινόμενα τοπικισμού ωθώντας κάθε διοικητική περιοχή στην ενίσχυση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της με την εφαρμογή πολιτικών προσέλκυσης του ιδιωτικού κεφαλαίου καθώς και στρωμάτων ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στην πόλη περνάει μέσα από την χρηματοδότηση που καταβάλουν οι ίδιοι οι κάτοικοι της και εξαρτάται απ' αυτή, όπως οποιοδήποτε άλλο προϊόν. Με αυτή την έννοια, όσο πιο εύποροι είναι οι κάτοικοι μιας περιοχής, τόσο πιο ποιοτικά αναβαθμισμένες θα είναι οι δημοτικές υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτό, το κόστος μετακυλύετε στα εργατικά και μικροαστικά στρώματα μέσω της άμεσης πληρωμής υπηρεσιών - καθώς μερίδες του κεφαλαίου που επενδύουν στις υπηρεσίες αναλαμβάνουν να καλύψουν αυτό το κενό - ή μέσω της ραγδαίας αύξησης των δημοτικών τελών.

β. Πολιτική θωράκιση

Το γεγονός, ότι στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι δυνατό να καταγραφούν αμεσότερα συμπαγείς χωρικά συγκεντρώσεις εργατικών και λαϊκών μαζών, αλλά και να εκφραστούν τυχόν ανταγωνισμοί που εκφράζονται στο εσωτερικό του συνασπισμού εξουσίας με τη μορφή τοπικών συμφερόντων, οδηγεί στη θωράκιση του κρατικού μηχανισμού στα διάφορα επίπεδα τοπικής αυτοδιοίκησης μέσω της σκλήρυνσης των εκλογικών μηχανισμών πολιτικής εκπροσώπησης.

Η εφαρμογή του «Σχεδίου Καποδίστριας»,με την κατάργηση ενός πολύ μεγάλου αριθμού δημοτικών και κοινοτικών συμβούλων που υπήρχαν μέχρι πρότινος (με αποτέλεσμα όπου το εκλογικό σώμα αντιπροσωπευόταν από 15 δημοτικούς συμβούλους τώρα θα αντιπροσωπεύεται από έναν) ενίσχυσε τη στεγανοποίηση των θεσμών πολιτικής εκπροσώπησης και τον αναβαθμισμένο ρόλο που καλείται να διαδραματίσει η τοπική αυτοδιοίκηση, όπως αυτός έχει περιγραφεί.

Ενδεικτικός είναι ο τρόπος συγκρότησης συμμαχιών και όρων αποδοχής σε αυτό το επίπεδο του «Σχεδίου Καποδίστριας», απέναντι στις αντιδράσεις που προκάλεσε η εφαρμογή του, με τη μετεξέλιξη των πρώην δήμων και κοινοτήτων σε δημοτικά ή κοινοτικά διαμερίσματα που διοικούνται από τα συμβούλια περιοχής και πλέον διαθέτουν περιορισμένες έως ανύπαρκτες αρμοδιότητες.

Τέλος, σε παρόμοια κατεύθυνση κινήθηκε και ο πρόσφατος εκλογικός κανονισμός των Δημοτικών και Νομαρχικών Εκλογών του 2006, με τον οποίο διαμορφώθηκε ένα εξαιρετικά πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, δυσχεραίνοντας σημαντικά την πολιτική εκπροσώπηση κοινωνικών και πολιτικών σχηματισμών.

Παράλληλα, ενισχύεται ιδιαίτερα ο ρόλος της Τ.Α. ως ιδεολογικός μηχανισμός μέσω της ενίσχυσης των «συμμετοχικών» θεσμών, οι οποίοι αποτελούν μηχανισμούς ιδεολογικής ενσωμάτωσης της πολιτικής έκφρασης και των διεκδικήσεων των κυριαρχούμενων κοινωνικών στρωμάτων - αναπόσπαστο τμήμα ενός δικτύου διαχείρισης των κοινωνικών αντιθέσεων - στους στόχους της κυρίαρχης τάξης και επαναπροσδιορίζουν τη σχέση κυβερνώντων - κυβερνωμένων μέσα από μία διοικητικά ελεγχόμενη εξουσία.

Οι τοπικοί θεσμοί συμμετοχής, ως μορφές τοπικής πολιτικής οργάνωσης και εκπροσώπησης αποδίδουν και λόγω του «τοπικού χαρακτήρα» και της βιωματικής σχέσης που έχουν τα λαϊκά στρώματα με τα τοπικά ζητήματα, την αίσθηση της πολιτικής αυτονομίας, ενώ οι πολιτικοί μηχανισμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης προβάλλονται ως πραγματικό πεδίο εκπροσώπησης κοινωνικών συμφερόντων.

Επί της ουσίας επιδιώκεται η άμβλυνση, έως και η απόκρυψη, των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας, οι κοινωνικές αντιθέσεις εμφανίζονται να έχουν τοπικά χαρακτηριστικά (υπανάπτυξη κ.α.) και όχι ως οικονομικά και πολιτικά αποτελέσματα ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής, ενώ τα κυριαρχούμενα στρώματα εγκαλούνται στο επίπεδο του «πολίτη» και όχι ως ταξικά υποκείμενα.

Στο πλαίσιο αυτό, ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόπειρα ενδυνάμωσης των συναινετικών λειτουργιών, που παρέχει η τοπική αυτοδιοίκηση, με τη θεσμοθέτηση νέων εκλογικών διαδικασιών, όπως τα «Τοπικά Δημοψηφίσματα», τα οποία επιτρέπουν τη διοχέτευση της κοινωνικής δυσφορίας προς μία κατεύθυνση που δεν παρουσιάζει πολλές διαφορές από την αντιπροσώπευση σε εθνικό επίπεδο, ή με τη συγκρότηση επιμέρους μηχανισμών εκπροσώπησης όπως τα «Τοπικά Συμβούλια Νέων» μέσω των οποίων επιχειρείται, με τεχνητό τρόπο, η θεσμική εκπροσώπηση μιας δυναμικής κοινωνικής κατηγορίας και η υποκατάσταση των συνδικαλιστικών δομών της (μαθητικά – φοιτητικά συνδικαλιστικά όργανα) αλλά και τα «Συμβούλια Περιοχής», τα οποία λειτουργούν συμπληρωματικά ως θεσμοί «λαϊκής συμμετοχής» ως προς τις πολιτικές και ιδεολογικές λειτουργίες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Επίσης, η σκλήρυνση του εκλογικού κανονισμού ενδυναμώνει τεχνητά την επιρροή των αστικών κομμάτων, διευκολύνοντας τις διαδικασίες εξαφάνισης των μικρότερων συνδυασμών, προσαρμόζοντας την εκλογική διαδικασία σε τοπικό επίπεδο στην αντίστοιχη της κεντρικής πολιτικής εκπροσώπησης.

Τελικά, ο ρόλος των τοπικών θεσμών έγκειται στην ενίσχυση της πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας της αστικής τάξης και του κεφαλαίου και οι πολιτικές του τοπικού «κράτους» θα πρέπει να κατανοούνται ως εκφάνσεις μιας ευρύτερης στρατηγικής, όπου η τοπική αυτοδιοίκηση είναι δομικό προαπαιτούμενο με σημαντικό ιδεολογικό ρόλο κεντρικών πολιτικών, που εξυπηρετούν τις επιλογές της ιθύνουσας τάξης - επιλογές οι οποίες διαμορφώνονται μέσω κεντρικά ελεγχόμενων διαδικασιών λήψης αποφάσεων.


2. Η ειδική συγκυρία της χωρικής αναδιάρθρωσης

2.1. Η όξυνση των αντιθέσεων στον αστικό χώρο

Έχει ήδη περιγραφεί ο τρόπος με τον οποίο, σε οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, επιδιώκεται η διαμόρφωση μακροπρόθεσμων όρων κερδοφορίας του ελληνικού κεφαλαίου, η οποία αποκρυσταλλώνεται αφενός στην τριτογενοποίηση της οικονομίας και αφετέρου στη διαπλοκή με τις διαδικασίες καπιταλιστικής διεθνοποίησης και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι ειδικοί όροι υπό τους οποίους η συνεχόμενη και εντεινόμενη αναδιάρθρωση των χωρικών δομών και λειτουργιών (σε οικονομικό, πολιτικό και διοικητικό επίπεδο) δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για επενδύσεις σε διάφορους τομείς και κλάδους (τουριστική βιομηχανία, εμπόριο, υπηρεσίες και την τεχνολογία), εξασφαλίζοντας ευννοϊκότερους όρους κερδοφορίας για το ελληνικό κεφάλαιο.

Η διαδικασία της χωρικής αναδιάρθρωσης αποτελεί μια επιθετική επιλογή της αστικής τάξης και του κεφαλαίου, επιχειρώντας να συγκροτήσει για το κεφάλαιο μια ικανή κοινωνική συμμαχία προώθησης των συμφερόντων του, ενώ την ίδια στιγμή παλαιότερες παραχωρήσεις ή μηχανισμοί ενσωμάτωσης των λαϊκών αναγκών και διεκδικήσεων αίρονται με πολύ ταχείς ρυθμούς.

Σε αυτό το πλαίσιο, αίρονται όψεις της προηγούμενης μορφής διαχείρισης που είχαν κωδικοποιηθεί με διάφορες μορφές, όπως μια σχετική μέριμνα για την προστασία του περιβάλλοντος, έστω και με τη μορφή της θεσμικής κατοχύρωσης, η διασφάλιση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης σαν κοινωνικές παροχές (δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, εργασία, ασφάλιση, υγεία, στέγαση, δωρεάν μεταφορές, αναψυχή, πολιτιστική έκφραση και δημιουργία, έργα προστασίας του περιβάλλοντος κλπ), υπό τη σκέπη του «κράτους δικαίου», η δυνατότητα εκπροσώπησης του λαϊκού παράγοντα σε πλευρές του κρατικού μηχανισμού (τοπική αυτοδιοίκηση), που δεν είχαν ακόμα ενταχθεί σε ένα συνολικότερο σχέδιο αξιοποίησης από μέρος του αστισμού.

Ως αποτέλεσμα, στο πολιτικό επίπεδο υπάρχουν ευνοϊκότεροι όροι για τις δυνάμεις της εργασίας καθώς η άμεση πλέον συσχέτιση της ανάπτυξης του αστικού χώρου με τις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου και η ομόλογη διαδικασία εσωτερικής αναδιάρθρωσης του αστικού χώρου οδηγεί στην εντατικοποίηση των ενδοαστικών αντιθέσεων και την ένταση των κοινωνικών διεργασιών και δυναμικών που αναπτύσσονται το τελευταίο διάστημα.

Στο πλαίσιο αυτό και σε σχέση με τα υπαρκτά ρήγματα στην ικανότητα της αστικής τάξης να εκφέρει ένα ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο σε κομβικές επιδιώξεις της αναδιαρθρωτικής κίνησης διαφάνηκε η δυνατότητα αντιστάσεων, ρωγμών, και ανατροπών σε κομβικές επιδιώξεις της αναδιαρθρωτικής κίνησης (αναθεώρηση του συντάγματος, νέος νόμος πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ασφαλιστικό κ.λπ.) στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, στο επίπεδο της γειτονιάς έχουμε μία άνθηση κινηματικών πρακτικών που οφείλεται στους πολιτικούς σχεδιασμούς και στους αντίστοιχους απτούς στόχουςπου αναδείχθηκαν τόσο από δυνάμεις της ρεφορμιστικής αριστεράς όσο και από σχηματισμούς της αντικαπιταλιστικής παρέμβασης. Το αξιοσημείωτο είναι ότι τα κινήματα αυτά δείχνουν να πετυχαίνουν νίκες που αποτυπώνονται σε υλικό επίπεδο για τους κατοίκους, ενώ καθοριστικό σημείο σε αυτό έχει και το γεγονός της αμεσοδημοκρατικής οργάνωσης των κινημάτων.

Είναι προφανές, ότι την τελευταία περίοδο η ένταση των χωρικών αναδιαρθρώσεων έχει διαμορφώσει ένα ικανό υπόβαθρο κοινωνικών εκρήξεων, που σε κάθε ευκαιρία ξεδιπλώνει τη δυναμική και τις διεκδικήσεις του αμφισβητώντας την κυρίαρχη πολιτική και εκφράζεται με διάφορες μορφές και περιεχόμενο, συγκροτώντας πολιτικές και κινηματικές αντιστάσεις, ειδικά σε θέματα που σχετίζονται με την προστασία και διαχείριση του αστικού και φυσικού περιβάλλοντος.

Αυτή την περίοδο η ταξική πάλη, όπως εκφράζεται μέσα από τα «κινήματα πόλης» δεν διεκδικεί απλά καλυτέρευση των όρων αναπαραγωγής της εργασίας (κατοικία, μεταφορές, υγεία, εκπαίδευση κλπ) αντιτασσόμενη απλά στην άρση της επιθετικής κίνησης του κεφαλαίου στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης διαχείρισης (περιορισμός κοινωνικών δαπανών κλπ), διεκδικεί να παρέμβει στον αντίποδα, στους ίδιους τους όρους της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, στην αναδιαρθρωτική κίνηση που στοχεύει στην ένταση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, ότι σε όλο και περισσότερες περιοχές συγκροτούνται συλλογικότητες, με τη δική τους ιδιαίτερη φυσιογνωμία και χαρακτηριστικά η κάθε μία, που όμως κινούνται σε λογική αμφισβήτησης του αναδιαρθρωτικού εγχειρήματος και παρεμβαίνουν στο σύνολο της κοινωνικής ζωής στην πόλη, ενώ την ίδια στιγμή εμφανίζονται αγωνιστικές διεργασίες και αναπτύσσονται κινηματικές αντιστάσεις, που έστω και με αποσπασματικό τρόπο αναζητούν δρόμους παρέμβασης και νικηφόρας δράσης. Σε τελική ανάλυση η εμπέδωση της αναδιαρθρωτικής διαδικασίας, ως διαδικασίας που προωθεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου, σε σχέση με τα ιστορικά ανταγωνιστικά συμφέροντα της εργασίας, αποτελεί ένα διακύβευμα της ταξικής πάλης.

Ειδικότερα μετά τον πρόσφατο Δεκέμβρη, όπου η πολιτική και κινηματική έκφραση των κυριαρχούμενων στρωμάτων σε επίπεδο χώρου φάνηκε ότι διαπλέκεται άμεσα με ευρύτερες κοινωνικές, πολιτικές και κινηματικές διεργασίες, με κοινωνικές καταλήψεις και με σχετικά πρωτότυπες μορφές πάλης για τον ελληνικό χώρο, αποδείχθηκε ότι από ένα βαθμό ανάπτυξης και ύστερα κοινωνικές διεκδικήσεις που φαίνονται αποσπασματικές συνδέονται άμεσα και μπορούν να οδηγήσουν σε συνολικότερες κοινωνικές ρήξεις και ανατροπές. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ακριβώς σε περιοχές όπου υπάρχουν τοπικές διεκδικήσεις, τα φαινόμενα αυτά είχαν ιδιαίτερες διαστάσες (π.χ. Ζωγράφου, Ν. Σμύρνη).

Παράλληλα, στο ιδεολογικό επίπεδο είναι φανερή μια αδυναμία του αστικού συνασπισμού εξουσίας να μπορέσει να δώσει ένα θετικό πρόταγμα στην κίνηση της αναδιάρθρωσης. Όλοι πλέον βιώνουν τα αποτελέσματα των εθνικών στόχων της σύγκλισης του Ευρώ και της Ολυμπιάδας και βλέπουν κάθε χρόνο τις ζωές τους να χειροτερεύουν, τη ζωή στην πόλη τους να γίνεται όλο και πιο ασφυκτική. Ειδικά μετά τις πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές το περιβαλλοντικό ζήτημα και οι αλλαγές χρήσεων γης σε συνδυασμό με τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα δημιουργούν πολύ ευνοϊκούς όρους μιας μάχιμης αντικαπιταλιστικής παρέμβασης και αντιηγεμονίας για τα ζητήματα αυτά.

Τα ιδεολογικά προτάγματα του εκσυγχρονισμού, των «εθνικών στόχων», της σύγκλισης, του Ευρώ, των «μεγάλων έργων» και της Ολυμπιάδας δεν αντισταθμίζουν πλέον με κανέναν τρόπο τα υλικά αποτελέσματα του «νεοφιλελευθερισμού» που οδηγούν κάθε χρόνο τη ζωή στην πόλη να γίνεται όλο και πιο ασφυκτική. Ειδικά, μετά τις αλλεπάλληλες καταστροφικές πυρκαγιές το περιβαλλοντικό ζήτημα και οι αλλαγές χρήσεων γης σε συνδυασμό με τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα δημιουργούν πολύ ευνοϊκούς όρους μιας μάχιμης αντικαπιταλιστικής παρέμβασης και αντι-ηγεμονίας για τα ζητήματα αυτά και όχι μόνο (κεραίες, ελεύθεροι χώροι κ.ο.κ.).

2.2 Η κυβερνητική αλλαγή

Η συγκυρία της οικονομικής κρίσης επιφέρει έναν σχετικό επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων του αναπτυξιακού σχεδιασμού που αφορά τόσο τη δυνατότητα άμεσων επενδύσεων σε συγκεκριμένους τομείς, όσο και την ενσωμάτωση πιθανών αντιστάσεων που σχετίζονται με την όξυνση των αντιθέσεων στον αστικό χώρο, την κοινωνική δυσαρέσκεια στο πλαίσιο της «κλιματικής αλλαγής» αλλά και την ευρύτερη κοινωνική αναστάτωση ως απόρροια της οικονομικής κρίσης.

Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή αποτελεί μια ευκαιρία επαναπροσαρμογής των κυρίαρχων αναπτυξιακών κατευθύνσεων, προσπαθώντας σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο να αποτυπώσει μια περισσότερο ευέλικτη τακτική υλοποίησης της αστικής στρατηγικής.

Η αποτίμηση πάντως των χαρακτηριστικών της προηγούμενης διαχείρισης της ΝΔ, όσο και αυτά που διαφαίνονται από τις πρώτες κινήσεις του ΠΑΣΟΚ έχει ένα ειδικό ενδιαφέρον καθώς αποτυπώνει το βαθμό υλοποίησης της αστικής στρατηγικής αλλά και το επίπεδο της αντιπαράθεσης του επόμενου διαστήματος.

Κατά την κυβερνητική περίοδο της ΝΔ, οι κύριοι άξονες άσκησης πολιτικής συμπυκνώνονται ως εξής:

·στην ολοκλήρωση της προσαρμογής σε θεσμικό επίπεδο της ελληνικής χωροταξικής-πολεοδομικής πολιτικής με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή με την κύρωση τόσο του ΓΠΧΣΑΑ όσο και των αντίστοιχων ειδικών χωροταξικών σε κρίσιμους τομείς αλλά και την εκπόνηση ΡΣΑ – πέραν του γεγονότος ότι τα ειδικά ενδεχομένως επαναδιατυπώνονται αυτό δεν αναιρεί τη σημασία του γεγονότος καθεαυτού, καθώς η όποια αλλαγή θα γίνει πάνω σε ένα σαφές πλαίσιο στρατηγικών στόχων, δίνοντας και αρκετούς «βαθμούς ελευθερίας» στο ΠΑΣΟΚ συγκρότησης πιο ειδικών οικονομικών και κοινωνικών συμμαχιών

·στην ολοκλήρωση μιας σειράς έργων υποδομής σε συνέχεια της εκσυγχρονιστικής περιόδου κυρίως στην περιφέρεια

·στην απόπειρα ολοκλήρωσης συγκεκριμένων παρεμβάσεων – κυρίως στην πρωτεύουσα – (ΜΕΤΡΟ, οδικούς άξονες, ολυμπιακές εγκαταστάσεις) στηρίζοντας προνομιακά τις μερίδες που είχαν αναδειχθεί από την περίοδο των ολυμπιακών αγώνων και προσπαθώντας κατά τόπους να ικανοποιήσει πάγιες διεκδικήσεις τοπικών συμφερόντων.

Αυτή η πολιτική πρακτική οδήγησε σταδιακά στην πλήρη απονομιμοποίηση πολιτικών επιλογών της προηγούμενης διαχείρισης τόσο στο εσωτερικό του κράτους, όσο και στο πεδίο της κοινωνικής αντιπαράθεσης. Η απόπειρα αναθεώρησης του άρθρου 24 – που εκτός της συνολικής ήττας της κυβέρνησης λόγω του εκπαιδευτικού – υπήρχε σαφής εναντίωση και από το ΠΑΣΟΚ, η εξαιρετικής έντασης και έκτασης κοινωνικών αντιστάσεων για διάφορα θέματα (γενικά και ειδικά – ΧΥΤΑ, οδικοί άξονες, ελεύθεροι χώροι κ.α.) και τέλος η αποδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού (δασοπροστασίας κλπ) ανέδειξε συγκεκριμένα πολιτικά όρια που μεσοπρόθεσμα ναρκοθετούσε το έδαφος για κάθε τύπου άσκησης πολιτικής από την πλευρά του αστισμού.

Η κυβερνητική αλλαγή του ΠΑΣΟΚ σηματοδοτεί, στα ζητήματα αυτά, και μια απόπειρα εκφοράς ενός πιο σύνθετου πολιτικού σχεδίου που από τη μια θέλει να ανταποκριθεί στις πραγματικές αναπτυξιακές δυνατότητες στη δεδομένη οικονομική συγκυρία, αξιοποιώντας μια σειρά ωφελειών της προηγούμενης περιόδου (ολυμπιακοί αγώνες, προώθηση θεσμικών αλλαγών, θεσμικά πλαίσια…) και επιβεβαιώνοντας πραγματικές υλικές συμμαχίες στο εσωτερικό του συνασπισμού εξουσίας, με μονοπωλιακές – μη μονοπωλιακές κεφαλαιακές μερίδες σε συγκεκριμένους τομείς και κλάδους της ελληνικής οικονομίας (κατασκευές – τουρισμός), λειτουργώντας ως εγγυητής ως προς τη συνέχεια των ρυθμών κερδοφορίας τους (διαμόρφωση αξόνων και πόλων ανάπτυξης), αλλά και ξεκαθαρίζοντας με ειδικά συμφέροντα τα οποία κατά περιόδους λειτουργούν ανταγωνιστικά στην υλοποίηση του συνολικού σχεδιασμού (ΠΔ Υμηττού, δασολόγια… κ.α.), και από την άλλη να ανασυγκροτήσει στοιχεία ιδεολογικής ηγεμονίας στο πεδίο διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος, γεγονός που θα τη βοηθήσει να εξομαλύνει τις σχετικά διευρυνόμενες κοινωνικές αντιστάσεις σε ένα πεδίο όπου είναι εμφανής μια σχετικήαδυναμία του αστικού συνασπισμού εξουσίας να μπορέσει να δώσει ένα θετικό πρόταγμα στην κίνηση της αναδιάρθρωσης. Είναι χαρακτηριστική, η «ευκολία» απόσυρσης του νέου ΠΔ Υμηττού, όπως επίσης και η προαναγγελία εκπόνησης ή/και ολοκλήρωσης δασολογίου, κτηματολογίου, υπηρεσίας κατεδάφισης αυθαιρέτων κ.α., που εκτός του επικοινωνιακού χαρακτήρα των εξαγγελιών, μάλλον εκφράζει και μια απόπειρα διαμόρφωσης του αντίστοιχου θεσμικού πλαισίου που θα αποσοβεί «ανισορροπίες» στην άσκηση της κυρίαρχης πολιτικής από τοπικές παρεκκλίσεις, αλλά και ενσωματώνει με ηγεμονικό, για τον αστισμό τρόπο, μιας σειράς αιτημάτων ρεφορμιστικού χαρακτήρα στο πλαίσιο πάντα του εκσυγχρονισμού της άσκησης της πολεοδομικής και χωροταξικής πολιτικής.

Επίσης, επαναφέρει στο προσκήνιο την ολοκλήρωση της διοικητικής αναδιάρθρωσης της χώρας με το σχέδιο του «Καποδίστρια ΙΙ», ως αναγκαία προϋπόθεση, όπως έχει περιγραφεί, υλοποίησης των κυρίαρχων αναπτυξιακών κατευθύνσεων.

Τέλος, σε ιδεολογικό επίπεδο επιχειρεί να εμπεδώσει στα λαϊκά στρώματα ένα αίσθημα «ασφάλειας» σε σχέση με τα περιβαλλοντικά ζητήματα που σε δεύτερο χρόνο θα λειάνει τις κοινωνικές αντιδράσεις σε σχέση με συγκεκριμένες παρεμβάσεις – έργα. Η απόπειρα αυτή συμπυκνώνεται στο «πράσινη ανάπτυξη», κυρίως αποτελεί περισσότερο ένα ιδεολογικό υποσύνολο παρά μια συντεταγμένη «υλική απόπειρα». Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να επιβεβαιώσει την πολιτική του ηγεμονία στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμό (ΣΤΕ, γνωμοδοτικοί φορείς κλπ), αλλά και να επαναδιατυπώσει πλευρές του αναπτυξιακού σχεδιασμού (νέο ΡΣΑ) σε πιο πραγματικό πλαίσιο – μέσω του οποίου ενδεχομένως διερευνάει και πολιτικές συμμαχίες (ΣΥΝ).

2.3 Για την «πράσινη ανάπτυξη»

Η συνεχόμενη ένταση των διαδικασιών συσσώρευσης παράγει και μια ομόλογη ένταση της εκμετάλλευσης των φυσικών διαθεσίμων, επιφέροντας δυσμενή αποτελέσματα τόσο στο φυσικό περιβάλλον (κλιματική αλλαγή, φυσικές καταστροφές κ.α.), όσο και στους όρους της ανθρώπινης διαβίωσης, ειδικά στις αστικές συγκεντρώσεις. Το γεγονός αυτό διαμορφώνει δυσμενείς όρους ως προς την ομαλή εξέλιξη της κεφαλαιακής κερδοφορίας, ενώ παράλληλα, σε πολιτικό επίπεδο, παράγει κοινωνικές εντάσεις, που είναι δυνατόν να αμφισβητήσουν τις κυρίαρχες αναπτυξιακές επιλογές του κεφαλαίου.

Στο πλαίσιο αυτό, έχουν εντοπίσει, εδώ και τουλάχιστον τριάντα έτη, τις αρρυθμίες ενός καθ’ όλα υπαρκτού, για την εσωτερική τάξη του συστήματος, προβλήματος και κινητοποιώντας τα μέσα και τους μηχανισμούς του, έχουν ήδη παράγει τις μεθόδους, τις τεχνικές και τα εργαλεία για τη δική του προσαρμογή. Έτσι, επιχειρείται να επιτευχθεί, προς όφελος της απρόσκοπτης συνέχισης της κεφαλαιακής συσσώρευσης, μια νέα ισορροπία, η οποία σήμερα είναι ευρέως ορατή με μια ποικιλία μορφών (περιβαλλοντική οικονομία, περιβαλλοντικό δίκαιο, διασκέψεις, συμβάσεις, προσαρμογές αγορών, καταναλωτικά πρότυπα κ.α.).

Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο επισφραγίστηκε με τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (Rio de Janeiro 1992), αποτελώντας πλέον την προμετωπίδα των αναπτυξιακών πολιτικών των «προηγμένων» κρατών της Δύσης, παρά το διαφορετικό βαθμό αποδοχής και υλοποίησης της παραπάνω στρατηγικής από διαφορετικά κεφάλαια, λόγω ανταγωνισμών, τοποθέτησης σε διαφορετικές σφαίρες παραγωγής, ειδικών χωρικών περιορισμών κ.α.).

Αναλυτικότερα, το υπόδειγμα της βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί - μαζί με τις όποιες συμβάσεις, συνθήκες, πρωτόκολλα, οδηγίες, αρχές κλπ το ακολουθούν - την κίνηση των ίδιων των κυρίαρχων κοινωνικά δυνάμεων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του συστήματος, εξασφαλίζοντας τις αναγκαίες ποιότητες και ποσότητες φυσικών διαθεσίμων και προωθώντας παράλληλα έναν «εξορθολογισμό» της κίνησης του παγκόσμιου κεφαλαίου στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης με την εσωτερίκευση τμήματος των εξωτερικών οικονομιών (του κόστους δηλαδή που εξωτερικεύεται στην κοινωνία, αλλά και από τη μια επιχείρηση στην άλλη από την εκπομπή ρύπανσης κατά την παραγωγική δραστηριότητα).

Υπό αυτές τις συνθήκες επιχειρεί να ενσωματώσει και τις οικολογικές ανησυχίες των πολιτών – καταναλωτών του Βορρά προσπαθώντας να δημιουργήσει την απαραίτητη ενεργό ζήτηση, η οποία θα αποτελέσει την οδό δια της οποίας θα αναπτύσσονται οι φιλο-περιβαλλοντικές τεχνολογίες, οι αγορές περιβαλλοντικών αγαθών, με επίπεδα κερδοφορίας τέτοια, ώστε να ανταγωνίζονται τις υπόλοιπες σφαίρες οικονομικής δραστηριότητας. Το παραπάνω καθιστά πρόδηλη την απόλυτη κυριαρχία του καπιταλιστικού κριτηρίου της οικονομικής αποτελεσματικότητας, που βρίσκεται στον πυρήνα του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, σε σχέση με αυτό της προστασίας του περιβάλλοντος, που υποτίθεται ότι συναρθρώνεται στο υπόδειγμα της βιώσιμης ανάπτυξης.

Παράλληλα, ως προς την αποτελεσματικότητα, σε σχέση με το στόχο της περιβαλλοντικής προστασίας, η εφαρμογή «πράσινων τεχνολογιών» επιταχύνει τη μείωση των εισροών ενέργειας και πρώτων υλών στην παραγωγική διαδικασία (που αποτελεί και πάγιο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού λόγω της συνεχούς τεχνολογικής εξέλιξης) και άρα τον περιορισμό της απόρριψης αποβλήτων και της εκπομπής ρύπων στο περιβάλλον ανά μονάδα μεγέθυνσης του ΑΕΠ, όμως, παρά τις μειώσεις, η κατά κεφαλή ροή αποβλήτων αυξάνει, ενώ επίσης αυξάνουν σε απόλυτα μεγέθη τόσο η χρήση των πρώτων υλών και ενέργειας, όσο και η αποβολή υλών στο περιβάλλον. Επί της ουσίας, τα οφέλη από την αύξηση της αποδοτικότητας από την εισαγωγή νέων τεχνολογιών αντισταθμίζονται τελικά από την αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης και τη μεγέθυνση της καπιταλιστικής οικονομίας.

Την ίδια στιγμή, σε ιδεολογικό επίπεδο, ενισχύονται κατευθύνσεις που προωθούν την ανταγωνιστικότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την καταβολή επιδοτήσεων για την υιοθέτηση αντιρρυπαντικών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις- με την ανακατανομή εισοδήματος προς όφελος του κεφαλαίου μέσω της γενικής φορολογίας -, ανατρέποντας την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», ενώ σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί το «δούρειο ίππο» για την περαιτέρω εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών, μετακυλύοντας το κόστος της προστασίας του περιβάλλοντος σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα εργαζομένων που πλήττονται από τη ρύπανση και υπάγοντας στο κεφάλαιο ζωτικές λειτουργίες της ανθρώπινης αναπαραγωγής.

Επίσης, ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο αποκτά η έγκλιση των πολιτών σε ατομικό επίπεδο (ως ιδιωτών και καταναλωτών) και η συνεισφορά τους στο πλαίσιο της «συμμετοχικής κοινωνίας» (εθελοντική εργασία αντί κοινωνικών υπηρεσιών, έμμεση φορολογία για τη δημιουργία ταμείων περιβάλλοντος, καμπάνιες «περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης» κ.α.), η οποία αποσκοπεί στην απόκρηψη των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και της τοποθέτησης των ατομικών υποκειμένων σε κοινωνικές κατηγορίες και στην ενσωμάτωση και κατευνασμό της κοινωνικής δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας σε οδούς που, αντί να αναιρούν τα αποτελέσματα της καπιταλιστικής κερδοφορίας επί του περιβάλλοντος, επί της ουσίας τα αναπαράγουν διευρυμένα στα νέα πεδία που διαμορφώνονται.

3. Μέτωπα πάλης των κινημάτων πόλης

Την περίοδο που διανύουμε, είναι σκόπιμο να διερευνηθεί η δυνατότητα άρθρωσης πολιτικών πρωτοβουλιών και κινηματικών πρακτικών αναφορικά τόσο με μια σειρά πεδίων παρέμβασης που έχουν αναδειχθεί (είτε αυθόρμητα, είτε με πρωτοβουλία ευρύτερων δυνάμεων της ριζοσπαστικής – αντικαπιταλιστικής αριστεράς, είτε και σε συνδυασμό των παραπάνω), όσο και σε σχέση με πεδία που η κίνηση του αστισμού, εκτιμούμε ότι, θα τα αναδείξει το επόμενο διάστημα.

Στο πλαίσιο αυτό και με σχετική ιεράρχηση, κυρίως με σχέση το τι έχει αναδειχθεί έως σήμερα, μπορούν να παρατεθούν τα ακόλουθα:

3.1 Νέοι Δρόμοι

Το μέτωπο των νέων δρόμων πρέπει να ιδωθεί μέσα απ’ το πρόβλημα της μετακίνησης ως στοιχείο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης αλλά και ως αναγκαίο στοιχείο μεταφορικής υποδομής για την υλοποίηση των αναπτυξιακών σχεδιασμών του κεφαλαίου ειδικότερα στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας.

Το μεγάλο κυκλοφοριακό πρόβλημα της Αθήνας είναι υπαρκτό. Οι λαϊκές τάξεις κόσμος που απευθυνόμαστε αναλώνουν κάθε μέρα πολλές ώρες από τον ελεύθερο χρόνο τους μόνο και μόνο για να μετακινούνται από το σπίτι στη δουλειά, στα ψώνια, στη βραδινή διασκέδαση κοκ. Πρόκειται για ένα πρόβλημα του οποίου η ρίζα βρίσκεται στο ίδιο το μέσο που προτείνεται διαρκώς για την επίλυση του: τη χρήση δλδ του αυτοκινήτου εντός της πόλης και της «ελεύθερης» καπιταλιστικής αγοράς. Έχει αποδειχθεί ότι οι νέοι δρόμοι αυξάνουν τον συνολικό αριθμό των οχημάτων στην πόλη επειδή ακριβώς προσφέρουν χώρο σε αυτά και ενθαρρύνουν την κυκλοφορία τους, ενώ γεννούν και νέες κυκλοφοριακές ανάγκες, με αποτέλεσμα σε λίγα χρόνια να μην επαρκούν ούτε για την εξυπηρέτησή όλων αυτών των ΙΧ. Οι επιπτώσεις από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων διαπιστώνεται ότι είναι όλο και πιο καταστροφικές για το περιβάλλον (τοπικό και παγκόσμιο), την ποιότητα ζωής στην πόλη, την υγεία και ασφάλεια του πληθυσμού, την κοινωνική ζωή και τους δημόσιους χώρους και συμβάλλουν έμμεσα στην αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Είναι ενδεικτικό ότι σε μητροπολιτικά κέντρα πιο αναπτυγμένων κοινωνικών σχηματισμών, μοντέλα ανάπτυξης της πόλης που βασίζονταν στην χρήση του Ι.Χ. έχουν εγκαταλειφθεί, καθώς μακροπρόθεσμα δε συμβάλλουν στην «ομαλή» αύξηση της κεφαλαιακής κερδοφορίας (υψηλό περιβαλλοντικό κόστος, υψηλό μεταφορικό κόστος, προνομιμοποίηση συγκεκριμένων κεφαλαιακών μερίδων – αυτοκινητοβιομηχανία -, κοινωνικά προβλήματα κλπ).

Είναι, προφανώς, αναγκαίο να γίνεται διάκριση σε σχέση με συνολικές «ευρωπαϊκές πολιτικές» που οδηγούν σε φαινομενικά διαφορετικά αποτελέσματα. Δλδ ότι δεν υπάρχει γενικά μια «καλή» ευρωπαϊκή πολιτική που δεν εφαρμόζεται από τους πολιτικά υπεύθυνους αλλά αντίθετα ότι η ευρωπαϊκή πολιτική δεν εφαρμόζεται γενικά αλλά ακριβώς εξειδικεύεται στο πλαίσιο των ειδικών αναγκών του κάθε κοινωνικού σχηματισμού, αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα της συνολικής ευρωπαϊκής πολιτικής…

Σχετικά με τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, ο ειδικός ρόλος που διαδραματίζει το κατασκευαστικό κεφάλαιο, όπως έχει περιγραφεί, στην συνολική κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου σε συνδυασμό μάλιστα με τις ειδικές συνθήκες (πολιτικές – οικονομικές) που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, οδηγεί ως προς τις απολήξεις του «αναπτυξιακού σχεδιασμού» να δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην κατασκευαστική δραστηριότητα (κατοικία, μεταφορικά δίκτυα) και συνακόλουθα στους αντίστοιχους τομείς του εμπορικού κεφαλαίου που σχετίζονται με το παραπάνω (αυτοκίνητο) ως μοχλό κίνησης γενικότερα της αγοράς.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σχεδιαζόμενη νότια επέκταση της Περιφερειακής Υμηττού, η ελεύθερη λεωφόρος Ελληνικού-Μαραθώνα και η Σήραγγα Υμηττού, που προφανώς ως αναγκαία υποδομή σχετίζονται άμεσα με τα μελλοντικά σχέδια αξιοποίησης του χώρου του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού – αλλά και παρομοίως σε αντίστοιχες καταστάσεις.

Μια μάχιμη πολιτική γραμμή για το πώς απαντάμε στο ζήτημα της μετακίνησης πρέπει να στοιχειοθετηθεί γύρο απ’ το αίτημα για δωρεάν μαζικές μεταφορές για τους κατοίκους με όσο το δυνατόν πιο πυκνή δικτύωση και ειδικότερα ανάπτυξη των μέσων σταθερής τροχιάς. (Τραμ, μετρό). Επίσης μπορούμε να προβάλουμε αιτήματα όπως πεζοδρομήσεις δρόμων και δημιουργία ποδηλατοδρόμων. Κι εδώ πρέπει να αποσαφηνιστεί πως είναι οι όροι υλοποίησης των όποιων αιτημάτων που καθορίζουν αν αυτά λειτουργούν με βάση τις κοινωνικές ανάγκες ή τις ανάγκες του κεφαλαίου. Για παράδειγμα ο σχεδιασμός του τραμ δεν έγινε με βάση τις κοινωνικές ανάγκες μετακίνησης αλλά με βάση τον σχεδιασμό των ολυμπιακών εγκαταστάσεων και την «ανάπτυξη» του παραλιακού μετώπου οπότε οι κινηματικές αντιδράσεις (π.χ. στην νέα Σμύρνη) ήταν απολύτως δικαιολογημένες.

Επίσης είναι σκόπιμη η ανάδειξη της πραγματικής σκοπιμότητας κατασκευής των οδικών αξόνων, δλδ η σύνδεση τους με τα ευρύτερα σχέδια αξιοποίησης ελεύθερων χώρων και τις συνολικές επιπτώσεις στα υλικά συμφέροντα των κατοίκων.

Στο πλαίσιο αυτό, την προηγούμενη περίοδο στο σύνολο του άξονα που ορίζει ο Υμηττός (όμοροι δήμοι νότιας Αθήνας) αναδείχθηκε με ικανοποιητικούς πολιτικούς όρους (πολιτικούς και κοινωνικούς) μια μάχιμη αντικαπιταλιστική γραμμή ή οποία τουλάχιστον κατάφερε να συγκροτήσει μια σχετική πολιτική ηγεμονία επί του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων που αναφέρονται στα περιβαλλοντικά ζητήματα, να διαμορφώσει ικανές πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες (συντονισμός “νότιων” αντικαπιταλιστικών κινήσεων πόλης, επιτροπές κατοίκων – Πρωτοβουλία Αγώνα) και να οδηγήσει σε σχετικές αναδιπλώσεις του αρχικού σχεδιασμού, οι οποίες οριακά σε σχέση και με την κυβερνητική αλλαγή οδήγησε σε σχετική απονομιμοποίηση των “νέων αυτοκινητόδρομων Αττικής” με την επαπειλούμενη αναστολή της δημοπράτησης του έργου στα τέλη του Δεκεμβρίου του 2009.

Η εξέλιξη αυτού του πεδίου αντιπαράθεσης μέλλει να κριθεί, τόσο σε σχέση με τις τελικές επιλογές της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, όσο και σε σχέση με τις συγκριτικά ανώτερες δυνατότητες του “μπλοκ αγώνα” που έχει διαμορφωθεί μέχρι στιγμής.

3.2 Ελεύθεροι χώροι

Το μέτωπο των ελεύθερων χώρων ίσως είναι το πιο σημαντικό και το πιο πρόσφορο για την προσπάθεια κοινής δράσης των σχημάτων πόλης. Δεν υπάρχει πόλη ή και γειτονιά που να μην αντιμετωπίζει ένα θέμα με έναν μεγάλο ή μικρό ελεύθερο χώρο. Ειδικά για το τι θα συμβεί στους μεγάλους ελεύθερους χώρους της Αθήνας, σε καμία περίπτωση δεν είναι ζήτημα μόνο τοπικής σημασίας. Έχει να κάνει με το μέλλον ολόκληρου του λεκανοπεδίου, της ποιότητας και του είδους ζωής που θέλουμε. Πέρα, όμως, απ’ το καθαρά περιβαλλοντολογικό ζήτημα, το πώς θα διαμορφωθούν οι μεγάλοι ελεύθεροι χώροι της Αθήνας αποτελεί τμήμα του αν θα καταφέρει το κεφάλαιο να υλοποιήσει όλους τους στόχους της χωροταξικής αναδιάρθρωσης όπως έχει περιγραφεί. Υπ’ αυτή την έννοια η μάχη για το τι θα γίνει ο Ελαιώνας, το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού κ.τ.λ. δεν πρέπει να δοθεί στο πεδίο της χρηματοδότησης και της θετικής εναλλακτικής πρότασης αλλά της χάραξης μιας παρέμβασης που ως πυρήνα θα έχει την χειροτέρευση των όρων ζωής μας στην πόλη, την περιγραφή των αλλαγών μέσα απ’ την κυρίαρχη αντίθεση κεφαλαίου εργασίας (ποιον εξυπηρετούν - ωφελούν τα έργα, ποιες είναι οι συνέπειες για την κοινωνική πλειοψηφία σε όλα τα επίπεδα: υποβάθμιση περιβάλλοντος, χειρότερες εργασιακές σχέσεις, εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής της ζωής μας κ.α.) αποκαλύπτοντας έναν ευρύτερο σχεδιασμό που συνδέει τόσο τους ελεύθερους χώρους των αστικών περιοχών, όσο και ευρύτερα μέτωπα (ελεύθεροι χώροι, νέοι δρόμοι, μέτωπο παραλίας, ορεινοί όγκοι κ.α.).

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να γίνει ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός από λογικές φόρου πρασίνου (πρασινόσημο, ανταποδοτικότητα, π.χ. οικοδόμηση ή συγκεκριμένες επιχειρηματικές χρήσεις μέρους του πρώην αεροδρομίου ώστε να εξασφαλιστούν πόροι κλπ). Είναι σαφές ότι στην προσπάθεια του αστισμού να αξιοποιήσει το “περιβαλλοντολογικό πρόβλημα” για τη διαμόρφωση νέων πεδίων κερδοφορίας και επενδύσεων και ως εναλλακτικό συμπληρωματικό μοχλό οικονομικής ανάπτυξης, θα ενταθεί η προσπάθεια της συστημικής διαχείρισης του περιβαλλοντολογικού προβλήματος μέσω της ενσωμάτωσης αιτημάτων που τίθονται από τα κινήματα πόλης. Πρόκειται ακριβώς, για μια όψη του πολιτικού πλαισίου που προβάλλεται από τη νέα διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αυτό της “πράσινης ανάπτυξης”, που παράλληλα με την γνωστή μορφή της οικοδομικής αξιοποίησης (κατοικία, επιχειρηματικές χρήσεις), θα εστιάσει και στο χαρακτήρα της διαχείρισης των ελεύθερων χώρων που θα υπάρξουν (ένταξη σε ευρύτερα εμπορευματικές και τουριστικές δράσεις).

α. Χρήση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων

Τόσο η ανάληψη των ολυμπιακών αγώνων, όσο και η μελλοντική τους αξιοποίηση πρέπει να ιδωθεί σε άμεση συνάρτηση με το συνολικότερο αναπτυξιακό σχεδιασμό στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας. Το άμεσο “πολεοδομικό” αποτέλεσμα με το πέρας των ολυμπιακών αγώνων, εκτός από τα προφανή πολιτικό-ιδεολογικά της περιόδου ανάληψης-διεξαγωγής των αγώνων, ήταν η διαμόρφωση ή/και απελευθέρωση ενός σημαντικού οικιστικού αποθέματος (ολυμπιακοί πόλοι) το οποίο πλέον αποτελεί διακύβευμα οι όροι της ένταξης τους στο συνολικό αναπτυξιακό σχεδιασμό για το επόμενο διάστημα.

Δεν είναι τυχαίο ότι στον αντίποδα της αποτυχίας της προηγούμενης διαχείρισης της ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ έδειξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αξιοποίηση των πρώην ολυμπιακών εγκαταστάσεων. Είναι ενδεικτικό, ότι σε σχέση με τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις και με εξαίρεση το ολυμπιακό χωριό στα Άνω Λιόσια και το κέντρο τύπου στο Μαρούσι (τα οποία αντιστοίχως αποδόθηκαν το μεν πρώτο στον ΟΕΚ για κάλυψη αναγκών και το μεν δεύτερο αποτέλεσε το χώρο του “the Mall” με τη γνωστή “ληστρική” σύμβαση...) το σύνολο των ολυμπιακών εγκαταστάσεων τελούν “εν αχρηστία” - ακόμα και στην περίπτωση απόδοσης τους σε αξιοποίηση (χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν το canoe-kayak στο πρώην αεροδρόμιο και το ολυμπιακό κολυμβητήριο στον Άγιο Κοσμά).

Είναι αναγκαίο, πέρα από την υπενθύμιση του κόστους των ο.α. η διεκδίκηση από μέρος του λαϊκού κινήματος της αξιοποίησης των ολυμπιακών εγκαταστάσεων προς όφελος των λαϊκών αναγκών (χώροι πρασίνου, λαϊκό αθλητισμό και πολιτισμικές δραστηριότητες κ.α.) και όχι για τις ανάγκες συγκεκριμένων κεφαλαιακών μερίδων και να υπάρξει εξειδικευμένη γραμμή ανά γειτονιά και περιοχή παρέμβασης, καθώς το επόμενο διάστημα το ζήτημα της αξιοποίησης τους θα αναδειχθεί με πολύ επιθετικό τρόπο.

β. Παραλίες

Το μέτωπο της παραλίας είναι ένα δύσκολο και σύνθετο ζήτημα κυρίως λόγω των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που παρουσιάζει ο κάθε δήμος: Κάγκελα, μπετόν, νυχτερινά κέντρα, ιδιωτικές πλαζ, πίστες καρτ, μπάζα συρματοπλέγματα, αθλητικές εγκαταστάσεις και πολλά άλλα συνθέτουν την πραγματικότητα στις παραλίες. Διοικητικά και ιδιοκτησιακά θέματα περιπλέκουν τις δυνατότητεςπαρέμβασης. Υπάρχουν παραλίες που ανήκουν στην ΚΕΔ, άλλες που ανήκουν στα ολυμπιακά ακίνητα, άλλες που ανήκουν στους δήμους αλλά με περιοριστικούς όρους κ.λπ. Έχει διαμορφωθεί ένα αντιφατικό καθεστώς με τις μισθώσεις και τις χρήσεις γης. Το όλο σκηνικό περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από παράνομες εγκαταστάσεις ή προεκτάσεις, από άδειες που ανακαλούνται, δικαστήρια που εκκρεμούν, άλλες χρήσεις γης απ’ αυτές που γράφει η άδεια κλπ. διαμορφώνοντας ένα μωσαϊκό που περιλαμβάνει από πτυχές υλοποίησης ενός στρατηγικού σχεδιασμού από την πλευρά του Κράτους και του κεφαλαίου στα πλαίσια που περιγράψαμε πριν (μαρίνες, εμπορικές χρήσεις, ξενοδοχεία, ιδιωτικές πλαζ και οτιδήποτε άλλο υπηρετεί τη «βιώσιμη ανάπτυξη» της βιομηχανίας διασκέδασης και τουρισμού) μέχρι και τη λειτουργία νυχτερινών κέντρων από επιχειρηματίες της νύχτας που επί χρόνια χτίζουν τα μαγαζιά τους πάνω στο κύμα, περιγελώντας ακόμα και τους στοιχειώδεις κανόνες νομιμότητας (πολεοδομικές και διοικητικές αυθαιρεσίες, παρανομίες, διαπλοκή συνήθως από την εκάστοτε δημοτική αρχή έως και την τοπική μαφία κ.α.)., καταστάσεις που αποτυπώνουν ένα καθεστώς «άναρχης» τουριστικού κυρίως τύπου αξιοποίησης μιας προηγούμενης περιόδου.

Το ευρύτερο παραλιακό μετώπου, κυρίως του Σαρωνικού κόλπου, αποτελεί ένα μείζον ζήτημα διαχείρισης που σχετίζεται άμεσα με την τουριστική ανάδειξη της Αθήνας σε διεθνές επίπεδο και σε άμεση συνάρτηση με το μέλλον των ολυμπιακών πόλων του Ελληνικού (πρώην αεροδρόμιο και του Φαλήρου – οριακά μέχρι και το πρώην εργοστάσιο λιπασμάτων στην Δραπετσώνα.

Αποτελεί, παράλληλα, όπως και οι πρώην ολυμπιακές εγκαταστάσεις προτεραιότητα της νέας κυβερνητικής διαχείρισης του ΠΑΣΟΚ και ενδεχομένως να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο ευρύτερα για τον χαρακτήρα της νότιας |Αθήνας το επόμενο διάστημα.

Πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι το “ξεκαθάρισμα” της παραλίας από τους “νονούς της νύχτας” - αυτού του τύπου δλδ αξιοποίησης, βρίσκεται σε σύμπνοια με μια στρατηγική σοβαρής αναπτυξιακής διαχείρισης και εκμετάλλευσης στα πλαίσια της χωροταξικής αναδιάρθρωσης στο «φιλέτο» του παραλιακού μετώπου και αυτό ακριβώς το γεγονός αναδεικνύει και τα όρια πολιτικών λογικών που αρθρώθηκαν το προηγούμενο διάστημα από τις δυνάμεις του ρεφορμισμού (με όχημα τη δημοτική αρχή του Ελληνικού) και των κινητοποιήσεων που ανεδείχθησαν από αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναδεικνύεται ότι πολιτικές λογικές που επί της ουσίας δημιουργούν ένα θεσμικό μέτωπο αντίστασης στηριγμένο στη λογική της αριστερής και τίμιας διαχείρισης, όπως στην προκειμένη περίπτωση το “γαλατικό χωριό” έφερε ως αποτέλεσμα το να αποσπαστεί ένα κομμάτι παραλίας από τη διαχείριση των “νονών της νύχτας”, χωρίς όμως να μπορεί να εκφράσει μια συνολική πολιτική τοποθέτηση συνολικά σε σχέση με το μέτωπο της παραλίας όπου θα κριθούν βασικές όψεις της αναδιαρθρωτικής κίνησης.

Κάτω από αυτό πρίσμα, αποτελεί διακύβευμα η τουλάχιστον διερεύνηση μιας οργανωμένη εκφοράς ανταγωνιστικής πολιτικής και η ανάπτυξη μιας κινηματικής λογικής – που θα αποτελεί και την προϋπόθεση αποτελεσματικής κριτικής και μετατόπισης της λαϊκής βάσης στη οποία απευθύνεται και στηρίζεται επί τους ουσίας το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με το παραλιακό μέτωπο.

Αποτελεί ουσιαστικά στοίχημα το επόμενο διάστημα, στο βαθμό που η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να εκφράσει μια συνολική πολιτική διαχείρισης του παραλιακού μετώπου,η διερεύνηση μιας σειράς πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών στο πλαίσιο μιας αντικαπιταλιστικής τοποθέτησης Κάποια μάχιμα αιτήματα θα μπορούσαν να είναι: Καμία επιχειρηματική δραστηριότητα δημόσια ή ιδιωτική στην παραλία., όχι στις Συμπράξεις Δημοσίου-Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), αποκατάσταση της παραλίας στη φυσική της μορφή , δωρεάν μαζικός λαϊκός αθλητισμός και δραστηριότητες ελεύθερης μη εμπορευματικής πολιτιστικής έκφρασης στις αθλητικές και λιμενικές εγκαταστάσεις κ.λπ.

3.3 Διαχείριση ορεινών εκτάσεων - Πυρκαγιές

Το μέτωπο των πυρκαγιών είναι και αυτό πολύ σημαντικό ειδικά με την έκταση που πήρε τις συνέπειες σε κοινωνικό και παραγωγικό επίπεδο, όπως και με τις εξαγγελίες ανοικοδόμησης θα αποτελέσει ένα πολύ σοβαρό μέτωπο παρέμβασης για το επόμενο διάστημα.. Η Πάρνηθα, η Πεντέλη, ο Γράμμος, η Πίνδος και το Πήλιο, ολόκληρη σχεδόν η Πελοπόννησος, ο Ταΰγετος και ο Πάρνωνας, η Εύβοια, η Ήπειρος, ο Υμηττός. Πάνω από 200 πυρκαγιές, πάνω από 70 νεκροί, αμέτρητα χωριά, ζώα και καλλιέργειες, εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δάσους χάθηκαν στις φλόγες.

Στο οικονομικό επίπεδο η προοπτική οικοπεδοποίησης των κατεστραμμένων δασών θα εντείνει της διαδικασίες γαιοπροσόδου και κλιμακώνει την επίθεση στους ελεύθερους χώρους. Ταυτόχρονα η καταστροφή στην Πελοπόννησο, μιας περιοχής που απασχολούνταν κυρίως με την γεωργία και την κτηνοτροφία, τώρα θα οδηγήσει αναγκαστικά στην τουριστική βιομηχανία και για όσους δεν μπορέσουν να απορροφηθούν δεν θα μένει παρά μόνο ο δρόμος της μετανάστευσης. Φαίνεται, λοιπόν, πως τελικά οι πυρκαγιές εξυπηρετούν ιδανικά τόσο το κατασκευαστικό κεφάλαιο (Ιόνια Οδός που η χάραξή της συμπίπτει με τον δρόμο της φωτιάς στην Ηλία και τη Μεσσηνία., ανοικοδόμηση των περιοχών που επλήγησαν), όσο και την τουριστική βιομηχανία που βλέπει νέα πεδία και περιοχές επενδύσεων.

Συμπερασματικά, είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής αυτό που καταστρέφει το περιβάλλον και το ίδιο που θα μετατρέψει σε εμπόρευμα την διάσωσή του. Κι αυτό πραγματοποιείται επειδή η κρατική πολιτική ενισχύει όσους φιλοδοξούν να εξαφανίσουν, να «αξιοποιήσουν» επιχειρηματικά κάθε σπιθαμή ελεύθερου φυσικού χώρου, δάσους, παραλίας: Μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια του εσωτερικού και του εξωτερικού, εταιρείες real estate, εργολάβοι – κατασκευαστές, ξενοδόχοι, συνεταιρισμοί, η εκκλησία, μικροί και μεγάλοι επιχειρηματίες, μικροί και μεγάλοι καταπατητές διευκολύνονται, ενισχύονται μέσω των πυρκαγιών και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης στις διεκδικήσεις τους. Οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ προωθούν μία κοινή πολιτική πάνω στο ίδιο υπόστρωμα της παραγωγής κερδών μέσα από την καταστροφή του περιβάλλοντος.

Σε πολιτικό επίπεδο, πρέπει να δούμε το πλαίσιο που διαμόρφωσαν οι κυβερνήσειςγύρω απ’ το οποίο έγιναν οι πυρκαγιές και το πλαίσιο που θα γίνει η ανοικοδόμηση. Πριν τις πυρκαγιές και παρόλες τις δεσμεύσεις, από όλα τα καμένα δάση η αναδάσωση δεν ήταν πουθενά πάνω απ’ 10%. Με το νόμο 779/79 η Ν.Δ. επιχειρούσε να αποχαρακτηρίσει 25 εκ. στρέμματα. δασικές εκτάσεις και με το νόμο 1734/89 το ΠΑΣΟΚ άλλα 45 εκ. στρέμματα, για να τα παραδώσουν στους οικοπεδοφάγους. Δεν έχουν, παρά τις εξαγγελίες, συνταχθεί δασικούς χάρτες και δασολόγιο. Αναθεώρησαν το άρθρο 24 του Συντάγματος το 2001 επί ΠΑΣΟΚ, ενώ η Ν.Δ. επιχείρησε να το αναθεωρήσει και πάλι. Πρόθεση είναι να παραδοθούνοριστικά τα δάση στην «βιώσιμη ανάπτυξη». Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και το νέο σχέδιο προεδρικού διατάγματος στον Υμηττό αποχαρακτηρίζοντας επί τις ουσίας μεγάλες εκτάσεις προστατευμένης δασικής έκτασης.Ταυτόχρονα, φάνηκαν οι συνέπειες της απαξίωσης του κοινωνικού κράτους (4.500 κενές θέσεις δασοπυροσβεστών, περικοπή των δαπανών για δασοπροστασία).

Σε περιβαλλοντικό επίπεδο υπάρχει υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής των κατοίκων, με την επιδείνωση του κλίματος, την άνοδο της θερμοκρασίας, την ενίσχυση του νέφους, την απώλεια υδάτινων πόρων. Η ζωή στην Αθήνα θα γίνει πραγματικά αφόρητη, ενώ οι 40 βαθμοί το καλοκαίρι αποτελεί πλέον ένα φυσιολογικό φαινόμενο. Τεράστιες εκτάσεις φυσικού πλούτου που χάθηκαν για πάντα, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τα οικοσυστήματα των περιοχών αυτών. Η κοινωνική συνοχή ευρύτερων περιοχών διακυβεύεται αφού η ολική καταστροφή αποδιάρθρωσε την κοινωνική λειτουργία σε ευρύτερες περιοχές.

Η πλήρης απονομιμοποίηση μιας σειράς αναπτυξιακών σχεδιασμών, αναφορικά με τις επιπτώσεις των δασικών πυρκαγιών, που έχει συντελεστεί το προηγούμενο διάστημα, οδηγεί στην εκφορά από το κράτος ενός εναλλακτικού σχεδίου διαχείρισης των ορεινών όγκων – τουλάχιστον μέχρι στιγμής σε διακηρυκτικό επίπεδο, τόσο με την ενσωμάτωση μιας σειράς αιτημάτων που σχετίζονται με τη σύνταξη δασικών χαρτών, δασολογίου, την απόσυρση ουσιαστικά του νέου ΠΔ Υμηττού (κάτω και από την πίεση του κινήματος) κ.α., χωρίς όμως αυτό να σηματοδοτεί – ακόμα και στο βαθμό που οι εξαγγελίες υλοποιηθούν – μια μετατόπιση στον κυρίαρχο σχεδιασμό. Αντίθετα και σε σχετική αντιστοιχία με το παραλιακό μέτωπο, μια συνολική πολιτική διαχείριση των ορεινών όγκων (αστικών, περιαστικών αλλά και στην περιφέρεια) οδηγεί στην αποσόβηση πρακτικών (καταπατήσεις κ.α.) που απονομιμοποιούν συνολικά τον αναπτυξιακό σχεδιασμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ΠΔ μετά τις δασικές πυρκαγιές της Πάρνηθας, όπου υπό το καθεστώς «προστασίας» η περιοχή προστασίας κατηγοριοποιήθηκε ενσωματώντας στο νέο θεσμικό πλαίσιο μιας σειράς επιχειρηματικών δράσεων (τεχνολογικό πάρκο κ.α.) αλλά και η τελευταία τροποποίηση του ΠΔ Υμηττού που ναι μεν περιορίζει τις ζώνες χρήσεων δυτικά του όρους, αλλά εμμένει στη διατήρηση σε ειδικό καθεστώς της περιοχής του μητροπολιτικού πάρκου Γουδιού. Η πρακτική αυτή σταδιακά αναβαθμίζει ιδεολογικά την εγκυρότητα ελεγκτικών μηχανισμών αλλά και θεσμικών παρεμβάσεων ευνοώντας παράλληλα ρεφορμιστικές πολιτικές λογικές (ουδετερότητα πολεοδομικού – χωροταξικού σχεδιασμού κλπ), οι οποίες εκφράστηκαν σε σχέση με την αντιπαράθεση για το ΠΔ Υμηττού αναφορικά με το δίπολο «εθνικός δρυμός» (διαδημοτική επιτροπή) ή «απόλυτη προστασία από την κορυφή μέχρι την πόλη» (Πρωτοβουλία Αγώνα).

Επίσης, γενικότερα σε σχέση με την προστασία περιοχών (ορεινών όγκων, περιοχών natura κ.α.) η οχύρωση πίσω από θεσμικές μορφές (π.χ. εθνικός δρυμός), που συμπυκνώνουν παλαιότερες πολιτικές διαχείρισης, δεν οδηγεί σε αποτελεσματικές μορφές πολιτικής διεκδίκησης – αντίθετα οδηγούν όχι απλά στον εγκλωβισμό των κοινωνικών διεκδικήσεων σε θεσμικό επίπεδο αλλά και στη χρήση αυτών νομιμοποιητικά για την προώθηση αναπτυξιακών σχεδιασμών, μέσω του εκσυγχρονισμού της πολεοδομικής – χωροταξικής νομοθεσίας (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί ο «διεμβολισμός» ακριβώς των περιοχών natura με τη σύσταση για κάθε μία από αυτές διαχειριστικού φορέα, που στο πλαίσιο «περιβαλλοντικής διαχείρισης» προωθούν κυρίως τουριστικές δραστηριότητες σε περιοχές που λίγα χρόνια πριν κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο (!)).

Το πεδίο αυτό, όπου αναδεικνύεται, μπορεί να αποτελεί προνομιακό πεδίο παρέμβασης των δυνάμεων της ριζοσπαστικής – αντικαπιταλιστικής αριστεράς, τόσο σε σχέση με συνολικές απόπειρες αξιοποίησης (κυρίως αστικών και περιαστικών δασών) από τη μεριά του κράτους, όσο και σε σχέση με τοπικά συμφέροντα (καταπατήσεις, διεκδικήσεις οικοδομικών συνεταιρισμών, δημοτικών αρχών κλπ) συγκροτώντας μάλιστα ευρύτατες κοινωνικές συμμαχίες καθώς οι αλλεπάλληλες καταστροφικές πυρκαγιές και η «παράδοση άνευ όρων» τις τελευταίες δεκαετίες των ορεινών όγκων σε διάφορες διεκδικήσεις έχουν διαμορφώσει ικανούς ιδεολογικούς και πολιτικούς όρους άρθρωσης μιας μάχιμης αντικαπιταλιστικής πολιτικής γραμμής και εκφοράς, στις πληττόμενες περιοχές, μάχιμων αιτημάτων πάλης στην λογική της περιβαλλοντικής προστασίας και της εκπροσώπησης ευρύτερων κοινανικών συμφερόντων, συνδέοντας τις καταστροφικές πυρκαγιές, τις καταπατήσεις, αυθαιρεσίες κλπ με τους πραγματικούς υπευθύνους που είναι οι κυβερνητικές πολιτικές και τα οικονομικά συμφέροντα που αυτές εξυπηρετούν. Η μαζική κινητοποίηση κόσμου το καλοκαίρι του 2007, άσχετα από το πολιτικό περιεχόμενο, όπως και οι πρόσφατες κινητοποιήσεις στην νότια Αθήνα, εξαίτιας των αλλεπάλληλων πυρκαγιών στον Υμηττό είναι ενδεικτικές.

3.4 Διαχείριση απορριμμάτων

Η σημερινή μορφή διαχείρισης των απορριμάτων στον ελληνικό χώρο προκύπτει ως αποτέλεσμα της αδυνάμιας διαχείρισης από μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων τις τελευταίες δεκαετίες, με δεκάδες χωματερές (νόμιμες και παράνομες) στο σύνολο του ελληνικού χώρου, στο πλαίσιο της εξάλειψης του κόστους και της εκτατικής επέκτασης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (βιομηχανία, τουρισμός κλπ), με εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στο φυσικό περιβάλλον (περιοχές αποδέκτες βιομηχανικών λυμάτων: Σαρωνικός κόλπος, Ασωπός ποταμός κ.α.) αλλά και σε αστικές περιοχές που φιλοξενούν χωματερές (δυτική Αττική). Τα διαχειριστικά προβλήματα αυτού του τύπου συνεχίστηκαν επι μακρόν, με την «ελληνικού τύπου» προσαρμογή της αντίστοιχων ευρωπαϊκών οδηγιών με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους ΧΥΤΑ, που κατέληξαν να είναι κοινές χωματερές, οι οποίες με τη σειρά τους ανεξαρτήτους μεγέθους και θεσμικού καθεστώτος (νόμιμες – παράνομες) αποτελούν την μοναδική μέθοδο διαχείρισης των απορριμμάτων σε όλη την επικράτεια.

Τόσο το θέμα της χωροθέτησης χωματερών – ΧΥΤΑ, όσο και ο τρόπος που γίνετια η διαχείριση των αστικών αποιμάτων αναδεικνύει το βαθύ ταξικό περιεχόμενο των επιλογών που προωθούνται. Οι ΧΥΤΑ στις φτωχότερες και πιο υποβαθμισμένες περιοχές των νομών, με έμφαση στις περιοχές που διατηρήται ο αγροτικός χαρακτήρας και οι τουριστικές δραστηριότητες είναι σχετικά περιορισμένες (π.χ. Λευκίμμη) και με παρόμοιο τρόπο στην Αττική κυρίως στη δυτική Αττική (Άνω Λιόσια) και σε επιλεγμένες περιοχές στην ανατολική Αττική (κοινότητα Γραμματικού). Ειδικότερα, το θέμα διαχείρισης των απορριμάτων στις αστικές περιοχές αναδεικνύει την κατηγοριοποίηση ολόκληρων δήμων ή/και περιοχών, όπου οι υπηρεσίες καθοριότητας είναι ευθέως ανάλογες της κοινωνικής διαστρωμάτωσης των κατοίκων.

Με αφορμή την διαχείριση των απορριμμάτων έχουν οικοδομηθεί πολύ αξιόλογα και δυναμικά τοπικά κινήματα συγκρουόμενα πολλές φορές αποφασιστικά με τις κατασταλτικές δυνάμεις. Η με ταξικά κριτήρια επιλογή της τοποθεσίας των ΧΥΤΑ, η μη ορθολογική διαχείριση και οι πολύ σοβαρές επιπτώσεις που έχουν στην ποιότητα της ζωής των κατοίκων θα εντείνουν της αντιδράσεις στο επόμενο διάστημα. Αιτήματα σαν την ανακύκλωση, την λιπασματοποίηση των οργανικών αποβλήτων, τον περιορισμό χρήσης των πλαστικών και των μη αναγκαίων συσκευασιών, της δημιουργίας από το κράτος εργοστασίου διαχείρισης απορριμμάτων, είναι απαραίτητα. Απαραίτητη είναι και η σημείωση είναι ότι πρέπει να αναδεικνύουμε τη δυνατότητας που έχει το κεφάλαιονα κερδοφορεί από τα απορρίμματα και ότι η διαχείριση των απορριμμάτων δεν πρέπει να είναι πεδίο κερδοφορίας του κεφαλαίου, στο πλαίσιο της πράσινης επιχειρηματικότητας, που θα εντείνει ακόμα περισσότερο τις κοινωνικές ανισότητες και ούτε εξατομικευμένη υπόθεση των κατοίκων, αλλά κυρίαρχα αποτελεί κοινωνική υποχρέωση του κράτους.

3.5 Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία

Η χωροθέτησης σταθμών βάσης και κεραιών κινητής τηλεφωνίας ακολουθεί ακόμα και σήμερα σε απόλυτη αντιστοιχία την τιμολογιακή πολιτική που συσσώρευσε τεράστια κέρδη στις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας. Οι διαδικασίες και ο τρόπος χωροθέτησης της αναγκαίας υποδομής για την κινητή τηλεφωνίας ακολουθεί ακόμα και σήμερα τη λογική του ελάχιστου κόστους και της θεσμικά «πολεοδομικής αυθαιρεσίας».

Το ζήτημα των επιπτώσεων της Η/Μ ακτινοβολίας σε βιολογικούς οργανισμούς αποτελούν ακόμα αντικείμενο επιδημιολογικών ερευνών για τις οποίες, πέραν των θερμικών επιπτώσεων, μεθοδολογικά απαιτούνται δεκαετίες (μη θερμικές επιπτώσεις – ιονισμός ιστών και κυτάρων) και αποτελεί πεδίο επιστημονικής αντιπαράθεσης που σκόπιμα παραμένει χωρίς ουσιαστική διερεύνυση (επιδημιολογικές έρευνες – απαιτούμενες χρηματοδοτήσεις), γεγονός που αποτελεί πάγια ιστορική πρακτική ώστε να μην επιβαρύνεται το κεφάλαιο με κόστη εισαγωγής τεχνολογικών καινοτομιών, υποδομών κλπ που θα εκμηδένιζαν τις πιθανές επιβαρύνσεις (βλ. αμίαντος, τσιγάρο κ.α.) – στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για τη ανανέωση του δικτύου κεραιών κινητής τηλεφωνίας που θα οδηγούσε σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα εκπομπών Η/Μ ακτινοβολίας (1 πομπός περίπου ανά διασταύρωση οδού) αλλά θα εκτόξευε τα κόστη των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας.

Υπάρχουν πληθώρα παραδειγμάτων, τα οποία με αφετηρία πολλές επιτυχημένες παρεμβάσεις, τόσο γύρω απ’ τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας (όσο και απ’ τα Κέντρα Υπερύψηλης Τάσης – ΚΥΤ) οδηγούμαστε και σε ευρύτερες και πιο μόνιμες παρεμβάσεις. Πρέπει λοιπόν να ενισχύουμε την τάση αμφισβήτησης των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας και της πολιτικής του κράτους σε αυτό το πεδίο.

3.6 Εργασιακές σχέσεις

Ακόμη ένα μέτωπο είναι η αλλαγήτων εργασιακών σχέσεων που βρήκε ευρεία εφαρμογή στους Ο.Τ.Α. Με τα τοπικά σύμφωνα απασχόλησης, τις εργολαβίες που δίνουν οι Ο.Τ.Α. για έργα σε ιδιώτες, την κάλυψη των αναγκών των ΟΤΑ με συμβασιούχους εποχιακούς, με μορφές εθελοντικής-απλήρωτης εργασίας («γίνε ήρωας της πόλης σου» Δήμος Αθηναίων), θεσμοθετείται η απλήρωτη/ελαστική εργασία επεκτείνοντας και στο δημόσιο τέτοιες μορφές απασχόλησης. Η στήριξη της μόνιμης εργασίας με όσο το δυνατό καλύτερους όρους και σχέσεις (π.χ. βαρέα και ανθυγιεινά για τους υπαλλήλους στην καθαριότητα) και ο συντονισμός με τα σωματεία των Ο.Τ.Α. αποτελεί μίαευκαιρία απεύθυνσης προς τους εργαζομένους της περιοχής με πολύ καλά αποτελέσματα όπου αυτό έχει υλοποιηθεί.

Επιπρόσθετα, με το νέο κώδικα δήμων και κοινοτήτων το μέτωπο έχει ανοίξει και το μέτωπο των δημοτικών επιχειρήσεων. Η παρέμβασή μας πρέπει να στρατεύεται γύρω απ’ την λογική των δημόσιων και δωρεάν δημοτικών υπηρεσιών. Όσο αφορά τους εργαζόμενους η δράση πρέπει να αξονίζεται γύρω απ’ το να απορροφηθούν οι εργαζόμενοι απ’ τον δήμο με δημιουργία αντιστοίχων δημοτικών υπηρεσιών.

3.7 Καταστολή

Η προφανής σκλήρυνσης της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους σε μια συγκυρία όπου προληπτικά ο αστισμός προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει μια περίοδο έντονης κοινωνικής κινητικότητας και τουλάχιστον ξεσπασμάτων, εκφράζεται με διάφορες μορφές (άμεσα και έμμεσα) και στο τοπικό επίπεδο, ενώ παράλληλα το ενδεχόμενο, της υλοποίησης του «Σχεδίου Καποδίστριας ΙΙ» και η ενδεχόμενη συγκρότησηΜητροπολιτικών Δήμων θα αναβαθμίσει τις λειτουργίες και το ρόλο της δημοτικής αστυνομίας ως κατασταλτικού μηχανισμού.

Πρακτικές απολήξεις αυτής της διαδικασίας μπορούν να διαπιστωθούν σε πληθώρα παραδειγμάτων. Οι ολοένα και περισσότερες κάμερες, ο ρόλος της δημοτικής αστυνομίας η απόπειρα δημιουργίας τμήματος «χαφιέδων» στον Βύρωνα πριν μερικά χρόνια - αλλά και η πρόσφατη συγκρότηση «τοπικού συμβουλίου πρόληψης παραβατικότητας» στο δήμο Αγ. Παρασκευής, έως και την ωμή καταστολή των κινημάτων πόλης σε διάφορες περιπτώσεις(καταστολή κινητοποιήσεων, εμπρησμοί στεκιών κ.α.), αλλά και τα ζητήματα που προκύπτουν κάθε φορά με τις καταλήψεις σχολείων και τις προσπάθειες που γίνονται από πολλές πλευρές (γονείς, αγανακτισμένοι πολίτες, αστυνομία, μερίδες καθηγητών) για σπάσιμο τους, οι γκετοποιήσεις περιοχών, οι επιθέσεις σε μετανάστες και αγωνιστές (έχει φανεί ότι φασιστικές ομάδες λειτουργούν αναβαθμισμένες οργανωτικά και πολιτικά ως παρακρατικό συμπλήρωμα της κυρίαρχης πολιτική), απαιτούν την ανάληψη πρωτοβουλιών και δράσεων από τα σχήματα ειδικά αυτά που στην περιοχή τους υπάρχει έντονο πρόβλημα.

Τα πρόσφατα, μάλιστα, γεγονότα στο κέντρο της Αθήνας έδειξαν ότι οι ευρύτερες πολιτικές πρωτοβουλίες της αριστεράς πρέπει να συνδυάζουν τις παρεμβάσεις τους και με παράλληλες τοπικές κινήσεις, οι οποίες ειδικά κατά τα γεγονότα του Δεκέμβρη (κυρίως εκεί που υπήρχαν σχήματα του αντικαπιταλιστικού χώρου) απελευθέρωσαν δυναμικές και δημιούργησαν αναβαθμισμένους όρους απεύθυνσης στην τοπική κοινωνία για τα ζητήματα της καταστολής, του αυταρχισμού και όχι μόνο.

3.8 Κεντρικά πολιτικά θέματα

Τα κεντρικά πολιτικά θέματα αφορούν την δράση ενός σχήματος γειτονιάς από την άποψη του ότι κάθε κεντρικό πολιτικό θέμα αποκτά μία, άλλοτε έμμεση άλλοτε άμεση, σχέση με την τοπική κοινωνία την επηρεάζει και επηρεάζεται απ’ αυτήν.

Έτσι για θέματα κεντρικού πολιτικού ενδιαφέροντος που αφορούν έντονα τις τοπικές κοινωνίες τα σχήματα πρέπει να αναπτύσσουν δράσεις. Όμως η δράση αυτή δεν μπορεί να είναι μια απλή μεταφορά - αντανάκλαση στο τοπικό επίπεδο μιας κεντρικής πολιτικής δράσης. Αυτό που απαιτείται είναι μια εξειδίκευση της παρέμβασης σε αντιφάσεις και επίπεδα που αφορούν την ταξική πάλη σε τοπικό επίπεδο και σε συνδυασμό πλέον με το αναβαθμισμένο ρόλο που διεκδικείτε από τις τοπικές επιτροπές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπου αυτό είναι εφικτό.

3.9 Για τους πρόσφυγες - Μετανάστες

Αρκετές περιοχές της χώρας (Πάτρα, Χίος, Μυτιλήνη) χρησιμεύουν το τελευταίο διάστημα ως πύλες εισόδου και εξόδου προσφύγων από και προς την Ελλάδα. Η δημιουργία κέντρων συγκέντρωσης, οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης αυτών των ανθρώπων και η απάνθρωπη μεταχείριση τους, οι πρακτικές αυτές ως μέρος μιας σκλήρυνσης στην στάση προς τους μετανάστες, δημιουργεί συγκεκριμένα πολιτικά επίδικα αλλά και καθαρά επίδικα ανθρωπιστικών διαστάσεων. Ένας ευρύτερος κόσμος των τοπικών κοινωνιών έχει αρχίσει να δείχνει ευαισθητοποίηση για το ζήτημα, ενώ και παρεμβάσεις με πρακτικά αποτελέσματα δείχνουν προοπτικές που μπορεί να έχει μια τέτοιου τύπου παρέμβαση.

Είναι αναγκαίο να διερευνηθούν και να εξειδικευτούν, κατά τόπους, άξονες παρέμβασης είτε στις περιοχές υποδοχής, είτε στις περιοχές των αστικών κέντρων, όπου συσσωρεύεται ο μεταναστευτικός πληθυσμός.

3.10 Πολιτιστικοί – Κοινωνικοί χώροι

Όσον αφορά την κατεύθυνση για ζωντανούς πολιτιστικούς χώρους, πρέπεινα σημειώσουμε ότι είναι πολιτικό το θέμα της επανασύστασης της «γειτονιάς» ως τόπου μη εμπορευματικής κοινωνικοποίησης και επικοινωνίας, δεδομένου ότι είναι προφανές ότι οι γειτονιές για το κράτος δεν αποτελούν κοινωνικές ενότητες και δεν έχουν καμία σημασία ως χώροι κοινωνικής ζωής, σχέσεων και συναναστροφής. Σε μια τέτοια κατεύθυνση τα διάφορα στέκια μπορούν να προσφέρουν πολλά. Επίσης η δυναμική που απελευθερώθηκε τον Δεκέμβρη συνέβαλε σε πρακτικές διεκδικήσεις και επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου, ως δικαίωμα των κατοίκων (Ζωγράφου, Ν. Σμύρνη κ.α.).

3.11 Μεγάλα έργα εκτός Αττικής

Ζητήματα μεγάλων χωρικών αναδιαρθρώσεων και παρεμβάσεων με σημαντικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα. Το περιορισμένο γεωγραφικό εύρος της οργάνωσης δεν αναιρεί την δυνατότητά μας να παρεμβαίνει στο μέτρο που της αντιστοιχεί σε ζητήματα όπως η εκτροπή του Αχελώου η οι προσπάθειες εγκατάστασης μονάδες παράγωγής ενέργειας από λιθάνθρακα. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία η διαμόρφωση σχετικών θέσεων και πληροφόρησης σε όσο το δυνατόν περισσότερες περιπτώσεις και η διερεύνηση ανάληψης κεντρικών πολιτικών πρωτοβουλιών όπου θεωρείται σκόπιμο ή/και επαφή με τις τοπικές παρεμβάσεις που οικοδομούνται σε σχέση με αυτά.

3.12 Για το ζήτημα των θεσμικών παρεμβάσεων

Το τελευταίο διάστημα διαφαίνεται η ολοκλήρωση μιας σειράς θεσμικών παρεμβάσεων στο χώρο της Τ.Α. και στο επίπεδο του χώρου, με κυρίαρχο ζήτημα το θέμα του Καποδίστρια ΙΙ, όπως επίσης και το νέο ΡΣΑ. Η οικοδόμηση κοινωνικών – πολιτικών μετώπων αναφορικά με θεσμικές τομές ή εκπόνηση κειμένων στρατηγικού σχεδιασμού είναι προφανές προβληματικό από άποψη υλικών όρων αλλά και ιδεολογικής ηγεμονίας. Ακόμα και υπό αυτό το πλαίσιο, οι θεσμικές παρεμβάσεις δεν παύουν δημιουργούν συγκεκριμένα κοινωνικά επίδικα μέσα από τις άμεσες ή έμμεσες συνέπειες τους και με γνώμονα τις συνέπειες αυτές μπορούν να στηριχθούν κινήματα που σταδιακά να συνολικοποιούν τις αντιδράσεις στο σύνολο της θεσμικής παρέμβασης, επί συγκεκριμένων πολιτικών μετώπων. Με το πέρας της διακυβέρνησης της ΝΔ, ακριβώς η συσχέτιση από το ίδιο το κράτος του ΡΣΑ, της ολοκλήρωσης του οδικού δακτυλίου της Αθήνας και το νέο ΠΔ Υμηττού, υπό το βάρος των πολιτικών πιέσεων που άσκησαν συγκεκριμένες κινηματικές διαδικασίες και η απονομιμοποίηση του αναπτυξιακού σχεδιασμού υπό το βάρος των πυρκαγιών αλλά και της συνολικής κυβερνητικής πτώσης, ανέδειξε αυτή τη δυνατότητα, που θα κριθεί και από τις τακτικές πολιτικές επιλογές του ΠΑΣΟΚ.

Παρόλα αυτά, η κομβικότητα τόσο του Καποδίστρια ΙΙ, όσο και του νέου ΡΣΑ – ελεύθεροι χώροι – επέκταση αστικού ιστού κλπ μπορεί να αποτελέσει επαρκές αντικείμενο και για την ενεργοποίηση του πολιτικού συντονισμού των σχημάτων γειτονιάς – αντικαπιταλιστικών κινήσεων αλλά και για κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες που θα κριθούν σκόπιμες στη συγκυρία.