Στο τελευταίο διάστημα έγιναν αρκετές συζητήσεις, εκδηλώσεις και διεργασίες στο χώρο της μαχόμενης Αριστεράς. Διεργασίες που πυροδοτήθηκαν σίγουρα από κάποια ελπιδοφόρα παραδείγματα των πρόσφατων αυτοδιοικητικών εκλογών. Αλλά, φυσικά και από μία πραγματικότητα που βοά ότι χρειάζονται τεκτονικές αλλαγές σε αυτό το χώρο για να μπορέσει να εκφράσει μαζικά τις αγωνίες και τις διαθέσεις ενός ευρύτερου κόσμου του αγώνα και των κινημάτων. Καλό είναι να είμαστε μετρημένοι/ες βέβαια, γιατί πολλές προσπάθειες έχουν γίνει παλιότερα και πρόσφατα που δεν ολοκληρώθηκαν. Βρεθήκαμε πρόσφατα να συζητάμε για αυτά στην εκδήλωση στον κινηματογράφο Studio στις 22/1, ένα χρόνο μετά από μία αντίστοιχη συζήτηση πέρσι στον ίδιο χώρο που δεν καρποφόρησε. Νωπή είναι και η εμπειρία της Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Δράσης που έδειξε τα όρια της τόσο στη συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία όσο και στον κόμβο των περσινών βουλευτικών εκλογών. Η σύνθεση του κόσμου που συμμετέχει και παρακολουθεί αυτές τις συζητήσεις είναι σε κάποιο βαθμό παρόμοια. Και ενώ το αίτημα για «ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς» (και πολύ περισσότερο επανίδρυση και ανασύνθεση θα προσθέταμε εμείς) εκκρεμεί, ο κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός αλλάζει προς το χειρότερο.

Η κατάσταση γύρω μας…

Η επέλαση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της κυβέρνησης της ΝΔ επισπεύδεται για να τσακίσει κάθε έννοια λαϊκού, εργατικού και δημοκρατικού δικαιώματος. Και οι εξελίξεις στον χώρο της κεντροαριστεράς ( ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ – Νέα Αριστερά ) αναδεικνύουν την σύγκλιση όλων των αστικών κομμάτων, παρά τις υπαρκτές διαφορές τους, στα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν στην μετατόπιση του βάρους της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας. Την ίδια στιγμή, είναι ορατή η ενίσχυση της ακροδεξιάς, σε όλες τις εκδοχές της, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, ενώ αντίστροφα είναι τα πράγματα για τις δυνάμεις της αριστεράς, με εξαίρεση τον χώρο του ΚΚΕ. Ο βαθύτατα αρνητικός συσχετισμός που διαμορφώθηκε μετά τις διπλές βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές, σε συνδυασμό με τα σημεία επί μέρους αισιοδοξίας που άφησαν οι τελευταίες, επισφραγίζει μια νέα φάση μεγάλων κινδύνων αλλά και δυνατοτήτων για τις δυνάμεις χειραφέτησης σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.

Ευτυχώς, υπάρχουν και ελπιδοφόρα σημεία. Η λαϊκή κινητικότητα και διαθεσιμότητα, ειδικά στις νεότερες γενιές, είναι ανεβασμένη και σημαντικό μέρος της κοινωνίας μας δείχνει να ασφυκτιά και να αναζητά ένα διαφορετικό δρόμο, ακόμα και αν δεν μπορεί να σχηματοποιήσει πολιτικά μία τέτοια πορεία ακόμα. Αυτό φαίνεται ήδη από το καλοκαίρι του 2022 με τις κινητοποιήσεις για τις πυρκαγιές, πολύ περισσότερο στο αυθόρμητο ξέσπασμα για το δυστύχημα στα Τέμπη ένα χρόνο πριν και πλέον πιο οργανωμένα με τις μεγάλες φοιτητικές και αγροτικές κινητοποιήσεις του τελευταίου μήνα.

Δεν υποτιμούμε φυσικά το εύρος της νίκης της ΝΔ στις βουλευτικές εκλογές. Ούτε πρέπει να υποτιμάται το σχετικό βάθος της συγκρότησης της κοινωνικής βάσης στήριξής της που εδραιώνεται και σε υλικές συμμαχίες που σχηματίστηκαν αξιοποιώντας τα έκτακτα κονδύλια για την πανδημία, το Ταμείο Ανάκαμψης, τα ΕΣΠΑ, το μοίρασμα κάποιων επιδομάτων κλπ. Σε μία κοινωνία χαμηλωμένων προσδοκιών αυτά παίζουν ρόλο και η σύγκριση με τη μνημονιακή διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μπορεί και να δημιουργεί την εικόνα μίας έστω και ισχνής «βελτίωσης» σε κάποιο κόσμο οδηγώντας σε παθητική συναίνεση. Όμως ούτε αυτά μπορούν να εδραιώσουν μία θετική ηγεμονία της ΝΔ στην κοινωνία και όρους σχηματισμού ενεργητικών συναινέσεων στην πολιτική της. Αντιθέτως, διατηρούν ένα κοινωνικό κλίμα που μπορεί ακόμα και με μικρές καταλυτικές αφορμές να αποδειχθεί εύθραυστο.

Η ανάγκη μίας άλλης πορείας

Σήμερα είναι πιο αναγκαία παρά ποτέ η μέγιστη δυνατή συγκέντρωση δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα προκειμένου να αντισταθούμε στην επίθεση του αντιπάλου, αποσπώντας νίκες και κατακτήσεις και ανοίγοντας δρόμους για βαθύτερες κατακτήσεις και ανατροπές της αστικής επίθεσης. Γιατί σήμερα οι αγώνες είναι ικανοί να κερδίσουν, βελτιώνοντας ουσιωδώς της ζωή της κοινωνικής πλειοψηφίας, με ενότητα στη δράση, πολιτικό περιεχόμενο χωρίς ταλαντεύσεις και σύγχρονες, δημοκρατικές και μαχητικές μορφές δράσης. Αν μη τι άλλο, οι μάχες του φοιτητικού κινήματος τις τελευταίες εβδομάδες δείχνουν ένα δρόμο.

Αυτή η κατάσταση τονίζει την απαίτηση για όλες και όλους μας «να ανέβουμε πίστα». Χωρίς αυταπάτες για παράκαμψη και υπερπήδηση των βημάτων ή κάποιας «πίστας» που είναι αναγκαία σε μία πορεία ανασυγκρότησης και επανίδρυσης. Με εκτίμηση όμως ότι είναι δυνατό ένα ουσιαστικό προχώρημα για τις δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς. Αρκεί φυσικά να αναμετρηθούν με ένα βασικό ερώτημα που παραμένει ανοιχτό σε όλα τα χρόνια της κρίσης και των επιπτώσεών της: Θα ακολουθήσουμε τις ίδιες επιλογές που μας οδήγησαν να βγούμε από την πρώτη περίοδο της κρίσης σε χειρότερη θέση ή θα επιλέξουμε μια συνολική επανεκκίνηση του τρόπου σκέψης και δράσης μας ?

Κάτι που μέχρι στιγμής καμία δύναμη δεν το κάνει επαρκώς. Και αυτό φαίνεται γλαφυρά με την ίδια τη μετατόπιση των μαζικών εκφράσεων της Αριστεράς σε συντηρητικότερες κατευθύνσεις, μαζί με την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης σε παρόμοια κατεύθυνση. Κάτι που δεν αφορά μόνο το ΣΥΡΙΖΑ, που πλέον οριακά εγγράφεται σε οποιαδήποτε εκδοχή Αριστεράς. Αφορά και το ΚΚΕ παρά τη μικρή αύξηση των ποσοστών του (που και αυτά δεν προσεγγίζουν σε απόλυτο επίπεδο τα καλύτερα αποτελέσματά του στην περίοδο της κρίσης) σε ένα τοπίο μαζικής αποστοίχισης ψηφοφόρων από το ΣΥΡΙΖΑ. Και πολύ περισσότερο αφορά την όποια μαζική έκφραση πέραν αυτών. Το 2015 αυτή η έκφραση (ΛΑΕ) είχε σχηματικά το στίγμα ενός αριστερού ευρωσκεπτικισμού, το 2019 μετατοπίστηκε (ΜεΡΑ25) σε ένα στίγμα αντιμνημονιακού δημοκρατικού ευρωπαϊσμού (που τότε δεν είχε αναφορές στην Αριστερά ούτε διακηρυκτικά) και πλέον, και παρά την σχετική αριστερή στροφή του ΜεΡΑ25, μεταλλάσσεται πρακτικά σε ένα χώρο αριστερού ευρωπαϊσμού που διαμοιράζεται μεταξύ δύο μικρότερων πόλων, ενός σχετικά πιο ριζοσπαστικού (ΜεΡΑ25) και ενός πιο ανοιχτά σοσιαλδημοκρατικού (Νέα Αριστερά) που δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τις εξελίξεις στην «Κεντροαριστερά» παρά στο κίνημα και τη ριζοσπαστική Αριστερά, όπως ομολογούν και τα ηγετικά στελέχη της (βλ. κινήσεις προσέγγισης με ΠΑΣΟΚ, δηλώσεις Χαρίτση για Κεντροαριστερά, εκδήλωση της ΕΦΣΥΝ «απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος»).

Αυτή η κίνηση σταδιακής μετατόπισης των μαζικών εκφράσεων της Αριστεράς σε πιο συντηρητικές κατευθύνσεις, παράλληλα με τη δυσμενή μετατόπιση του κοινωνικοπολιτικού συσχετισμού δύναμης, είναι δυστυχώς κάτι που συμβαίνει εδώ και πολύ καιρό, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς. Με έναν τέτοιο τρόπο π.χ. το γαλλικό ΚΚ υποτασσόταν σε κάθε συγκυρία στη λογική «του μικρότερου κακού» που τελικά το φέρνει διαρκώς να έχει να «διαλέξει» μεταξύ όλο και χειρότερων επιλογών. Αν το ’81 με αυτό το κριτήριο επέλεγε στήριξη στον Μιτεράν, σήμερα επιλέγει στήριξη στο Μακρόν έναντι της Λεπέν, σε ένα πολιτικό σκηνικό που μετατοπίζεται όλο και πιο δεξιά. Αν μη τι άλλο, και παρά κάποιες διαφωνίες που διατηρούμε με το εγχείρημα του, η Ανυπότακτη Γαλλία και ο Μελανσόν οριοθέτησαν με διαφορετικό τρόπο τις σχέσεις τους με τη σοσιαλδημοκρατία και τα κινήματα καταφέρνοντας να βάλουν ένα κάποιο φρένο σε αυτή την κατρακύλα.

Ας δούμε το πρόβλημα κατάματα: Δεν έχει βρεθεί ακόμα ο τρόπος να συνδέονται ουσιαστικά τα άμεσα καθήκοντα με μία ευρύτερη προοπτική ρήξης, ένας τρόπος που να παράγει αποτελέσματα, να εμπνέει και τελικά να μην υποτάσσεται στους εκάστοτε υπαρκτούς συσχετισμούς δύναμης, αλλά να τους αλλάζει προς όφελος του εργατικού – λαϊκού κινήματος. Το παλιό δίπολο σεχταρισμού– οπορτουνισμού, όπως το ανέφερε ο Ευτύχης Μπιτσάκης, ή με μία άλλη έννοια το δίπολο οικονομισμού – βολονταρισμού, όπως το ανέφερε η Marta Harnecker, είναι δυστυχώς ακόμα ενεργό. Όπως ήταν και καθόρισε την πορεία των πραγμάτων και στην περίοδο μέχρι το 2015. Ας μην το ξεχνάμε, δεν έχασε μόνο ένας αριστερίστικος σεχταρισμός με αποκοπή από ευρύτερες λαϊκές δυναμικές, έχασε (και μάλιστα παίζοντας καθοριστικό ρόλο και στην ευρύτερη ήττα) και η αδυναμία υπέρβασης και η υποταγή σε μία κατεύθυνση δεξιάς διολίσθησης. Αυτές τις «αμαρτίες» τις κουβαλά ακόμα η μαχόμενη Αριστερά και αν θέλει να αλλάξει πορεία οφείλει να τις αποβάλει δημιουργικά.

Είναι εμφανής, όμως, η αδυναμία των υπαρκτών σχηματισμών της ριζοσπαστικής, κομμουνιστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να ανταποκριθούν σε αυτές τις σημερινές ανάγκες. Και αυτό απαιτεί πολιτικές πρωτοβουλίες για την υπέρβασή της. Κατά τη γνώμη μας βοά η ανάγκη για κάτι νέο στο χώρο της ανατρεπτικής Αριστεράς. Υπάρχει ανάγκη για μία νέα πολιτική συγκρότηση, για μία συσπείρωση δυνάμεων της ενωτικής και ανατρεπτικής Αριστεράς που θα έχει αποτιμήσει δημιουργικά τα θετικά, αλλά κυρίως τα όρια των σημερινών πολιτικών σχηματισμών για να κινηθεί αλλιώς, τόσο στο επίπεδο των περιεχομένων όσο και των μορφών οργάνωσης. Με στόχο τη συμβολή στη μαζική αντίσταση, με πολιτική συνεκτικότητα και σαφείς δεσμεύσεις στην πράξη, με προσανατολισμό στο εργατικό, λαϊκό και μαζικό κίνημα, με ενωτική παρέμβαση στην πολιτική, με διάλογο για τα μεγάλα στρατηγικά και ιδεολογικά ζητήματα, με εσωτερική δημοκρατία και διαδικασίες βάσης. Για την παρέμβαση της ενωτικής ανατρεπτικής Αριστεράς σε όλες τις πολιτικές μάχες, αλλά κυρίως τη συγκρότηση όσων δυνάμεων κατανοούν βαθύτερα την ανάγκη μίας αλλαγής πορείας και της αναγκαίας οικοδόμησης σε αυτή την κατεύθυνση.

Η μάχη των ευρωεκλογών μπροστά μας

Λογοδοτώντας και σε αυτή την ανάγκη και εξυπηρετώντας αυτή την πολιτική κατεύθυνση πιστεύουμε ότι χρειάζεται να ληφθεί πρωτοβουλία και για την παρέμβαση της ενωτικής και ανατρεπτικής Αριστεράς στις επερχόμενες ευρωεκλογές. Αξιοποιώντας το ελπιδοφόρο κλίμα που δημιούργησαν όσα αυτοδιοικητικά σχήματα κινήθηκαν σε αυτή την κατεύθυνση. Κι επειδή μπλέκουμε συχνά το καθήκον της «ανασυγκρότησης» με τις εκλογές αστόχαστα ας δούμε πώς ίσως μπορούν να συνδυαστούν αυτά ώστε να υπηρετεί μία παρέμβαση στις δεύτερες την πρώτη και όχι το ανάποδο.

Κατά τη γνώμη μας, απαιτείταιη μέγιστη δυνατή συγκέντρωση δυνάμεων για τη μαζική αντίσταση και ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής, για νίκες και λαϊκές κατακτήσεις σήμερα, εντός και εναντίον της ΕΕ, ανοίγοντας με γειωμένο τρόπο την προοπτική ρήξης και εξόδου από αυτήν.Η κατεύθυνση αυτή μπορεί και πρέπει να περιγραφεί γύρω από συγκεκριμένα μέτωπα και αιχμές της περιόδου, όπου έχουν αναδειχθεί ριζοσπαστικά κινήματα και πολιτικά αιτήματα και μπορεί να αναδειχθεί με πιο απτό τρόπο η αντιδραστικότητα των ευρωπαϊκών πολιτικών και η ανάγκη σύγκρουσης και ρήξης με αυτές. Μέτωπα και αιχμές όπως: α) την επίθεση στο λαϊκό εισόδημα και τη λιτότητα, β) τις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις, γ) τις ιδιωτικοποιήσεις και την υπεράσπιση των δημοσίων αγαθών, δ) την ενεργειακή κρίση και την αντιδραστική «πράσινη ανάπτυξη», ε) τον πόλεμο και τη στάση των κυβερνήσεων και του ιμπεριαλισμού, ζ) τις αντιδραστικές αντιμεταναστευτικές-αντιπροσφυγικές πολιτικές, η) τις φεμινιστικές διεκδικήσεις και την πάλη ενάντια στο σεξισμό σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής, θ) την πάλη ενάντια στο φασισμό και την Ακροδεξιά. Σε αυτά υπάρχουν ενεργά κινήματα και διεκδικήσεις που έρχονται σε ευθεία αντίθεση τόσο με τις μνημονιακές κυβερνήσεις όσο και με οδηγίες και πολιτικές της ΕΕ. Αναδεικνύοντας αυτά τα περιεχόμενα και την αντίθεσή τους με την πολιτική των κυβερνήσεων, του κεφαλαίου και της ΕΕ μπορεί και πρέπει να αναδεικνύεται η αντιδραστική φύση και ο χαρακτήρας της ΟΝΕ και της ΕΕ και να τεκμηριώνεται καλύτερα η λογική της ρήξης με αυτούς τους μηχανισμούς στην κατεύθυνση της εξόδου. Αναγκαίο είναι «να λάβουμε υπόψη τους συσχετισμούς» λοιπόν, όχι όμως για να μας παρασύρουν στο ρεύμα τους όπως γίνεται κατά κανόνα τα τελευταία χρόνια. Αλλά, με επίγνωση αυτών να επιχειρήσουμε να ανοίξουμε ξανά δρόμους υπέρβασής τους.

Κι επειδή μπροστά μας έχουμε μία μάχη ευρωεκλογών ας είναι κατανοητό ότι καμία δύναμη δεν πρόκειται να πάει σε αυτές χωρίς να πει κάτι για το κεντρικό θέμα τους. Και το θέμα είναι τι λες. «Δεν μεταρρυθμίζεται, ανατρέπεται! […] μόνο να μετασχηματιστεί μπορεί μέσα από συγκρούσεις…»[1]; Είμαστε καχύποπτοι αν διατυπώνουμε την επιφύλαξή μας για τέτοιου είδους διατυπώσεις διπλής ανάγνωσης που έχουν ξαναειπωθεί (και έχουν ξαναοδηγήσει σε ήττα!); Με ό,τι κάνει σήμερα η ΕΕ στο πεδίο των ιμπεριαλιστικών πολέμων, των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, των εργασιακών σχέσεων, του περιβάλλοντος, της εκπαίδευσης, της υγείας και γενικά των δημόσιων αγαθών δεν προκύπτει ξανά η ανάγκη να τεθεί με γειωμένο και τεκμηριωμένο τρόπο μία προοπτική ρήξης με τις αντιδραστικές πολιτικές της και την ίδια ως οικοδόμημα; Κι όλα αυτά όταν είναι εμφανές ότι αν δεν το κάνουμε με αυθεντικά διεθνιστικό πρόσημο εμείς, η πλευρά των κοινωνικών κινημάτων και της μαχόμενης Αριστεράς, θα το κάνει με εθνικιστικό πρόσημο η πλευρά της Ακροδεξιάς που διόλου τυχαία αναδεικνύει τέτοια ζητήματα από τη σκοπιά της.

Για όλα αυτά, δηλώσαμε ευθύς εξ αρχής τη διάθεση και διαθεσιμότητά μας να συζητήσουμε με ειλικρινή και γόνιμο τρόπο πάνω σε αυτά τα πολιτικά επίδικα. Με το βλέμμα στραμμένο στην ανασυγκρότηση της μαχόμενης ανατρεπτικής αριστεράς και όχι μόνο στην ανάγκη κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, στοιχείο που βέβαια δεν πρέπει να υποτιμάται. Χωρίς αποκλεισμούς, με ανοιχτή συζήτηση μπροστά στον κόσμο του αγώνα, με μία μέθοδο που να συμπεριλαμβάνει ισότιμα και να κάνει συμμέτοχο όλο το ανένταχτο και οργανωμένο δυναμικό που ενδιαφέρεται για ένα τέτοιο εγχείρημα. Μέχρι τώρα δεν έχει γίνει επαρκώς αυτό και είναι σαφές ότι δεν απαιτείται απλά πολιτική βούληση, αλλά και ειλικρίνεια και πρακτικές κατάκτησης εμπιστοσύνης μεταξύ όλων των συμμετεχόντων.

Ας πειραματιστούμε, λοιπόν, ακόμα και με ανοιχτές συνελευσιακές μορφές, δίνοντας χώρο και χρόνο συζήτησης και δράσης στον κόσμο του αγώνα. Ας εμβαθύνουμε στην προγραμματική συζήτηση μέσα σε αυτή τη διαδικασία, κατακτώντας μία ανώτερη κατεύθυνση από κοινού με όλο αυτό το δυναμικό. Με λιγότερες σιγουριές, αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει άγνοια των κινδύνων. Χωρίς να ξεχνάμε τα λάθη που κόστισαν σε όλη την περίοδο της κρίσης, προγραμματικά, φυσιογνωμικά, κινηματικά. Διατηρώντας ένα γενικό αρχικό πολιτικό πλαίσιο στην κατεύθυνση της ρήξης, καθώς και βασικές αρχές και κριτήρια για έναν βαθύτερο προγραμματικό εμπλουτισμό της. Με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις ενός ευρύτερου κόσμου, με ειλικρινή θέληση να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Θεωρούμε ότι δεν πρέπει να χαθεί άλλος χρόνος. Να μη φοβηθούμε, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, να δημιουργήσουμε κάτι νέο.

[1] https://aristera.eu/2023/10/4-evropaiki-enosi-esy-ti-les/